Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Δευτ. κθ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ἑβρ. γ΄ 5-11, 17-19).

Εβρ. 3,5 καὶ Μωϋσῆς μὲν πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων,

Εβρ. 3,5 Και ο μεν Μωϋσής, σαν επιστάτης και υπηρέτης εκ μέρους του Θεού, ανεδείχθη πιστός και αξιόπιστος μέσα εις όλο το σπίτι του Θεού, στον Ισραηλιτικόν δηλαδή λαόν, εις πίστωσιν και βεβαίωσιν εκείνων που απρόκειτο να λεχθούν και αποκαλυφθούν προς τον λαόν.

Εβρ. 3,6 Χριστὸς δὲ ὡς υἱὸς ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς, ἐάνπερ τὴν παῤῥησίαν καὶ τὸ καύχημα τῆς ἐλπίδος μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν.

Εβρ. 3,6 Ο Χριστός όμως ως Υιός, ανεδείχθη ασυγκρίτως περισσότερον πιστός και αξιόπιστος επάνω εις όλο το σπίτι του Θεού, το οποίον είναι και ιδικόν του. Σπίτι δε τώρα του Θεού είμεθα ημείς οι Χριστιανοί, εάν βέβαια κρατήσωμεν μέχρι τέλους σταθεράν και αμετακίνητον την παρρησίαν μας προς τον Θεόν και το χαρμόσυνον καύχημα της ελπίδος μας, ότι θα είμεθα κληρονόμοι των αιωνίων αγαθών.

Εβρ. 3,7 Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε,

Εβρ. 3,7 Δι’ αυτό ακριβώς και το Αγιον Πνεύμα λέγει· “σήμερον, εις την παρούσαν δηλαδή ζωήν, εάν ακούσετε την φωνήν και τας εντολάς του Θεού,

Εβρ. 3,8 μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ,

Εβρ. 3,8 μη κάμετε σκληράς και αναισθήτους τας καρδίας σας εις τας θείας εντολάς, όπως έγινε κατά τον καιρόν της πικρίας και της οργής μου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, κατά την ημέραν δηλαδή που εις την έρημον εφέρθησαν αυτοί προκλητικά απέναντί μου, και έθεσαν υπό δοκιμασίαν την αγαθότητά μου και την δύναμίν μου.

Εβρ. 3,9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη·

Εβρ. 3,9 Πράγματι εκεί εις την έρημον οι πρόγονοί σας, ολιγόπιστοι καθώς ήσαν, έθεσαν υπό αμφισβήτησιν και δοκιμήν την πρόνοιάν μου και την δύναμίν μου. Εν τούτοις εγώ και τότε δεν τους εγκατέλειψα και είδαν τα θαυμαστά και ένδοξα έργα μου σαράντα ολόκληρα χρόνια, που έμειναν εις την έρημον.

Εβρ. 3,10 διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου·

Εβρ. 3,10 Επειδή όμως έμειναν αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, εδυσφόρησα και ηγανάκτησα εναντίον της γενεάς εκείνης και είπα· Παντοτε αυτοί πλανώνται, σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας και διαθέσεις της καρδίας των. Αυτοί όμως δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους θαυμαστούς τρόπους μου, με τους οποίους τους καθωδηγούσα και τους επροστάτευα.

Εβρ. 3,11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου·

Εβρ. 3,11 Δι’ αυτό και ωργισμένος εναντίον των ωρκίσθην ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της ειρηνικής αναπαύσεως, που τους έχω υποσχεθή”.

Εβρ. 3,17 τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ;

Εβρ. 3,17 Εναντίον ποίων δε εδυσφόρησε και ηγανάκτησεν ο Θεός επί σαράντα έτη; Δεν οργίσθη εναντίον αυτών, που ημάρτησαν απέναντί του και εσκληρύνθησαν και των οποίων τα σώματα έπεσαν εις την έρημον;

Εβρ. 3,18 τίσι δὲ ὤμοσε μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ εἰ μὴ τοῖς ἀπειθήσασι;

Εβρ. 3,18 Εναντίον δε ποίων ωρκίσθη ο Θεός, ότι δεν θα εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας, παρά εναντίον εκείνων που έδειξαν απείθειαν και σκληροκαρδίαν;

Εβρ. 3,19 καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι᾿ ἀπιστίαν.

Εβρ. 3,19 Και βλέπομεν, ότι πράγματι εξ αιτίας της απιστίας των δεν κατώρθωσαν να εισέλθουν εις την γην της επαγγελίας.

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Προεόρτιον, Δευτ. διακαινησίμου (Ἰω. α΄ 18-28).

Ιω. 1,18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.

Ιω. 1,18 Τον Θεόν κανείς ποτέ δεν έχει ίδει. Ο Υιός ο μονογενής, που υπάρχει προαιωνίως πάντοτε στον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν εις ημάς και κατέστησε γνωστόν τον Θεόν.

Ιω. 1,19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;

Ιω. 1,19 Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν· “συ ποιός είσαι;”

Ιω. 1,20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.

Ιω. 1,20 Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.

Ιω. 1,21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.

Ιω. 1,21 Και τον ηρώτησαν πάλιν· “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης· “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης, ο ένας και μοναδικός, τον οποίον προανήγγειλε ο Μωϋσής;” και απήντησεν· “όχι”.

Ιω. 1,22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;

Ιω. 1,22 Είπαν εν τέλει εις αυτόν· “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”

Ιω. 1,23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.

Ιω. 1,23 Είπεν ο Ιωάννης· “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου· κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου· προετοιμάσατε τας ψυχάς σας, δια να υποδεχθούν τον Χριστόν”.

Ιω. 1,24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων·

Ιω. 1,24 Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.

Ιω. 1,25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;

Ιω. 1,25 Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν· “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”

Ιω. 1,26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ιω. 1,26 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.

Ιω. 1,27 αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.

Ιω. 1,27 Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.

Ιω. 1,28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων.

Ιω. 1,28 Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/04.%20Ioan.htm