«Νενεκρωμένον μου τόν νοῦν, τῇ τῆς ζωῆς ἐνεργείᾳ, της ἐκ σοῦ φανερωθείσης τώ κόσμῳ, ἐξανάστησον Ἁγνή, καί πρός ζωήν ὁδήγησον, ἡ τοῦ θανάτου πύλας, λύσασα μόνη τῷ κόσμῳ σου». Αὐτά λέει τό Θεοτοκίον τοῦ Κανόνος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος πάντα δίδασκε νά μελετοῦμε σέ βάθος τούς ἱερούς κανόνες καί νά προσέχουμε στό νόημα τῶν λέξεων. Τί λέει ἐδῶ; Λέει, ὁ νοῦς μου εἶναι νεκρωμένος. Ἐσύ, Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἀνάστησε αὐτόν τόν νοῦ μέ τήν ἐνέργεια τῆς ζωῆς ἡ ὁποία φανερώθηκε διά μέσῳ Σοῦ εἰς τόν κόσμο καί ὁδήγησέ με στήν ζωή∙ ἐσύ πού ἔλυσες τίς πύλες τοῦ θανάτου μέ τόν τόκο Σου, μέ τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
 
Καί πάλι στήν τετάρτη ὠδή τοῦ ἰδίου κανόνος γράφεται: «Ὅλος Θεῷ καθιερώθης, Ἀντώνιε, μόνος μόνῳ, πάνσοφε ἑνούμενος, δι’ ἀρετῆς, καί καθομιλῶν, καί θεοφανείας, ὡς καθαρός ἀξιούμενος, τῆς γῆς καί τῶν γηΐνων, ἀποστάς γάρ ἀξίως, τήν οὐράνιον εὗρες ἀπόλαυσιν». Δηλαδή, Ἅγιε Ἀντώνιε, ὅλος ἀφιερώθηκες εἰς τόν Θεόν, ὡς ἕνα ἀνάθεμα, ὡς ἕνα ἀφιέρωμα καί ἕνα δῶρο ἀφιέρωσες τήν ψυχή καί τό σῶμα σου, καί μόνος, πάνσοφε, ἑνώθηκες διά μέσῳ τῆς ἀρετῆς μέ μόνῳ τῷ Θεῷ, καί συνομιλών μαζί Του ἀξιώθηκες ὡς καθαρός νά ἔχεις καί Θεοφάνεια, νά δεῖς τόν Θεό, νά σοῦ φανερωθεῖ ὁ Θεός. Γιατί ἀφοῦ ἔφυγες ἀπό τήν γῆ καί ἀπό τά γήινα, ἀπομακρύνθηκες καί τοπικῶς ἀλλά καί τροπικῶς, ἀξίως βρῆκες τήν οὐράνια ἀπόλαυση καί χαρά.
 
«Εἴδατε», σχολιάζει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τί λέγει; «Μόνος μόνῳ Θεῷ». Δέν χωράει ἐδῶ τρίτος. Ὅταν δίδεις ὅλη σου τήν καρδιά στόν μοναδικό, στόν ἕναν Θεό, θά σέ ἀξιώσει νά εὕρεις τήν ἀπόλαυση τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του»[1]. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά καταφρονήσει τά πάντα, ὅλα τά γήινα καί ἔτσι νά ἐπιδιώξει νά ἑνωθεῖ μέ τόν μόνο ἕνα καί ἀληθινό Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα.

 
Λέγει καί στό Θεοτοκίον τῆς τετάρτης ὠδῆς: «Θεόν ἐκ σοῦ τόν σαρκωθέντα δυσώπησον, τόν ἀτρέπτως, ὅ ἦν διαμείναντα, καί φυσικῶς, ἴσον τῷ Πατρί, καί σοί τῇ Τεκούσῃ, γενόμενον ὁμοούσιον, συγχώρησιν πταισμάτων, καί ψυχῶν σωτηρίαν, τοῖς ὑμνοῦσί σε πίστει δωρήσασθαι». Δηλαδή λέγει, ἐκφράζοντας πολύ βαθιές δογματικές ἀλήθειες ἐδῶ τό τροπάριο, λέγει ὁ Ὑμνογράφος ἀπευθυνόμενος εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί παρακαλοῦν αὐτήν: Δυσώπησον, παρακάλεσε δηλαδή, ἐσύ πού ἔδωσες τήν σάρκα σου καί σαρκώθηκε ἐξ σοῦ αὐτός ὁ Θεός ἀτρέπτως, χωρίς δηλαδή τροπή, χωρίς ἀλλοίωση, χωρίς νά ἀλλάξει, παρέμεινε Θεός, ἀλλά προσέλαβε καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί διέμεινε, δηλαδή παρέμεινε αὐτό πού ἦταν Θεός καί ἴσος φυσικῶς μέ τόν Πατέρα, κατά φύσιν Θεός κι Αὐτός ἴσος μέ τόν Πατέρα. Ἀλλά συγχρόνως ἔγινε καί ὁμοούσιος μέ ἐσένα πού τόν ἐγέννησες. Πῆρε καί τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἀνθρώπινη οὐσία, τήν οὐσία πού ἔχει καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Γι’ αὐτό καί λέγει, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ὁμοούσιος μέ τήν Παρθένο. Σέ παρακαλῶ λοιπόν, ἐσύ πού ἐγέννησες τόν Σαρκωθέντα Θεό, δυσώπησον Αὐτόν, παρακάλεσε Αὐτόν, νά μᾶς δωρίσει συγχώρηση τῶν πταισμάτων καί σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, σέ μᾶς πού μέ πίστη ὑμνοῦμε ἐσένα, Ὑπεραγία Θεοτόκε.
 
«Σᾶς ἔχω ξαναπεῖ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὅτι τά τροπάρια, οἱ κανόνες, εἶναι γεμάτα θεολογία. Τί λέγει ἐδῶ; «Ἴσον τῷ Πατρί». Δηλαδή ὁ σαρκωθείς Κύριος εἶναι ἴσος τοῦ Παναγίου Πατρός καί ὁμοούσιος, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν Μητέρα Του. Ἄρα εἶναι ὁμοούσιος μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, μέ ὅλους μας. Ἔχει τήν δική μας οὐσία»[2].
 
Καί στήν συνέχεια στό Συναξάρι: «Τῇ ιζ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου», καί τοῦ στίχου: «Ἔχει τι μεῖζον οὐρανός καί τῶν Νόων. Ἔξαρχον Ἀντώνιον Ἀσκητῶν ἔχων. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν». Ἔχει, δηλαδή κάτι μεγαλύτερο ὁ οὐρανός καί ἀπό τούς νόες, ἔχει κάτι μεγαλύτερο ὁ οὐρανός καί ἀπό τούς ἀγγέλους. «Ὑπεράγγελος», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἀνεδείχθη ὁ Μέγας Ἀντώνιος», ὄχι ἁπλῶς ἰσάγγελος. Ἀνέβηκε πάνω ἀπό τούς ἀγγέλους. Ἔγινε αὐτό πού οἱ ἄγγελοι δέν τολμοῦν «παρακύψαι». «Εἰς ἅ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι»[3]. Αὐτό πού ἐπιθυμοῦν οἱ ἄγγελοι νά ἰδοῦν, αὐτό ἔγινε ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Δηλαδή τί; Θεός κατά χάριν. Ὑπερέβει τούς ἀγγέλους. «Πῶς τό λέγει αὐτό ὁ Δαβίδ;», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους»[4]. Ναί, ἀλλά ὁ ἅγιος εἶναι πάνω ἀπό τούς ἀγγέλους. Ὁ ἅγιος εἶναι πανταχοῦ παρών. Δέν τό ‘λεγα ὡς τώρα αὐτό, δέν τολμοῦσα, ἀλλά ἐφόσον ὁ ἅγιος εἶναι στόν Θεό, εἶναι καί ὁ Θεός σ’ αὐτόν. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἄρα καί ὁ ἅγιος μπορεῖ νά εἶναι πανταχοῦ παρών»[5], ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.
 
Καί στόν κανόνα τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου στήν τέταρτη ὠδή διαβάζουμε: «Ριζοτόμον ἀνέδειξε πάσης σε κακίας Πνεῦμα τό Ἅγιον, φυτοκόμον Ἐλισσαῖε δέ, ἀρετῆς ἁπάσης παμμακάριστε». «Ριζοτόμον», σχολιάζει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ριζοτόμος» καί ὄχι «ἐκριζώνων», τέμνει τήν ρίζα καί ὄχι βγάζει», ξεριζώνει, γιατί αὐτός κόβει τήν ρίζα τῆς κακίας. «Δέν μπορεῖς νά ξεριζώσεις τελείως τό κακό», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Μόνο τό κόβεις, κόβεις τή ρίζα, ἀλλά κάτι μένει. Μένει ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἐνεργεῖ. Ἐνεργεῖ ἡ θεια Χάρις, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καί κινεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀλλά, ἄν παρουσιαστεῖ ἀμέλεια, τότε ἡ ρίζα τῆς κακίας ἀναπτύσσεται καί ἡ ζωή του μετατρέπεται πάλι καί χάνει τά δῶρα τῆς χάριτος»[6]. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά εἶναι σέ συνεχή ἐγρήγορση, ἔτσι ὥστε ὁ παλαιός ἄνθρωπος πού ὑπάρχει ὡς ρίζα μέσα του νά μήν ξαναβλαστήσει καινούργιους βλαστούς καί χάσει ὁ ἄνθρωπος πάλι τήν Θεία χάρη.
 
Πιό κάτω πάλι στόν ἴδιο κανόνα τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου διαβάζουμε: «Ὁ προγνώστης τοῦ μέλλοντος καί καλῶν ὡς ὄντα τά μή ὑπάρξαντα, Ἐλισσαῖέ σε ἐπάξιον προειδώς, Προφῆτα, προωρίσατο». Ὁ Θεός δηλαδή, πού προγνωρίζει τά πάντα, τό μέλλον, καί καλεῖ στήν ὕπαρξη καί θεωρεῖ ὡς ὄντα καί αὐτά πού δέν ἔχουν ἔρθει ἀκόμα στήν ὕπαρξη, Ἐλισσαῖε, ἐσένα Ἐλισσαῖε, σέ προγνώρισε ὅτι εἶσαι ἄξιος τῆς προφητικῆς χάριτος. Σέ προόρισε νά γίνεις προφήτης. Προγνωρίζει ὁ Θεός καί ὁρίζει. «Γιατί τόν προόριζε νά βλέπει τά μέλλοντα;», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Γιατί τόν ἔκρινε ἄξιο. Ἐν τῇ προγνώσει Του ὁ Θεός γνώριζε ὅτι θά ἀνταποκριθεῖ καί τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα»[7]. Δέν εἶναι δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἀναγκάζει κάποιον νά εἶναι αὐτό πού εἶναι, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος καθορίζει μέ τήν θέλησή του καί τήν βούλησή του τί θέλει νά εἶναι καί ὁ Θεός τοῦ δίνει τό ἀνάλογο χάρισμα.
 
Στήν τρίτη ὠδή τό δεύτερο τροπάριο, λέει: «Εὗρε τήν ἀνάπαυσιν καί ἐνεσκήνωσεν ἄφθονος χάρις ἐν σοί, Πνεύματι Ἁγίου, Ἐλισσαιέ, ἀοίδιμε». Δηλαδή βρῆκε τήν ἀνάπαυση καί ἐσκήνωσε σέ αὐτόν ἄφθονη χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σέ σένα Ἐλισσαῖε ἀοίδιμε. «Ἄφθονος Χάρις», σχολιάζει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἦταν δοχεῖο κατάλληλο καί γι’ αὐτό γέμισε ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. «Οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»[8].
 
Καί πιό κάτω πάλι λέει: «Πόνοις σε νεώσαντα τήν τῆς ψυχῆς εὑρών αὔλακα, προφητικήν χάριν ὁ Δεσπότης, Ἐλισαῖε, ἐνέσπειρεν». Μέ πόνους ἀφοῦ ἐσύ ὄργωσες καί ἀνανέωσες τήν ψυχή σου καί ἔτσι φτιάχτηκε μιά αὔλακα τήν ὁποία βρῆκε ὁ Δεσπότης Χριστός, διά μέσῳ αὐτῆς σοῦ ἔσπειρε καί σοῦ χάρισε τήν προφητική χάρη. «Εἴδατε;», σχολιάζει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Πόνοις, μέ κόπους καί ἱδρῶτες γίνεται ὅ,τι γίνεται. Λέγει «αὔλακα», γιατί στό αὐλάκι ρέει τό νερό. Ἔτσι ρέει ἡ χάρις στόν πιστό ἀπό τόν Θεό. Ὡραῖα καί ἀχόρταστα εἶναι αὐτά πού διαβάζουμε, ἀλλά χρειάζεται τέχνη – τρόπος γιά νά τά ἀφομοιώνουμε. Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα ἀπό τίς Παροιμίες νά πᾶτε στούς κανόνες. Ὄχι γιατί ἔχουν πιό πολλή οὐσία οἱ κανόνες, ἀλλά γιά νά μήν ἀποκοιμηθοῦμε. Αὐτό εἶναι τό μυστικό, ἡ τέχνη. Ἄν διαβάζεις καί ἔχεις ζῆλο, προχωρεῖς στή μελέτη. Κουράστηκες; Βγές ἔξω, ἀσχολήσου μέ κάτι ἄλλο καί μετά ἀρχίζεις πάλι καί ὅλα εἶναι φρέσκα!
 
Διαβάστε τώρα καί τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Μεθοδίου, ἀπό τήν τέταρτη ὠδή. «Ἱδρῶσι τούς ἀγῶνας ἔσπειρας ἐν τῇ χώρᾳ τῆς μετανοίας καί θέρισας ἄσταχυν, Μεθόδιε, τῆς ἀπαθείας ἐν γῇ τῶν πραέων κατεσκήνωσας καί σύν τοῖς ἀσωμάτοις ἑορτάζεις ἀεί»[9]. Δηλαδή στήν χώρα τῆς μετάνοιας ἔσπειρες μέ ἱδρῶτες τούς ἀγῶνες σου καί θέρισες τόν στάχι τῆς ἀπαθείας, Ἅγιε Μεθόδιε, καί κατασκήνωσες στή γῆ τῶν πραέων καί μαζί μέ τούς ἀσωμάτους ἑορτάζεις πάντοτε.
 
«Ἅμα ἔχεις ἔρωτα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ὅλα εἶναι γλυκά, δέν χρειάζεται κόπος. Τί κόπο νιώθει αὐτός πού εἶναι ἐρωτευμένος; Ἔτσι, ὅποιος ἔχει θεῖο ἔρωτα, δέν νιώθει κόπο. Ὁ ἔρωτας γιά τόν Θεό δέν εἶναι θέμα ἡλικίας. Ἕνας Γέροντας πού ἔμενε στό Ἅγιον Ὄρος, πίσω ἀπό τούς Γέροντές μου, παρότι ἔγινε μοναχός σέ μεγάλη ἡλικία, ἐν τούτοις ἦταν πολύ φλογερός καί διάβαζε ὅλη τήν ἡμέρα μέ φοβερή δίψα τήν Ἁγία Γραφή, τούς Πατέρες, καί ἔλεγε κλαίγοντας: «Κρίμα, πού ἔχασα τόσα χρόνια ἀπό τόν Χριστό! Κρίμα, πού δέν διάβασα τά ἅγια λόγια νά χορτάσει ἡ ψυχή μου!»»[10].
 
Τά λόγια τοῦ Θεοῦ ξεδιψοῦν τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή τήν διψασμένη γιά τήν θεία χάρη. «Κι αὐτό πού κάνομε τώρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «αὐτό καλλιεργεῖ θεῖο ἔρωτα. Δηλαδή διαβάζουμε τούς κανόνες, τήν Ἁγία Γραφή, προσπαθοῦμε νά ἐμβαθύνουμε καί προσευχόμαστε. Χωρίς νά τό καταλαβαίνομε, μέσα μας, κάτι γίνεται, μιά λαχτάρα, ἕνας ἐνθουσιασμός γιά τά λόγια τοῦ Θεοῦ, καί ξαφνικά ἀποκτᾶς τόν θεῖο ἔρωτα»[11].
 
Μέ τήν μελέτη, ἑπομένως, τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, καλλιεργεῖται ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁ θεῖος ἔρωτας, καί ὁ ἄνθρωπος σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση καί παίρνει ἀποφάσεις νά ἐργαστεῖ γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[3] Α΄Πέτρ. 1, 12.
 
[4] Ἑβρ. 2, 7.
 
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[6] Ὅ.π.
 
[7] Ὅ.π.
 
[8] Ρωμ. 5, 20.
[9] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
[10] Ὅ.π.
 
[11] Ὅ.π.