τζ’
 
«Ὅ­λες οἱ ἀ­σκή­σεις νά συ­νο­δε­ύ­ων­ται ἀ­πό πνευ­μα­τι­κή–ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐρ­γα­σί­α καί νά γί­νων­ται γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ».
 
τη’
 
«Οὔ­τε καί ὅ­ταν ἔ­χη δί­και­ο ὁ μο­να­χός δέν κά­νει νά δι­και­ο­λο­γῆται, για­τί μέ τήν δι­και­ο­λο­γί­α ἡ ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που γί­νε­ται κα­τα­φύ­γιο τῶν δαι­μό­νων».
 
τθ’
 
«Οἱ πα­λαι­οί Πα­τέ­ρες, βλέ­πεις, ἀ­γω­νί­ζον­ταν πο­λύ καί ἡ Σα­ρα­κο­στή δέν ἦ­ταν εὔ­κο­λη. Γι᾿ αὐ­τό καί ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της λέ­ει “ὑ­περ­με­σά­σαν­τες” τήν Σα­ρα­κο­στή, ἄς κά­νου­με λί­γο κου­ρά­γιο καί γιά τήν ὑ­πό­λοι­πη».
 
τ­ι’
 
«Ὁ δι­ά­βο­λος, ἐ­πει­δή εἶ­ναι σκο­τι­σμέ­νος, μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη μό­νο τίς σκο­τει­νές σκέ­ψεις πού βά­ζει ὁ ἴδιος στό νοῦ μας. Τίς φω­τει­νές δέν μπο­ρεῖ νά τίς κα­τα­λά­βη καί νά πα­ρα­κο­λου­θή­ση τήν σκέ­ψη μας».

 
τ­ια’
 
Ὁ Γέροντας δι­η­γή­θη­κε σέ κά­ποι­ον πού τόν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε στό Στό­μιο ὅ­τι, ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά δι­α­βά­ση τήν Πα­ρά­κλη­ση στήν Πα­να­γί­α, προ­η­γου­μέ­νως δι­ά­βα­ζε λί­γα τρο­πά­ρια τοῦ Με­γά­λου Κα­νό­νος, πού τά εἶ­χε κα­θα­ρο­γρά­ψει σέ ἕ­να τε­τρα­δι­ά­κι. Καί αὐ­τό, για­τί αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­νά­ξιος ἀ­κό­μα καί νά προ­σευ­χη­θῆ στήν Πα­να­γί­α.
 
 
 
τι­β’
 
«Ὅ­ταν σέ συ­ναν­τή­ση ἕ­να φί­δι, πρῶ­τα σέ κοι­τά­ζει, σέ ψυ­χο­λο­γεῖ κα­λά καί, ἂν δῆ ὅ­τι ἔ­χεις τήν χά­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἔρ­χε­ται κον­τά σου, σέ νι­ώ­θει σάν ἀ­φέν­τη του, σέ γλύ­φει, σέ προ­σκυ­νά­ει, για­τί νιώ­θει τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί αὐ­τό. Ὅ­λα τά ζῶ­α τό νιώ­θουν. Ἂν ὅ­μως δέν τό ἔ­χης, σέ φο­βᾶ­ται, σέ ἀ­πο­στρέ­φε­ται καί φεύ­γει».
 
τι­γ’
 
«Τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος θά ἀν­θί­σει. Θά βγά­λει Ἀσκη­τές πού θά ἔρ­θουν σέ ψη­λές κα­τα­στά­σεις. Θά βγοῦν κα­λοί μο­να­χοί, τά Κοι­νό­βια θά γε­μί­σουν. Τό ὑ­λι­κό πού ὑ­πάρ­χει τώ­ρα εἶ­ναι πο­λύ κα­λό. Καί ἡ ἄλ­λη γε­νε­ά πού θἄρ­θει θά εἶ­ναι κα­λό ὑ­λι­κό. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως θἄρ­θουν ἄλ­λοι πού θά ἔ­χουν πλή­ξει ἀ­πό τόν κό­σμο, καί ἐ­πει­δή θά ἔ­χουν δο­κι­μά­σει τά πάν­τα καί δέν θά βροῦν που­θε­νά ἀ­νά­παυ­ση, με­τά θἄρ­θουν στό μο­να­χι­σμό. Ἀλ­λά καί αὐ­τοί θά μπο­ροῦν νά προ­χω­ρή­σουν, ἂν θέ­λουν». (Ἐ­λέ­χθη­σαν τό ἔ­τος 1978).
 
τι­δ’
 
«Ἡ ἐγ­κρά­τεια στά σαρ­κι­κά κά­νει δυ­να­τό τόν ἄν­θρω­πο σω­μα­τι­κά, καί ἂν κά­νη καί πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, γί­νε­ται καί πνευ­μα­τι­κά δυ­να­τός».
 
τι­ε’
 
«Ἡ ἀ­γρυ­πνί­α πού κά­νου­με ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί εἶ­ναι μία τρά­πε­ζα μέ πνευ­μα­τι­κά ἐ­δέ­σμα­τα».
 
τι­ς’
 
«Ἐ­μεῖς νά λέ­με τήν εὐ­χή καί ἂς ἀ­φή­σου­με τόν σκύ­λο νά γαυ­γί­ζη (δηλαδή τόν δι­ά­βο­λο νά μᾶς φέρ­νη λο­γι­σμούς). Θά μᾶς ἀ­φή­σει, για­τί θά πεῖ: “Δέν θά τόν κά­νω αὐ­τόν καί Ἅ­γιο!”».
 
τι­ζ’
 
«Ὁ μο­να­χός νά μά­θη τήν πρα­κτι­κή θε­ο­λο­γί­α ὄ­χι τήν Πα­νε­πι­στη­μια­κή».
 
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/riseis-kai-diigiseis-agioy-16/