Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι τὸ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ αἰώνιος, ἄπειρος καὶ ἄναρχος Θεός, ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καταδέχτηκε νὰ αὐτοπεριορισθῆ στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.
Νὰ γίνει ἄνθρωπος, ὑλοποιώντας τὸ προαιώνιο σχέδιό Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πεσόντος στὴν ἁμαρτία ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε πλέον νὰ πραγματοποιήση τὴν δυνατότητα τῆς κατὰ χάριν θεώσεως, πού ἔλαβε κατὰ τὴ δημιουργία του ἐξ’ αἰτίας τῆς ὑποδουλώσεώς του στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορά, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν ἀνέλαβε νὰ τὸν σώσει καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν ἀρχικὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε.
Τὸ ἱστορικὸ λοιπὸν γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ κορυφαία στιγμὴ τῆς ἱστορίας.
Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὄχι μόνο σημάδεψε τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀλλὰ ἀποτέλεσε δίκαια τὴν τομή της, στὴν πρὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐποχὴ καὶ στὴν μετὰ τὴ Γέννησή Του ἐποχή. Ἡ πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, πού ἦταν ὁ μοναδικὸς λαός, στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε τὸν Ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά του, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ ζοῦσαν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρείας, διότι «ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία…καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῆ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα…» (Ρωμ.1,25-32).
Ἡ ἁγία Γραφὴ ἀποκαλεῖ τὸν καιρό, πού ἐσαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὁπότε «ἑξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἴνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράση» (Γαλ.4,4-5).
Χαρακτηρίζοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας ὡς «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», θέλει νὰ δηλώσει, ὅτι ἐκείνη ἡ χρονικὴ στιγμὴ ἦταν ἡ καταλληλότερη γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν ὁποία ἐπέλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ λάβει χώρα τὸ κοσμοσωτήριο γεγονός. Γράφοντας ἐπίσης στοὺς Κορινθίους τονίζει, πώς ἡ μετὰ Χριστὸν ἐποχὴ εἶναι ἡ νέα ἐποχὴ τῆς Χάριτος: «Εἰ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις, τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινά τα πάντα» (Β΄ Κορ.5,17).
Τὴν εὐλογημένη αὐτὴ χρονολογία ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ ἀκόμη χρόνια θεωροῦσε ὡς κριτήριο καὶ βάση στὴν χρονολόγηση τῶν γεγονότων, πού εἶχαν συμβεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Στὰ ἔργα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται ἐπίσης σαφὴς διάκριση γιὰ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ τοῦ σκότους, τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας καὶ γιὰ τὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχή, ὅπου βασιλεύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπῆρχαν διάφορα γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦντο ὡς βάση χρονολόγησης. Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἐχρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς βάση χρονολόγησης τὸ ἔτος τῆς ἔναρξης τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται, ὅτι εἶχαν ἀρχίσει τὸ 776 π.Χ. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ὡς βάση τὸ ἔτος κτίσεως τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία, ὑποτίθεται ὅτι συνέβη τὸ 750 π.Χ. Στὰ χρόνια του Χριστοῦ καὶ ὡς τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα ἴσχυε τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης.
Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα στὸν κόσμο, ἀκολουθοῦσε τυπικά το ἰσχῦον ρωμαϊκὸ σύστημα, μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ χρησιμοποιήσει δικό της σύστημα μὲ βάση τὴν χρονολόγηση τοῦ ἔτους Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἔτος 532 μ.Χ. ἕνας λόγιος μοναχὸς στὸ Βυζάντιο, ὁ Διονύσιος ὁ Μικρός, κατὰ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ καὶ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριάρχη Ἰωάννη Α΄ ἀνέλαβε τὸ ἐγχείρημα νὰ συντάξει νέο σύστημα μὲ βάση τὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἔπρεπε νὰ μετατρέψει ὅλα τά ἕως τότε γεγονότα τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὰ πολλὰ ἰσχύοντα συστήματα χρονολόγησης μὲ βάση τὸ ἔτος Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Εὐνόητο ἦταν νὰ κάνει σοβαρὰ λάθη. Τὸ σημαντικότερο λάθος του ἦταν νὰ ὁρίσει ὡς χρονολογία τῆς κτίσως τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 754 π.Χ. καὶ ὄχι τὸ 750. Ἐπίσης τὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τὸ ἐξέλαβε ὡς ἔτος 1 μ.Χ. καὶ ὄχι ὡς ἔτος 0, ὅπως ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ.
Τὸ νέο σύστημα χρονολόγησης καθιερώθηκε στὸ ἑξῆς ὡς τὸ ἰσχῦον σύστημα, τόσο στὸ Βυζάντιο, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους λαούς. Οἱ μετέπειτα εἰδικοὶ διαπίστωσαν τὸ σημαντικὸ λάθος τοῦ Διονυσίου, ἀλλὰ τὸ δέχτηκαν ὡς εἶχε, διότι ἐὰν ἐπιχειροῦσαν νέα διόρθωση, θὰ δημιουργοῦνταν μεγάλη ἀναστάτωση στὴν χρονολόγηση τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Ἔτσι ἐνῶ γνωρίζουμε, ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περίπου τὸ 4-6 π.Χ. δεχόμαστε συμβατικά το ἔτος 1 μ.Χ. ὡς χρονολογία τῆς Γεννήσεώς Του.
Οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε κάθε λόγο νὰ δεχόμαστε ὡς βάση τῆς χρονολόγησης τὸ (συμβατικὸ) ἔστω ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι κάθε φορά, πού ὁμιλοῦμε γιὰ γεγονότα πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, ὁμολογοῦμε τὴν Θεία Ἐνανθρώπηση καὶ τὴν ὁρίζουμε ὡς τὸ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τὸ ἰσχῦον σύστημα ἐνέχει τὸ στοιχεῖο τῆς ὁμολογίας στὸν μοναδικὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου!
Βεβαίως ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ μέχρι σήμερα οἱ ὁποῖοι, ἀρνούμενοι τὸν Χριστό, ἀπορρίπτουν ἐπίσης καὶ τὸ ἔτος γεννήσεώς του ὡς κοσμοϊστορικὸ γεγονός, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπεδίωξαν, νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ ἰσχῦον σήμερα σύστημα. Ἀναφέρουμε ὡς παράδειγμα τὴν προσπάθεια τῶν ἀθέων ἐπαναστατῶν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, οἱ ὁποῖοι ἀντικατέστησαν τὴν χριστιανικὴ χρονολόγηση μὲ ἄλλη, δική τους, ἡ ὁποία εἶχε ὡς βάση τὸ ἔτος 1789, τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως! Φυσικὰ ἡ προσπάθεια αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ τελικά, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ (χριστιανικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι) ἐξακολουθοῦσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τηροῦν τὸ ἰσχῦον χριστιανικὸ σύστημα χρονολογήσεως.
Στὶς ἡμέρες μας ὁρισμένοι ἀθεϊστές, σὲ συνεργασία μὲ ἄλλους χριστιανομάχους καὶ κυρίως τοὺς νεοπαγανιστές, ἔχουν ἀλλάξει στὰ γραπτά τους καὶ στοὺς προφορικούς τους λόγους τὸ σύστημα χρονολόγησης. Ἐπειδὴ ὅμως ἀδυνατοῦν νὰ ἐπιβάλλουν ἄλλο σύστημα μὲ βάση ἄλλο γεγονὸς ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, δέχονται μὲν τὴν χρονολόγηση ὡς ἔχει, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις τους: «Π.Κ.Χ. ἢ Μ.Κ.Χ. (Πρὶν Κοινὴ χρονολόγηση, ἢ Μετὰ Κοινὴ Χρονολόγηση)», «Π.Κ.Ε. ἢ Μ.Κ.Ε» (Πρὶν Κοινὴ Ἐποχὴ ἢ Μετὰ Κοινὴ Ἐποχή», «Π.Α.Τ. ἢ Μ.Α.Τ.» (Πρὶν Ἀπολλώνιο Τυανέα, ἢ Μετὰ Ἀπολλώνιο Τυανέα)», κλπ.
Μεταξύ τῶν ἀθέων, τῶν μηδενιστῶν, τῶν νεοπαγανιστῶν καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανομάχων, οἱ ὁποῖοι χρονολογώντας μέ τό ἱσχύον σύστημα, ἀπαξιώνουν νά ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συγκαταλέγονται καὶ οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά.
Παρ’ ὅλον ὅτι θέλουν νὰ χαρακτηρίζονται ὡς «χριστιανοὶ», ἀρνοῦνται και αὐτοί νά ἀναφέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ χρησιμοποιοῦν στὰ γραπτά τους τὶς ἐνδείξεις «Π.Κ.Χ.», ἢ «Μ.Κ.Χ.», τὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦν, ὅπως προαναφέραμε, οἱ χριστιανομάχοι. Ἀρνοῦνται δηλαδὴ ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας, ὅπως ἐπὶ αἰῶνες τώρα ἔχει γίνει ἀποδεκτὸ παγκοσμίως.
Ὅπως δηλαδὴ ἀρνοῦνται τὴν θεότητά Του καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἔτσι προσπαθοῦν νὰ ἐκμηδενίσουν καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπίσεώς Του, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν γεγονός, πού ἄλλαξε τὸν ροῦν τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Θεωροῦμε, ὅτι αὐτὴ ἡ «λεπτομέρεια» ἐνέχει πολὺ μεγάλη σημασία, διότι ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη τεκμήριο τῆς ἀπιστίας τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δὲ εἶναι φυσικὸ καὶ ἑπόμενο, ἀφοῦ ἡ ὀργάνωση αὐτή, ὅπως διαπιστώθηκε σὲ πρόσφατη ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας (2.12.2012), δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ στὴν πίστη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γιὰ τοῦ λόγου τό ἀληθὲς παραπέμπουμε σὲ δικό τους δημοσίευμα στὸ περιοδικὸ «ΣΚΟΠΙΑ» (τ.15-5-1989, σέλ.22), ὅπου ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι, τοὺς λόγους, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν χριστιανικὴ χρονολόγηση. Κατ’ ἀρχὴν συντάσσονται μὲ τοὺς χριστιανομάχους, ὑποστηρίζοντας τὸ λάθος τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου, ὅσον ἀφορᾶ τὸ πραγματικὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, ὅλοι γνωρίζουμε τὸ λάθος καὶ δεχόμαστε τὸ συμβατικὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως. Στὴ συνέχεια, ὅμως, τοῦ δημοσιεύματός τους αὐτοαποκαλύπτουν τὸν πραγματικὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἰδοὺ τί γράφουν: «Ἐπί πλέον ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔγινε Μεσσίας ἢ Χριστός, ποὺ σημαίνει Χρισμένος, παρὰ μόνο ὅταν χρίστηκε μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν καιρὸ τοῦ βαπτίσματός του στὸν Ἰορδάνη Ποταμό».
Ἀρνοῦνται τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλυτα θεμελιωμένη στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν, ὅτι κατὰ τὴ Γέννησή του ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἀργότερα κατὰ τὴ βάπτισή του τὸν χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ ἔργο του!
Κατὰ συνέπεια γι’ αὐτοὺς ὁ γεννηθεῖς ἦταν ἕνας ἀσήμαντος ἄνθρωπος καὶ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεώς του ἕνα ἀσήμαντο γεγονός, ἀνάξιο νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς χρονολόγησης!
Προτιμοῦν νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς ἀρνητὲς καὶ ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ στὸ σύστημα χρονολόγησης, προκειμένου νὰ μὴν ὁμολογοῦν Θεὸ Ἐνανθρωπήσαντα! Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ «λεπτομέρεια», ὅπως εἴπαμε, φανερώνει πόσο «χριστιανοὶ» εἶναι οἱ ἱθύνοντες και ὁπαδοί τους, τῆς πολυεθνικῆς Φυλλαδικῆς Ἑταιρείας «ΣΚΟΠΙΑ»!
Κατακλείοντες τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά», θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ ἐπαναλάβουμε καὶ πάλι ὁρισμένες πρακτικὲς ὁδηγίες, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν στάση μας ἀπέναντι στοὺς ὀπαδούς της:
α) Νὰ μὴν ἀνοίγουμε διάλογο μαζί τους, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουμε ἐπαρκῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
β) Νὰ μὴν δεχόμαστε τὰ ἔντυπά τους.
γ) Νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε μὲ εὐγένεια καὶ σταθερότητα.
δ) Νὰ ἀπευθυνθοῦμε στοὺς ποιμένες τῆς ἐνορίας μας καὶ στὸ εἰδικὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, στὴν περίπτωση, κατὰ τὴν ὁποία κάποιο μέλος τῆς οἰκογενείας μας ἔχει μπλεχτεῖ στὰ δίχτυα τῆς αἱρέσεως αὐτῆς.
ε) Νὰ προσευχόμεθα γιὰ τὴν σωτηρία τους.
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 2ᾳ Ἰουλίου 2013
Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν.
Ὁ ὑπεύθυνος Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Ὁ Γραμματέας Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος
Ἡ ἄρνηση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβὰ νὰ δεχτοῦν τὴν Χριστιανικὴ χρονολόγηση
Μιὰ «λεπτομέρεια», ἡ ὁποία κρύβει τεράστια σημασία