ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ
 
Καταγόμενος από την Επαρχία Ασίας (δυτική Μικρά Ασία) και από πατέρα Σκύθη που είχε μεταστραφεί κρυφά στον χριστιανισμό, ονόματι Γορδιανός, ο άγιος αθλητής του Χριστού Μερκούριος υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό επί βασιλείας Δεκίου και Βαλεριανού (249-260). Βρισκόταν σε εκστρατεία κατά των βαρβάρων, όταν μία ημέρα τού παρουσιάσθηκε ένας λαμπρός άγγελος και του έδωσε ένα ξίφος και την εντολή να ορμήσει στη μάχη, έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια του Δεσπότη Χριστού. Γεμάτος θάρρος από το όραμα αυτό, ο νέος ξεχύθηκε μέσα στη συμπλοκή, προχώρησε μόνος μέσα στις εχθρικές γραμμές, ανοίγοντας δρόμο με το ουράνιο σπαθί του και έφθασε μέχρι τον στρατηγό των βαρβάρων Ρήγα, τον οποίο και σκότωσε σε μονομαχία. Τα βαρβαρικά στρατεύματα, μαθαίνοντας τον θάνατο του αρχηγού τους, πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τη γενναία πράξη του Μερκουρίου, τον κάλεσε κοντά του, τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι του και τον τίμησε με τον τίτλο του στρατηγού παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Θαμπωμένος από τις τιμές και τις απολαύσεις της αυλής, ο νεαρός χριστιανός λησμόνησε προς στιγμήν τα καθήκοντά του απέναντι στον μόνο αληθινό Βασιλέα. Του φανερώθηκε όμως τη νύκτα ο ίδιος άγγελος πάλι και του υπενθύμισε ότι το ξίφος εκείνο με το οποίο είχε νικήσει, είχε δοθεί σε αυτόν από τον Χριστό ως σημείο του αγώνα του μαρτυρίου που θα χρειαζόταν να δώσει. Ο Μερκούριος αφυπνίσθηκε τότε από τον ύπνο της αμελείας και την επομένη, ενώ ο αυτοκράτορας τον είχε καλέσει να προσφέρει θυσία στην Αρτέμιδα, εκείνος αρνήθηκε να παρουσιασθεί. Όταν κλήθηκε από τον ηγεμόνα, ομολόγησε την πίστη του με ζήλο και πέταξε κάτω τα στρατιωτικά του διάσημα, με σκοπό να δείξει ότι ήταν έκτοτε αποφασισμένος να εγκαταλείψει κάθε είδους επίγεια δόξα και να αντιμετωπίσει τον θάνατο για τον Χριστό.
Ρίχθηκε αμέσως στη φυλακή και υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια. Όλα τα υπέμεινε με ιλαρότητα, αφού ο ίδιος εκείνος άγγελος τού είχε φανερωθεί στο κελλί του για να του δώσει θάρρος και ελπίδα. Αρχικά, τον έδεσαν σε τέσσερα παλούκια υπομένοντας πολλές μαχαιριές· έπειτα, κρεμασμένος πάνω από ένα μαγκάλι, δέχθηκε αφόρητους σπαθισμούς από παντού και το αίμα του κυλούσε τόσο άφθονο που έσβησε τελικά τη φωτιά. Τον κρέμασαν κατόπιν ανάποδα έχοντας δέσει ταυτόχρονα μια βαρύτατη πέτρα στην κεφαλή του και τον μαστίγωσαν με μαστίγιο με τέσσερις χάλκινες λωρίδες. Τέλος, τον μετέφεραν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και αποκεφαλίσθηκε με διαταγή του αυτοκράτορα. Ο άγιος Μερκούριος ήταν μεγαλόσωμος και ωραίος στην όψη, έχοντας ξανθά τα μαλλιά και, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, εμφανισιακά τον στόλιζε και ένα φυσικό κοκκινάδι που έλαμπε στις νεανικές παρειές του. Μαρτύρησε σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, αλλά κληρονόμησε αιώνια και άφθαρτη δόξα στην ουράνια στρατιά των αγίων Μαρτύρων του Ιησού Χριστού.

Η αγιολογική παράδοση, παρά το διάβα του χρόνου, στηριζόμενη ακλόνητα στην πύρινη προσευχή αλλά και σε ένα αποκαλυπτικό όραμα του αγίου επισκόπου της Καισαρείας της Καππαδοκίας, του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.], θέλει και θεωρεί τον άγιο Μερκούριο, περίπου εκατό χρόνια μετά τη μαρτυρική του τελείωση, ως αιφνίδιο πλην όμως θεόσταλτο καθαιρέτη του Ιουλιανού του Παραβάτη (βλ. Ιωάννου Μαλάλα ή Μαλέλα [491-578] σ. 333-334 και «Πασχάλιον Χρονικόν» [10ος αι. – «Baticanus 1941»] σ. 552, εκδ. Βόννης)· γεγονός που επέφερε την οριστική παύση του σκληρού διωγμού εκ μέρους του παγανιστή και χριστομάχου ηγεμόνα. Αυτό ακριβώς υπαινίσσεται εξάλλου και το δίστιχο (ενός Χριστοδούλου) προς τον άγιο: «καὶ νεκρὸς ἐχθρὸν σὺ πατάσσεις Κυρίου».
Αλλά, τι ακριβώς είχε συμβεί;
Τον καιρό που ζούσε ο Μέγας Βασίλειος (330-379), ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (330-26 Ιουνίου 363), αυτός ο ασεβής και ειδωλολάτρης βασιλιάς, θέλοντας να εκστρατεύσει εναντίον της Περσίας, κατά την πορεία του προσέγγισε και σταμάτησε έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Μέγας Βασίλειος γνώριζε τον Ιουλιανό από τότε που φοιτούσε στην Αθήνα έχοντάς τον συσπουδαστή. Πρόλαβε και ενημέρωσε έγκαιρα τον λαό της Καισαρείας και τον σύναξε για να προϋπαντήσουν τον αυτοκράτορα. Μην έχοντας ο άγιος άλλο δώρο, που απαιτούσε να προσφέρει προς αυτόν ο αγέρωχος ηγεμόνας, του έδωσε μονάχα τρεις κρίθινους άρτους, από τους οποίους έτρωγε κι αυτός. Όταν ο βασιλιάς είδε αυτό το ευτελές δώρημα του φτωχού και ασκητή επισκόπου, θίχτηκε η αλαζονεία του και διέταξε τους υπηρέτες του να δώσουν περιφρονητικά στον άγιο Βασίλειο ξερό χόρτο από το λιβάδι. Βλέποντας αυτή την καταφανή καταφρόνηση ο ανδρειόφρων επίσκοπος της Καισαρείας είπε προς τον βασιλιά: «Εμείς, βασιλιά μου, σου δώσαμε απ’ αυτό που τρώμε κι εμείς στο τραπέζι μας και σου προσφέραμε κάτι, έστω ελάχιστο, όπως το περίμενες. Η βασιλεία σου, όμως, αντάμειψε αυτή μας την προσφορά από εκείνο που εσύ τρως!». Θύμωσε τότε πολύ ο Παραβάτης και λέει προς τον άγιο Βασίλειο: «Δέξου τώρα το δώρο που σου δίνω εγώ κι όταν επιστρέψω από την Περσία νικητής, έχω να κάψω την πόλη σου, να αιχμαλωτίσω και τούτον τον μωρό και ασύνετο λαό που εξαπατάς, γιατί τους θεούς που εγώ προσκυνώ όλοι αυτοί τους ατιμάζουν εξαιτίας σου, οπότε κι εσύ, τότε που θα γυρίσω, θα λάβεις την πρέπουσα τιμωρία από μένα!». Με τέτοιες βαριές απειλές άφησε ο Ιουλιανός τον Μέγα Βασίλειο κι έφυγε για την Περσία.
Κάλεσε εκ νέου ο Μέγας Βασίλειος τον λαό της Καισαρείας και τους απηύθυνε τις εξής συμβουλές: «Μη λυπηθείτε, αδελφοί μου χριστιανοί, τα χρήματά σας, μονάχα φροντίστε για τη ζωή σας. Φέρτε ό,τι χρήματα έχει ο καθένας, να τα μαζέψουμε σ’ ένα μέρος, κι όταν ακούσουμε ότι επιστρέφει πίσω ο βασιλιάς, θα τα ρίξουμε όλα σωρούς κάτω στο δρόμο απ’ όπου θα περάσει, ώστε βλέποντάς τα αυτός, σαν φιλοχρήματος που είναι, να κατευναστεί ο θυμός του και να μην πραγματοποιήσει τίποτα απ’ όσα σκέφτεται να κάνει εναντίον μας». Ο λαός έκανε πρόθυμα αυτό που του είπε ο άγιός του. Σύναξαν άπειρο πλούτο, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους και τα τοποθέτησαν όλα στο Σκευοφυλάκιο για να φυλάσσονται εκεί, αφού πρώτα έγραψε ο κάθε κάτοικος της Καισαρείας τ’ όνομά του επάνω σε αυτό που προσέφερε.
Όταν έμαθε ο Άγιος ότι σε λίγο επιστρέφει ο Παραβάτης βασιλιάς, σύναξε όλο το πλήθος των χριστιανών, συν γυναιξί και τέκνοις, προστάζοντάς τους να νηστεύσουν όλοι μαζί για τρεις συνεχείς ημέρες. Κατόπιν, ανέβηκαν όλοι τους επάνω σ’ ένα όρος της Κασαρείας που λεγόταν «Δίδυμον», πάνω στο οποίο ήταν κτισμένος ένας ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έμειναν όλη τη νύχτα άγρυπνοι σ’ αυτόν τον ναό προσευχόμενοι, κλήρος και λαός, και με συντετριμμένη καρδιά παρακαλούσαν τον πολυεύσπλαχνο Σωτήρα Χριστό και την πανάχραντη Μητέρα Του να μεταλλάξουν την κακοποιό βουλή του ασεβέστατου βασιλιά. Στέκοντας σε πύρινη προσευχή ο άγιος Βασίλειος, εκεί στο μέσον του λαού του Θεού, είδε σαν σε όραμα ένα πλήθος στρατιάς των αγγέλων να περικυκλώνουν το όρος και εν μέσω αυτής της στρατιάς έναν μεγαλοπρεπή θρόνο όπου καθόταν μια υπερένδοξη γυναίκα, η οποία είπε προς τους παραστεκούμενους αγγέλους: «Φωνάξτε μου τον Μερκούριο, προκειμένου να μεταβεί και να καθαιρέσει τον εχθρό του Υιού μου, τον Ιουλιανό!». Φάνηκε τότε στον Μέγα Βασίλειο ότι παρουσιάσθηκε ο άγιος Μερκούριος κι αφού έλαβε αυτοπροσώπως την προσταγή αυτής της Κυρίας, η οποία δεν ήταν άλλη εκτός από την Παναγία, έφυγε τάχιστα για την αποστολή που του ανατέθηκε.
Όταν είδε ο άγιος Βασίλειος αυτή την οπτασία, κατέβηκε μαζί με τους κληρικούς του στην πόλη της Καισαρείας, όπου ήταν κτισμένος ένας ναός του αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, μέσα στον οποίο βρισκόταν το ιερό του λείψανο μαζί με τα στρατιωτικά του όπλα, τα οποία τιμούσαν με σεβασμό και δέος οι χριστιανοί. Η Καισάρεια ήταν ο τόπος της μαρτυρικής τελευτής του αγίου Μερκουρίου και θεωρούνταν ως ο τρανός της πολιούχος. Όταν μπήκε στον ναό του Μάρτυρος ο Μέγας Βασίλειος, είδε να απουσιάζει από εκεί το λείψανό του καθώς και τα όπλα του. Ρώτησε αμέσως τον σκευοφύλακα για ποιο λόγο και πώς λείπουν τα μαρτυρικά αγιάσματα, μα εκείνος δεν γνώριζε απολύτως τίποτα. Τότε ήταν που κατάλαβε ο Μέγας Βασίλειος ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινό το όραμα που είδε, αγρυπνών και προσευχόμενος, επάνω στο «Δίδυμον» όρος και εννόησε, επίσης, ότι εκείνη τη νύχτα αποτελειώθηκε ο ασεβής ο Ιουλιανός, ο όντως Αποστάτης και Παραβάτης, ο άσπονδος εχθρός του Χριστού και σκληρός πολέμιος της Εκκλησίας.
Μόλις έμαθε ο κόσμος τα παράδοξα τούτα γεγονότα, φώναξε με μια φωνή: «Σκεφτήκαμε να δώσουμε τα πλούτη μας στον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας· τώρα, να μη τα προσφέρουμε στον Βασιλιά του ουρανού και της γης, που μας έσωσε και μας χάρισε τη ζωή;». Ο άγιος Βασίλειος, ο αγαθός και φωτισμένος ποιμένας της Καισαρείας, επαίνεσε την προαίρεσή τους και, αφού πρώτα τους προέτρεψε να πάρουν ό,τι ήθελε ο καθένας, στο τέλος μοιράστηκαν όλα τα εναπομείναντα πλούτη σε πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία κ.α., αποκλειστικά για την ανακούφιση των αναγκεμένων και πονεμένων αδελφών.
Η κάρα του αγίου Μερκουρίου ευρέθη, όπως λέγεται, στο Ocnele της Βλαχίας και μεταφέρθηκε στην επισκοπή του Ramnicu-Vilcea από τον επίσκοπο Ιωσήφ το 1766. Από εκεί μεταφέρθηκε στη Ρωσία, απ’ όπου επεστράφη στη Ρουμανία το 1956. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο των Τεχνών στο Βουκουρέστι.
 
 
 
 
 
 
 
(1)«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμ. 3ος (Νοέμβριος), Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
(2)Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου: «Συναξαριστής των ΙΒ΄ μηνών Ενιαυτού»· Τόμος Α΄, Εκδόσεις «Δόμος»·
 
 
(3)«Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια»· Τόμος 8ος (άρθρο του Β. Ν. Γιαννόπουλου)· Αθήναι, 1966.
(4)Σωφρόνιου Ευστρατιάδου (Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως): «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Έκδοση της «Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»·
(5)Ματθαίου Λαγγή: «Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας»· i. Τόμος 1ος, ii. Τόμος 11ος,
 
 
 
 
https://wra9.blogspot.com/2022/11/blog-post_400.html