Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:7ο Μέρος, Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα 2.

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου

Ὁμιλία στίς 15-03-2015

Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ συνεχίζουμε τό 3ο Κεφάλαιο τοῦ Ἁγίου Γέροντα Σιλουανοῦ, πού ἔχει τίτλο «Ἡ μορφή τοῦ Γέροντα».

«Ἡ ἐξωτερική του διαγωγή ἦταν ἁπλή, μά συγχρόνως τήν στόλιζε μιά ἀναμφίβολη ἰδιότητα, ἡ ἐσωτερική εὐγένεια, ἤ, ἄν θέλετε, ἡ ἀριστοκρατικότητα στήν πιό σωστή σημασία τῆς λέξεως. Σέ ὅποιες συνθῆκες καί νά τόν συναντοῦσε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λεπτότερη διαίσθηση, δέν θά μποροῦσε νά παρατηρήσει σ’ αὐτόν ἄξεστες κινήσεις καρδιᾶς: ὅπως ἀντιπάθεια, ἀπροσεξία, περιφρόνηση, προσποίηση καί τά παρόμοια». Βλέπουμε, πόσο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ λεπτύνει τόν ἄνθρωπο. «Ἦταν ἄνθρωπος πραγματικά εὐγενικός, ὅπως μπορεῖ νά εἶναι μόνο ὁ χριστιανός», ἁπλός, ἀνεπιτήδευτος, ἀνυπόκριτος.

«Ὁ Γέροντας ποτέ δέν γελοῦσε δυνατά οὔτε μιλοῦσε διφορούμενα. Δέν περιεγελοῦσε οὔτε ἀστειευόταν ἄλλους ἀνθρώπους». Ξέρουμε πόσο πολύ πληγώνει ἡ εἰρωνεία καί τό νά περιπαίζει κανείς τούς ἄλλους. «Στό συνήθως σοβαρό γαλήνιο πρόσωπό του ζωγραφιζόταν καμιά φορά ἕνα ἐλαφρό μειδίαμα, χωρίς νά ἀνοίγονται τά χείλη, ἐκτός καί ἄν μιλοῦσε». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κατακρίνουν τόν λεγόμενο «βρασματώδη γέλωτα», αὐτό τό χαχανητό τό θορυβῶδες, γιατί δέν ἔχει μέσα του σεμνότητα. Μάλιστα, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν κανείς χαμογελᾶ, νά χαμογελᾶ ἔτσι λίγο, καί ὄχι νά προκαλεῖ. Γιατί ἐκεῖνο πού κατεξοχήν ἁρμόζει στόν ἄνθρωπο εἶναι τό πένθος. Εἴμαστε ἐν μετανοία, στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, στήν ἐξορία. Καί τόν Κύριο, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ποτέ δέν Τόν εἶδαν νά γελᾶ, ἀλλά ἀρκετές φορές Τόν εἶδαν νά κλαίει.«Θυμός, κατάκριση, χυδαιότητα καί τά παρόμοια δέν εἶχαν θέση μέσα του». Θά δοῦμε κι ἕνα περιστατικό πιό μετά, πῶς πολεμοῦσε τήν κατάκριση. «Ἡ φανερή ἁπλότητα, ἡ σπάνια διαλλακτικότητα καί ἡ ὑπακοή του, δέν τόν ἐμπόδιζαν νά ἔχει μεγάλη ἀντίθεση στό ψέμα, τήν πονηρία καί τήν ἀσχημία». Ἄλλο νά εἶσαι διαλλακτικός καί ἄλλο νά εἶσαι ψεύτης καί ὑποκριτής. «Ἐδῶ φαινόταν ἡ ἔντονη ἀκαμψία του, σέ τρόπο ὅμως πού νά μήν στενοχωρήσει τόν συνομιλητή του, ὄχι νά μήν τόν προσβάλλει μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά κυρίως στήν καρδιά του, γιατί ὁ λεπτός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τίς κινήσεις της». Ἦταν τόσο ἐκλεπτυσμένος καί εὐαίσθητος πού καταλάβαινε τίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς τοῦ συνομιλητή του. «Αὐτό τό κατάφερνε μέ ἐσωτερική προσευχή καί ἡσυχία, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ἀπό ὁποιαδήποτε δυστροπία». Ἐπειδή κοινωνοῦσε μέ τόν Θεό, μέ τόν Χριστό, στόν Ὁποῖο βρίσκονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀντιλαμβανόταν καί τήν κατάστασή τους.

«Εἶχε σπάνια δύναμη θελήσεως, χωρίς πεῖσμα· ἁπλότητα, ἐλευθερία, ἀφοβία καί ἀνδρεία μέ πραότητα καί προσήνεια». Εἶναι πολύ ὡραῖοι συνδυασμοί, νά ἔχεις ἀνδρεία, νά ἔχεις ὅμως καί πραότητα καί νά εἶσαι καί προσιτός. «Ταπείνωση καί ὑπακοή, χωρίς κολακεία καί ἀνθρωπαρέσκεια: Ἦταν ἀληθινός ἄνθρωπος, εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ». Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πραγματικά ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, ὅταν φτάσει στήν θέωση, ὅπως εἶχε φτάσει ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ὅταν δεῖ τόν Θεό.

«Ὡραῖος εἶναι ὁ κόσμος, δημιούργημα τοῦ μεγάλου Θεοῦ· ὅμως δέν ὑπάρχει τίποτα πιό θαυμάσιο ἀπό τόν ἄνθρώπο, τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, τόν υἱό τοῦ Θεοῦ!

Ποτέ δέν ἐνδιεφερθήκαμε γιά τά γεγονότα τῆς ἐξωτερικῆς ζωῆς τοῦ μακαρίου Γέροντα. Ἴσως ἦταν λάθος μας», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «ἀλλά τώρα πιά εἶναι ἀργά. Ὅταν συναντούσαμε τόν Γέροντα ἡ προσοχή μας ἦταν ἀπορροφημένη ἀπό τόν πόθο νά κατανοήσουμε τήν πνευματική του διδαχή· νά τήν συλλάβουμε μέ τόν νοῦ, νά τήν συγκρατήσουμε μέ τήν καρδιά, νά ἀφομοιώσουμε μέ τήν ψυχή τά λόγια του ἤ μᾶλλον τήν πνευματική του κατάσταση.

Καμιά φορά μᾶς φαινόταν πώς ὁ Γέροντας εἶχε τήν δύναμη νά ἐπιδρᾶ μέ τήν προσευχή στούς συνομιλητές του. Αὐτό ἦταν ἀπαραίτητο, γιατί ἐξωτερικά ὁ λόγος του ἦταν ἁπλός, σάν νά μήν περιεῖχε τίποτα τό «ἰδιαίτερο». Οὐσιαστικά ὅμως μιλοῦσε γιά μιά ὑπερφυσική κατάσταση καί γι’ αὐτό ἦταν ἀναγκαῖο νά μεταδοθεῖ μέ προσευχή, ἀλλιῶς τά λόγια του θά παρέμεναν ἀκατανόητα καί ἀπόκρυφα». Δηλαδή, μιλοῦσε καί συγχρόνως προσευχόταν καί μετέδιδε διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αὐτό πού ἤθελε νά σοῦ πεῖ, δέν περιοριζόταν μόνο στά λόγια τά ἐξωτερικά.

«Ἐπικοινωνοῦσες μέ τόν Γέροντα ἁπλά καί ἐλεύθερα χωρίς νά φοβᾶσαι πώς μπορεῖς νά κάνεις κάποιο λάθος. Ἤσουν γεμάτος ἐμπιστοσύνη πώς καμιά σου ἐνέργεια ἤ λόγος ἀδέξιος, ἀκόμα καί ἀνόητος, δέν θά καταστρέψει τήν εἰρήνη, δέν θά συναντήσει ἀπάντηση μομφῆς ἤ σκληρή ἀπώθηση. Συγχρόνως, ὅμως, κάποια χορδή στά βάθη τῆς ψυχῆς παλλόταν μέ μεγάλη ἔνταση προσευχῆς, γιά νά ἀξιωθεῖ νά ἀναπνεύσει τό πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο ἦταν γεμάτος ὁ Γέροντας.

Ὅταν μπαίνετε σέ μέρος πλημμυρισμένο ἀπό εὐωδιά, τό στῆθος σας σπεύδει νά ἀνοίξει, γιά νά δεχθεῖ μέ μιά βαθιά εἰσπνοή τήν μυρωδιά. Ἔτσι ἔκανε καί ἡ ψυχή τήν ὥρα πού ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν Γέροντα. Ἕνας πόθος γαλήνιος, εἰρηνικός, βαθύς καί συνάμα ἰσχυρός, κυρίευε τήν ψυχή νά ἐμποτιστεῖ ἀπό τήν εὐωδιά τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ.

Πόσο ἐξαιρετική καί ἰδιαίτερα πνευματική τέρψη δίδει ἡ κοινωνία μέ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο!». Ἡ ψυχή ἡ καλοπροαίρετη διαισθάνεται τόν πνευματικό πλοῦτο τοῦ ἄλλου, τοῦ ἁγίου, καί ἀνοίγει.

«Ὁ Γέροντας εἶχε τήν ἱκανότητα νά μιλᾶ μέ ἁπλότητα, χωρίς κενοδοξία, γιά πράγματα πού ξεφεύγουν ἀπό τά συνήθη ἀνθρώπινα ὅρια.

Θυμόμαστε τήν διήγησή του γιά ἕναν σπουδαῖο Ρῶσο ἀσκητή, τόν π. Στρατόνικο, πού ἦλθε ἀπό τόν Καύκασο, νά ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιο Ὄρος. Ὁ π. Στρατόνικος εἶχε σπάνιο χάρισμα λόγου καί προσευχῆς μέ δάκρυα. Στόν Καύκασο εἶχε ἀνορθώσει πολλούς ἐρημίτες ἀπό τήν ἐξασθένηση καί τήν ἀκηδία σέ νέους ἀγῶνες, ἐξηγώντας τους τά μυστήρια τοῦ πνευματικοῦ πολέμου». Γιατί πράγματι, τόν ἡσυχαστή, αὐτόν πού εἶναι μόνος του στήν ἄσκηση, τόν πολεμάει πάρα πολύ ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας καί τόν ἀχρηστεύει, γιατί ἀκηδία εἶναι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, περιεκτικός θάνατος. Αὐτός λοιπόν ὁ π. Στρατόνικος εἶχε χάρισμα ἀπό τόν Θεό καί βόηθησε πολλούς τέτοιους ἀσκητές νά ἀνορθωθοῦν ἀπό τήν ἀκηδία καί νά κάνουν μιά καινούρια ἀρχή στόν πνευματικό ἀγῶνα.

«Καί στόν Ἄθωνα οἱ ἀσκητές δέχτηκαν μέ μεγάλη ἀγάπη τόν π. Στρατόνικο. Ὁ ἐμπνευσμένος λόγος του προκάλεσε βαθιά ἐντύπωση σέ πολλούς.

«Ἡ πλούσια διάκριση, τό ὡραῖο καί δυνατό του μυαλό, τό δῶρο τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς, ἡ μεγάλη του πείρα, ὅλα τόν ἔκαναν κεντρική μορφή ἀνάμεσα στούς ἀσκητές. Παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος σχεδόν δύο μῆνες καί ἄρχισε κιόλας νά στενοχωριέται, γιατί ὑπέστη ματαίως τόν μεγάλο κόπο τῆς μακρινῆς πορείας χάριν «ὠφελείας». Εἶχε ἔρθει ἀπό τή Ρωσία, ἀπό τόν Καύκασο, γιά νά ὠφεληθεῖ καί ἔβλεπε ὅτι δέν βρῆκε κάτι στό Ἅγιο Ὄρος πού νά τόν ὠφελοῦσε. «Οἱ συναντήσεις του μέ τούς μοναχούς τοῦ Ἄθω δέν πλούτισαν τίς γνώσεις του. Πῆγε λοιπόν στόν πνευματικό τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος», τό Ρώσικο Μοναστήρι «στόν Γέροντα Ἀγαθόδωρο καί, ἀφοῦ τοῦ διηγήθηκε τήν στενοχώρια του, τόν παρακάλεσε νά τοῦ ὑποδείξει κάποιον ἀπό τούς Πατέρες, μέ τόν ὁποίο θά μποροῦσε νά συνομιλήσει γιά τήν ὑπακοή καί τά ἄλλα ἔργα τοῦ μοναχοῦ. Ὁ Γέροντας Ἀγαθόδωρος τοῦ συνέστησε νά ἐπισκεφθεῖ τό «Παλαιό Ρωσικό», ὅπου ἐκεῖνο τόν καιρό (πρίν ἀπό τόν πόλεμο τοῦ 1914) εἶχαν συγκεντρωθεῖ ὁρισμένοι σπουδαῖοι ἀσκητές ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς.

Τό Παλαιό Ρωσικό βρίσκεται σέ ὀρεινή τοποθεσία, σέ ὔψος 250 μέτρων περίπου πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, ἀνατολικά ἀπό τήν Μονή, μιά ὥρα δρόμο περίπου. Ἐκεῖ τηροῦσαν ἕνα ἀσκητικό τυπικό αὐστηρότερο ἀπό τό τυπικό τῆς Μονῆς. Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καί ἥσυχος καί γιά αὐτό προσείλκυε τούς μοναχούς πού ποθοῦσαν μεγαλύτερη μοναξιά, γιά νά ἀσκηθοῦν στήν νοερά προσευχή. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε καί ὁ π. Σιλουανός.

Ὁ π. Στρατόνικος ἔγινε δεκτός μέ καλή διάθεση στό Παλαιό Ρωσικό. Συνομίλησε πολύ μέ τούς Πατέρες καί ἰδίωτικά καί ὁμαδικά. Μιά γιορτή τόν κάλεσε στό κελλί του ὁ Γέροντας Δοσίθεος. Κάλεσε κι ἄλλους μοναχούς, ἀνάμεσά τους οἱ Πατέρες Βενιαμίν ἀπό τήν Καλλιάγρα», μιά ἄλλη τοποθεσία στό Ἅγιο Ὄρος, «Ὀνησιφόρος καί Σιλουανός. Ἡ συνομιλία ἦταν πολύ περιεκτική. Ὁ π. Σιλουανός, ὡς ὁ νεώτερος ἀπό τούς παρευρισκομένους καθόταν στήν γωνιά τοῦ κελλιοῦ σιωπηλός ἀκούγοντας προσεκτικά κάθε λέξη τοῦ καυκάσιου ἀσκητοῦ. Μετά τήν συνομιλία ὁ π. Στρατόνικος, πού δέν εἶχε συναντηθεῖ ἰδιαιτέρως μέ τόν π. Σιλουανό, τοῦ ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά τόν ἐπισκεφθεῖ στήν «καλύβα» του. Συμφώνησαν γιά τήν τρίτη ὥρα τῆς ἑπομένης. Ἐκείνη τήν νύκτα ὁ π. Σιλουανός προσευχήθηκε, πολύ νά εὐλογήσει ὁ Κύριος τήν συνάντηση καί τήν συνομιλία τους». Βλέπουμε ἐδῶ κάτι πολύ σημαντικό. Ὅταν πρόκειται νά ἔχουμε μιά συνάντηση, νά κάνουμε κι ἐμεῖς προσευχή, γιά νά εὐλογήσει ὁ Κύριος αὐτή τήν συνάντηση καί νά βγεῖ πνευματική ὠφέλεια.

«Τήν ὁρισμένη ὥρα ὁ π. Στρατόνικος ἦλθε. Ἡ συνομιλία ἄρχισε εὔκολα ἀνάμεσα στούς δύο ἀσκητές καί γρήγορα πῆρε τόν ποθούμενο δρόμο. Καί τῶν δύο τό πνεῦμα βάδιζε πρός τόν ἴδιο σκοπό καί ὁ νοῦς τους ζοῦσε συνεχῶς τά ἴδια προβλήματα, τά μόνα οὐσιώδη γιά αὐτούς.

Τήν προηγουμένη μέρα, ὅταν ὁ Σιλουανός ἄκουγε τόν π. Στρατόνικο, πρόσεξε ὅτι αὐτός μιλοῦσε «ἀπό τόν νοῦ του», ἐννοεῖ ἐγκεφαλικά, διανοητικά «καί πώς ὅσα ἔλεγε γιά τήν συνάντηση τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος μέ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ὑπακοή ἦταν «ἀσαφῆ». Ἦταν κάτι φιλοσοφικό, θά λέγαμε, στοχαστικό. Ἐνῶ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅταν ὁμιλεῖ, μιλάει σαφῶς, ξεκάθαρα, τό ναί ναί, τό οὔ οὔ.

«Ἄρχισε λοιπόν τήν συνομιλία» ὁ Ἅγιος Σιλουανός «μέ τρεῖς ἐρωτήσεις: Πρῶτη ἐρώτηση «Πῶς μιλοῦν οἱ τέλειοι;», δεύτερη, «Τί σημαίνει νά παραδίνεσαι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ;», καί τρίτη «Σέ τί συνίσταται ἡ οὐσία τῆς ὑπακοῆς;».

Ὅπως φαίνεται, αὐτή ἡ θαυμαστή πνευματική ἀτμόσφαιρα στήν ὁποία βρισκόταν ὁ Σιλουανός, ἐπέδρασε ἀμέσως στόν π. Στρατόνικο». Ἦταν κι αὐτός δεκτικός, παρόλο πού δέν ἦταν στά μέτρα τοῦ Ἁγίου. «Αἰσθάνθηκε τήν σπουδαιότητα καί τό βάθος τῶν ἐρωτήσεων καί ἄρχισε νά σκέφτεται. Μετά ἀπό μικρή σιωπή εἶπε:

– Αὐτό δέν τό ξέρω … Πέστε μου το ἐσεῖς».

Βλέπετε πώς ἔχει καί ταπείνωση καί ὁμολογεῖ τήν ἄγνοιά του.

«Ὁ Σιλουανός ἀποκρίθηκε:

– Οἱ τέλειοι δέν λένε τίποτε ἀφ’ ἑαυτοῦ τους … λένε μόνον ὅ,τι τούς δίνει τό Πνεῦμα». Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό. Ὅ,τι κινεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, ἄν τούς κινήσει καί τούς παρακινήσει νά ποῦνε κάτι, αὐτό λένε. Ἀλλιῶς δέν λένε τίποτα.

«Ὁ π. Στρατόνικος ἔζησε πιθανῶς ἐκείνη τήν ὥρα τήν κατάσταση γιά τήν ὁποία μιλοῦσε ὁ Σιλουανός». Μπῆκε ἀμέσως στό νόημα τοῦ τί ἐννοοῦσε. «Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἕνα νέο ἄγνωστο σ’ αὐτόν ἕως τότε μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τό μυστήριο τῆς γεννήσεως στήν καρδιά λόγου ἐμπεπνευσμένου ἀπό τήν Θεία χάρη». Γιατί ὁ λόγος ἔχει πράγματι δύναμη, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τότε βεβαίως γεννιέται στήν καρδιά, γιατί ἐκεῖ ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα.

«Ἀτένιζε μέ εὐγνωμοσύνη τόν Σιλουανό». Ὁ π. Στρατόνικος εἶχε λόγο, ἀλλά ἦταν ὁ λόγος του ἐγκεφαλικός. Τοῦ ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες ὁ Ἅγιος Σιλουανός καί τοῦ λέει πολύ σημαντικό εἶναι νά μιλᾶς μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό καρδίας.

«Τό πρῶτο ἐρωτήμα λοιπόν πῆρε τήν λύση του στό βάθος τῆς ψυχῆς μέ ἄμεση ὑπαρξιακή ἐμπειρία τῆς καταστάσεως αὐτῆς, πού τήν ἔλαβε κατά τήν προσευχή τοῦ π. Σιλουανοῦ. Ἔτσι ἡ ἀφομοίωση τῶν δύο ἄλλων ἐρωτήσεων ἦταν πλέον εὔκολη». Μπῆκε στήν ἴδια συχνότητα, θά λέγαμε, ὁ π. Στρατόνικος, ὁπότε εὔκολα ἀπαντήθηκαν καί οἱ δύο ἄλλες ἐρωτήσεις: τί σημαίνει νά παραδίνεσαι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί σέ τί συνίσταται ἡ οὐσία τῆς ὑπακοῆς.

«Συνέχισαν νά μιλοῦν γιά τήν προσευχή. Ὁ π. Στρατόνικος ἔλεγε πώς, ἄν ἡ προσευχή περνᾶ χωρίς δάκρυα, σημαίνει πώς δέν ἔφθασε στό τέρμα της, καί γιά αὐτό παραμένει ἄκαρπη. Ὁ Σιλουανός ἀπάντησε σ’ αὐτό πώς τά δάκρυα στήν προσευχή, ὅπως καί κάθε ἄλλη σωματική δύναμη, μποροῦν νά ἐξαντληθοῦν». Δηλαδή μπορεῖ νά φτάσεις στά δάκρυα, ἀλλά νά σταματήσουν καί τά δάκρυα, νά ἐξαντληθοῦν. Τί γίνεται τότε;

«Τότε ὁ νοῦς λεπτός ἀπό τό πένθος περνάει σέ μιά λεπτή «αἴσθηση» τοῦ Θεοῦ καί καθαρός ἀπό κάθε λογισμό θεωρεῖ μέ ἡσυχία τόν Θεό». Δηλαδή ὑπάρχει κάτι ἀνώτερο κι ἀπ’ τά δάκρυα, νά λεπτυνθεῖ ὁ νοῦς καί νά βλέπει τόν Θεό μέ ἡσυχία.

«Κι αὐτό μπορεῖ νά εἶναι πολυτιμότερο τῶν δακρύων. Ὁ π. Στρατόνικος ἔφυγε μέ εὐγνωμοσύνη. Σέ μιά ἀπό τίς ἑπόμενες ἐπισκέψεις του ἐπιβεβαίωσε τά λόγια τοῦ Σιλουανοῦ γιά τά δάκρυα καί τήν προσευχή. Ἦταν φανερό πώς ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε νά γνωρίσει μέ πείρα κι ἐκείνη τήν κατάσταση, τήν ὁποία τοῦ εἶχε περιγράψει ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

Λίγο καιρό μετά ἀπό αὐτή τήν συνομιλία ὁ π. Στρατόνικος ἔφυγε ἀπό τό Παλαιό Ρωσικό γιά νά ἐπισκεφτεῖ τόν ἐρημίτη πατέρα Βενιαμίν. Αὐτός ἦταν ἄνθρωπος, μέ σπάνια εὐγένεια στόν χαρακτήρα, μέ πνευματική σύνεση καί λεπτή διάκριση. Ὅλη ἡ ἐξωτερική του ὄψη, τό πρόσωπο καί τό λεπτό, ψηλό καί λιπόσαρκο σῶμα του ἄφηναν νά διαφανεῖ μιά ἀνεκδήλωτη ἐσωτερική τραγωδία. Εἶχε ἡσυχάσει ἐπί δεκαετίες σ’ ἕναν ἔρημο τόπο, τήν «Καλλιάγρα», καί θά ἔπρεπε νά ποῦμε πολλά γιά αὐτόν τόν ἀξιοθαύμαστο ἀσκητή, ἀλλά αὐτό θά μᾶς ἔκανε νά ξεφύγουμε ἀπό τό κύριο θέμα μας. Ὁ π. Στρατόνικος εἶχε ἐπισκεφθεῖ πολλές φορές τόν π. Βενιαμίν καί μίλησαν γιά πολλά πράγματα, αὐτή τή φορά ὅμως, ἀσυνήθιστο πράγμα ἦταν σιωπηλός. Ὁ π. Βενιαμίν τόν ρωτᾶ γιά ἕνα θέμα, ἡ ἀπάντηση ἦταν σιωπή· τόν ρωτᾶ γιά ἄλλο, τό ἴδιο. Στό τέλος, ἀνοίγοντας μέ ἔκπληξη τά χέρια του, μέ μία κάπως θεατρική στάση πού τόν χαρακτήριζε, τόν ρωτᾶ:

– Πάτερ Στρατόνικε, τί σᾶς συμβαίνει; Δέν σᾶς ἀναγνωρίζω. Ἐνῶ πάντα ἀκτινοβολεῖτε· τώρα κάθεσθε σκεπτικός καί τό ἐμπνευσμένο σας στόμα ἔκλεισε … Τί συμβαίνει;

– Τί νά πῶ στίς ἐρωτήσεις σας; (ἀπαντᾶ ὁ π. Στρατόνικος). Δέν μοῦ πέφτει λόγος. Ἔχετε τόν Γέροντα Σιλουανό, ρωτῆστε αὐτόν». Βλέπετε πῶς παραδέχεται τήν ἀνωτερότητα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἔχει μπεῖ στό νόημα νά μιλάει μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί, ὅταν δέν ἔχει κάτι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά σιωπᾶ. Τό ἔμαθε τό μάθημα…

«Μιά γιορτή πού ὁ π. Βενιαμίν περπατοῦσε μέ τόν π. Σιλουανό στό δάσος τῆς Μονῆς τοῦ ἐπρότεινε νά ἐπισκεφθοῦν τόν πνευματικό τῆς Μονῆς Ζωγράφου», τό γνωστό βουλγαρικό μοναστήρι, «τόν Γέροντα Ἀμβρόσιο πού ἦταν τότε σπουδαῖος καί ὀνομαστός στόν Ἄθωνα. Ὁ Σιλουανός ἀμέσως συμφώνησε. Πηγαίνουν … Ὁ π. Βενιαμίν ἐνδιεφέρθηκε νά μάθει τί θά ρωτήσει ὁ Σιλουανός τόν Γέροντα Ἀμβρόσιο.

– Ἐγώ δέν σκέπτομαι νά ρωτήσω κάτι τόν Γέροντα, ἀπάντησε ὁ Σιλουανός. Πρός τό παρόν δέν ἔχω καμία ἀπορία.

– Τότε, λοιπόν, γιατί πηγαίνεις;

– Πηγαίνω, γιατί τό θέλεις ἐσύ.

– Ναί, μά στούς γέροντες πάει κανείς γιά νά ὠφεληθεῖ. Δέν συμφωνεῖτε;

– Κόβω τό θέλημά μου ἐνώπιόν σου, καί αὐτο εἶναι ἡ μεγάλη μου ὠφέλεια, περισσότερο ἀπό ὅσο θά μποροῦσε νά μέ ὠφελήσει μιά συμβουλή τοῦ Γέροντα». Ἄν κόβεις τό θέλημά σου γιά χάρη τῆς ἀγάπης, ἤδη ὠφελεῖσαι.

«Ἐξεπλάγη ὁ π. Βενιαμίν, ἀλλ’ ὅμως οὔτε κι αὐτή τήν φορά εἰσῆλθε στό βάθος τῶν λόγων τοῦ Σιλουανοῦ». Δέν ἔχει ἀξία νά μαθαίνουμε ἐγκεφαλικά κάποιες πνευματικές γνώσεις ,ὅσο νά κόβουμε τό θέλημά μας γιά χάρη τοῦ ἀδελφοῦ μας.

«Λίγο πρίν ἀπό τό τέλος του ὁ π. Βενιαμίν γύρισε ἀπό τήν ἔρημο στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἀρρώστησε ἀπό ὑδρωπικία καί ἔμεινε στό νοσοκομεῖο, πού διατηροῦσε ἡ Μονή γιά τούς ἐρημίτες καί γενικά γιά τούς ἄστεγους ὁδοιπόρους». Εἶχε καί νοσοκομεῖο. Ἤτανε πολύ μεγάλο τό συγκρότημα, ὅπως καί εἶναι, ὅσοι ἔχετε πάει στό Ἅγιο Ὄρος ἤ ἔχετε δεῖ φωτογραφίες, γιατί ὑπῆρχαν χιλιάδες μοναχοί καί ἀσκητές ἀπό γύρω.

«Αὐτό τό νοσοκομεῖο λέγεται «Ἀνάπαυσις» καί στεγάζεται σ’ ἕνα πολυώροφο κτίριο, πού βρίσκεται στήν παραλία, ἔξω ἀπό τίς πύλες τῆς Μονῆς. Συνεχόμενα μ’ αὐτό τό κτίριο εἶναι ἕνα ἄλλο μικρότερο, πού εἶναι οἱ ἀποθῆκες τροφίμων, πού ἐκείνη τήν ἐποχή διηύθυνε ὁ π. Σιλουανός. Ἐπειδή ἡ «Ἀνάπαυσις» ἦταν κοντά στήν ἀποθήκη, ὁ Σιλουανός μποροῦσε νά ἐπισκέπτεται συχνά καί νά βοηθᾶ τόν π. Βενιαμίν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ π. Βενιαμίν μποροῦσε, δύσκολα βέβαια τόν πρῶτο καιρό νά περπατᾶ, καί ἔτσι ἐπισκεπτόταν τόν φίλο του.

Μιά μέρα ἐπισκεφθήκαμε τόν π. Βενιαμίν στό νοσοκομεῖο. Κατά σύμπτωση εἶχε τήν προηγουμένη ἡμέρα μιά μακρά καί σπουδαία συνομιλία μέ τόν Γέροντα Σιλουανό. Ἑλκόταν ἀκόμα κάτω ἀπό τήν ἐντύπωση αὐτῆς τῆς συνομιλίας καί ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ ἀπροκάλυπτο αἴσθημα θαυμασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης:

– Τί φίλο μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος! … Ξέρετε πῶς μοῦ φανέρωσε ὅ,τι ἔχω μέσα μου;

Ἔπειτα μοῦ ἔδωσε τρεῖς συμβουλές, τίς ἐπανέλαβε μερικές φορές, γιά νά μήν τίς ξεχάσω καί στό τέλος πρόσθεσε ἐπίσημα, σάν νά κάρφωνε κανένα μεγάλο καρφί: «Ἄν δέν κάνεις ἔτσι, ὅπως λέω, δέν σώζεσαι». Βλέπετε, πῶς ἕνας ἁπλός μοναχός, ὁ ὁποῖος ὄμως θεραπεύτηκε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦσε νά βοηθάει τόσο ἀποτελεσματικά τούς ἄλλους συμοναστές του καί νά εἶναι καί τόσο ἀπόλυτος: Ἄν δέν κάνεις ἔτσι, δέν σώζεσαι. Τό ὅτι ἀπόλυτος εἶναι ἀπό ἐγωισμό; Ὄχι, βέβαια. Εἶναι ἀπό τήν πλήρη πεποίθηση ὅτι δέν τό λέει ὁ ἴδιος, ἀλλά αὐτό πού λέει εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀπόλυτοι, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτος. Τό Πνεῦμα εἶναι ἀπόλυτο. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν εἶναι περίπου… ἴσως…. ναί μέν, ἀλλά… Τό ναί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ναί καί τό ὄχι εἶναι ὄχι. Τό ἴδιο εἶναι καί τῶν ἁγίων.

«Προφανῶς αὐτή ἡ συνάντηση μέ τόν Σιλουανό ἦταν μεγάλη ἀποκάλυψη γιά τόν Βενιαμίν. Τό γεγονός ἔγινε Δευτέρα, τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Παρότι κατά τό τυπικό τῆς Μονῆς αὐτή τήν ἡμέρα δέν ἐπιτρέπεται κατάλυση σέ τίποτε μέχρι τό βράδυ», στά μοναστήρια εἶναι αὐστηρή νηστεία, «ὁ π. Σιλουανός τοῦ προσέφερε τσάι καί ἔπιε καί ὁ ἴδιος». Βλέπουμε μιά ὑπέρβαση τοῦ νόμου, θά λέγαμε, γιά χάρη τῆς ἀγάπης. «Ὁ π. Βενιαμίν πρόσεξε πολύ αὐτή τήν ἀσήμαντη λεπτομέρεια, ὡς ἔνδειξη τῆς ἐλευθερίας τοῦ π. Σιλουανοῦ ἀπό τούς τύπους. Ἐλευθερία ὄχι ἀπό καταφρόνηση», οὔτε ἀπό ἐγωισμό κατέλυσε, «ἀλλά ἀπό ὑπεροχή, γιατί ἤξερε τήν μεγάλη του ἐγκράτεια.

Ἔμεινα κοντά στόν π. Βενιαμίν περίπου μία ὥρα· ἦταν συνεχῶς πολύ συγκεντρωμένος καί γιά τίποτε ἄλλο δέν μποροῦσε νά μιλήσει ἤ νά σκεφτεῖ, παρά μόνο ἐπανελάμβανε: «Τί φίλο μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος»!

Ἔτσι, μόνο στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔμαθε ποιός ἦταν ὁ Σιλουανός. Πρωτύτερα τοῦ συμπεριφερόταν πολύ φιλικά βέβαια, ἀλλά μέ κάποια συγκατάβαση, ὅπως ταίριαζε σέ ἕναν καλό, ἀλλά νεώτερο μοναχό». Βλέπετε πώς ἡ ἁγιότητα δέν πάει μέ τήν ἡλικία καί μέ τά ἄσπρα γένια οὔτε μέ τά πολλά χρόνια στό μοναστήρι, ἀλλά μέ τήν προθυμία πού ἀσκεῖται κανείς καί μέ τήν ἀποφασιστικότητα καί τήν αὐταπάρνηση πού δείχνει στό νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο. Καί κάτι ἀκόμα, ὅτι μπορεῖ νά ἔχεις δίπλα σου ἕναν ἅγιο καί νά μήν τόν ἔχεις καταλάβει. Ὅπως ἐδῶ ὁ Γέροντας αὐτός ὁ π. Βενιαμίν ἤτανε πολλά χρόνια στήν ἔρημο, γνώριζε τόν Ἅγιο Σιλουανό, ἀλλά δέν εἶχε καταλάβει ποιός ἦταν… γιατί οἱ Ἅγιοι κρύβονται.

«Τό ἴδιο συνέβη καί μέ μερικούς ἄλλους Πατέρες στό Ἅγιο Ὄρος πού ἐκτίμησαν τόν Γέροντα Σιλουανό μόνο μετά τόν θάνατό του.

Τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος εἶναι πολύ μεγάλο καί ἡ διοίκησή του εἶναι πολύπλοκη. Οἱ διάφοροι κλάδοι τῆς διοικήσεως εἶχαν τούς ὑπευθύνους τους, τούς καλουμένους οἰκονόμους». Ὅταν ἔχουν ἑκατοντάδες καί χιλιάδες μοναχούς, καταλαβαίνεται ὅτι χωρίζονται καί σέ ὁμάδες καί σέ ὑπηρεσίες. Ὑπῆρχαν ὑπεύθυνοι σέ κάθε ὑπηρεσία πού λεγόντουσαν οἰκονόμοι. «Οἱ οἰκονόμοι, ἐξ αἰτίας τῶν καθηκόντων τους, δέν μποροῦσαν νά ἀκολουθοῦν πάντα τήν γενική τάξη τῆς Μονῆς». Νά εἶναι στήν ὥρα τους στήν τράπεζα, στίς ἀκολουθίες κ.λ.π. «Γι΄ αὐτό στήν μεγάλη τράπεζα τῶν ἀδελφῶν ὑπάρχει εἰδική τράπεζα, τό «οἰκονομικόν» -ἔτσι λεγότανε- ὅπου τρώγουν καθένας, ὅποτε τοῦ ἐπιτρέπει ἡ δουλειά του. Γιά πολλά χρόνια μέχρι τοῦ τέλους τῆς ζωῆς του ὁ π. Σιλουανός ἦταν οἰκονόμος καί τίς ἐργάσιμες ἡμέρες ἔτρωγε σ’ αὐτή τήν τράπεζα.

Ἀνάμεσα στούς οἰκονόμους ἦταν κάποιος μοναχός, ὁ π.Π», δέν λέει τό ὄνομά του προφανῶς, γιατί κάποιοι τόν γνωρίζουν. «Ἄνθρωπος προφανῶς ἱκανώτερος ἀπό τούς ἄλλους, ἀλλά κατά τρόπο παράδοξο πολλές φορές «ἄτυχος». Ἐνῶ ἔκανε πράγματα δηλαδή, δέν τοῦ «βγαίνανε». Δέν τοῦ πήγαιναν καλά αὐτά πού ξεκινοῦσε. «Οἱ πολλές πρωτοβουλίες τοῦ π.Π. δέν γίνοταν ἀποδεκτές πολλές φορές ἀπό τούς Πατέρες, καί συχνά ὅ,τι ἀναλάμβανε, τελείωνε μέ προβλήματα. Κάποτε μιά νέα ἀποτυχία τῆς πρωτοβουλίας του, ἔδωσε ἀφορμή νά τοῦ κάνει τό «οἰκονομικόν» -οἱ Πατέρες δηλαδή πού ἦταν ἐκεῖ- σφοδρή κριτική. Ὁ π. Σιλουανός ἦταν ἐκεῖ ἀλλά δέν ἔπαιρνε μέρος στήν «δίκη». Γυρίζει τότε ἕνας οἰκονόμος, ὁ π.Μ. καί τοῦ λέει:

– Σιωπᾶς, π. Σιλουανέ, ἄρα ὑποστηρίζεις τόν π.Π. Εἶσαι ἀδιάφορος γιά τά συμφέροντα τῆς Μονῆς … Τί ζημιά ἔκανε στό Μοναστήρι!

Τόν παρακινεῖ δηλαδή νά συμπράξει κι αὐτός στή «δίκη» καί νά καταδικάσει τόν «ἄτυχο» π.Π. «Ὁ π. Σιλουανός συνέχισε τήν σιωπή του· τέλειωσε γρήγορα τό φαγητό του καί πῆγε νά συναντήσει τόν π.Μ., πού στό μεταξύ εἶχε τελειώσει καί ἔφυγε ἀπ’ τήν τράπεζα». Ἀφοῦ εἶπε τά λογάκια του… ἔφυγε μετά.

«- Π.Μ., τοῦ εἶπε, πόσα χρόνια εἶσαι στό μοναστήρι;

– Τριάντα πέντε.

– Μ’ ἄκουσες ποτέ νά κατακρίνω κανέναν;

– Ὄχι, δέν σ’ ἄκουσα.

– Τότε γιατί θέλεις νά ἀρχίσω μέ τόν π.Π.;

– Ὁ π.Μ. τά ἔχασε καί ἀπάντησε ντροπιασμένος:

– Συγχώρεσέ με.

– Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει».

Βλέπετε, μέ πόσο ὡραῖο τρόπο καί δέν κατέκρινε καί διόρθωσε αὐτόν πού τόν παρακινοῦσε νά κατακρίνει, γιατί ἔχουμε καθῆκον νά βοηθᾶμε τούς ἀδελφούς μας, ὅταν πέφτουν. Ἀλλά δέν τοῦ ἔκανε τήν παρατήρηση δημόσια, στό «οἰκονομικό», ν’ ἀκούσουν καί οἱ ἄλλοι. Τόν βρῆκε μετά ἰδιαιτέρως καί τοῦ εἶπε, γιατί μέ παρακινεῖς νά κατακρίνω;

«Τό 1905 ὁ π. Σιλουανός πέρασε μερικούς μῆνες στήν Ρωσία. Στόν καιρό τῆς διαμονῆς του πῆγε νά προσκυνήσει σέ ἕνα μοναστήρι. Στό τρένο καθόταν ἀπέναντί του ἕνας ἔμπορος. Αὐτός ἔβγαλε τήν ἀσημένια τσιγαροθήκη του καί εὐγενικά πρόσφερε στόν μοναχό τσιγάρο». Νόμιζε ὅτι ὁ π. Σιλουανός κάπνιζε. «Ὁ Σιλουανός εὐχαρίστησε, ἀλλά ἀρνήθηκε τήν προσφορά. Τότε ὁ ἔμπορος ἀποπειράθηκε νά πείσει τόν μοναχό νά κάνει, ὅπως κάνουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι: «Γιατί πάτερ ἀρνεῖστε; Νά καπνίσει κανείς ἕνα τσιγάρο συχνά παίρνει μεγάλη εὐχαρίστηση. Αὐτό βοηθᾶ νά κάνεις φιλική ἤ ἐπαγγελματική συνομιλία. Αὐτό κάπως ψυχαγωγεῖ καί δίνει ἀνάπαυση στό κεφάλι, ἰδιαίτερα σέ στιγμές νευρικῆς ἐντάσεως καί κοπώσεως καί σέ παρόμοιες περιστάσεις». Στό ταξίδι ἐννοοῦσε νά παρηγορηθεῖ μέ τό τσιγάρο. Τοῦ κάνει καί διαφήμηση.. «Ὁ Σιλουανός σιωποῦσε. Ὁ ἔμπορος στό τέλος τόν ρώτησε: «Ἀλήθεια θεωρεῖται αὐτό τό μικρό πράγμα σάν ἁμαρτία;». Ὁ π. Σιλουανός ἀπάντησε: «Κύριε, πρίν καπνίσετε, προσευχηθεῖτε, πέστε τό “Πάτερ ἡμῶν”». Ὁ ἔμπορος λίγο συγχυσμένος ἀπάντησε: «Νά προσευχηθεῖ κανείς πρίν καπνίσει, αὐτό δέν ταιριάζει». Τότε ὁ Γέρων Σιλουανός παρατήρησε: «Λοιπόν, κύριε, σκέφτομαι ὅτι κάθε ἔργο, πρίν ἀπό τό ὁποῖο δέν ταιριάζει νά προσευχηθοῦμε, καλύτερα νά μήν τό κάνουμε». Βλέπετε πόσο ὄμορφα τόν διόρθωσε καί τόν προσανατόλισε σωστά;

Κάθε ἔργο πού κάνουμε οἱ ἄνθρωποι θά πρέπει νά ἀφορᾶ στόν Θεό, νά βλέπει πρός τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀκριβῶς αὐτό. Δέν εἶναι μιά παράβαση ἠθικοῦ τύπου. «Εἶναι ἁμαρτία νά καπνίζω ἤ δέν εἶναι;… Ὑπάρχει ἕνας κανόνας… Ἄν τόν παραβεῖς, κάηκες…». Ἀλλά τί εἶναι; Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ ἀποπροσανατολισμός, ἡ ἀστοχία. Χάνεις τόν στόχο. Ὁ στόχος εἶναι ὁ Θεός. Οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀντί νά κινηθοῦνε πρός τόν στόχο, κινοῦνται πρός τά κτίσματα, πρός τήν ὕλη, πρός τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, πρός τίς ἡδονές τίς σωματικές. Ἤ καί γιά τίς πνευματικές ἀκόμα, ὅμως ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, αὐτά πού λέμε τέχνη, ποίηση, κ.λ.π. Ὅλα αὐτά, ἄν δέν ἔχουν μέσα τόν Θεό καί ὡς ἀρχή τόν Θεό καί ὡς τέλος τόν Θεό καί ἡ πορεία ὅλη νά εἶναι μέ τόν Θεό, εἶναι ἁμαρτία. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἁμαρτία εἶναι καθετί πού δέν γίνεται μέ τόν Θεό. Ὅ,τι γίνεται χωρίς τόν Θεό εἶναι ἁμαρτία. Καί τά λεγόμενα καλά ἔργα, καλές πράξεις, ὅταν δέν γίνονται μέ τόν Θεό, μέ προσευχή, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, εἶναι ἁμαρτία.

«Ὅταν ὁ π. Σιλουανός ἔγινε οἰκονόμος καί γυρνοῦσε ἀπό τόν ἡγούμενο στό κελλί του προσευχόταν θερμά νά τόν βοηθεῖ ὁ Κύριος νά ἐκπληρώνει, ὅπως πρέπει, τό ὑπεύθυνο διακόνημά του. Μετά ἀπό πολλή προσευχή ἡ ψυχή του πῆρε τήν ἀπάντηση «Νά φυλᾶς τήν Χάρη πού σοῦ δόθηκε». Τότε κατάλαβε πώς ἡ διαφύλαξη τῆς Χάρης εἶναι σπουδαιότερο καί πολυτιμότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Κι ἔτσι, ὅταν ἀνέλαβε τό νέο του διακόνημα, ἐπρόσεχε ἄγρυπνα νά μή τυχόν κοπεῖ ἡ προσευχή του». 

 

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

https://hristospanagia3.blogspot.gr/