Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Πέμπτης ιβ´ ἑβδ. ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. ζ΄ 1-10).

Β Κορ. 7,1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

Β Κορ. 7,1 Εφ’ όσον, λοιπόν, αγαπητοί, έχομεν αυτάς τας μαγάλας υποσχέσστου Θεού, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, αγωνιζόμενοι και συνεχώς προχωρούντες μέχρι τέλους στον δρόμον της αγιότητος, με φόβον Θεού.

Β Κορ. 7,2 Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν, οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα ἐπλεονεκτήσαμεν.

Β Κορ. 7,2 Καμετε ευρύχωρες τις καρδιές σας με αγάπην, δια να μας χωρέσετε· κανένα δεν έχομεν αδικήσει· κανένα δεν εξωθήσαμεν και δεν παρεσύραμεν εις διαφθοράν· επάναντι κανενός δεν εφανήκαμεν πλεονέκται, ώστε να του αρπάσωμεν τα αγαθά του.

Β Κορ. 7,3 οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ συζῆν.

Β Κορ. 7,3 Δεν τα λέγω αυτά προς κατάκρισίν σας· διότι σας έχω πει, ότι είσθε μέσα εις τας καρδίας μας, δια να πεθάνωμεν και ζήσωμε μαζή σας (συμμέτοχοι των θλίψεων και των κινδύνων σας, όπως επίσης της χαράς και της επιτυχίας σας).

Β Κορ. 7,4 πολλή μοι παῤῥησία πρὸς ὑμᾶς, πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν· πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν.

Β Κορ. 7,4 Εχω πολύ θάρρος και εμπιστοσύνην προς σας. Μεγάλο είναι το καύχημά μου δια σας. Είμαι γεμάτος από την παρηγορίαν, που μο έχετε χαρίσει. Υπερεκχειλίζει η χαρά μου, ώστε να υπερκαλύπτη κάθε θλίψιν μας.

Β Κορ. 7,5 Καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σάρξ ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι.

Β Κορ. 7,5 Χαίρομεν τώρα, διότι, όταν ήλθαμε εις την Μακεδονίαν, δεν ευρήκε καμμίαν άνεσιν το σώμα μας, αλλ’ από κάθε τι και εις κάθε στιγμήν εθλιβόμεθα. Απ’ έξω ήσαν αι μάχαι των απίστων εναντίον μας, από μέσα εις την καρδίαν μας υπήρχεν ο φόβος δια τους ασθενείς πνευματικώς αδελφούς.

Β Κορ. 7,6 Ἀλλ᾿ ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν τῇ παρουσίᾳ Τίτου·

Β Κορ. 7,6 Αλλ’ ο Θεός, που παρηγορεί και ενισχύει τους ταπεινούς και αδυνάτους, μας παρηγόρησε με την παρουσίαν του Τιτου.

Β Κορ. 7,7 οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ᾿ ὑμῖν, ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν, τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ, ὥστε με μᾶλλον χαρῆναι,

Β Κορ. 7,7 Επαρηγορήθημεν όχι μόνον με την παρουσίαν αυτού, αλλά και με την παρηγορίαν, την οποίαν αυτός επήρεν εξ αιτίας σας, όταν κατέστησεν εις ημάς γνωστόν τον μεγάλον πόθον σας, τα κλάματα και τους στεναγμούς σας, τον ζήλον που εδείξατε δι’ εμέ, ώστε εγώ πληροφορούμενος αυτά να δοκιμάσω μεγάλην χαράν.

Β Κορ. 7,8 ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι, εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν ὑμᾶς.

Β Κορ. 7,8 Ακριβώς αυτή η αγάπη σας για μένα, με κάμνει να λέγω, ότι αν και σας ελύπησα με την επιστολήν μου, δεν μετανοώ, μολονότι είχα αισθανθή μεταμέλειαν που σας την έγραψα (μέχρις ότου όμως ήλθεν ο Τιτος και με επληροφόρησε τα της διορθόσεώς σας). Διότι βλέπω τώρα ότι η επιστολή μου εκείνη, καίτοι σας εστενοχώρησε επί ολίγον διάστημα, σας ελύπησε προς ωφέλειαν, διότι σας έφερε εις συναίσθησιν και μετάνοιαν.

Β Κορ. 7,9 νῦν χαίρω, οὐχ ὅτι ἐλυπήθητε, ἀλλ᾿ ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν· ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα ἐν μηδενὶ ζημιωθῆτε ἐξ ἡμῶν.

Β Κορ. 7,9 Τωρα χαίρω, όχι διότι απλώς ελυπηθήκατε, αλλά διότι ελυπηθήκατε εις μετάνοιαν και διόρθωσιν. Εδοκιμάσατε την κατά Θεόν λύπην, εις τρόπον ώστε να μη υποστήτε καμμίαν ζημίαν εκ μέρους ημών.

Β Κορ. 7,10 ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

Β Κορ. 7,10 Ωφέλειαν πνευματικήν σας έφερεν η λύπη αυτή. Διότι η κατά Θεόν λύπη κατεργάζεται την ειλικρινή μετάνοιαν, δια την οποίαν ποτέ δεν θα μεταμεληθή ο λυπούμενος και η οποία φέρει ως καρπόν την σωτηρίαν. Η λύπη όμως, την οποίαν δια της αμαρτίας του προκαλεί ο κόσμος, έχει ως καρπόν και αποτέλεσμά της τον θάνατον τον πνευματικόν.

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Πέμπτης ιβ´ ἑβδ. Ματθαίου (Μρ. α΄ 29-35).

Μαρκ. 1,29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.

Μαρκ. 1,29 Και αμέσως εβγήκαν από την συναγωγήν και ήλθαν στο σπίτι του Σιμωνος και του Ανδρέου μαζή με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην.

Μαρκ. 1,30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα. καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς.

Μαρκ. 1,30 Η δε πενθερά του Σιμωνος ήτο κατάκοιτος με πυρετόν. Και αμέσως του άκαμαν λόγον δι’ αυτήν.

Μαρκ. 1,31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς.

Μαρκ. 1,31 Και αυτός επλησίασε εις την κλίνην της, την επιασε από το χέρι, την εσήκωσε και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός, και εντελώς υγιής τους υπηρετούσεν.

Μαρκ. 1,32 Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους.

Μαρκ. 1,32 Αργά δε το απόγευμα, μετά την δύσιν του ηλίου (όταν πλέον είχε περάσει η αργία του Σαββάτου), έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους.

Μαρκ. 1,33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν.

Μαρκ. 1,33 Και όλη η πόλις ήτο συγκεντρωμένη έξω από την θύραν της οικίας.

Μαρκ. 1,34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι.

Μαρκ. 1,34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχαν από διάφορα νοσήματα και πολλά δαιμόνια εξεδίωξε. Δεν άφινε δε τα δαιμόνια να ομιλούν δι’ αυτόν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός και δεν ήθελε την μαρτυρίαν των ακαθάρτων πνευμάτων.

Μαρκ. 1,35 Καὶ πρωΐ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο.

Μαρκ. 1,35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο.

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/02.%20Mark.htm