Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική – Ἀντιγραφή:
Σάββας Ἠλιάδης
 
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος γιά τήν ἀπόκτηση τῶν παιδιῶν, τήν ὀνοματοδοσία καί τήν ἀνατροφή, ἀλλά καί τήν συνεχῆ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης τῶν γονιῶν πρός τόν Θεό
(Ὁμιλία ΚΑ΄ εἰς τήν Γένεσιν)
… Δέν σᾶς ἔλεγα ἀπό τήν ἀρχή, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά βρεῖ κάποιος τίποτε στήν Ἁγία Γραφή πού νά ἔχει γραφεῖ ἁπλῶς καί κατά τύχη; Νά λοιπόν καί τώρα βλέπουμε πόση ἀκρίβεια χρησιμοποίησε ὁ μακάριος αὐτός προφήτης (ὁ Μωυσῆς). «Γέννησε δέ, λέει, ὁ Ἀδάμ τόν γιο του κάθ΄ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κάτ΄ εἰκόνα αὐτοῦ καί τόν ὀνόμασε Σήθ». Γιά ἐκεῖνον ὅμως πού γεννήθηκε προηγουμένως, ἐννοῶ τόν Κάϊν, δέν ἐπεσήμανε κάτι παρόμοιο, ἀλλά προαναγγέλλει ἀπό τήν ἀρχή τήν ροπή του πρός τήν κακία. Καί ἦταν φυσικό αὐτό, διότι δέν ἔφερε τά χαρακτηριστικά τοῦ πατέρα του, ἀλλά… ἀμέσως μεταπήδησε στήν κακία. Ἐδῶ ὅμως λέει, «κάθ΄ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κάτ΄ εἰκόνα αὐτοῦ», δηλαδή, ἴδιο μέ τόν πατέρα του πού τόν γέννησε καί ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τά ἴδια χαρακτηριστικά τῆς ἀρετῆς. Φανερώνει μέ τά ἔργα του τήν ἀκριβή,ἀκριβῆ εἰκόνα τοῦ πατέρα του καί μπορεῖ μέ τήν δική του ἀρετή νά ἐπανορθώσει τό ἁμάρτημα τοῦ προηγούμενου ἀδελφοῦ του. Διότι, δέν μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφή γιά τά σωματικά χαρακτηριστικά, ὅταν λέει «κάθ΄ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κάτ΄ εἰκόνα αὐτοῦ», ἀλλά γιά τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς, γιά νά μάθουμε πώς αὐτός δέν θά εἶναι ὅπως ὁ ἀδελφός του. Γί΄ αὐτό καί ἡ μητέρα, ὅταν δίνει τό ὄνομα στό παιδί της, τό δίνει μέ εὐγνωμοσύνη καί δέν ἀποδίδει τήν γέννησή του οὔτε στή φύση οὔτε στόν τοκετό ἀλλά στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Βέβαια καί ἐκείνη προκάλεσε τήν φύση, γιά νά γεννηθεῖ.

Καί συνεχίζει ἡ Γραφή: «Τόν ὀνόμασε Σήθ, ἐννοῶντας ὅτι o Θεός μοῦ ἐξανέστησε ἄλλο παιδί, σέ ἀντικατάσταση τοῦ Ἄβελ, τόν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν». Πρόσεξε τήν ἀκρίβεια τοῦ λόγου. Δέν εἶπε «μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός» ἀλλά «μοῦ ἐξανέστησε». Σκέψου, πώς ἤδη ἀπό δῶ, μέ αὐτά τά λόγια, φανερώνονται ἀμυδρά τά προμηνύματα τῆς ἀναστάσεως. Διότι θά μποροῦσε κάποιος νά πεῖ ὅτι ἔλεγε, «ἀντί γιά ἐκεῖνον πού σκοτώθηκε, μοῦ ἔδωσε αὐτόν». Ἄν καί ἐκεῖνος, λέει, ἔπεσε στή γῆ ἀπό χέρι ἀδελφικό καί γνώρισε τόν θάνατο, ὅμως ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀντί γιά ἐκεῖνον πού σκοτώθηκε, μοῦ ἐξανέστησε αὐτόν.
Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἦταν ἀκόμη ὁ καιρός τῆς ἀναστάσεως, δέν ἀνέστησε ἐκεῖνον πού φονεύθηκε ἀλλά ἄλλον ἀντί ἐκείνου. Γί΄ αὐτό καί ἡ Εὔα λέει: «Μοῦ ἐξανέστησε ὁ Θεός ἄλλο παιδί ἀντί τοῦ Ἄβελ, τόν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν». Εἶδες πόση εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη πού ἐκφράζει ἐδῶ ἡ γυναῖκα; Εἶδες καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ; Πόσο γρήγορα ἐπινόησε τήν παρηγοριά γιά τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα;
Ἄς τήν μιμούμαστε, λοιπόν, αὐτήν ὅλοι μας (τήν Εὔα) καί ἄς ἀποδίδουμε τά πάντα στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν βέβαια καί ἡ φύση λειτουργεῖ, δέν γίνεται ὅμως αὐτή ἡ λειτουργία μέ τήν δική της δύναμη, ἀλλά μέ τήν ὑπακοή στό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ δημιουργοῦ. Ἄρα, λοιπόν, ποτέ νά μήν στενοχωριοῦνται οἱ γυναῖκες, ἄν δέν γεννοῦν, ἀλλά ἄς καταφεύγουν στόν δημιουργό τῆς φύσεως, δείχνοντας ἀγαθή διάθεση καί ἄς ζητοῦν ἀπό ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς φύσεως. Οὔτε στήν συνεύρεση τῶν συζύγων οὔτε σέ κάποιον ἄλλον νά ἀποδίδουν τήν ἀπόκτηση τῶν παιδιῶν ἀλλά στόν δημιουργό τῶν πάντων, ὁ ὁποῖος ἀπό τό μηδέν ἔφερε στήν ζωή τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί μπορεῖ νά τήν διορθώσει πάλι, ὅταν παρουσιάζει κάποια ἀδυναμία. Ἐπειδή καί ἡ Εὔα τήν ὑπόθεση πού ἦταν γιά πένθος τήν ἔλαβε ὡς ἀφορμή καί τήν μετέτρεψε σέ δοξολογία καί τά πάντα τά ἀποδίδει στόν Θεό, ὅταν λέει, «μοῦ ἐξανέστησε ὁ Θεός ἄλλο παιδί ἀντί γιά τόν Ἄβελ, τόν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν».
Βλέπεις πώς ὄχι μόνο δέν δυσανασχέτησε οὔτε εἶπε κάτι ὀδυνηρό (διότι δέν θά τό παρέλειπε ἡ Ἁγία Γραφή, ἄν βέβαια λεγόταν κάτι τέτοιο ἀπό αὐτήν), ἀλλά ἀφοῦ δέχτηκε μέ γενναιότητα τό γεγονός, ἀξιώθηκε τήν γρήγορη παρηγοριά καί ἐκφράζει μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη, ἀναγνωρίζοντας τήν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ; Δές ὅμως μέ πόση γενναιοδωρία ἀνταποκρίνεται ἀπό μέρους του ὁ Θεός. Διότι, ὄχι μόνο τους χάρισε ἄλλον γιο, ἀλλά καί προλέγει πώς αὐτός θά εἶναι καί ἐνάρετος, ἀφοῦ λέει: «Ἐγέννησε γάρ κατά τήν ἰδέαν αὐτοῦ καί κατά τήν εἰκόνα αὐτοῦ». Καί γιά νά μάθουμε ἀμέσως τήν ἀρετή τοῦ γεννηθέντος (του Σήθ), πρόσεξε πώς καί αὐτός πάλι μέ τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ, τό ὁποῖο γεννήθηκε ἄπ΄ αὐτόν, ἀποδεικνύει τήν ἀγαπητική διάθεσή του πρός τόν Θεό. Λέει: «Ὁ Σήθ ἀπέκτησε γιο καί τόν ὀνόμασε Ἐνώς. Εἶχε τήν ἐλπίδα ὅτι αὐτός θά προσεύχεται στό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ».
Εἶδες ὀνομασία πιό λαμπρή καί ἀπό τό διάδημα τοῦ βασιλιᾶ καί πιό χαριτωμένη καί φωτεινή ἀπό τήν πορφύρα; Τί θά μποροῦσε νά εἶναι εὐτυχέστερο ἀπό αὐτό, τό ὁποῖο ὀμορφαίνει μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ καί αὐτό μάλιστα τό ἔχει ἀντί γιά ὄνομα; Βλέπεις πώς ἰσχύει ἐκεῖνο πού ἔλεγα ἀπό τήν ἀρχή, δηλαδή, ὅτι καί στίς ἁπλές ὀνομασίες ὑπάρχει μεγάλος πλοῦτος νοημάτων; Διότι δέν ἀποδεικνύεται μόνο ἀπό αὐτό ἡ εὐσέβεια τῶν γονέων ἀλλά καί ἡ μεγάλη φροντίδα πρός τά παιδιά τους καί πῶς ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή δίδασκαν τά παιδιά τους μέ τήν ὀνομασία, τήν ὁποία ἔδιναν σ΄ αὐτά, ὥστε νά ἐπιδίδονται στήν ἀρετή καί ὄχι ὅπως δίνουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς καί τυχαίως τά ὀνόματα.
Μέ τό ὄνομα τοῦ παπποῦ θά πεῖ κάποιος καί τοῦ προπάππου νά ὀνομαστεῖ τό παιδί. Οἱ ἀρχαῖοι ὅμως δέν ἔκαναν ἔτσι, ἀλλά ἔκαναν κάθε προσπάθεια νά δίνουν στά παιδιά πού γεννιοῦνταν τέτοια ὀνόματα, τά ὁποῖα ὠθοῦσαν στήν ἀρετή ὄχι μόνο αὐτούς πού τά ἔφεραν ἀλλά καί ὅλους τους ἄλλους καί στίς μεταγενέστερες γενεές γίνονταν ἀντικείμενο ὅλης τῆς φιλοσοφίας. Ἀλλά καί αὐτό θά τό μάθουμε σιγὰ σιγά, ὅταν προχωρήσουμε στήν ὁμιλία.
Ἄς μήν δίνουμε λοιπόν οὔτε ἐμεῖς στά παιδιά μας τυχαῖα ὀνόματα οὔτε τῶν παππούδων μας καί τῶν προπάππων καί ἄς μήν τά χαρίζουμε ὀνόματα πού διαφέρουν ἀπό τό γένος μας. Ἀλλά ἄς δίνουμε ὀνόματα ἁγίων ἀνδρῶν, αὐτῶν πού διέπρεψαν στήν ἀρετή, αὐτῶν πού ἀπέκτησαν πολλή παρρησία πρός τόν Θεό. Μᾶλλον δέ, ἄς μήν ἐνθαρρύνονται μόνο μέ αὐτές τίς ὀνομασίες οὔτε οἱ γονεῖς οὔτε τά παιδιά, πού θά δεχτοῦν αὐτά τά ὀνόματα. Οὔτε βέβαια προσφέρει κάποια ὠφέλεια τό ὄνομα, ὅταν στερεῖται τήν ἀρετή, ἀλλά πρέπει νά στηρίζουμε τίς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας μας στήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καί οὔτε νά καυχιόμαστε γιά τό ὄνομα οὔτε γιά τήν συγγένεια μέ ἅγιους ἄνδρες οὔτε γιά τίποτε ἄλλο, ἀλλά γιά τήν παρρησία τῶν δικῶν μας ἔργων. Μᾶλλον δέ οὔτε γί΄ αὐτήν πρέπει νά καυχιόμαστε, ἀλλά τότε πρέπει νά εἴμαστε περισσότερο συγκρατημένοι καί μετριόφρονες, ὅταν θά μπορέσουμε νά συγκεντρώσουμε πολύ πλοῦτο τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι λοιπόν θά φυλάξουμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ ἀσφάλεια τόν πλοῦτο πού θά συγκεντρώσουμε καί θά ἀποσπάσουμε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ.
Γί΄ αὐτό βέβαια ἔλεγε καί ὁ Χριστός στούς μαθητές του: «Ὅταν τά κάνετε ὅλα καλά, πρέπει νά λέτε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι», συγκρατῶντας μέ κάθε τρόπο τίς σκέψεις τους καί πείθοντάς τους νά μετριοφρονούν καί νά μήν ὑπερηφανεύονται γιά τά κατορθώματά τους, ἀλλά νά γνωρίζουν ὅτι ἡ μέγιστη ἀρετή καί μέ διαφορά ἀπό ὅλες εἶναι αὐτή μετά πάσης βεβαιότητος΄ τό νά παραμένει κανείς μετριόφρων, ἐνῶ ἔχει ἀποκτήσει πλοῦτον ἀρετῆς.
 
Ἀπόδοση στήν Νεοελληνική – Ἀντιγραφή:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 23-9-2022
 
 
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2022/09/blog-post_0.html#more