(+)Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου
 
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ
 
ΜΕ ΕΜΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΥ ΘΕΟΥ
 
Τό θέμα τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ εἶναι ἀπέραντο μέ διάφορες ἐκφάνσεις καί ποικίλες προεκτάσεις, ἀλλά ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον καί πολύ ἐπίκαιρο, διότι ἔχει σχέση μέ τή συστηματικὴ προσπάθεια παρεμπόδισης, ἤ καλύτερα, ἀκύρωσης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἰδιαίτερα στίς μέρες μας προωθεῖται δυναμικά καί μεθοδευμένα ἀπό ὀργανωμένα κέντρα τοῦ κόσμου.
 
Ἡ λέξη «συγκρητισμός» (μέ η καί ὄχι μέ ι) ὡς ὅρος χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά, ὅπως φαίνεται ἀπό μαρτυρία τοῦ Πλουτάρχου1, γιά νά δηλώση τήν ἕνωση κατοίκων τῆς Κρήτης, παρά τίς διαφορές πού εἶχαν μεταξύ τους, ὥστε νά μπορέσουν νά ἀντιμετωπίσουν ἀποτελεσματικά ἐπικείμενο κίνδυνο. Ὡς θρησκευτικό φαινόμενο ὁ συγκρητισμός, χωρίς τήν συγκεκριμένη αὐτή ὀνομασία, ἐφανίσθηκε, καί μάλιστα σέ ἔξαρση στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἀποστασίες τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί τή δράση τῶν ψευδοπροφητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξυπηρετοῦσαν παράλληλα τούς λάτρεις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τούς εἰδωλολάτρες2.
 
Στούς ἑλληνιστικούς χρόνους ἔγινε σύνηθες τό φαινόμενο νά ἀναμιγνύονται θρησκεῖες, θεοί καί θρησκευτικὲς τελετές. Τότε πολλοί ἑλληνικοί «θεοί» ἔγιναν γνωστοί στά κέντρα τῆς Ἀνατολῆς καί, ἀντίστροφα, ἀνατολικές «θεότητες» ἔγιναν δεκτές στόν ἑλληνικό κόσμο. Στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ θρησκευτικός συγκρητισμός ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς γύρω ἀπό τούς Ἰουδαίους λαούς. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου στούς Σαμαρεῖτες τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι αὐτοί «ἐπέμεναν νά λατρεύουν καί τούς δαίμονες καί αὐτόν (τόν Θεόν), ἀναμιγνύοντας ἔτσι τά ἄμικτα»3. Ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων εἶχε νά ἀντιμετωπίση αἱρέσεις μέ χαρακτήρα συγκρητιστικό. Τέτοιου εἴδους αἱρέσεις ἦταν ὁ Γνωστικισμός, ὁ ὁποῖος περιεῖχε στοιχεῖα ἑλληνικά, ἰουδαϊκά καί χριστιανικά, καθώς ἐπίσης καί ὁ Μανιχαϊσμός, μέ ἀνάμιξη στοιχείων χριστιανικῶν, ἰουδαϊκῶν, ἰνδουϊστικῶν, ἀκόμη καί τοῦ Ζωροαστρισμοῦ, καί μέ φιλοδοξία νά ἑνώση τήν Ἀνατολή μέ τή Δύση4 . Ὁ ὅρος «Θρησκευτικός Συγκρητισμός» ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖται γιά τό φαινόμενο πού μελετοῦμε τόν 19ο αἰώνα. Μέ τόν ὅρο αὐτό σημαίνεται ἡ προσπάθεια νά τονισθοῦν τά κοινά σημεῖα μεταξύ τῶν διαφόρων Θρησκειῶν καί τῶν διαφόρων χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, μέ παράλληλο παραμερισμό τῶν διακριτικῶν στοιχείων μεταξύ τους, μέ προβαλλόμενο σκοπό τήν ἐξομάλυνση τῶν ἐχθρικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν λαῶν καί τελικά τήν εἰρηνικὴ συμβίωσή τους.

 
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ὅρος «Θρησκευτικὸς Συγκρητισμός» ἐκφράζει τήν «τάση νά ἀναμιχθοῦν καί νά ἐναρμονισθοῦν ἀνόμοια ἤ ἀντίθετα μεταξύ τους στοιχεῖα»5, μέ φαινομενικό σκοπό τή βελτίωση τῶν κοινωνικῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὁμαδοποίηση τῶν Θρησκειῶν ἀπό τό ἕνα μέρος καί τῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν ἀπό τό ἄλλο μᾶς ὁδηγοῦν νά διακρίνουμε δύο εἰδῶν Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ, τόν διαθρησκειακό καί τόν διαχριστιανικό.
 
Ἡ συνήθης ἐπιχειρηματολογία γιά τήν προώθηση τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ – ἀντιεπιστημονική καί λαϊκίστικη στήν οὐσία της – ἀποτυπώνεται στούς ἐπαναλαμβανόμενους λόγους συγχρόνων ὑποστηρικτῶν τοῦ φαινομένου: «Γιατί νά μήν ὑπερβοῦμε τίς μεταξύ μας διαφορές; Γιατί νά μήν προσπαθήσουμε νά ζήσουμε ἑνωμένοι ἀνεχόμενοι ὁ ἕνας τόν ἄλλο; Γιατί νά μήν ἐπιδιώξουμε μία θρησκευτική προσέγγιση; Γιατί νά μήν δώσουμε τήν προτεραιότητα στήν ἀγάπη, πού μᾶς ἑνώνει καί νά παραμερίσουμε τά δόγματα πού μᾶς χωρίζουν; Στό κάτω κάτω ὅλες οἱ Θρησκεῖες τό ἴδιο πράγμα λένε μέ τόν δικό τους τρόπο ἡ κάθε μία. Στό τέλος τέλος ὅλοι κάτω ἀπό τήν ὀμπρέλλα τοῦ ἴδιου οὐρανοῦ ζοῦμε καί οὐσιαστικά σέ ἕνα Θεὸ πιστεύουμε»6.
 
Τό πιό ξεκάθαρο συμπέρασμα ἀπό τούς παραπάνω λόγους εἶναι τό ἀνθρωποκεντρικό τους ὑπόβαθρο, τό ὁποῖο εἶναι τελείως ξένο πρός τήν θεανθρωπίνη φιλοσοφία προσεγγίσεως τῆς ἀληθείας, ἀλλά καί ἡ ἀνάδειξη τῆς συγγένειας τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ μέ τή φιλοσοφία τῆς Θεοσοφίας καί τό πνεῦμα τῆς Νέας ἐποχῆς7.
 
Στή συνέχεια, θά ἀσχοληθοῦμε ἰδιαίτερα μέ μία μόνον πτυχή τοῦ διαθρησκειακοῦ καί τοῦ διαχριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ, αὐτήν τῆς προσεγγίσεως τῆς περί Θεοῦ ἔννοιας.
 
ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ: Πῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός
 
Τό πρῶτο καί καίριο ἐρώτημα, πού τίθεται στήν ἔρευνά μας εἶναι: Πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσεγγίση τόν Θεό; Ποιά εἶναι ἡ μεθοδολογία τῆς σωστῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει σχέση μέ τή μεθοδολογία προσεγγίσεως τῆς ἀληθείας; Ἡ ἐξέταση τῆς ἱστορίας στό ζήτημα αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν διαπίστωση, ὅπως τήν ἔχει διατυπώση ὁ Ἅγιος καί θεολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Πράγματι δύο μόνον φιλοσοφίες ὑπάρχουν, ἡ θεανθρωπίνη καί ἡ ἀνθρωπίνη. Ἡ μία εἶναι ἡ φιλοσοφία τοῦ Θεναθρωπίνου μονισμοῦ καί ἡ ἄλλη τοῦ ἀνθρωπίνου πλουραλισμοῦ»8. Πρόκειται γιά τό ἴδιο ἀξίωμα, ποὺ εἶχε ἤδη ἐπισημάνει αἰῶνες πρίν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέγοντας ὅτι «μία εἶναι ἡ ἀλήθεια καί δέν πολυμερίζεται»9 καί συμπλήρωσε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνοντας ὅτι «τό ψεῦδος εἶναι πολυμερισμένο, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πράγμα ἑνιαῖο καί μοναδικό»10 .
 
Τό παραπάνω ἀξίωμα ἀποκλείει τήν πολυθεΐα καί ὁδηγεῖ στήν παραδοχή τοῦ ἑνός καί μόνον ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ μόνος ἀληθινός Θεός στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση προσεγγίζεται Θεανθρωπίνως, δηλαδή μέ τήν ἐμπειρία πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέ τίς θεοφάνειες, κατ᾽ ἐξοχήν δέ μέ τή θεοφάνεια διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς ὑπάρξεως καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά μέ τό μοναδικό ἀξιόπιστο σύστημα τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς ἀναλλοίωτης ἀποστολικῆς διδαχῆς. Στίς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλά καί στίς χριστιανικές αἱρέσεις, ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Τόσον στίς Θρησκεῖες, ὅσο καί στίς αἱρέσεις, οἱ «ἀποδείξεις» περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι συνδεδεμένες μέ τή λογικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίση πράγματα πού δέν εἶναι ὑλικά, χωρίς νά λαμβάνεται ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τή λογική του μόνον κτιστά πράγματα μπορεῖ νά γνωρίση, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος11.
 
Ἡ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά προσεγγίση τόν Θεό μέσῳ τῆς λογικῆς του ἀποδεικνύεται ἀπό τόν πολυμερισμό τῶν συμπερασμάτων. Πράγματι, ὅσοι ἀναζητοῦν τόν Θεό μέ μόνη τήν ἀνθρώπινη λογική καταλήγουν σέ διάφορα καὶ κατὰ κανόνα ἀντικρουόμενα μεταξύ τους συμπεράσματα γιά τό ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ἐκτός αὐτοῦ, τά συμπεράσματα αὐτά κάποτε ἀναπροσαρμόζονται ἀνάλογα μέ τίς ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις τῆς κάθε ἐποχῆς.
 
Στίς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου δέν ὑπάρχουν θεοφάνειες ἱστορικά κατοχυρωμένες, ἐνῶ στίς χριστιανικὲς αἱρέσεις ἀπουσιάζει τό ἀξιόπιστο σύστημα παραδόσεως καί παραλαβῆς τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας μέ τή μαρτυρημένη ἀποστολική διαδοχή καί τήν αὐθεντική ἀποστολική διδαχή. Τελικά ἡ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νά προσεγγίση τόν ἀληθινό Θεό μέ τίς Θρησκεῖες καί τίς αἱρέσεις, ἀντί νά στρέψη τήν προσοχή του στήν ἀληθινή θεογνωσία μέσῳ τῆς θεανθρωποκεντρικῆς μεθοδολογίας, τόν ὁδηγεῖ σέ ἕνα ἄλλο, καινούργιο δρόμο, αὐτόν τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ, πάλι τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς μεθοδολογίας, ἀλλά πολύ πιό ἀπατηλό. Τό ἀπατηλό σκεπτικό του εἶναι τό ἑξῆς: Ἐφ᾽ ὅσον καμμία θρησκεία δέν κατέχει τήν τέλεια ἀλήθεια γιά τόν Θεό, μᾶς ἀπομένει ἕνας ἄλλος τρόπος γιά νά φθάσουμε σ᾽ αὐτόν τόν στόχο, νά δεχθοῦμε τίς ἀλήθειες πού ἔχει ἡ κάθε Θρησκεία, νά τίς ἐναρμονίσουμε καί ἔτσι νά ἀποκτήσουμε τήν πιό ὁλοκληρωμένη ἀλήθεια γιά τόν Θεό.
 
Ἔτσι ἐξηγοῦνται δηλώσεις, ὅπως αὐτή πού καταγράφηκε πρίν ἀπό μερικά χρόνια στό συγκρητιστικὸ περιοδικό God and Religion, ὅτι «τούς καλωσορίζουμε ὅλους στόν μυστικὸ κόσμο τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, στόν κόσμο τῶν Θρησκειῶν καί στήν γοητεία, πού ἀσκεῖ τό Ἱερό»12, μαζί μέ τό ὁλοσέλιδο σύνθημα πού προβαλλόταν σέ κάθε τεῦχος τοῦ παραπάνω περιοδικοῦ, «Ὁ Θεός εἶναι παντοῦ», μέ τήν ἔννοια ὅτι κάθε Θρησκεία εἶναι φανέρωση τοῦ Θεοῦ13. Καί τό ἄκρον ἄωτον αὐτῆς τῆς συγκρητιστικῆς φιλοσοφίας: «Μόνο μέσα ἀπό τήν ὀρθή (τήν λογική) γνώση μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε κάθε ἱεροφάνεια, ἀκόμη κι ὅταν ἡ τελευταία ἀκούει στό ὄνομα “Σατανισμός”»14. Πρόκειται γιά τήν «κενή ἀπάτη»15, τίς «βέβηλες κενοφωνίες» καί τήν «ψευδώνυμη γνῶσι»16, πού καταγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
 
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαθέτει τήν ἀληθινή γνώση γιά τόν Θεό, ὄχι διότι οἱ ἄνθρωποί της κατόρθωσαν νά τήν ἀποκτήσουν μέ τήν εὐφυία τους, ἀλλά διότι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοί της ἀκολούθησαν τή σωστὴ μέθοδο προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «Στούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ δέν συνδέθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά μέ τόν καθαρό νοῦ, πού λέγεται ”καρδία”, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, “Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται”… ἡ πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ τήν θέωση»17.
 
Στή θέωση φθάνει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ περάση ἀπό τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, καί τότε ἑνώνεται κατά χάριν μέ τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια καί τό μόνο ἀλάνθαστο κριτήριο τῆς ἀληθείας γιά τόν Θεό. Ὁ ἴδιος μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»18 . «Ἐγὼ καί ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμέν»19 . «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ Υἱός, εἰ μή ὁ Πατήρ καί τίς ἐστιν ὁ Πατήρ εἰ μή ὁ Υἱός, καί ὧ ἐάν ὁ βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι»20. Σέ αὐτές τίς ἀποκαλύψεις στηρίζεται ὁ Μέγας Βασίλειος γιά νά ἀποφανθῆ ὅτι «ἔστι δέ ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Θεός ἡμῶν»21. Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα ὄχι μόνον ἀπουσιάζουν ἀπό τή μεθοδολογία τῆς «θεογνωσίας» τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ, ἀλλά παραμερίζονται ἐπιδεικτικά καί περιφρονοῦνται προκλητικά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς «παντοῦ καί συστηματικῶς ὁ Χριστός καταβιβάζεται εἰς ἁπλοῦν ἄνθρωπον∙ ἀποσαρκοῦται συνεχῶς ὁ Θεάνθρωπος»22.
 
Μέ τόν τρόπο αὐτό δέν ὑπάρχει δυνατότητα πραγματικῆς προσεγγίσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐπιμένουν νά ἐπιχειροῦν οἱ ὀπαδοί τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ νά ἀλλοιώνουν τόν ἀναλλοίωτο Θεό.
 
Ἀδιακρισία και σύγχυση στόν Θρησκευτικὸ Συγκρητισμό.
 
Ἕνα ἄλλο βασικὸ γνώρισμα τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ στόν τρόπο προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἔλλειψη διακρίσεως, σέ ἄκρα ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, τῆς ὁποιας κύριο καί βασικό γνώρισμα εἶναι ἡ διάκριση. Εἶναι πασίγνωστες οἱ Ὀρθόδοξες θεολογικές διακρίσεις μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, θείας οὐσίας καί θείων Προσώπων, θείας οὐσίας καί θείων ἐνεργειῶν. Σέ ὅλες τίς Θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶναι τελείως ἄγνωστες ὅλες οἱ παραπάνω σημαντικές διακρίσεις, πού ἔχουν σχέση μέ τήν ὕπαρξη καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θρησκευτικὸς Συγκρητισμός, ἀγνοώντας ἤ ὑποτιμώντας τίς βασικές αὐτές διακρίσεις τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀδυνατεῖ νά προσεγγίση τόν ἀληθινό Θεό. Μέ τή λογικὴ τοῦ ἐσκοτισμένου «νοῦ» τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀφοῦ δανείζεται ἐπιλεκτικά καί αὐθαίρετα στοιχεῖα ἀπό ὅλες τίς Θρησκεῖες, πλάθει ἕνα νέο κτιστό «Θεό», πού ὁ καθένας μπορεῖ νά τόν φαντασθῆ ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Αὐτή τή συγκρητιστική ἀντίληψη ἐκφράζει ὁ ἐκδότης τοῦ προαναφερθέντος περιοδικοῦ God and Religion, ἀναφερόμενος στόν κύριο σκοπό τῆς ἐκδόσεως: «Νά πιστεύει ὁ καθένας ὅπου καί ὅ,τι θέλει καί ὁ ἄλλος νά σέβεται αὐτή του τήν ἐπιλογή. Αὐτό εἶναι πού θέλουμε νά ἀναδείξουμε μέ ὅλες τίς δυνάμεις μας, τόν σεβασμό στήν εἰκόνα τοῦ ἄλλου. Γιατί ὁ ἄλλος μπορεῖ νά εἶναι ὁ Θεός»23 .
 
Ἡ δήλωση αὐτή μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Θρησκευτικός Συγκρητισμός στό θέμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ δίνει τήν πρωτοβουλία στόν ἄνθρωπο καί ὄχι στόν Θεό. Ἐπί πλέον ἡ κατάργηση τοῦ συγκεκριμένου προσωπικοῦ Θεοῦ τῆς ἀποκαλύψεως καί ἡ ἀποδοχή ἑνός ἀφηρημένου καί ὑποκειμενικοῦ «θεοῦ» ἀποτελεῖ φρικτή ἀλλοίωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐνῶ συγχρόνως ἀναδεικνύει καί μία σχιζοφρενική κατάσταση στούς ἀνθρώπους πού ἐγκολπώνονται αὐτές τίς ἀντιλήψεις, καθ᾽ ὅσον, κατά τήν παρατήρηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, τό ὄνομα «Θεός» δέν ταυτίζεται μέ συγκεκριμένο Πρόσωπο, ἱστορικά μαρτυρημένο καί ἀποδεδειγμένο ἀπό τά ἔργα του, ὅ,τι φυσιολογικά ἀπαιτεῖται γιά κάθε ὄνομα, ἀλλά ὁ καθένας τό ἀποδίδει στή δική του φανταστική σύλληψη24. Ἡ παντελής ἔλλειψη διακρίσεως στήν ἀνθρωποκεντρικὴ μεθοδολογία, πού ἔχει ἐπιλέξει ὁ Θρησκευτικός Συγκρητισμός, μαζί μέ τή μίξη ἀμίκτων ἑτερόκλητων στοιχείων ἀπό ὅλες τίς Θρησκεῖες ὁδηγεῖ ἀποφασιστικά στή σχετικοποίηση τῆς ἀληθείας γιά τόν Θεό καί στή συνέχεια στή φοβερή σύγχυση.
 
Μέ τόν Διαθρησκειακό Συγκρητισμό διατρανώνεται ὅτι σέ ὅλες τίς Θρησκεῖες πιστεύεται καί λατρεύεται ὁ ἴδιος Θεός, ἰδιαίτερα ὅμως στίς λεγόμενες μονοθεϊστικές, τόν Χριστιανισμό, τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Μωαμεθανισμό. Ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι κοντά στόν Ἰουδαϊσμό, διότι οἱ δύο Θρησκεῖες ἔχουν πολλά κοινά, ὅπως τήν ὑπεροχή τοῦ προσώπου, ἔναντι τῆς νοητῆς οὐσίας, τό ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνέργεια καί δέν εἶναι μόνον δημιουργός, ἀλλά ἐνεργεῖ καί ὡς παρουσία. Διακηρύσσεται ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστιανισμός συγγενεύει μέ τόν Μωαμεθανισμό, καθ᾽ ὅσον στό Κοράνιο γίνεται λόγος γιά τόν Ἰησοῦ, πού εἶναι ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, καί ὁμολογεῖται ὅτι τό Πνεῦμα τόν ἔρριξε στή Μαρία, ἀπό τήν ὁποία καί γεννήθηκε. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστιανισμός συγγενεύει ἀκόμη μέ τόν Βουδδισμό καί μέ τόν Ἰνδουϊσμό25.
 
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ συγκρητιστική δήλωση μακαρίτη τώρα πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ: «Ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πρέπει νά γίνουν ἀποδεκτοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὡς ἴσοι καί ὅμοιοι μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὁ Βουδδισμὸς, ὅπως προφανῶς καί ἄλλες Θρησκεῖες, ἀποτελοῦν θρησκευτικὰ φαινόμενα, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία»26. Στόν Διαχριστιανικό Συγκρητισμό ὑποστηρίζεται ὅτι ὅλες οἱ Ὁμολογίες πιστεύουν στόν ἴδιο, στόν ἕνα Θεό, τόν ὁποῖο οἱ περισσότερες τόν ἀποδέχονται ὡς Τριαδικό, καί ὅλοι ἐπίσης πιστεύουν στόν ἴδιο Χριστό. Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι ἀνακριβεῖς καί ἀπατηλοί, διότι προβάλλουν μόνον ὄψεις καί ἐπιλεγμένα στοιχεῖα τῶν Θρησκειῶν καί τῶν Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν, καί αὐτά παρερμηνευμένα, γιά νά ὑποστηριχθοῦν προκατασκευασμένες ὑποκειμενικὲς ἀντιλήψεις περί Θεοῦ.
 
Πρῶτα πρῶτα εἶναι ἐσφαλμένη ἡ εὐρύτατα διαδεδομένη ἀντίληψη γιὰ τὴν μονοθεῒα, ὅτι δηλαδὴ ὅλες οἱ λεγόμενες μονοθεϊστικὲς Θρησκεῖες ἔχουν τὸν ἴδιο Θεό. Ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλάμ στὴν πραγματικότητα ἀρνοῦνται τὸν ἀληθινὸ Θεό, διότι τὸν δέχονται φανερὰ ἀλλοιωμένο, καθ’ ὅσον ἀρνοῦνται τόσον τὸ τρισυποστατον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι περιμένουν ἀκόμα νὰ ἔλθη στὸν κόσμο ὁ Μεσσίας, ἐνῶ οἱ Μωαμεθανοὶ δέχονται τὸν Ἰησοῦ ἁπλῶς ὡς ἕνα κτιστὸ ἄνθρωπο, προφήτη τοῦ Θεοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στοὺς Ἰνδουϊστές, αὐτοὶ πιστεύουν σὲ πολλοὺς θεούς, ἐνῶ τὸν Ἰησοῦ τὸν θεωροῦν ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς κατώτερους θεούς. Οἱ Σιντουϊσταὶ πιστεύουν ὡς θεοὺς τὰ πνεύματα τῶν προγόνων τους. Οἱ Βουδδισταὶ δὲν πιστεύουν σὲ κανένα συγκεκριμένο Θεό, ἀλλὰ σὲ κάποια ἀπρόσωπη Δύναμη. Ποιὰ ὁμοιότητα μποροῦν νὰ ἔχουν αὐτὲς οἱ ἀνθρώπινες καὶ διαφοροποιημένες μεταξύ τους ἀντιλήψεις γιὰ ἕνα παραμορφωμένο «θεό», ποὺ ὅλες γίνονται ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὸν Θρησκευτικὸ Συγκρητισμό, μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκεκαλυμένης Πίστεως γιὰ τὸν ἀναλλοίωτο ἀληθινὸ Θεὸ;
 
Εἶναι εὔγλωττη ἡ παρομοίωση τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε ἀπαντώντας σὲ ἐκείνους ποὺ τοῦ εἶπαν «Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστὸ νὰ κάνουμε μία Θρησκεία», «Τώρα εἶναι σὰν νὰ μοῦ λέτε, χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὸ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Ρωτῆστε ἕνα χρυσοχόο, ‘Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴ σαβούρα μὲ τὸ χρυσό;’ Ἔγινε τόσος ἀγώνας γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα»27.
 
Ἐπὶ πλέον, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχη ἡ στάση, ποὺ κράτησαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας στὸ ζήτημα τῆς προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ σὲ συναντήσεις καὶ συζητήσεις μὲ ἐκπροσώπους τῶν Θρησκειῶν τοῦ κόσμου, μὲ αὐτὴν τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε ὀκτὼ ὁμιλίες «Κατὰ Ἰουδαίων», στὶς ὁποῖες μὲ ἐκπληκτικὴ ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱστορία ὑποστήριξε τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν δέχονταν καὶ δὲν δέχονται οἱ ἰουδαῖοι28 . Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς, σὲ ἐπαφὴ ποὺ εἶχε μὲ Μωαμεθανοὺς, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἐπιδόθηκε στὴν ἀνασκευὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰσλάμ περὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνομιλώντας μὲ ἐξισλαμισθέντες πρώην χριστιανούς ἐνώπιον τούρκων μωαμεθανῶν, τὸ πρῶτο θέμα ποὺ ἀνέπτυξε ἦταν τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ στὴ συνέχεια ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης χαρακτηρίζει τὴν μονοπρόσωπη μονοθεῒα τοῦ Ἰσλὰμ «κεκρυμμένη ἀσέβεια»29. Οἱ σύγχρονοί μας ἅγιοι Παῒσιος καὶ Πορφύριος, ὄχι μόνον ὁμολογοῦσαν τὸν ἐν Τριάδι Θεὸ ὡς τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεό, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ψευτοθεοὺς τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν θαυματουργικὴ χάρη, ποὺ εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸν Θεό, κατόρθωσαν νὰ μεταστρέψουν πρώην ἰνδουϊστὲς καὶ βουδιστὲς στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη30.
 
Στὸν Διαχριστιανικὸ Συγκρητισμὸ γίνεται ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς περισσότερες Ὁμολογίες ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, μαζὶ ὅμως μὲ τὴν πλάνη τοῦ παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ πολλῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, τὴν γνωστὴ αἵρεση τοῦ filioque, ἡ ὁποία εἰσάγει δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ὑποβιβάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπίσης ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἀποδεκτὸς, ἀλλὰ μὲ ἐσφαλμένη Χριστολογία, ἡ ὁποία σὲ κάποιες περιπτώσεις ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἐκ παρθένου γέννησης τοῦ Χριστοῦ καὶ καταλήγει στὴν ἄρνηση τῆς ἀναστάσεως του31. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, «ἀκόμη καὶ οἱ αἱρετικοὶ φαίνεται πὼς ἔχουν τὸν Χριστό… Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Κι ὅμως καθένας ποὺ δὲν ὁμολογεῖ ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Χριστό, στὴν πραγματικότητα ἀρνεῖται τὸν Χριστό»32.
 
Οἱ παραπάνω ἀδιάκριτες ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ ἀλλοιώνουν τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ ἀποκεκαλυμμένου Θεοῦ καὶ καταργοῦν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματά του, τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἀπολυτότητά του. Εἶναι φανερό, ὅτι στοὺς κύκλους τοῦ Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ «ἔχει χαθεῖ ἡ αἴσθηση τῆς μοναδικότητος τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸν Θεόν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ μακαριστός ἁγιορείτης καθηγούμενος π. Γεώργιος Καψάνης. Εἶναι ἄφθονες οἱ μαρτυρίες τῆς αὐθεντικῆς ἱερᾶς ἀποκαλύψεως τόσο γιὰ τὴν μοναδικότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπολυτότητα τῆς σωτηρίας, ποὺ αὐτὸς μόνον προσφέρει στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς λατρευτικῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρὸν Αὐτόν.
 
Παραθέτω μερικὰ ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ἁγιογραφικὰ χωρία: «Ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου … οὐκ ἔσονταί σου θεοὶ ἕτεροι, πλὴν ἐμοῦ»33, «καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία∙ οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἔστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»34, «γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»35. Ὅλα αὐτὰ τὰ συγκεφαλαιώνει ἡ ὁμολογία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Mεγάλου: «Ἡ Πίστις ἡμῶν ἡ ἐκ τῶν προγόνων ἔστιν αὕτη∙ οἴδαμεν ἕνα Θεόν, μόνον ἀγέννητον, μόνον ἀῒδιον, μόνον ἄναρχον, μόνον ἀληθινόν, μόνον ἀθανασίαν ἔχοντα, μόνον σοφόν, μόνον δυνάστην, πάντων κριτήν, διοικητήν, οἰκονόμον, ἄτρεπτον καὶ ἀναλλοίωτον, δίκαιον καὶ ἀγαθόν, νόμου καὶ προφητῶν καὶ Καινῆς Διαθήκης τοῦτον Θεόν, γεννήσαντα τὸν Μονογενῆ πρὸ χρόνων αἰωνίων»36.
 
Ἐκπλήσσουν ὄντως καὶ προκαλοῦν βαθύτατη λύπη δηλώσεις βαπτισμένων Ὀρθοδόξων, ποὺ ἐκφράζουν ἀντιλήψεις τοῦ συγχρόνου Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ, ὅπως οἱ ἀκόλουθες: «Ἡ ἄπειρος πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀγάπη του (τοῦ Θεοῦ) μπορεῖ νὰ ἀνοίξη ὁδοὺς θεογνωσίας καὶ σωτηρίας, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἀδυνατεῖ νὰ ἐξιχνιάση». Καλὰ ὡς ἐδῶ, ἀλλὰ ἡ συνέχεια δείχνει τὸ μέγεθος τῆς παραφροσύνης: «Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἰσχυρισθοῦμε, ὅτι ἡ δράση τοῦ Μωαμεθανισμοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ὄχι του Χριστοῦ;»37.
 
Καὶ ἡ ἄλλη δήλωση: «Μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»38, ἡ ὁποία δήλωση ἔλαβε τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν μακαριστὸ π. Γεώργιο Καψάνη: «Πῶς εἶναι δυνατὸν σ’ ἕνα τζαμὶ ποὺ κηρύσσεται τὸ Κοράνιο μὲ ὅλες τὶς πλάνες του, ποὺ ἀποκηρύσσεται μετὰ βδελυγμίας ἡ πίστις στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Χριστὸ ὡς Θεόν, ποὺ οἱ ‘πιστοί’ (τοῦ Ἰσλάμ) δὲν λαμβάνουν διὰ τῶν Μυστηρίων τὴν θεία χάρι καὶ δὲν γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχουν τὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωσι μὲ τοὺς ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ ναῷ λατρεύοντας τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ μετέχοντας τῶν Ἁγίων Μυστηρίων»39. Καὶ ἐπισφραγίζει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ Κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μόνη Κεφαλή. Ὡς τοιοῦτος εἶναι ὁ Σωτὴρ τοῦ Σώματος, ὁ μόνος Σωτήρ»40.
 
Ὁ Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς ἐξισώνει τὴν λατρεία τῶν ψευδοθεῶν μὲ τὴν λατρεία στὸν μόνο ἀληθινὸ, τὸν ἄκτιστο Θεό. Κι αὐτὴ ἡ συγκρητιστικὴ ἀντίληψη γίνεται πράξη μὲ τὶς συμπροσευχὲς στὶς συναντήσεις τοῦ γνωστοῦ Π.Σ.Ε., αὐτοῦ τοῦ κατ’ ἐξοχὴν βήματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προωθεῖται ὁ Θρησκευτικὸς Συγκρητισμός, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλες πρωτοβουλίες. Τὸ 1970, στὶς 2 Ἀπριλίου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου ἔλαβε χώρα μία ὑπὲρ-ὁμολογιακὴ λειτουργία καὶ προσευχή. Ἐκεῖ ὁμίλησε ὁ προτεστάντης πάστορας Babel γιὰ «μία πολλὴ μεγάλη μέρα στὴν ἱστορία τῶν Θρησκειῶν», κατὰ τὴν ὁποία «ὁ καθένας προσευχήθηκε στὴ δική του γλῶσσα καὶ σύμφωνα μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Θρησκείας ποὺ ἐκπροσωποῦσε» καὶ κατὰ τὴν ὁποία «οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν Θρησκειῶν κλήθηκαν νὰ συνυπάρξουν στὴν λατρεία τοῦ ἴδιου Θεοῦ»41. «Γιὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες τοῦ 2004 στὴν Ἀθήνα ὑπῆρξε ἡ ἰδέα ἀπὸ ἕνα ξένο ἀρχιτέκτονα … νὰ γίνη ὑπόγειος ναὸς στὸ Ὀλυμπιακὸ Στάδιο, καὶ μάλιστα νὰ ἀφιερωθῆ στὸν ‘ἄγνωστο θεό’, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ προσεύχωνται σ’ αὐτὸν ὅλοι οἱ ἀθλητὲς ποὺ θὰ συμμετεῖχαν στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἀνεξαρτήτως θρησκείας’»42.
 
Συμπροσευχὲς συνεχίζονται νὰ γίνονται μέχρι καὶ στὶς μέρες μας μὲ διάφορες ἀφορμές ἀλλα κυρίως ἔχουν καθιερωθεῖ στὶς κατὰ διαστήματα Συναντήσεις τοῦ Π.Σ.Ε. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ συμπροσευχές, ὄχι μόνον εἶναι ἄγνωστες στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ ἀπαγορεύονται μὲ αὐστηρότητα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ σοβαροὺς θεολογικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς λόγους43. Σημειώνει καὶ ἐρωτᾶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας π. Γεώργιος Καψάνης: «Οἱ θεοί, στοὺς ὁποίους προσεύχονται οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Θρησκειῶν εἶναι ψευτοθεοί. Ὁ προφητάναξ Δαυῒδ λέγει, ‘πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια. ’ … Θὰ ἐδέχετο ποτὲ ὁ προφήτης Ἠλίας ἤ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς προφήτας νὰ συμμετάσχη σὲ τέτοιου εἴδους ἐκδηλώσεις;»44.
 
Καὶ ὁ π. Ἀστέριος Χατζηνικολάου ἐπεκτείνει ἐρωτηματικά τὸν σχετικὸ προβληματισμό: «Νὰ προσευχηθοῦμε ὅλοι καὶ νὰ δεηθοῦμε ὑπὲρ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ ποῦ θὰ ἀπευθύνουμε τὶς δεήσεις μας; Στὸν ἕνα Θεό, ὅπως ὁ καθένας τὸν πιστεύει; Καὶ δικαιοῦται ὁ καθένας νὰ πιστεύη ὅπως θέλει τὸν Θεό. Θὰ προσευχηθοῦμε μήπως ὅλοι μαζί, ἀλλὰ στὸν δικό του Θεό ὁ καθένας. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ θεοί, ὥστε ὁ καθένας νὰ ἔχη τὸν δικό του Θεό;»45.
 
Εἶναι ἄλλωστε σαφέστατη ἡ ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, «οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσετε θεοῖς ἑτέροις∙ ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸς ζηλωτὴς ἐστίν»46. Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐκφράζει καὶ ἐξηγεῖ τὴν σχετικὴ Ὀρθόδοξη Παράδοση: «Καὶ ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι διδασκόμαστε ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν ἀληθινὴ θεότητα, ἔχουμε μάθει νὰ θεωροῦμε κάθε κτιστὸ ξένο πρὸς τὴν θεία φύση, νὰ λατρεύουμε δὲ καὶ νὰ ἀποδίδουμε λατρευτικὲς τιμὲς μόνο στὴν ἄκτιστη φύση»47.
 
Ὁ Συγκρητισμός, διαθρησκειακὸς καὶ διαχριστιανικὸς μὲ τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ φιλοσοφία καὶ τὴν πρακτικὴ τῶν συμπροσευχῶν καταργεῖ τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀποκλειστικότητα τῆς λατρείας στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, τὸν ὑποβιβάζει σὲ ἕνα κτιστὸ ἀνθρώπινο ἐφεύρημα, ἀλλοιώνοντας ἔτσι τελείως τὴν θεϊκή του εἰκόνα.
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
 
Διαρκῶς μὲ ὅσα συμβαίνουν στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἐπιβεβαιώνεται ἡ διαπίστωση, ὅτι ὁ Θρησκευτικὸς Συγκρητισμὸς εἶναι «ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας»48. Πρόκειται γιὰ μία ὀργανωμένη μεθόδευση ὕπουλης πολεμικῆς κατὰ τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τοῦ θεμελίου αὐτῆς, τοῦ ἀποκεκαλυμμένου ἀληθινοῦ Θεοῦ, μὲ πρόσχημα τὴν ἐπικράτηση τῆς παγκόσμιας ἑνότητος καὶ εἰρήνης μέσῳ τῆς θεοποιημένης ἀγάπης. Πουθενὰ ἀλλοῦ ἡ λέξη «ἀγάπη» δὲν χρησιμοποιήθηκε τόσο ἐπιπόλαια καὶ ἀνεύθυνα σὲ βάρος τῆς ἀληθείας, ὅπως φαίνεται στὴν συνθηματικὴ δήλωση συγχρόνων συγκρητιστῶν, «ἡ θεολογία διαιρεῖ, ἡ ἀγάπη ἑνώνει»49. Ἡ μελλοντικὴ στόχευση, ποὺ ἐπιχειρεῖται νὰ ἐπιτευχθῆ, εἶναι ἡ ἀντικατάσταση ὅλων τῶν Θρησκειῶν μὲ τὸν Θρησκευτικὸ Συγκρητισμό, αὐτὸν ποὺ θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἀποτελεσματικώτερα νὰ πολεμήση τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση, τὴν σώζουσα Ἀλήθεια.
 
Εἶναι ἀποκαλυπτικὴ ἡ μελλοντικὴ πρόβλεψη τοῦ παπικοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ Huns Kung: «Γιὰ τὸ μέλλον ἕνα μόνον εἶναι βέβαιον∙ στὸ τέρμα τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅσο καὶ τῆς πορείας τοῦ κόσμου δὲν θὰ στέκεται οὔτε ὁ Βουδδισμός ἤ ὁ Ἰνδουϊσμός, ἀλλ’ οὔτε τὸ Ἰσλάμ καὶ ὁ Ἰουδαϊσμός. Ναί, οὔτε καὶ ὁ Χριστιανισμός. Καμμία Θρησκεία, ἀλλὰ μόνον ὁ Ἄρρητος. Καὶ στὸ τέρμα δὲν θὰ στέκεται πιὰ μεταξὺ Θρησκειῶν διαχωριστικὰ κάποιος προφήτης ἤ φωτιστής. Δὲν θὰ στέκεται οὔτε ὁ Μωάμεθ οὔτε ὁ Βούδας. Μάλιστα δὲν θὰ στέκεται πιὰ διαχωριστικὰ οὔτε καὶ ὁ Χριστός»50.
 
Ὅλη αὐτὴ ἡ μεθοδευμένη ἐπιχείρηση στὸ τέλος τέλος δὲν ἔχει ἄλλο σκοπό, παρὰ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος σωτήρας καὶ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνει προφητικὰ ὁ Φιόντορ Ντοστογιέφσκυ καὶ ὑπενθυμίζει εὐκαιριακὰ ὁ Φώτης Κόντογλου: «Θυμᾶμαι, γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου, τὸν μέγα Ἱεροεξεταστὴ τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ λέγει στὸν Χριστό: ‘Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τὸν δικό σου χριστιανισμό, αὐτὴν τὴν ἀλλόκοτη, τὴν ἀπόλυτη καὶ ἀπάνθρωπη Θρησκεία, ποὺ θέλησες νὰ διδάξης στὸν κόσμο! Ἐσὺ δὲν πᾶς νὰ λὲς ὅ,τι θέλεις μέσα στὸ Εὐαγγέλιο! Ἐμεῖς φτιάξαμε ἕνα χριστιανισμὸ βολικό, ἕνα σύστημα ποὺ κάνουνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τὶ ἦρθες πάλι στὸν κόσμο νὰ μᾶς χαλάσης ξανὰ ὅ,τι κάναμε. Νὰ ξέρης λοιπόν, πὼς θὰ δώσω προσταγὴ αὔριο νὰ σὲ κάψουνε καὶ Ἐσένα ἐν ὀνόματί σου’»51. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ παράλογο καὶ ἐγκληματικὸ, ποὺ κάνει ὁ Θρησκευτικὸς Συγκρητισμός, στέλλει στὴν πυρὰ τὸν Θεὸ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Σκοτώνει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὸν ἀληθινὸ Θεὸ, ποὺ εἶναι ἡ ὄντως Ἀγάπη, ἐν ὀνοματι τῆς ἀγάπης.
 
Μπροστὰ σ’αὐτὴν τὴν τραγικότητα τῆς συγκρητιστικῆς ἀπάτης τῶν καιρῶν μας ἀκούγονται προειδοποιητικὰ τὰ ξεκάθαρα λόγια τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου: «Τὴν γνήσια ἀγάπη τὴν ἀποδεικνύουν ὄχι τὰ κοινὰ τραπέζια (ἐμεῖς προσθέτουμε, καὶ οἱ συγκρητιστικὲς προσευχές), οὔτε οἱ ἐπίσημες προσφωνήσεις, ἀλλὰ ἡ προσπάθεια κάποιου νὰ διορθώση καὶ νὰ ἐνδιαφερθῆ γιὰ τὸ πραγματικὸ συμφέρον τοῦ πλησίον καὶ νὰ σηκώση αὐτὸν ποὺ ἔπεσε»52. Καὶ μαζὶ ἡ προτροπή του: «Νὰ μὴν παραδέχεσθε κανένα νόθο δόγμα μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης»53.
 
Δὲν μᾶς ἀπομένει παρὰ ὡς ποιμένες τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνεχισταὶ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων, ζώντας μέσα στὸ καμίνι τοῦ συγχρόνου Θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ, νὰ ἐπαναλάβουμε ἐνσυνείδητα τὴν ἀπάντηση τοῦ Δανιήλ καὶ τῶν τριῶν παίδων στὶς ἀπειλές καὶ στὶς προκλήσεις τοῦ Νοβουχοδονόσορος: «Ὑπάρχει ὁ Θεός μας ὁ οὐράνιος, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὴν κάμινο αὐτῆς τῆς φωτιᾶς, ποὺ κατακαίγεται, καὶ νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὰ χέρια σου, βασιλιά. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν δὲν τὸ κάνη, νὰ ξέρεις, ὅτι τοὺς δικούς σου θεούς ἐμεῖς δὲν πρόκειται νὰ τοὺς λατρεύσουμε καὶ τὴν δική σου εἰκόνα, ποὺ ἔστησες, δὲν πρόκειται νὰ τὴν προσκυνήσουμε»54.
 
Πλουτάρχου, Ἠθικά, Περί φιλαδελφίας, 9,490 b
Βλ. Κων. Παπαχριστοδούλου, Προφῆτες καὶ ψευδοπροφῆτες, σσ. 31-36
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἰωάννην, 31,1, Ε.Π.Ε. 13,282.
Βλ. Ἀστερίου Χατζηνικολάου, Ἡ Ὀρθοδοξία στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Συγκρητισμοῦ, σσ. 17-18.
Αὐτόθι, σ. 15
Αὐτόθι, σ. 24
Μον. Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, «Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί σύγχρονος θρησκευτικός καί διαθρησκειακός συγκρητισμός», στό Περιοδ. Παρακαταθήκη, τεῦχ. 26 (2002), σ. 4.
π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σ. 26.
Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον, 47, 2∙ Ε.Π.Ε. 10, 840.
Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις τόμου Καλέκα, Ε.Π.Ε. 3, 650
π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Ἐμπειρικὴ Δογματική, τ. Β’, σσ. 50-51. Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς Ἑβραίους, 3,1∙ Ε.Π.Ε. 24, 260, «Ἰδού ἡ μεγίστη διαφορά, ὅτι οἱ μέν κτιστοὶ, ὁ δέ ἄκτιστος».
Περιοδικό God and Religion, τεῦχ. 4, editorial.
π. Γεωργίου Καψάνη, Συγκρητιστικός – Πανθρησκειακός ὁ χαρακτήρας τοῦ περιοδικοῦ ΄”Θεός καὶ Θρησκεία”, σ. 3.
Περιοδικὸ God and Religion, τεῦχ. 7, σ. 61
Κολ. 2
A’ Τιμ. 6, 20
Ρωμανίδη, Ἐμπειρικὴ Δογματική, σσ. 51-53
Ἰω. 14, 6
Ἰω. 10, 30
Λουκ. 10, 22
Μ. Βασιλείου, Ἀμφιλοχίῳ ἐπισκόπῳ, 2∙ PG 32, 865 – 868. Ἡ ἐκτενέστερη περικοπή ἔχει ὡς ἑξῆς: «Δίδοτε ἡμῖν τό τοῦ νοῦ κριτήριον εἰς τήν τῆς ἀληθείας σύνεσιν. Ἔστι δέ ἡ αὐτοαλήθεια ὁ Θεός. Ὥστε προηγούμενόν ἐστιν τῷ νῷ τόν Θεόν ἐπιγινώσκειν∙ ἐπίγνωσιν δέ οὔτως ὡς δυνατόν γνωρίζεσθαι τόν “ἀπειρομεγέθη ὑπό τοῦ μικροτάτου”».
π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, σ. 14
Περιοδικό God and Religion, τεῦχ. 1, σ. 4.
Βλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, «Διαθρησκειακός καί Διαχριστιανικός Συγκρητισμός, Περιοδικό Παρέμβαση, Δεκέμβριος 2002.
Βλ. Ἀστερίου Χατζηνικολάου, Ἡ Ὀρθοδοξία στή θύελλα τοῦ συγχρόνου Συγκρητισμοῦ, σσ. 48-49.
π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου (†), Διαλογισμός ἤ προσευχή; -Ὀρθόδοξη θεώρηση, σ. 237
Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, Α΄ Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, σ. 347.
Βλ. ΕΠΕ, ἁ. Χρυσοστόμου ἔργα, τομ. 34.
Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, ἐκδ. Ἀστήρ 1961, σ. 12.
Βλ. Χρυσ. Μαϊδώνη, Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Παῒσιος καὶ Πορφύριος γιὰ τὶς σύγχρονες αἱρέσεις.
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, ἔνθ. ἀν. ….
Ambrosii Expositio Evangelii secundum Lukam 101∙ PL15, 1695C.
Ἐξ. 20,2-3. 8
Πρξ. 4,12.
Μτθ. 4,10.
De synodis Arimini in Italia, Athanasius Werke, vol. 2,1,16,2.
Ἀστ. Ἀργυρίου, Δυνατότητες ἑνὸς νέου διαλόγου μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Μουσουλμανισμοῦ, Ἐπιστημονικὴ ἐπιτερὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. 24 (1979), σ. 410.
Ὀρθοδοξία καὶ Ἰσλάμ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, σ. 16.
Συνέντευξη μὲ τὸν Καθηγούμενο…, σ. 7.
† π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σ. 117
Σέραφείμ Ρόουζ, Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Θρησκεία τοῦ μέλλοντος, σ. 25.
Βλ. Ἀστ. Χατζηνικολάου, Ἡ Ὀρθοδοξία στὴν θύελλα τοῦ συγχρόνου συγκρητισμοῦ, σ. 44.
Βλ. π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου, «Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (Πάτρα 2008).
π. Γεωργίου Καψάνη, Συνέντευξη…, σ. 4.Βλ. Ἀστ. Χατζηνικολάου, Ἡ Ὀρθοδοξία στὴν θύελλα τοῦ συγχρόνου συγκρητισμοῦ, σ. 40.
Ἔξ. 34, 14.
Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 3,3,8.
Βλ. Κων. Μουρατίδη, Οἰκουμενικὴ Κίνηση: Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας (1973).
Βλ. Κων. Μουρατίδη, Οἰκουμενικὴ Κίνηση (1973), σ. 59.
Περιοδικό, Καθ’ ὁδόν, Κείμενα – Ἀπόψεις, φύλ. 3 (1992), σ. 163.
Φώτη Κόντογλου, Μυστικὰ ἄνθη, σ. 263.
Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν, 9,2∙ PG 54,623.
Ἁγ. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιπ. 2,1∙ PG 62,191.
Δαν. 3,17-18.
 
 
 
 
 
 
 
https://aktines.blogspot.com/2024/08/blog-post_33.html#more