Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Παρ. κθ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ἑβρ. ζ΄ 18-25).
Εβρ. 7,18 ἀθέτησις μὲν γὰρ γίνεται προαγούσης ἐντολῆς διὰ τὸ αὐτῆς ἀσθενὲς καὶ ἀνωφελές·
Εβρ. 7,18 Διότι τώρα, εις την εποχήν της χάριτος, γίνεται ακύρωσις και αντικατάστασις του προγενεστέρου Νομου, δηλαδή του μωσαϊκού, διότι ο Νομος αυτός δεν είχε την δύναμιν να σώση τον άνθρωπον και δι’ αυτό είναι άχρηστος και ανωφελής.
Εβρ. 7,19 οὐδὲν γὰρ ἐτελείωσεν ὁ νόμος, ἐπεισαγωγὴ δὲ κρείττονος ἐλπίδος, δι᾿ ἧς ἐγγίζομεν τῷ Θεῷ.
Εβρ. 7,19 Διότι τίποτε δεν κατώρθωσε να τελειοποιήση ο Νομος. Ενώ τώρα με την νέαν Διαθήκην εισάγεται νέα, καλυτέρα ελπίς, δια της οποίας πλησιάζομεν τον Θεόν, επιτυγχάνομεν την λύτρωσιν και την αιωνίαν μακαριότητα.
Εβρ. 7,20 καὶ καθ᾿ ὅσον οὐ χωρὶς ὁρκωμοσίας· -οἱ μὲν γὰρ χωρὶς ὁρκωμοσίας εἰσὶν ἱερεῖς γεγονότες,
Εβρ. 7,20 Αυτή δε η ασύγκριτος ανωτερότης του Χριστού φαίνεται και εκ του γεγονότος, ότι δεν συνεστήθη χωρίς όρκον-διότι οι μεν της Π. Διαθήκης έχουν γίνει ιερείς, χωρίς να δοθή κανείς όρκος δι’ αυτούς εκ μέρους του Θεού.
Εβρ. 7,21 ὁ δὲ μετὰ ὁρκωμοσίας διὰ τοῦ λέγοντος πρὸς αὐτόν· ὤμοσε Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ·-
Εβρ. 7,21 Ο Χριστός όμως έγινεν ιερεύς με τον όρκον, που έδωσεν ο Θεός προς αυτόν λέγων· “έχει ορκισθή ο Κυριος και δεν θα μεταμεληθή ποτέ δι’ αυτό· συ είσαι ιερεύς αιώνιος κατά την τάξιν Μελχισεδέκ”.
Εβρ. 7,22 κατὰ τοσοῦτον κρείττονος διαθήκης γέγονεν ἔγγυος Ἰησοῦς.
Εβρ. 7,22 Οσον δε περισσότερον μέγας και σπουδαίος ιερεύς ανεδείχθη ο Ιησούς, που έλαβε την ιερωσύνην με όρκον, όσον και περισσότερον αξιόπιστος εγγυητής και μεσίτης της νέας διαθήκης έγινε.
Εβρ. 7,23 Καὶ οἱ μὲν πλείονές εἰσι γεγονότες ἱερεῖς διὰ τὸ θανάτῳ κωλύεσθαι παραμένειν·
Εβρ. 7,23 Και εις μεν την εποχήν του Νομου έχουν γίνει πολλοί ιερείς, επειδή, σαν άνθρωποί που ήσαν, ημποδίζοντο από τον θάνατον να μένουν διαρκώς ως ιερείς.
Εβρ. 7,24 ὁ δὲ διὰ τὸ μένειν αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα ἀπαράβατον ἔχει τὴν ἱερωσύνην·
Εβρ. 7,24 Ο Χριστός όμως, επειδή μένει ζων στον αιώνα, έχει αμετακίνητον και αμεταβίβαστον την ιερωσύνην.
Εβρ. 7,25 ὅθεν καὶ σῴζειν εἰς τὸ παντελὲς δύναται τοὺς προσερχομένους δι᾿ αὐτοῦ τῷ Θεῷ, πάντοτε ζῶν εἰς τὸ ἐντυγχάνειν ὑπὲρ αὐτῶν.
Εβρ. 7,25 Επομένως και ημπορεί να σώζη πλήρως και τελείως εκείνους, οι οποίοι προσέρχονται δια μέσου αυτού προς τον Θεόν, ζων πάντοτε δια να μεσιτεύη και προσεύχεται υπέρ αυτών.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Παρ. ιε΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Μρ. ιβ΄ 1-12).
Μαρκ. 12,1 Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγειν· ἀμπελῶνα ἐφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὤρυξεν ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε.
Μαρκ. 12,1 Ηρχισε τότε να ομιλή εις αυτούς με παραβολάς. “Ενας άνθρωπος εφύτεψε αμπέλι και ύψωσε ολόγυρα φράκτην και έσκαψε πατητήρι και στέρνα δια τον μούστον, έκτισε πύργον δια να μένουν οι φύλακες και οι εργάται, και έτοιμο πλέον το αμπέλι το παρέδωσε στους γεωργούς, να το καλλιεργούν, να αποδίδουν δε και εις αυτόν την αναλογίαν των καρπών και εταξίδευσεν εις άλλην χώραν.
Μαρκ. 12,2 καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος.
Μαρκ. 12,2 Και κατά την κατάλληλον εποχήν έστειλεν στους γεωργούς ένα δούλον, δια να παραλάβη από αυτούς ένα μέρος από τον καρπόν του αμπελιού.
Μαρκ. 12,3 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενόν.
Μαρκ. 12,3 Εκείνοι όμως, αφού επιασαν τον δούλον, τον έδειραν και τον έδιωξαν με αδειανά τα χέρια.
Μαρκ. 12,4 καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον.
Μαρκ. 12,4 Και πάλιν ο οικοδεσπότης έστειλε εις αυτούς άλλον δούλον· και εκείνον, αφού τον ελιθοβόλησαν, τον επλήγωσαν στο κεφάλι και τον εδίωξαν ντροπιασμένον.
Μαρκ. 12,5 καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες.
Μαρκ. 12,5 Και πάλιν έστειλε άλλον και εκείνον τον εφόνευσαν και πολλούς άλλους εκακοποίησαν, άλλους μεν τους έδερναν, άλλους δε τους εφόνευαν.
Μαρκ. 12,6 ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου.
Μαρκ. 12,6 Ακόμη, λοιπόν, ένα μονογενή και αγαπητόν Υιόν, που είχε, τον έστειλε τελευταίον προς αυτούς λέγων· Οτι αυτοί οι άνθρωποι θα εντραπούν επί τέλους τον υιόν μου.
Μαρκ. 12,7 ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, θεασάμενοι αὐτὸν ἐρχόμενον, πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία.
Μαρκ. 12,7 Εκείνοι όμως οι γεωργοί, όταν είδαν αυτόν να έρχεται, είπαν μεταξύ τους· ότι αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε να τον φονεύσωμεν και θα μείνη έτσι ιδική μας πλέον η κληρονομία.
Μαρκ. 12,8 καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος.
Μαρκ. 12,8 Και αφού τον επιασαν, τον εφόνευσαν και τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι.
Μαρκ. 12,9 τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις.
Μαρκ. 12,9 Τι θα κάμη λοιπόν ο κύριος του αμπελώνος; Θα έλθη και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση εις άλλους το αμπέλι, (Ετσι θα τιμωρήση ο Θεός τους πνευματικούς ηγέτας του Ισραήλ, στους οποίους ως καρποφόρον άμπελον ενεπιστεύθη τον λαόν του, και τον οποίον αυτοί κατά πολλούς τρόπους ήθελαν να εκμεταλλεύωνται δια την ιδικήν των ωφέλειαν. Δια να μένουν δε ανενόχλητοι εις την ανίερον εκμετάλλευσίν των έδιωχναν και έδερναν και εφόνευαν τους προφήτας, τους οποίους κατά καιρούς έστελνεν εις αυτούς ο Θεός, δια να τους υπενθυμίση το καθήκον των. Και θα εμπιστευθή ο Θεός τον νέον λαόν της Χαριτος εις άλλους πνευματικούς ηγέτας).
Μαρκ. 12,10 οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας·
Μαρκ. 12,10 Και επρόσθεσε ο Κυριος· “δεν εδιαβάσατε ούτε αυτό το χωρίον της Γραφής που λέγει· Λιθον τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, αυτός έγινε ο κυριώτερος ακρογωνιαίος λίθος, δι’ όλην την οικοδομήν.
Μαρκ. 12,11 παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;
Μαρκ. 12,11 Από τον Κυριον έγινεν η τοποθέτησις αυτή του λίθου και είναι αξιοθαύμαστος εις τα μάτια ημών των πιστών;”
Μαρκ. 12,12 Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.
Μαρκ. 12,12 Και εζητούσαν οι αρχιερείς να τον συλλάβουν, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν· ήθελαν δε να τον συλλάβουν, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι’ αυτούς είπε την παραβολήν. Και αφού τον αφήκαν, έφυγαν.
http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/02.%20Mark.htm