Από τις 2 το μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου 1823 όλα άρχισαν να αλλάζουν στο νησί της Τήνου. Εκείνη την ώρα ήταν που η αξίνα ενός εργάτη από το χωριό Φαλατάδος χτύπησε πάνω σε ένα ξύλο, και σηκώνοντάς το ο εργάτης είδε τον Άγγελο με τον κρίνο.
Ήταν το ένα από τα δυο κομμάτια της εικόνας του Ευαγγελισμού. Δεν πέρασε λίγη ώρα και βρέθηκε μέσα στα χώματα και το δεύτερο μισό της εικόνας, με την Παναγία να κάθεται σε ένα θρόνο.
Το νέο ξεχύθηκε σαν αστραπή σε ολόκληρη την Τήνο, από χωριό σε χωριό. Το ίδιο βράδυ μαζεύτηκε πολύς κόσμος από όλο το νησί, στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα και είχε θεμελιωθεί ήδη ο Ναός που υπάρχει σήμερα.
Είχαν προηγηθεί μια σειρά από γεγονότα, όπως τα έχουν αφηγηθεί οι άνθρωποι που τα έζησαν.
Δυο άνθρωποι, όπως ομολογούν οι ίδιοι, είδαν οράματα με την Παναγία να τους λέει ότι πρέπει να βρουν την εικόνα της που βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
Ο γέροντας είπε ότι μετά από αυτό η γυναίκα εξαφανίστηκε από μπροστά του. Διηγήθηκε, όπως έλεγε, το όραμά του σε ένα ιερέα, αλλά δεν το πίστεψε, λέγοντας του ότι αυτά που περιγράφει είναι γεννήματα της φαντασίας του.
Μόνο δυο άνθρωποι, έλεγε ο γέροντας εκείνος ότι τον πίστεψαν και πήγαν μαζί και έσκαψαν νύχτα στο κτήμα του Δοξαρά. Το μόνο που βρήκαν όμως ήταν ένας παλιός τοίχος.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 9 Ιουλίου του 1822, μια Μοναχή στο Μοναστήρι του Κεχροβουνίου, ομολογεί ότι είδε ένα όνειρο. Το όνομα της Μοναχής είναι Πελαγία και λέει ότι εμφανίστηκε στον ύπνο της μια γυναίκα με εντυπωσιακή περιβολή, που ακτινοβολούσε, και της είπε: «Πήγαινε στον επίτροπο της Μονής, Σταματέλο Γκαγκάδη και πες του να σκάψουν για να ανακαλύψουν το σπίτι μου στο κτήμα του Αντωνίου Δοξαρά, και να επιστατήσει στο κτίσιμο του ναού μου».
Σύμφωνα πάντοτε με την ομολογία της Μοναχής Πελαγίας, στις 23 Ιουλίου του 1822 παρουσιάστηκε μπροστά της (και όχι στον ύπνο της) η ίδια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που την περιγράφει οργισμένη, λέγοντάς της ότι αν δεν υπακούσει, θα πέσει χολέρα στο νησί.
Τότε -λέει- η Μοναχή Πελαγία τη ρώτησε: «Ποια είσαι που με διατάζεις να κάνω αυτό το πράγμα;». Αντί -λέει- να της απαντήσει η γυναίκα, της έδειξε το γύρω χώρο και είπε: «ΕΥΑΓΓΕΛΙΖΟΥ ΓΗ ΧΑΡΑΝ ΜΕΓΑΛΗΝ», οπότε λέει, η Πελαγία γονάτισε και συμπλήρωσε: ΑΙΝΕΙΤΕ ΟΥΡΑΝΟΙ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ.
Αυτές είναι οι αφηγήσεις των δυο αυτών ανθρώπων, καθ’ όν τρόπο έχουν διασωθεί και μαρτυρούνται μέχρι σήμερα.
Ακολουθεί μια σειρά γεγονότων, όπως έχουν καταγραφεί σε μορφή χρονικού εκείνη την εποχή, από ανθρώπους που έζησαν από κοντά αυτά τα γεγονότα.
Η Μοναχή αφηγήθηκε το όραμά της στην Ηγουμένη, που ειδοποίησε τον επίτροπο Γκαγκάδη. Ο επίτροπος συνέστησε στη Μοναχή να πάει η ίδια στον Αρχιερέα Γαβριήλ και να του αφηγηθεί όσα είδε, πράγμα που έγινε.
Ο Αρχιερέας Γαβριήλ μαζί με τον επίτροπο Γκαγκάδη ανακοίνωσαν στους Δημογέροντες και στο λαό της Τήνου, όσα είχε αφηγηθεί η Μοναχή Πελαγία αποφάσισαν να αρχίσουν την ανασκαφή για την ανεύρεση της εικόνας.
Οι ανασκαφικές εργασίες άρχισαν στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1822, αλλά το μόνο που βρέθηκε ήταν κάτι θαμμένα ερείπια και ένα ξερό πηγάδι. Οι ανασκαφές κράτησαν δυο μήνες, αλλά εικόνα δεν βρέθηκε και έτσι οι εργασίες ατόνησαν μέχρι που η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε.
«Μετ’ ολίγας ημέρας ανεφάνη πανώλης εν Τήνω, αλλά δεν διήρκεσε», γράφει ο ιστορικός της Επανάστασης του ’21, Σπυρίδων Τρικούπης.
Την Πρωτοχρονιά του 1823 θεμελιώνεται ένας μικρός Ναός στο σημείο που είχαν βρει τα θαμμένα ερείπια και το ξεροπήγαδο. Αυτόπτες μάρτυρες διέσωσαν σε αφηγήσεις τους, ότι δεν είχαν μαζί τους νερό να κάνουν τον αγιασμό και πήγε κάποιος στην πόλη για να φέρει. Και ενώ περίμεναν να φέρει κάποιος το νερό, ένα παιδί που είχε πλησιάσει το ξεροπήγαδο, άρχισε να φωνάζει ότι το πηγάδι είχε γεμίσει με νερό. Αυτό θεωρήθηκε ως το πρώτο θαύμα. Από το γεγονός αυτό, ο ναός εγκαινιάσθηκε στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής. Πρόκειται για τον σημερινό Ναό της Ευρέσεως, που υπάρχει κάτω από τον ναό της Ευαγγελίστριας. Εκεί που βρίσκεται και το Αγίασμα.
Παρ’ όλα αυτά, και ενώ εγκαινιάσθηκε ο μικρός Ναός, εικόνα δεν είχε βρεθεί. Ωστόσο, οι αφηγήσεις ανθρώπων της εποχής λένε ότι το νερό του πηγαδιού εξαφάνιζε τη χολέρα και η Τήνος λυτρώθηκε από αυτό το άγος.
Όπως διαπιστώθηκε, στο σημείο που θεμελιώθηκε ο αρχικός αυτός Ναός της Ευρέσεως, προϋπήρχε ένας Ναός στο όνομα του Αγίου Ιωάννου, που τον είχαν καταστρέψει και τον είχαν κάψει το 1200 οι Σαρακηνοί.
Οι εργασίες για την ανεύρεση της εικόνας προχωρούσαν, όταν στις 2 το μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου 1823, η αξίνα εκείνου του ανθρώπου από το χωριό Φαλατάδος, του Εμμανουήλ Μάτσα ή Σπανού, όπως ήταν το παρατσούκλι του, χτύπησε πάνω σε ένα ξύλο. Προφανώς έκοψε στη μέση την εικόνα. Ο εργάτης αυτός πήρε στα χέρια του το ένα κομμάτι του ξύλου και όπως το καθάρισε πρόχειρα είδε τη μορφή του Αγγέλου με τον κρίνο και το προσκύνησε. Πολύ γρήγορα βρήκαν και το άλλο μισό της εικόνας με την Παναγία. Και τα δυο κομμάτια μαζί ήταν η εικόνα του Ευαγγελισμού, αυτή που σήμερα είναι καλυμμένη από τα τάματα.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1823 έγινε η πρώτη λιτάνευση της εικόνας στα στενά δρομάκια της Χώρας, στην Τήνο. Από τότε, και κάθε χρόνο, η εικόνα βγαίνει τέσσερις φορές από το Ναό της Ευαγγελίστριας, για περιφορά: Στις 30 Ιανουαρίου, στις 25 Μαρτίου, στις 23 Ιουλίου, ημέρα ανάμνησης του οράματος της Μοναχής Πελαγίας, και στις 15 Αυγούστου.
Και τις τέσσερις φορές συρρέει κόσμος στην Τήνο και συμμετέχει στη λιτάνευση, ακόμη και τον Ιανουάριο, που είναι ένας δύσκολος μήνας για θαλασσινά ταξίδια.
Η εύρεση της εικόνας της Παναγίας, από τα πρώτα ακόμη χρόνια προσέδωσε στην Τήνο χαρακτήρα Ιερού προσκυνήματος που κάνει θαύματα.
Από τους πρώτους που πήγαν να προσκυνήσουν την εικόνα ήταν οι περισσότεροι από τους ήρωες του 1821. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Νικηταράς. Μέσα σε λίγα χρόνια το προσκύνημα της Μεγαλόχαρης στην Τήνο απέκτησε παγκόσμια φήμη.
Πολλούς αιώνες μετά, η Τήνος ξαναβρήκε ένα πρόσωπο που είχε από τους Γεωμετρικούς ακόμη χρόνους, ή και παλιότερα, με το μεγάλο προσκύνημα του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Το ζευγάρι αυτών των θαλασσινών Θεοτήτων της αρχαιότητας λατρευόταν στην Τήνο για τις θαυματουργές και ιαματικές τους επενέργειες, όπως πίστευαν όλοι αυτοί που θαλασσοδέρνονταν μερόνυχτα για να φτάσουν στην Τήνο και να προσπέσουν στο μεγαλοπρεπές Ιερό τους.
Αυτό ακριβώς που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα με τη Μεγαλόχαρη…