«Καταπέμψας αὐτοῖς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καί δι’ αὐτῶν τήν οἰκουμένην σαγηνεύσας»[1]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔστειλε τό Πανάγιο Πνεῦμα, τήν Θεία Χάρη Του, τήν κοινή ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί δι’ αὐτῶν ἐσαγήνευσε ὅλη τήν οἰκουμένη! Καί ἀπό αὐτό μποροῦμε νά βγάλουμε ἕνα σπουδαῖο δίδαγμα, ἀμέσως-ἀμέσως θά λέγαμε, πώς ὁ ἄνθρωπος πού μετέχει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται μία σαγήνη, ἕνα δίχτυ δηλαδή, γιατί σαγήνη αὐτό εἶναι, ἕνα δίχτυ, τό ὁποῖο πιάνει μέσα του ὅλη τήν οἰκουμένη∙ αὐτούς βεβαίως πού θέλουν νά πιαστοῦν καί ἔχουν καλή διάθεση.
Καί τό ἐρώτημα εἶναι: Σήμερα, γιατί ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί γινόμαστε ὅλο καί λιγότεροι; Γιατί δέν σαγηνεύουμε ὅλη τήν οἰκουμένη; Ἀφοῦ ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὑποτίθεται βέβαια.. Ὄχι ὑποτίθεται, τό ἔχουμε πάρει στήν ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τό ἅγιο Χρίσμα, ἀλλά δυστυχῶς τό ἔχουμε ἐν πολλοῖς ἀπενεργοποιημένο. Δέν ὑπάρχει αὐτό πού λέμε «προσωπική μέθεξη» στήν Πεντηκοστή. Γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία διαρκής Πεντηκοστή καί τό κάθε ἱερό μυστήριο, ἡ κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι μία Πεντηκοστή. Ὁ κάθε γάμος, ἡ κάθε βάφτιση, τό κάθε ἱερό μυστήριο εἶναι μία Θεοφάνεια καί εἶναι μία ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιατί ὅμως ἐμεῖς νά μήν σαγηνεύουμε μετά καί τούς γύρω μας, ἀλλά μᾶλλον νά κινδυνεύουμε νά σαγηνευτοῦμε ἀπό τούς κοσμικούς ἀνθρώπους; Καί νά παλεύουμε καί νά χαροπαλεύουμε πολλές φορές μεταξύ πνευματικῆς ζωῆς καί κοσμικῆς ζωῆς;.. Ἡ ἀπάντηση εἶναι βέβαια ὅτι δέν ἔχουμε ἀρκετά καλλιεργήσει τίς ἀρετές. Γιατί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, στό μέτρο πού καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ἐνεργοποιοῦμε αὐτή τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι, στή σειρά τῶν ὁμιλιῶν πού κάνουμε πάνω στόν Ἅγιο Σιλουανό, εἴχαμε μείνει τήν προηγούμενη φορά σέ μία πολύ βασική ἀρετή, τήν ὑπακοή. Καί θά συνεχίσουμε σ’ αὐτό σήμερα, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοῦμε μιά βασική προϋπόθεση τῆς μεθέξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: τήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς.
Εἴχαμε πεῖ τήν προηγούμενη φορά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει τόν ἄλλο ἄνθρωπο, τοῦ κάνει ὑπακοή, τοῦ κάνει τά θελήματα, τά χατίρια, τόν βάζει πρῶτο. Καί ἕνας ἄνθρωπος, ἑπομένως, ὁ ὁποῖος δέν κάνει ὑπακοή στόν συνάνθρωπο, κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού λέγει, ὄχι μόνο νά ὑπακοῦμε στόν Θεό ἀλλά καί στόν πλησίον, αὐτός ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού δέν ὑπακούει, σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπάει. Δέν ἀγαπάει τόν πλησίον καί ἐπίσης βεβαίως δέν ἀγαπάει καί τόν Θεό ἀληθινά. Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν πρώτη ἐντολή, νά ἀγαπήσουμε τόν Ἴδιο, καί δεύτερη, ὅμοια μέ αὐτή, ν’ ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας[2]. Ἑπομένως, εἶναι σπουδαιότατη ἀρετή ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Εἶναι ἀπόδειξις ἀγάπης πρός τόν Θεό. Καί μία ἀπόρροια τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον εἶναι ἡ ὑπακοή πρός τόν πλησίον. Ἡ ὑπακοή κατά τήν ἐντολή: «ὑπακούετε ἀλλήλοις»[3], πού μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ γυναίκα νά ὑποτάσσεται στόν ἄνδρα. Λίγο πιό κάτω λέει, καί ὁ ἄνδρας νά ὑπακούει στήν γυναίκα, μέ τήν ἔκφραση αὐτή πού εἴπαμε προηγουμένως, «ὑπακούετε ἀλλήλοις». Καί ὄχι μόνο ὁ ἄνδρας στήν γυναίκα ἀλλά καί μεταξύ μας οἱ χριστιανοί νά κόβουμε τό θέλημά μας ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί βεβαίως, πάντοτε ἰσχύει αὐτό, ἐκτός ἀπό ἁμαρτία. Ὅταν μᾶς ζητάει ὁ ἄλλος νά κάνουμε μία ἁμαρτία, ἐκεῖ βεβαίως δέν θά ὑπακούσουμε, γιατί ἐκεῖ ἰσχύει τό «ὑπακούειν Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»[4]. Πρῶτα ὑπακοῦμε στόν Θεό καί μετά στούς ἀνθρώπους. Ὅταν ὁ Θεός λοιπόν λέγει κάτι ἀντίθετο μέ αὐτό πού μᾶς ζητᾶνε οἱ ἄνθρωποι, θά ὑπακούσουμε στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους.
Ἡ ὑπακοή στόν πλησίον εἶναι ἕνα μαρτύριο, θά λέγαμε, πολλές φορές. «Στόν μαρτυρικό ἀγώνα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «τῆς ὑπακοῆς στόν ἀδελφό ἀναπτύσσουμε μέσα μας τήν ἱκανότητα γιά μιά πλατύτερη καί βαθύτερη ἀποδοχή τοῦ Θείου θελήματος»[5]. Ὅσο κανείς κόβει τό θέλημά του στόν πλησίον, στόν πνευματικό του πατέρα, οἱ μοναχοί στόν Γέροντά τους, οἱ μοναχές στήν Γερόντισσά τους καί ἡ μία στήν ἄλλη, ὁ ἕνας στόν ἄλλον, τόσο ταπεινωνόμαστε. Καί ὅσο ταπεινωνόμαστε, τόσο μοιάζουμε στόν Χριστό, τόσο μποροῦμε πιό εὔκολα μετά νά τηρήσουμε καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες πάλι τί εἶναι; Μία ἐκκοπή θελήματος εἶναι πάλι. Ὅταν ὁ Χριστός μας μᾶς λέει, ὅτι «πρέπει ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας»[6], αὐτό εἶναι μία ἐντολή. Ἄν τώρα ἐμεῖς δέν ἀγαπᾶμε τούς διπλανούς μας πού δέν εἶναι ἐχρθοί μας, πόσο πιό δύσκολο θά εἶναι νά κάνουμε ὑπακοή στόν Θεό πού λέει ὅτι πρέπει ν’ ἀγαπήσεις καί τόν ἐχθρό σου! Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ πολύ ὡραῖα ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι κάνοντας ὑπακοή στόν ἀδελφό, μετά ἀνοιγόμαστε καί ἀποκτοῦμε μιά μεγαλύτερη ἱκανότητα γιά νά ἀποδεχόμαστε τό Θεῖο θέλημα καί νά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό τελευταῖο, τό νά ἀποδεχόμαστε τό Θεῖο θέλημα, ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται ἔτσι δύσκολο, πικρό πολλές φορές, ἐπώδυνο, «αὐτό μᾶς ἐξομοιώνει», ἡ ἀποδοχή τοῦ Θείου θελήματος, «μέ τόν Μονογενή Υἱό τοῦ Πατρός». Γιατί καί ὁ Χριστός μας ὡς ἄνθρωπος, αὐτό μᾶς δίδαξε. Μέ τήν προσευχή πού ἔκανε λ.χ. στήν Γεθσημανῆ, εἶπε στόν Θεό Πατέρα, «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ»[7]. Πάλι σέ ἄλλη περίπτωση εἶπε, «ἦρθα στή γῆ ὄχι γιά νά κάνω τό δικό Μου θέλημα, ἀλλά τοῦ πέμψαντός Με Πατρός»[8]. Ὅποιος λοιπόν κόβει τό θέλημά του στόν πλησίον, ὁμοιάζει στόν Χριστό. «Κάνει τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου», αὐτή ἡ ὑπακοή, «φορέα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, δηλαδή παγκόσμιο. Καί σ’ αὐτό μοιάζει μέ τήν παγκοσμιότητα τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, πού προσεύχεται γιά ὅλον τόν Ἀδάμ»[9]. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει λοιπόν ὑπακοή στόν πλησίον, ἀνοίγεται σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί γίνεται ἕνας οἰκουμενικός ἄνθρωπος.
«Χωρίς αὐτή τήν καλλιέργεια τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος μένει ἀναπόφευκτα «κλειστός κύκλος», πάντα μηδαμινός ἐνώπιον τῆς θείας αἰωνιότητας»[10]. Ἕνας δηλαδή πού δέν ἔχει διάθεση νά ὑπακούσει στόν πλησίον, μένει ἑρμητικά κλεισμένος στόν ἑαυτό του καί δέν ἔχει χῶρο γιά κανέναν. Μπορεῖ νά εἶναι δύο σύζυγοι στό ἴδιο σπίτι. Ἄν ὁ ἕνας δέν κάνει ὑπακοή στόν ἄλλον, μένουνε κλεισμένοι ὁ καθένας στόν ἑαυτό του καί ζοῦνε σάν κλειστοί κύκλοι∙ ὁ καθένας περιχαρακωμένος στό ἐγώ του, χωρίς ἑπομένως καμία οὐσιαστικά ἀγαλλίαση, ἑνότητα καί ἐπιτυχημένη βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου.
«Ὅσο καί ἄν εἶναι «μορφωμένος» ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τήν εὐαγγελική ὑπακοή, ἡ θύρα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου παραμένει ἑρμητικά κλεισμένη καί δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά διαποτίσει αὐτόν τόν κόσμο μέ τήν παρουσία της»[11]. Ὁ ἄνθρωπος δέν καταξιώνεται μέ τήν μόρφωση. Σήμερα ἔχουμε πολλούς μορφωμένους, ἀλλά οὐσιαστικά ἔχουμε πολλούς παραμορφωμένους! Ἀπό τά πολλά πτυχία, χωρίς ὅμως καθόλου καλλιέργεια τῆς καρδιᾶς, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ψυχρός, ἀνάγλητος, σάν ἕνας ὑπολογιστής, πού εἶναι ἕνα μέταλλο κρύο καί ψυχρό. Ἔτσι γίνονται πολλές φορές καί οἱ ἄνθρωποι. Δέν εἶναι λοιπόν ἡ διανοητική μόρφωση, ἀλλά εἶναι τό ἄνοιγμα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἄφημα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε, διά τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό καί στόν πλησίον, νά περάσει μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀνοίγεται στόν πλησίον καί στόν Θεό, δέν ἐπιτρέπει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νά τόν βοηθήσει.
«Ἡ ἔλλειψη ὑπακοῆς ἀπό τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ βέβαιο σύμπτωμα τῆς ψυχικῆς του ἀσθένειας»[12]. Αὐτό πολύ σημαντικό. Γιατί σήμερα ἔχουμε πολλές ψυχικές ἀσθένειες. Καί παρατηρεῖ πράγματι ἕνας ἁπλός παρατηρητής, σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού κατεξοχήν πάσχουνε ψυχικά, ἔχουνε κατάθλιψη κ.λ.π., αὐτό τό κλείσιμο στόν ἑαυτό τους, τό ὁποῖο εἶναι βεβαίως ἕνας μεγάλος ἐγωκεντρισμός. Καί καθόλου διάθεση νά καταλάβουν τόν ἄλλον! Οὔτε κἄν ἀσχολοῦνται μέ τούς ἄλλους.. πάντα μιλᾶνε γιά τόν ἑαυτό τους καί λένε «εἶμαι μόνη μου, εἶμαι μόνος μου, δέν μέ ἀγαπάει κανένας, ὅλοι εἶναι ἐναντίον μου» κ.λ.π. κ.λ.π. Ἔχει κλειστεῖ στόν ἑαυτό του καί δέν καταλαβαίνει καθόλου τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Καλά ἐσένα δέν σέ ἀγαπάει κανένας, ἐσύ ἀγάπησες κανέναν; Δέν τόν ἀπασχολεῖ αὐτό (δέν τήν ἀπασχολεῖ). Οὔτε κἄν περνάει ἀπό τό μυαλό τοῦ ψυχικά πάσχοντος τό νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν πλησίον, νά δεῖ τί θέλει ὁ πλησίον, νά κάνει ἕνα χατίρι στόν πλησίον! Πάντα περιμένει οἱ ἄλλοι νά τοῦ κάνουν κάτι γιά νά νιώσει καλά. «Οἱ ψυχικά ἀσθενεῖς εἶναι ἀνίκανοι νά ἀντιληφθοῦν τήν σκέψη ἤ τήν θέληση ἄλλου προσώπου»[13]. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ μακαριστός Ἅγιος Πορφύριος, ἡ ρίζα τῆς κατάθλιψης καί αὐτῶν τῶν λεγόμενων ψυχολογικῶν κατά βάθος εἶναι ὁ μεγάλος ἐγωισμός. Καί ὁ δαίμονας βέβαια, πού ἐκμεταλλεύεται αὐτή τήν ἀρρωστημένη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νά ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του, νά αὐτοαπασχολεῖται συνέχεια καί νά ἔχει κάνει κέντρο τῆς ψυχῆς του, τῆς ζωῆς του, τῆς ὕπαρξής του, τόν ἑαυτό του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντιλαμβάνεται, δέν ἔχει διάθεση, δέν ἔχει ἱκανότητα νά ἀντιληφθεῖ τήν σκέψη ἤ τήν θέληση ἄλλου προσώπου, γιατί πάντα ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του.
«Χωρίς τήν ὑπακοή ὁ ἄνθρωπος θά μένει πάντα κλεισμένος στή μέγγενη τῆς ἐγωιστικῆς του «ἀτομικότητας», πού εἶναι ἀντίθετη μέ τήν ἀρχή τῆς ὑποστάσεως»[14]. Ἡ ὑπόσταση εἶναι τό πρόσωπο. Ἀρχή τῆς ὑποστάσεως, «ὑποστατική ἀρχή» πού λέει σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ π. Σωφρόνιος, εἶναι ἀκριβῶς τό καθ’ ὁμοίωση, τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ὁ ἐγωιστής πηγαίνει ἀντίθετα στήν ὑποστατική του ἀρχή, στόν προορισμό του νά μοιάσει στόν Θεό, πού εἶναι ἀγάπη. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού δέν ὑπακούει, ἀντιβαίνει στό πρόσωπό του, ἀντιβαίνει στόν προορισμό του, σ’ αὐτό πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καί μένει κλεισμένος στήν ἀτομικότητά του. Δέν γίνεται ποτέ πρόσωπο. Παραμένει ἄτομο καί ὄχι πρόσωπο. Γινόμαστε πρόσωπα στό μέτρο πού ἑνωνόμαστε μέ τό μοναδικό πρόσωπο πού εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη. Ὁπότε σημαίνει, ὅτι γιά νά μπορέσουμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς πρόσωπα, θά πρέπει ν’ ἀγαπήσουμε. Καί ἀγάπη σημαίνει ὑπακοή καταρχήν. Πῶς ἀγαπᾶς τόν ἄλλον, ἅμα δέν κόβεις τό θέλημά σου στόν ἄλλον;
«Ἔξω ἀπό τήν χριστιανική καλλιέργεια τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος μένει κουφός καί τυφλός γιά τήν Θεία Ἀποκάλυψη, πού μᾶς δόθηκε μέ τήν πράξη τῆς Ὑποστατικῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, γιατί ἡ ὑποστατική ἀρχή δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθεῖ μέσα στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο»[15]. Ἕνας ἄνθρωπος χωρίς ὑπακοή στόν πλησίον καί κατ’ ἐπέκταση στόν Θεό, μένει κουφός καί τυφλός στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, στήν δωρεά τοῦ Θεοῦ, καί οὔτε βλέπει κἄν τόν Θεό! Βλέπετε, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι οἱ καταθλιμμένοι δέν βλέπουνε τίποτε! Ἕνα σκοτάδι… Καλά, δέν βλέπεις τόν Θεό πού εἶναι ὁλόφωτος; Δέν Τόν βλέπει, γιατί ἀκριβῶς ἔχει κλειστεῖ στόν ἑαυτό του!
«Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἀληθινή θεολογία χωρίς τόν ἀγώνα τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἀκατόρθωτη»[16]. Καί φυσικά ἕνας ἄνθρωπος, πού θέλει νά προχωρήσει στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί νά μιλήσει μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ παρά μόνο διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν καί κατεξοχήν διά τῆς ὑπακοῆς. Γιατί ἡ θεολογία εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο δίδεται ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη. Πῶς ὅμως θά καθαρθοῦμε ἀπό τά πάθη, ἄν δέν ἔχουμε τό βασικό, πού εἶναι ἡ ὑπακοή, ἄν δέν κόβουμε τό θέλημά μας;
«Μιλοῦμε βέβαια γιά τήν θεολογία ὡς κατάσταση καί ὄχι γιά τήν πολυμάθεια, πού μπορεῖ νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματική ζωή, ὅσο ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ». Ἡ ἀληθινή θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία κατάσταση, ἕνα βίωμα, καί δέν εἶναι μία πολυμάθεια διανοητική, ἐγκεφαλική. «Ἡ ἐπιστήμη τῆς ἅγιας ὑπακοῆς εἶναι πραγματικά μεγίστη καί χρειάζεται ἐντατική προσευχή, γιά νά ἀνοίξουν τά πνευματικά μας μάτια καί νά δοῦμε τήν ὑπεροχή τῆς ἐπιστήμης τῆς μοναχικῆς ἤ καλύτερα τῆς χριστιανικῆς ὑπακοῆς»[17]. Εἶναι ἕνα μυστήριο ἡ ὑπακοή καί δέν τό καταλαβαίνουμε. Γι’ αὐτό χρειάζεται πολλή προσευχή γιά νά τό καταλάβουμε.
Κι ἄλλη φορά, νομίζω σᾶς τό εἶχα πεῖ, ὅταν πρωτοεῖχα βγεῖ ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος -μέ εὐλογία βέβαια- γιά νά πῶ κάτι στούς ἀνθρώπους, τέλος πάντων.. ἄκουσα ἀπό ἀνθρώπους πού ἦταν χρόνια ὑποτίθεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἐργαζόντουσαν ἔτσι ἱεραποστολικά, σέ συλλόγους κ.λ.π. καί μοῦ λένε, πάτερ, μήν ψάχνες γιά ὑπακοές ἐδῶ πέρα.. ξέχασέ το.. αὐτά γιά τό τό Ἅγιο Ὄρος! Πόσο μακριά δηλαδή εἴμαστε, δυστυχῶς, ὡς λαός! Κι αὐτά πού σᾶς λέω τώρα, ἴσως σᾶς φαίνονται παράξενα! Ἀλλά δυστυχῶς, μᾶς ἔχει ποτίσει τόσο πολύ αὐτή ἡ ἀντιμοναχική ἀντίληψη, πού εἶναι ἀντιευαγγελική ἀντίληψη! Καί αὐτό βέβαια ἔχει τήν ἐξήγησή του, γιατί μετά τήν ἀπελευθέρωση πάθαμε αὐτή τή ζημιά, πού ἦρθαν ἐδῶ καί κυριάρχησαν οἱ Προτεστάντες, ὁ Μάουρερ κ.λ.π., οἱ ὁποῖοι κλείσανε τά μοναστήρια, πολέμησαν τόν μοναχισμό, διέβαλλαν τόν μοναχισμό ὡς κάτι ἄχρηστο, περιττό, καί ἑπομένως καί τίς μοναχικές ἀρετές, τήν ὑπακοή, τήν ἀκτημοσύνη κ.λ.π.
Ἀλλά, ὅπως νομίζω ἔχετε καταλάβει, δέν εἶναι μοναχική ἀρετή μόνο ἡ ὑπακοή, ἤ νά τό ποῦμε πιό σωστά, ὅλοι πρέπει νά γίνουμε μοναχοί στό φρόνημα καί στή ζωή, ἄσχετα ἄν ἕνας εἶναι ἔγγαμος ἤ ἄγαμος, γιατί ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ εὐαγγελική ζωή, ἡ ἀποστολική ζωή.
«Χωρίς αὐτή τήν διαπαιδαγώγηση», τῆς ὑπακοῆς δηλαδή, «δέν θά πετύχει ποτέ ὁ κόσμος τήν εἰρήνη, ἀλλά θά μένει πάντα δεμένος στά ἄλυτα δεσμά τῆς καθολικῆς ἔχθρας»[18]. Βέβαια τό καταλαβαίνουμε. Γιατί ὑπακοή, εἴπαμε, εἶναι ἀγάπη. Ἕνας λοιπόν πού δέν ἔχει ὑπακοή, δέν ἔχει ἀγάπη. Τί θά ἔχει μετά; Αὐτομάτως, ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀντεισέρχεται τό μίσος, ἡ ἔχθρα, οἱ διαμάχες, οἱ πόλεμοι καί ὅλα αὐτά τά ὀδυνηρά πού βιώνουμε συνέχεια.
«Ἄν ὁ κόσμος στρεφόταν μέ ὅλη του τήν δύναμη στήν ἀφομοίωση τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς ἐπιστήμης, θά γνώριζε ἴσως τήν μεταμορφωτική της δύναμη, κι ἔτσι θά χανόταν σάν τό σκοτάδι τῆς νύχτας μπροστά στόν ἥλιο πού ἀνατέλλει ὁ ἀνείπωτα ἐφιαλτικός παραλογισμός τῆς σύγχρονης πραγματικότητας»[19]. Γιατί πράγματι σήμερα ζοῦμε ἕναν παραλογισμό! Καί βλέπετε, ὅταν γίνεται ἕνας πόλεμος, τήν μιά νύχτα βομβαρδίζει ὁ ἕνας τήν πόλη τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἄλλη ὁ ἀντίπαλος τήν πόλη τοῦ ἀντιπάλου καί δέν ξέρει κανείς τελικά ποιός ἔχει δίκαιο, ποιός ἔχει ἄδικο. Ὁ ἕνας σκοτώνει τόν ἄλλον καί γίνονται καί οἱ δύο ἄγρια θηρία! Καί μπροστά στόν Θεό βεβαίως.. καί οἱ δυό εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό. Καί ὅλο αὐτό δέν εἶναι παρά ἕνας μέγιστος παραλογισμός. Καί ὄχι μόνο ὁ πόλεμος, ἀλλά καί ὅλα τά ἄλλα πού κυριαρχοῦν στόν κόσμο, ἕνας παραλογισμός! Ἡ κενοδοξία -καί ἡ βλακεία θά λέγαμε- τοῦ πλούτου καί τοῦ κυνηγιοῦ τοῦ πλούτου καί τῶν ἡδονῶν καί τῆς μάταιης δόξας τοῦ κόσμου. Γιατί εἶναι ὅλο αὐτό μιά ἀνοησία; Γιατί μετά ἀπό μερικά χρόνια ἔρχεται ὁ θάνατος καί ὅλα αὐτά τελειώνουν καί φαίνεται ἡ ματαιότητά τους. Καί ἀπό κεῖ καί μετά ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν αἰωνιότητα τήν πραγματική, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.
«Νά, ὅμως καί ἕνα ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ἀποτέλεσμα τοῦ ἄθλου τῆς ὑπακοῆς. Μαθαίνοντας νά ἀποδέχεται ἐσωτερικά τίς σκέψεις καί τό θέλημα τῶν ἄλλων προσώπων ὁ ὑποτακτικός, μαθαίνει συγχρόνως νά ζεῖ τίς διάφορες καταστάσεις, ὄχι μόνο σάν ἀτομικές, ἀλλά καί σάν ἀποκάλυψη γιά ὅσα συμβαίνουν στόν ἀνθρώπινο κόσμο»[20]. Βλέπετε τί ὄμορφα τό λέει; Τί εἶναι ἡ ὑπακοή; Νά ἀποδεχθεῖς τίς σκέψεις καί τό θέλημα τοῦ ἄλλου. Γιατί ἀντιδρᾶς στό θέλημα τοῦ ἄλλου; Γιατί ἔχεις τό δικό σου θέλημα καί θέλεις νά στήσεις τό δικό σου θέλημα, ἐπειδή ἔχεις ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια. Ἄν ὅμως ἀνοιχτεῖς στό θέλημα τοῦ ἄλλου, τότε βιώνεις τίς διάφορες καταστάσεις, ὄχι μόνο σάν ἀτομικές, ἀλλά καί ὡς ἀποκάλυψη ὅλων ὅσων συμβαίνουν στόν ἀνθρώπινο κόσμο.
«Δέν ζεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος ἐγωιστικά μόνο τά δικά του παθήματα, τά δικά του βάσανα καί τίς δικές του ἐπιτυχίες» σάν κάτι τό ἀτομικό, «ἀλλά μεταφέρεται πνευματικά στό πάθος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἀσφαλῶς κάθε στιγμή ἑκατομμύρια ἄνθρωποι βρίσκονται σέ κατάσταση παρόμοια μέ τήν δική μας. Κι αὐτό ὁδηγεῖ, φυσικά κι ἀβίαστα, στήν προσευχή γιά τόν κόσμο. Προσευχόμενος γιά τούς ζωντανούς, μοιράζεται τήν χαρά τῆς ἀγάπης τους ἤ τήν φρικη τῆς ἀπογνώσεώς τους. Δοκιμάζοντας τόν πόνο, προσεύχεται γιά ὅλους τούς πάσχοντας στόν κόσμο καί σκύβει στό κρεβάτι ὅσων πεθαίνουν θλιμμένοι, ἐγκαταλειμμένοι καί ἀβοήθητοι μπροστά στόν τρόμο τοῦ θανάτου»[21]. Ὁπότε, βλέπετε, τό κάθε βίωμα πού θά λέγαμε εἶναι ἀτομικό, διά τῆς ὑπακοῆς, τουτέστιν διά τῆς ἀγάπης, γίνεται ἕνας τρόπος νά μπεῖς καί στό βίωμα τοῦ ἄλλου. Γιατί αὐτό πού νιώθουμε ἐμεῖς, τό νιώθουνε καί ἄλλοι. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι τήν ἴδια στιγμή νιώθουν τό ἴδιο πράγμα! Καί ἀνοιγόμαστε στό «ἐμεῖς», πού ἔλεγε καί ὁ Μακρυγιάννης, καί κάνουμε καί τόν πόνο τοῦ ἄλλου δικό μας πόνο. Καί μέσα ἀπό τόν δικό μας πόνο νιώθουμε καί τόν πόνο τοῦ ἄλλου.
«Μνημονεύοντας τούς πεθαμένους, μεταφέρεται νοερά στά βάθη τῶν αἰώνων ἤ στέκεται πνευματικά στήν ἀθέατη, ἀλλά φοβερή ὁδό πού περνοῦν καθημερινά ἑκατοντάδες χιλιάδες ψυχές, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τό σῶμα τους συνήθως μέσα σέ φοβερή ἀγωνία. Ἔτσι ἀναπτύσσεται στήν ψυχή τοῦ ὑποτακτικοῦ ἡ χριστιανική συμπάθεια γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ προσευχή του γίνεται φορέας ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, δηλαδή «ὑποστατική», ὅμοια μέ τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανή. Μέ αὐτή τήν προσευχή ὁ ὑποτακτικός αἰσθάνεται τήν ἑνότητά του μέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, καί ἡ ἀγάπη γιά τόν πλησίον, δηλαδή γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀποβαίνει φυσική.
Μιά τέτοια προσευχή συντελεῖ ἀληθινά στή σωτηρία τοῦ κόσμου καί κάθε χριστιανός ὀφείλει νά τείνει πρός αὐτήν, κυρίως ὅμως οἱ ἱερεῖς κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας»[22]. Εἶναι πολύ ὡραῖο πράγμα, νά κλείσουμε στήν καρδιά μας τόν πόνο ὅλου τοῦ κόσμου, καί τῶν ζωντανῶν καί τῶν κεκοιμημένων, καί αὐτῶν πού φεύγουνε αὐτή τήν στιγμή, τώρα πού ἐμεῖς μιλᾶμε..
«Μιλοῦσε, θυμόμαστε, ὁ Γέροντας γιά τή ζωή πού ἀποκαλύπτουν οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ἐνθουσιαζόταν ἀπό τό μεγαλεῖο τῆς Χάρης πού δωρήθηκε στούς χριστιανούς. Καί ὅλοι μας ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νά θυμόμαστε, πώς ἡ ἀσκητική καί γενικότερα ἡ πνευματική ζωή τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά ἀπορρέει ἀπό τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τήν ὀρθή ἀντίληψη τῆς δοσμένης σέ μᾶς Ἀποκαλύψεως γιά τόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό»[23]. Γι’ αὐτό κάνουμε καί μερικές φορές κηρύγματα δογματικά, πού φαίνονται ἴσως καί λίγο δύσκολα. Ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουμε τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι αὐτή εἶναι ἡ συνταγή γιά τήν ὀρθή ζωή. Τό ὀρθό δόγμα μᾶς βοηθάει νά ζήσουμε σωστά, ὁδηγεῖ στό σωστό ἦθος. Ἄν ἀλλοιωθεῖ τό δόγμα, ἀλλοιώνεται καί ἡ ζωή μετά. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάνανε μεγάλους ἀγῶνες καί συγκρότησαν Οἰκουμενικές Συνόδους καί Τοπικές Συνόδους, γιά νά καταπολεμήσουν τά αἱρετικά δόγματα, τήν λανθασμένη δηλαδή ἀντίληψη γιά τόν Θεό.
«Δημιουργηθήκαμε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Τριαδικοῦ αὐτοῦ Θεοῦ. Ἡ πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ συντελεῖται μέ τήν αἰώνια ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ μέσα μας». Πρέπει νά κατοικήσει μέσα μας ὁ Θεός καί τότε πραγματώνουμε τόν σκοπό μας, τό καθ’ ὁμοίωση. «Ὅπως ὅμως εἴπαμε παραπάνω, τίποτε δέν γίνεται «μηχανικά» στήν ὕπαρξή μας ὡς ἀποτέλεσμα Δίας, ἔστω καί Ἄνωθεν»[24]. Ὁ Θεός δέν βιάζει κανέναν, ἀλλά μᾶς καλεῖ νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτό λέει, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»[25]. Ὁ Ἴδιος δέν ἐνεργεῖ μηχανιστικά ἤ μαγικά. Τίποτα δέν λειτουργεῖ μηχανικά.
Σήμερα λειτουργηθήκαμε, εἶναι ἡ μεγάλη γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ μεγάλη μέρα τῆς ἐκχύσεως τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Ἀλλά ἄν ὁ καθένας ἀπό μᾶς δέν ἀγωνιστεῖ προσωπικά νά ἔχει μέθεξη τῆς Χάριτος αὐτῆς, δέν θά καταλάβει τίποτα. Θά περάσει κι αὐτή ἡ Κυριακή ὅπως ὅλες. Γιά νά ζήσουμε σωστά, πρέπει νά γνωρίζουμε, νά ἔχουμε σωστή γνώση γιά τόν Θεό. Μήν περιμένουμε μαγικά δηλαδή νά σωθοῦμε καί νά καθαριστοῦμε καί νά φωτιστοῦμε.
«Ὄχι. Ἀντίθετα, ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο καί «περιμένει» νά Τοῦ ἀπαντήσει σωστά καί νά θελήσει ὁ ἴδιος νά γίνει ὅμοιος μέ Αὐτόν». Ὁ Θεός μᾶς φανερώνεται, ἀλλά δέν μᾶς ἀναγκάζει καί περιμένει ἀπό μᾶς τό ναί. «Ἀπό αὐτήν μας τήν ἀπάντηση ἐξαρτᾶται ὁλόκληρη ἡ ζωή καί ἡ σωτηρία μας. Εἶναι ἀπαραίτητο λοιπόν γιά ὅλους μας νά ἔχουμε τήν σωστή θεώρηση τῆς Ὑποστατικῆς ἀρχῆς ὡς φορέα τοῦ ὅλου ἀπολύτου πληρώματος στό Θεῖο Εἶναι, γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό καί στό ἀνθρώπινο εἶναι μας»[26]. Θά πρέπει ὅλοι νά ξέρουμε λοιπόν, ὅτι εἴμαστε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι πρέπει νά ἐνοικήσει μέσα μας ὁ Θεός. Καί τότε γινόμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός καί ὅπως κι ἐμεῖς ποθοῦμε νά γίνουμε, ἀληθινά μακάριοι.
«Στό Θεῖο Εἶναι δέν ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπό τά ὅρια, δηλαδή πέρα ἀπό τήν ὑπόσταση∙ δηλαδή δέν ὑπάρχει καμιά «ὑπερ-ὑποστατική» Οὐσία»[27], ὅπως λένε στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, ὑπάρχει ἕνα «ὑπέρ-προσωπικό εἶναι». Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα! Ὁ Θεός εἶναι Ὑπόσταση. Εἶναι τρεῖς Ὑποστάσεις, εἶναι Τρισυπόστατος, τρία πρόσωπα. Καί καλούμαστε ἐμεῖς νά μετέχουμε στήν θεία Του ἐνέργεια.
Στό Θεῖο Εἶναι λοιπόν, δέν ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς ὑπόστασης. «Ὑπόσταση καί Οὐσία ταυτίζονται πλήρως. Δέν ὑπάρχει τίποτε στήν Οὐσία πού νά μήν εἶναι «ἐνυπόστατο». Ἀπό τήν ἐποχή τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν μέχρι τίς μέρες μας οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσπαθοῦσαν καί προσπαθοῦν νά ἐγκολπώσουν στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν τήν ἀληθινή ἀvτίληψη γιά τήν Ἁγία Τριάδα.
Ἡ ἀπώλεια τῆς ὀρθῆς Τριαδολογίας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ οὐσιώδη λάθη τόσο στόν χῶρο τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς πνευματικῆς γνωσιολογίας, ὅσο καί στόν χῶρο τῆς ἐκκλησιολογίας καί τῆς σωτηριολογίας»[28]. Δηλαδή ἄν δέν πιστεύουμε σωστά γιά τά τρία Πρόσωπα, μετά δέν πιστεύουμε σωστά οὔτε γιά τόν ἄνθρωπο, οὔτε γιά τήν σχέση πού πρέπει νά ἔχουμε μεταξύ μας. Δέν ἔχουμε σωστή ἀντίληψη, οὔτε ἔχουμε τήν μέθοδο γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό, οὔτε ἀκόμα πιστεύουμε σωστά γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τήν σωτηρία μας.
«Ἡ ἀπώλεια τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας γιά τό Πρόσωπο-Ὑπόσταση θά ὁδηγήσει ἀναπόφευκτα στήν ἀπόδοση τοῦ πρωτείου στό «γενικό» ἔναντι τοῦ «μερικοῦ», στήν ἀναζήτηση κάποιας «ὑπερ-προσωπικῆς ἀρχῆς, καί ἔτσι θά ἀπαιτεῖται ἡ ὑπακοή ὄχι σέ σχέση πρός τόν ἄνθρωπο-πρόσωπο, ἀλλά στόν «Κανόνα», στόν «Νόμο», στό «Τυπικό, στήν «Διοίκηση», στόν «Θεσμό»»[29]. Δηλαδή τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι θά πρέπει νά ἔχουμε προσωπική σχέση μέ τόν Χριστό καί νά καταλάβουμε ὅτι ἡ ἀναφορά μας εἶναι στόν Χριστό, σ΄ ἕνα πρόσωπο καί δέν εἶναι σέ μιά ἀρχή ὑπερ-προσωπική, σέ κάτι ἀπρόσωπο, σέ ἕναν Κανόνα, σέ ἕναν Νόμο, σέ ἕνα Τυπικό, σέ μιά Διοίκηση, σέ ἕναν Θεσμό. Ὄχι, δέν καλούμαστε νά ὑπακούσουμε σέ Νόμους καί σέ Κανόνες, ἀλλά νά σχετιστοῦμε προσωπικά μέ ἕνα πρόσωπο πού εἶναι ὁ Χριστός.
«Μελετήσατε ὅλα αὐτά καί θά δεῖτε πώς σέ μιά τέτοια «ἀπρόσωπη» προσέγγιση τῶν ἐκδηλώσεων τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς χάνεται ἡ ὕψιστη ἔννοια τῆς ὑπακοῆς πού περικλείεται στίς εὐαγγελικές ἐντολές καί στή θέση της μπαίνει ἡ «πειθαρχία»»[30]. Ὅταν δεῖς λοιπόν ὅτι ἡ ἀναφορά σου εἶναι σέ ἕναν Κανόνα, σέ κάποιους Νόμους καί ὄχι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τότε βέβαια χάνεται καί ἡ ὑπακοή καί μετατρέπεται σέ πειθαρχία, στρατιωτική πειθαρχία. Ὅπως ὑπάρχει ὁ κανονισμός ἄς ποῦμε στόν στρατό καί οἱ στρατιῶτες τηροῦν τόν κανονισμό. Δέν ὑπάρχει προσωπική σχέση μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος ἄς ποῦμε θά τούς ἐμπνεύσει κάποια πράγματα. Τό ἴδιο γίνεται πολλές φορές καί στόν χριστιανισμό. Δηλαδή διαστρεβλώνεται ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ βάζει ὁ ἄνθρωπος κάποιους κανόνες. Καί σοῦ λέει, νά τηρήσω αὐτούς τούς κανόνες, κάποιες ἀρχές, καί μετά εἶμαι ἐντάξει. Ὄχι, δέν εἶναι τό ζητούμενο νά τηρήσουμε κάποιους κανόνες, ἀλλά εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε προσωπική κοινωνία μέ τόν Χριστό!
«Αὐτή ἡ τελευταία -ἡ πειθαρχία- εἶναι βέβαια ἀναπόφευκτη στήν κοινωνική ζωή, ἀλλά μόνο μέχρι ἕνα ὁρισμένο ὅριο». Στήν κοινωνική ζωή ἔχουμε κάποιους κανόνες καί γιά νά μπορέσουμε νά συμβιώσουμε, πρέπει νά τηροῦμε αὐτούς τούς κανόνες. «Ἡ ἀπώλεια τῆς «προσωπικῆς» χριστιανικῆς ὑπακοῆς θά μείνει χωρίς ἀνταμοιβή, παρόλες τίς τυχόν ἐξωτερικές ἐπιτυχίες τοῦ «ὀργανισμοῦ»»[31]. Ὅμως στήν πίστη μας, στόν Χριστό, δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό. Μπορεῖ νά πετύχεις νά τηρήσεις κάποιους κανόνες καί νά φανεῖς ὅτι δουλεύει πολύ καλά τό σύστημα, ὁ ὀργανισμός. Ὅπως ἄς ποῦμε βλέπουμε στούς παπικούς καί στούς προτεστάντες νά ὑπάρχει μία τάξη, μεγάλη τάξη μέσα στήν ἀκολουθία κ.λ.π. κ.λ.π., ἀλλά αὐτό δέν τούς καταξιώνει! Ἐμεῖς ἔχουμε ἀταξία, δυστυχῶς, κακῶς(!) μέσα στήν ἐκκλησία καί γενικότερα, ἀλλά ὅμως ὑπάρχουνε οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς σώζουν μέ τίς πρεσβεῖες τους καί στούς ὁποίους φανερώνεται τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ καρπός τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ καρπός τῆς ὑπακοῆς τους. Γιατί οἱ Ἅγιοι δέν ζοῦνε μιά πειθαρχία, ἀλλά ζοῦνε τήν ὑπακοή στόν Χριστό∙ καί ὄχι τήν πειθαρχία σέ κάποιους κανόνες. Δηλαδή μπορεῖ νά πετύχεις τήν πειθαρχία σέ κάποιους κανόνες, ἀλλά δέν εἶναι τό ζητούμενο. Αὐτό θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος. Τό ζητούμενο εἶναι νά ἔχουμε προσωπική μέθεξη, κοινωνία μέ τόν Χριστό.
«Τήν πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορία δέν πρέπει νά τήν βλέπουμε οὔτε στήν ἀπόκτηση ὑλικῆς δυνάμεως ἤ πολιτικῆς ἐπιδράσεως, ἔστω καί παγκόσμια, οὔτε ὡς ἐπίτευξη ἁρμονικῆς διορθρώσεως τοῦ «ὅλου»»[32]. Τί λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας; Ὅτι ἐπιτυχία τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι νά διαμορφωθεῖ ἄς ποῦμε ἕνα παγκόσμιο κράτος, ὅπου ὅλοι νά εἶναι Χριστιανοί θέλουν-δέν θέλουν, νά ὑπάρξει ἕνα σύστημα δηλαδή κανόνων πού ὅλοι νά ὑπακοῦν. Δέν εἶναι αὐτό. Ἀλλά οὔτε ἀκόμα νά ὑπάρχει μία πολιτική ἰσχυρή ἤ μιά δύναμη κοσμική ἰσχυρή, ὅπως εἶναι στό Βατικανό. Τό Βατικανό εἶναι κράτος καί ἔχει καί στρατό καί ἔχει καί τράπεζες κ.λ.π. Λοιπόν, εἶναι ἐπιτυχία αὐτό τοῦ Χριστιανισμοῦ; Κάθε ἄλλο! Εἶναι ἀλλοτρίωση, εἶναι αἵρεση καί εἶναι τελεία ἀπομάκρυνση ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ!
«Τό ὑψηλότερο καί τελειότερο ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ἀνύψωση τῶν πιστῶν «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»[33]»[34]. Αὐτό πού σώζει, αὐτό πού εἶναι ἀληθινή ἐπιτυχία γιά τήν Ἐκκλησία, εἶναι τά μέλη της, ὁ καθένας ἀπό μᾶς νά φτάσει εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Νά μοιάσει δηλαδή στόν Χριστό. Καί τότε πετυχαίνει ἡ Ἐκκλησία. Πού σημαίνει τί; Νά παράγονται Ἅγιοι. Καί ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία θά ἦταν ὅλοι πού εἶναι βαφτισμένοι νά γίνουν Ἅγιοι, νά σωθοῦν. Γιατί θέωση καί ἁγιασμός καί σωτηρία, νά ξέρετε, εἶναι τό ἴδιο πράγμα.
«Αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο καί βαθύ πρόβλημα ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί θά ἦταν εὐχῆς ἔργο νά συγκεντρώσουν σέ αὐτό τήν προσοχή τους ὅλοι οἱ αὐτοαποκαλούμενοι Χριστιανοί»[35]. Δηλαδή στό νά μοιάσουμε στόν Χριστό, νά ὁλοκληρωθοῦμε ὡς «Χριστοί» μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλῶς νά τηρήσουμε κάποιες ἐντολές, κάποιους νόμους. Αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά δώσουμε καί στούς νέους ἀνθρώπους. Ὄχι κάποιους κανόνες, πρέπει αὐτό, πρέπει ἐκεῖνο, ἀλλά τήν προσωπική, τήν δυνατότητα νά τούς ἀποκαλύψουμε διά τῆς δικῆς μας ζωῆς καί τοῦ δικοῦ μας βιώματος, τήν δυνατότητα πού ἔχουν κι αὐτοί νά κοινωνήσουν μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
«Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐννοήσουμε ὅτι ἡ «προ-δογματική» ζωή στρέφεται γύρω ἀπό ἠθικές ἔννοιες καί ἀξίες πού βρίσκονται κάτω ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς Ἀποκαλύψεως πού μᾶς δόθηκε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἐντολές Του δέν εἶναι στά ἀνθρώπινα μέτρα οὔτε δόθηκαν ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά ἀποτελοῦν τήν προβολή τῆς Θείας Αἰωνιότητας στό γήινο ἐπίπεδο»[36]. Ἑπομένως, θά πρέπει νά ξεπεράσουμε, λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος, τήν προ-δογματική ζωή καί νά ἐμβαθύνουμε μέσα στήν Θεολογία καί νά μή μένουμε ἁπλῶς σέ μία ἠθικολογία, ἕνα πρέπει, ἤ διάφορα πρέπει, ἤ στίς διάφορες ἀξίες. Δυστυχῶς τό ἀκοῦμε κι αὐτό σήμερα, νά δώσουμε στούς νέους -λέει- ἀξίες! Δέν εἶναι τό ζητούμενο νά τούς δώσεις ἀξίες, γιατί αὔριο θά ἔρθει ἔνας ἄλλος καί θά τούς πεῖ, τί ἀξίες εἶναι αὐτά;.. δέν εἶναι τίποτα, θά σοῦ δώσω ἐγώ κάτι καλύτερο! Πρέπει νά τούς δώσουμε τόν Χριστό! Καί τόν Χριστό, γιά νά μπορέσουν νά κοινωνήσουν μέ τόν Χριστό, θά τούς τό δώσουμε μέ αὐτή τήν δυνατότητα, τό ὀρθό δόγμα. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία τό δόγμα, ἡ ὀρθή δογματική διδασκαλία, πού πρέπει βεβαίως νά τήν ξέρουμε καί νά τήν βιώνουμε. Ὄχι ἁπλῶς νά τήν ξέρουμε ἐγκεφαλικά. Καί τότε πραγματικά γίνεται αὐτό πού ψάλλουμε στό Τροπάριο, σαγηνεύεται ὅλη ἡ οἰκουμένη! Ὅσοι βεβαίως θέλουν πάλι.. ἀλλά ἔχουν αὐτοί πού θέλουν, ἔχουν τόν μπούσουλα τόν σωστό, τήν ὀρθή συνταγή γιά νά γίνουν κι αὐτοί πραγματικά καταξιωμένοι καί λυτρωμένοι καί νά πραγματοποιήσουν τόν προορισμό τους, τήν ὑποστατική ἀρχή, τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση.
Τῷ δέ Θεῷ δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀπολυτίκιο Πεντηκοστῆς.
[2] Ματθ. 22, 37-38.
[3] Πρβλ. Ἐφεσ. 5, 21.
[4] Πράξ. 5, 29.
[5] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[6] Ματθ. 5, 44.
[7] Ματθ. 26, 39.
[8] Ἰωάν. 6, 38.
[9] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
[22] Ὅ.π.
[23] Ὅ.π.
[24] Ὅ.π.
[25] Ματθ. 11, 12.
[26] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[27] Ὅ.π.
[28] Ὅ.π.
[29] Ὅ.π.
[30] Ὅ.π.
[31] Ὅ.π.
[32] Ὅ.π.
[33] Ἐφεσ. 4, 13.
[34] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[35] Ὅ.π.
[36] Ὅ.π.