Γυρίζοντας από το Μπατούμι ο π. Γαβριήλ ξαναπήγε στο ναό Σιόνι. Ποθούσε να ζει τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτόν το λόγο, ύστερα από αίτημά του, τον έστειλαν στη μονή Μπετάνια, όπου εγκαταβίωναν δύο ιερομόναχοι, ο π. Ιωάννης Μαϊσουράτζε και ο ηγούμενος π. Ιωάννης – Γεώργιος Μχεΐτζε.
Διηγείται ο άγιος: «Ο π. Ιωάννης – Γεώργιος ήταν ο Γέροντάς μου, ο οποίος είχε το χάρισμα της νοεράς προσευχής. Εκεί καλλιεργούσαμε ό,τι μας ήταν απαραίτητο. Έρχονταν και άνθρωποι πιστοί και μας βοηθούσαν. Ο π. Ιωάννης – Γεώργιος ήταν ένας άγιος πατέρας. Του είχε εμφανιστεί και η ίδια η κυρία Θεοτόκος για να τον γιατρέψει από πόνους στα πλευρά. Διέθετε ακόμη και το προφητικό χάρισμα, με το οποίο βοήθησε πολλούς ανθρώπους να βρουν το δρόμο τους. σε εμένα είχε πει: ¨Μόλις πεθάνω, θα περάσεις μεγάλες δοκιμασίες. Δεν θα σε αφήσουν εδώ. Θα σε διώξουν¨».
Ο π. Γαβριήλ με πολλή αγάπη και ταπείνωση διακονούσε τους δύο πατέρες. «Προσπαθούσα να τους προλάβω σε όλα. Ήταν άγιοι και δεν ήθελα οι καθημερινές μέριμνες να τους αποσπούν από την προσευχή», έλεγε ο ίδιος αργότερα. Επειδή την εποχή εκείνη απαγορευόταν να λειτουργούν οι εκκλησίες, οι άγιοι πατέρες τελούσαν τους γάμους και τις βαπτίσεις στα απόμερα μονοπάτια του δάσους που περιέβαλλε το μοναστήρι. Με τη χάρη του Θεού προγνώριζαν ποιος και για ποιο λόγο θα πήγαινε εκεί και προφυλάσσονταν έτσι από όσους είχαν κακές προθέσεις.
Την αγάπη που είχαν οι δύο ιερομόναχοι αναμεταξύ τους δεν στάθηκε δυνατόν να την καταλύσει ούτε ο θάνατος. Όταν ο π. Ιωάννης Μαϊσουράτζε κοιμήθηκε, ο ηγούμενος πήγε στον τάφο του και αναφώνησε:
«Χριστός ανέστη!».
Μέσα από το μνήμα του τότε ακούστηκε: «Αληθώς ανέστη!».
Πέντε χρόνια μετά κοιμήθηκε και ο ηγούμενος. Ο π. Γαβριήλ τον κοινώνησε και στάθηκε στο πλευρό του μέχρι την τελευταία του πνοή. Διηγείται ο Γέροντας:
«Προσευχόμουν όταν άκουσα μέσα μου μια φωνή: ¨Γρήγορα, πήγαινε στην Μπετάνια¨.
Αυτή η φράση επαναλήφθηκε τρεις φορές. Σταμάτησα την προσευχή, ντύθηκα, πήρα το ραβδί μου και ξεκίνησα. Καθ’ οδόν αγόρασα λίγο ψωμί και μη συναντώντας κανένα διερχόμενο αυτοκίνητο συνέχισα με τα πόδια. Περπατώντας μέσα στο δάσος, κάποια δύναμη με έσπρωχνε:
¨Μη σταματάς, πήγαινε γρήγορα!¨.
Άρχισε να βραδιάζει όταν έφτασα στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος με υποδέχτηκε λέγοντάς μου:
¨Εγώ, παιδί μου, προσευχόμουν να ‘ρθεις γρήγορα, για να μου διαβάσεις την ευχή για τους ψυχορραγούντες¨.
Παρότι ο π. Ιωάννης ήταν για πολύ καιρό ασθενής, δεν έμοιαζε με ετοιμοθάνατος. Με περίμενε όρθιος. Και η όψη του ήταν πιο ιλαρή από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Μόλις έβαλα το ψωμί στο τραπέζι, το ευλόγησε και μου είπε:
-Κουράστηκες πολύ από το δρόμο. Φάε λίγο να δυναμώσεις. Τότε τεμάχισε το ψωμί, πήρε και εκείνος λίγο, και συμπλήρωσε:
-Είναι το τελευταίο μου δείπνο. Ο Θεός θα βοηθήσει και η δική σου ζωή θα συνεχιστεί.
Είχε βραδιάσει. Ο ηγούμενος μου ζήτησε να ανάψω μερικά κεριά και αφού πήρε το Μικρό Ευχολόγιο, το άνοιξε στη σελίδα με τις ευχές για τους ψυχορραγούντες. Με παρακάλεσε να τις διαβάσω. Άρχισα να κλαίω και να τον ικετεύω
: -Πάτερ, άφησέ με να πεθάνω εγώ για σένα.
-Δεν καταλαβαίνεις τι λες και τι μου ζητάς, μου είπε.
Είχα πέσει στα γόνατά του και τα δάκρυά μου έτρεχαν από τα μάτια μου ποταμός. Τότε σηκώθηκε όρθιος και με εορταστική διάθεση άρχισε να εκφωνεί ο ίδιος τις ευχές, όπως ο επίσκοπος όταν λειτουργεί. Δεν μπορούσα να τον ακούω και συνέχισα εγώ να τις διαβάζω. Μόλις τελείωσα, μου είπε με αγάπη:
-Γι’ αυτό σε φώναξα, παιδί μου. Θέλω να είσαι κοντά μου στην τελευταία μου πνοή. Έπειτα από μικρή παύση πρόσθεσε:
– Κάθισε δίπλα μου με το κομποσκοίνι σου και λέγε την ευχή.
Αμίλητοι και οι δύο προσευχόμασταν, όταν ύστερα από λίγο με ρώτησε:
-Βλέπεις πόσοι μοναχοί ήρθαν στο κελί;Κατάλαβα ότι έβλεπε τους μοναχούς που υπηρέτησαν στη μονή κατά τους περασμένους αιώνες και είχαν ταφεί εκεί. Και συνέχισε:
-Θα σου εξομολογηθώ ένα όραμά μου, αλλά θα το κρατήσεις μυστικό. Δεν θέλω να το μάθει κανείς άλλος.
Μου το αποκάλυψε κι η καρδιά μου γέμισε φόβο και τρόμο. Μου επανέλαβε πολλές φορές να το κρατήσω μέσα μου καλά κρυμμένο. Σεβάστηκα την επιθυμία του. Τα κεριά είχαν σβήσει. Πήγα και άναψα άλλα. Όταν γύρισα, πρόσεξα ότι είχε πέσει το κομποσκοίνι του. Το σήκωσα και το ξανάβαλα στο χέρι του. Με παρακάλεσε να προσεύχομαι δυνατά για να με ακούει κι εκείνος. Έλεγα την ευχή όταν ο π. Ιωάννης ταράχτηκε σύγκορμος, ενώ το πρόσωπό του πλημμύρισε από χαρά.
¨Ο αδελφός μου, ο π. Ιωάννης, ήρθε σε μένα! Και μαζί του…¨.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση κι έγειρε το κεφάλι του. Τον πλησίασα και έσκυψα κοντά του. Είχε πεθάνει.
Όλη τη νύχτα προσευχόμουν. Το πρωί ήλθαν και άλλοι, όσοι πληροφορήθηκαν τον θάνατο του αγαπημένου μας πνευματικού. Την εξόδιο ακολουθία του τέλεσε ο πατριάρχης Εφραίμ, ο οποίος παρακαλούσε με λυγμούς: ¨Πάτερ Ιωάννη, όταν θα είσαι μπροστά στον Παντοκράτορα, να μας μνημονεύεις και να προσεύχεσαι για μας¨.
Μαζί με άλλους προσκυνητές έμεινα στην Μπετάνια και κάθε μέρα προσευχόμουν στον Θεό για την ψυχή του πνευματικού μου. Για την ακρίβεια, προσευχόμουν και για τους δύο αυτούς σπουδαίους και αγίους ιερομονάχους, των οποίων τα μνήματα βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Ο π. Ιωάννης μου άφησε ευλογία το κομποσκοίνι του. Όταν ανοίξουν τον τάφο του, ο άγιος Γέροντάς μου θα βρεθεί αναλλοίωτος, όπως ακριβώς τον ενταφίασα, με το Ευαγγέλιο τοποθετημένο στην καρδιά του».
Μετά το θάνατο του π. Ιωάννη, το 1960, άρχισαν πάλι οι πειρασμοί και οι σκληρές δοκιμασίες για τον π. Γαβριήλ. Το καθεστώς απαγόρευσε τη λειτουργία του μοναστηριού, για να το μετατρέψει σε μουσείο. Έτσι ο άγιος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει οριστικά τον προσφιλή του τόπο, αφήνοντας τη μισή του ζωή εκεί, όπως έλεγε αργότερα χαρακτηριστικά ο ίδιος.
πηγή
https://proskynitis.blogspot.com/2022/10/o.html#more