Λουκ. (11,29:33)
«Ὅταν ἐπῆγα στό Ἅγιον Ὄρος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἤμουνα μικρός καί ἀγράμματος, ἄν σᾶς πῶ τήν ζωή μου στό Ἅγιον Ὄρος, τήν ἀγάπη μου, τήν ἀφοσίωσή μου, «ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος»[1]. Ὅταν, λοιπόν, πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος, ἤμουνα, ὅπως σᾶς εἶπα, μικρός καί ἀγράμματος. Δέν ἤξερα νά διαβάζω, συλλάβιζα. Οἱ Γέροντές μου -ἦταν αὐτάδελφοι, ὁ γέρων Παντελεήμων, ὁ πνευματικός, καί ὁ παπα-Ἰωαννίκιος- καί μέ ρώτησαν: – Ξέρεις νά διαβάζεις; – Ἔ, λίγο ξέρω, τούς ἀπάντησα.
Ἦταν Σάββατο τό βράδυ. Μέ βάλανε νά διαβάσω τό Ψαλτήρι. Ἄρχισα ντροπαλά νά διαβάζω τόν πρῶτο ψαλμό, ἀλλά συλλάβιζα», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος, συλλάβιζα. «- Καλά παιδί μου, ἄσε νά διαβάσω ἐγώ, λέει ὁ παπα-Ἰωαννίκιος. Καταλαβαίνετε τήν ντροπή μου». Καί ἀπό τότε ὁ Ἅγιος ἔβαλε σκοπό νά μάθει νά διαβάζει. Καί γρήγορα ἔμαθε καί διάβαζε πολύ καλά. Μελετοῦσε, ὅπως λέγει, μέρα καί νύχτα. «Καί ἕνα βράδυ ἔγινε ἀγρυπνία στό Κυριακό, στήν Ἁγία Τριάδα, στό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων, καί ἦταν τίς πρῶτες ἡμέρες πού εἶχα πάει καί γιόρταζε ἡ Σκήτη μας. Ἀποβραδίς οἱ Γέροντές μου ἔφυγαν γιά τήν ἐκκλησία καί μ’ ἄφησαν στό κελλί γιά νά κοιμηθῶ. Μικρούλης ἤμουν καί σκέφθηκαν μήπως δέν ἀντέξω ὡς τό πρωί πού θά τέλειωνε ἡ ἀγρυπνία.
Μετά τά μεσάνυχτα, ἔρχεται ὁ παπα-Ἰωαννίκιος καί μέ ξυπνάει. – Ξύπνα, μοῦ λέει, ντύσου, νά πᾶμε στήν ἐκκλησία. Ἀμέσως συμμορφώθηκα. Σέ τρία λεπτά ἐφθάσαμε στήν Ἁγία Τριάδα. Μέ πέρασε πρῶτο στόν ναό. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἔμπαινα μέσα. Τά ἔχασα! Γεμάτη ἡ ἐκκλησία μέ καλογήρους, νά στέκονται ὄρθιοι μέ εὐλάβεια καί προσοχή. Οἱ πολυέλαιοι ἔριχναν τό φῶς τους παντοῦ, φώτιζαν τίς εἰκόνες στούς τοίχους, στά προσκυνητάρια». Περιγράφει ὁ Ἅγιος τήν πρώτη του ἐμπειρία στήν ἀγρυπνία τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού ζοῦσε, καί τόσο πολύ τόν ἐντυπωσίασε. «Ὅλα ἔλαμπαν. Tα καντηλάκια ἀναμμένα, τά λιβάνια νά εὐωδιάζουν, οἱ ψαλμωδίες νά ἠχοῦν κατανυκτικά μέσα στήν ἀπόκοσμη ὀμορφιά τῆς νύκτας. Δέος μέ κατέλαβε ἀλλά καί φόβος. Ἔνιωσα ὅτι δέν βρίσκομαι στή γῆ, ὅτι βρέθηκα στόν οὐρανό». Καί πράγματι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Οὐρανός στή γῆ. «Μοῦ κάνει νόημα ὁ παπα-Ἰωαννίκιος, νά προχωρήσω νά προσκυνήσω τίς εἰκόνες. Ἐγώ τίποτα. – Τσάκωσέ με, τσάκωσέ με! ἄρχισα νά φωνάζω, φοβᾶμαι. Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί ἐγώ κρατώντας τον σφιχτά πλησίασα καί προσκύνησα. Ἦταν ἡ πρώτη μου ἐμπειρία. Χαράχθηκε μέσα μου. Δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ. Εἶναι συγκλονιστική ἐμπειρία τῆς Θείας Λειτουργίας καί μάλιστα σέ μιά κατανυκτική ἀτμόσφαιρα ὅπως εἶναι αὐτή τοῦ Ἁγίου Ὄρους»[2].
«Μέσα στόν ναό στήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἐπιτυγχάνεται ἡ συνεχής διάθεση γιά προσευχή καί ὁ σύνδεσμος τῆς ἑνότητας δίνει μεγάλη δύναμη στήν προσευχή, γιατί δέν εἶναι κανείς μόνος του, ἀλλά μαζί μέ πολλούς ἄλλους πιστούς, καί οἱ προσευχές ἑνούμενες ἀποκτοῦν μεγάλη δύναμη. Ὅταν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «προσέχουν καί προσηλώνονται σέ αὐτά πού λαμβάνουν χώρα μέσα στόν ναό, συμπίπτει ὅλοι νά δοξολογοῦν, ἤ ὅλοι νά εὐχαριστοῦν τόν Κύριο μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνεβαίνει αὐτή ἡ ὁμαδική προσευχή σάν ἀπό ἕνα στόμα, στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί καρποφορεῖ. Τήν μεγάλη ὠφέλεια τῆς προσευχῆς τήν γνωρίζει ὁ παγκάκιστος διάβολος καί προσπαθεῖ νά τήν ματαιώσει. Προσπαθεῖ μέ διάφορα τεχνάσματα νά μᾶς ἐμποδίσει νά μήν ἐκκλησιαστοῦμε, γιά νά μήν συμμετάσχουμε στήν ὁμαδική προσευχή. Ἀκόμη καί μέσα στόν ναό προσπαθεῖ νά ἀποσπάσει, ἤ νά θολώσει τόν νοῦ μας. Ἐμεῖς πού τά γνωρίζουμε αὐτά, θά πρέπει νά τοῦ ἐναντιωθοῦμε, διώχνοντας μακριά κάθε προσβολή, κάθε σκέψη πού θά μᾶς παρασύρει στό νά διακόψουμε τήν προσοχή μας στίς προσευχές. Γιά τό καλό μας δέν πρέπει νά ἀπουσιάζουμε ἀπό τήν Θεία Λειτουργία γιά κανένα λόγο, γιά νά μήν χάνουμε τό ψυχικό ὄφελος πού θά ἀποκομίσουμε, προπάντων ἀπό τήν Κυριακάτικη Λειτουργία»[3].
«Ἄν ἀλήθεια», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «ὁ Θεός σοῦ ζητήσει λόγο γιά τήν ἀδιαφορία καί τήν ἀσέβεια πού δείχνεις στίς λατρευτικές συνάξεις, τί θά κάνεις; Νά, τήν ὥρα πού αὐτός σοῦ μιλάει, ἐσύ ἀντί νά προσεύχεσαι ἔχεις πιάσει κουβέντα μέ τόν διπλανό σου, γιά πράγματα ἀνώφελα. Καί ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἄν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιά νά στερηθοῦμε τήν σωτηρία. Μήν τό θεωρεῖς μικρό παράπτωμα»[4]. Μέσα στήν Θεία Λειτουργία προτρέπουμε νά κλίνουμε τό κεφάλι. «Τάς κεφαλάς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε», λέει συχνά ὁ ἱερέας. Τό κάνουμε αὐτό σάν ἀπόδειξη ὅτι θέλουμε νά εἰσακουστοῦν οἱ προσευχές μας καί νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ».
«Νά μήν κάθεστε τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Καρσλίδης. «Ὁ νοῦς σας νά μήν πετάει ἐδῶ καί ἐκεῖ. Ὅσο θά εἶστε στήν ἐκκλησία, νά τό πάρετε ἀπόφαση νά διαθέσετε ὅλο τόν χρόνο στήν προσευχή»[5].
Τό ἴδιο ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἄν κανείς εἶναι πάρα πολύ κουρασμένος καί ἀδύναμος, μπορεῖ νά κάθεται τήν ὥρα πού διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος. Ἡ Θεία Λειτουργία ἁγιάζει. Ἄν δέν πάει ὁ Χριστιανός τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, πῶς θά ἁγιαστεῖ; Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης, ἄν φέρει λ.χ. τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σέ ἕναν πνευματικό ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινό λογισμό, ἐκεῖνος θά τόν καταλάβει, θά τιναχθεῖ καί θά τόν διώξει. Γι’ αὐτό τοῦ φέρνει ἕναν πνευματικό λογισμό, τό τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτό γιά τήν Θεία Λειτουργία. Μετά θά τοῦ τραβήξει τήν προσοχή λ.χ. στόν πολυέλαιο, θά ἀναρωτηθεῖ ποιός ἄραγε νά τόν ἔφτιαξε; Ἤ θά τοῦ θυμίσει ἕναν ἄρρωστο πού πρέπει νά πάει νά τόν δεῖ. Ἄ, ἔμπνευση, λέει τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας! Ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος πού μπαίνει ἐνδιάμεσος καί πιάνει ὁ ἄνθρωπος τήν συζήτηση μέ τόν λογισμό του, ὁπότε ἀκούει τόν ἱερέα νά λέει, «μετά φόβου» καί τότε καταλαβαίνει ὅτι τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καί ἐκεῖνος δέν συμμετεῖχε καθόλου»[6].
«Ἡ Θεία Λειτουργία», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, «ἐπιτελεῖται πρῶτον, εἰς δόξαν καί αἶνον στόν Μεγάλο Θεό καί Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό καί εἰς μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως Αὐτοῦ κατά τό γεγραμμένο, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[7]. Δεύτερον, ἐπιτελεῖται εἰς ἁγιασμό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς Βασιλείας καί οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν εἰς Χριστόν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Τρίτον, ἐπιτελεῖται ὑπερ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τῶν εὐσεβῶς κεκοιμημένων ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί τέταρτον, ὑπέρ τῶν ζώντων ὀρθοδόξων χριστιανῶν»[8].
«Ἡ Θεία Λειτουργία», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, «εἶναι ὁ δεῖπνος, ἡ τράπεζα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Γύρω ἀπό τό Ἀρνίο πού βρίσκεται πάνω στό δισκάριο ἐκείνη τήν στιγμή, εἶναι συνηγμένοι ὅλοι, οἱ ζωντανοί, οἱ νεκροί, οἱ Ἅγιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί, ἡ θριαμβέβουσα καί ἡ στρατευομένη ἐκκλησία. Δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἁγιότερο, ὑψηλότερο, ἐπισημότερο, ζωοποιότερο ἀπό τήν Θεία Λειτουργία. Ὁ ναός, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, γίνεται οὐράνιος. Ὁ ἀσώματος ἐχθρός ἀγωνίζεται λυσσαλέα ἐναντίον μας τήν ὥρα πού παρακολουθοῦμε τήν Θεία Λειτουργία, γιατί ἐκείνη τήν ὥρα, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, συντελεῖται ἡ ἀναγέννηση τῶν ψυχῶν μας. Γι’ αὐτό ἄς μήν κλονιζόμαστε ἀπό τίς συκοφαντίες καί τίς μεθοδίες τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλά ἄς ρίξουμε τό βλέμμα μας στόν Χριστό, γιά νά ἀντλήσουμε ἀπό Αὐτόν θάρρος καί νά γίνουμε δυνατοί. Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή κάθε καλοῦ ἔργου. Στέκεται ἀοράτως μπροστά μας καί τελεῖ κατά μυστηριώδη τρόπο τήν ἀναγέννηση τῶν ψυχῶν μας»[9].
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἑβρ. 8, 17.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς.
[5] Γεροντικόν τῆς ἐποχῆς μας, Π.Μ. Σωτῆρχος, ἐκδόσεις Παρουσία.
[7] Λουκ. 22, 19.
[8] Σπουδάζοντας μέ ἕναν Ἅγιο, Σημειώσεις γιά μιά Ὀρθόδοξη Ποιμαντική, ἐκδ. Ἄθως, Ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική Εὐανθία Χατζῆ.