Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων

Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη

Εἰς τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, εὐλαβεῖς χριστιανοί, ἀπὸ τὸν μῆνα Νοέμβριον ἀρχίζομεν νὰ αἰσθανώμεθα μέσα εἰς τὸ προεόρτιον κλῖμα τῶν Χριστουγέννων: Καὶ μὲ τὴν νηστείαν, ποὺ ἀρχίζει τὴν ἑπομένην τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς θεσπεσίους ὕμνους: «Ὁ ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται· τουτέστι, τὸ ἀταπείνωτον αὐτοῦ ὕψος ἀταπεινώτως ταπεινώσας συγκαταβαίνει τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις, συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον συγκατέβη· καὶ Θεὸς ὤν τέλειος, ἄνθρωπος τέλειος γίνεται, καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινὸν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν Ἥλιον, δι᾽ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις· τί γὰρ μεῖζον τοῦγενέσθαι τὸν Θεὸν ἄνθρωπον;».

Καὶ τοῦτο ἔγινε, κατὰ τὸν ὑμνογράφον ἀπὸ φιλανθρωπίαν, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε καταντήσει σπήλαιον ληστῶν, ὁ Χριστὸς ἔγειρε εἰς τὸ σπήλαιον νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος. Καὶ ἦλθε νὰ χωρέσῃ εἰς αὐτὸ τὸ μικρὸν σπήλαιον, διὰ νὰ ὑψώσῃ καὶ νὰ μεγαλώσῃ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τόσον πολὺ ἔπεσε μὲ τὴν παράβασιν. Χριστὸς γεννᾶται τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα.

Διὰ τοῦτο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καθώρισε τὴν νηστείαν τῶν Χριστουγέννων. Εἰς τιμὴν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννᾶται καὶ πρὸς ἐξάλειψιν τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων.  

Ἡ θεολογικὴ σημασία τῆς νηστείας

Ἡ νηστεία ἐθεσπίσθη ὑπὸ τοῦ Παναγάθου Θεοῦ διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν παράδεισον. Ἀποτελεῖ τὴν πρώτην ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους. Ἡ ἀπαγορευτικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ φάγουν οὗτοι ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἀποτελεῖ «εἶδος νηστείας», λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος (P.G. 49, 307). Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐπίσης, χαρακτηριστικῶς ἀναφέρει· «συνηλικιῶτίς ἐστι (ἡ νηστεία) τῆς ἀνθρωπότητος· νηστεία ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη» (P.G. 31, 168Α).
Καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τονίζει· «καθὼς ὁ Θεὸς εἶπεν· “ἀπὸ παντὸς ξύλου φάγεσθε”, ἔτσι εἶπε καὶ “ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γνωστοῦ καλοῦ καὶ πονηροῦ οὐ φάγεσθε ἀπ᾽ αὐτοῦ”. Τὸ δὲ «οὐ φάγεσθε» νηστείας νομοθεσία ἐστί, κατὰ τὸν Βασίλειον καὶ Γρηγόριον. Καὶ σύγχρονος ἀνθρώποις ἄρα καὶ ἀρχαιοτάτη διὰ τοῦτο ἀναδείκνυται ἡ νηστεία, δι᾽ ὅ καὶ τιμητέα» (Ἐπιστολὴ πρὸς Θωμᾶν, ἢ Ἀπολογία περὶ Μοναχισμοῦ, «Ο.Τ.» 1-15 Αὐγούστου 1973, ἀρ. φ. 191- 192).
Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἡ νηστεία εἰς τὸν Παράδεισον συνίστατο εἰς τὴν ὑποταγὴν τῆς θελήσεως τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸ θεῖον θέλημα. Παραβαί- νοντες οἱ πρωτόπλαστοι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, παρέβησαν καὶ τὸν νόμον τῆς νηστείας. Ἡ ἀκράτεια τῶν πρωτοπλάστων κατέστη ἡ αἰτία τῆς ἐκδιώξεως αὐτῶν ἐκ τοῦ παραδείσου καὶ τῆς πτώσεως αὐτῶν. Ἡ ἐκδίωξις ἐκ τοῦ παραδείσου θὰ ἀπεφεύγετο, ἐὰν οὗτοι ἐγκρατεύοντο· «ἐπειδὴ οὐκ ἐνηστεύσαμεν, ἐξεπέσαμεν τοῦ παραδείσου» διδάσκουν ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἰ. Χρυσόστομος (P.G. 31, 168B, P.G. 49, 307).
Τὰ μύρια κακά, ποὺ προέρχονται ἐκ τῆς γαστριμαργίας τονίζει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἰς τὸν ιδ´ λόγον αὐτοῦ· «Αὐτὴ ἐξώρισε τὸν Προπάτορα ἡμῶν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ ἐπροξένησε αὐτῷ κακὰ μυρία. Αὐτὴ ἔκαμε τὸν Ἡσαῦ καὶ ἐπρόδωκεν εἰς τὸν Ἰακὼβ τὰ ἑαυτοῦ πρωτοτόκια (Γεν. κεφ. κε´).
Αὐτὴ ἐθανάτωσε τόσους Ἑβραίους εἰς τὴν ἔρημον (Ἀριθμ. εφ. ια´). διατὶ ἐπεθύμησαν νὰ φάγωσι κρέατα νὰ χορτάσωσιν. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἴτιος τῆς ἀσχημοσύνης καὶ ἐντροπῆς τοῦ Νῶε (Γεν. κεφ. θ´), διατὶ αὐτὴ τὸν ἐμέθυσε, καὶ ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ, καὶ ἐξεσκεπάσθη.
Αὐτὴ ἔκαμε τοὺς Σοδομίτας καὶ Γομορρίτας νὰ κυλισθῶσι εἰς τὰς ἀνδρομανίας, (Γεν. κεφ. ιθ´) καὶ διὰ τοῦτο νὰ κατακαυθῶσι μὲ πῦρ οὐράνιον. Αὐτὴ εἶναι παραίτιος τῆς μέμψεως καὶ κατακρίσεως τοῦ Λώτ (Γεν. κ´. ιθ´)· διατὶ τὸν ἔρριψε, ἀφ᾽ οὗ ἔφυγεν ἀπὸ τὰ Σόδομα, εἰς τὴν μίξιν τῶν θυγατέρων του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξολόθρευσις τῶν υἱῶν τοῦ Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως (Α´ Βασ. κ´ 2 καὶ 4), τῶν σφαγιασθέντων εἰς τὸν πόλεμον· διατὶ ἔτρωγον τὰ κρέατα ὅπου ἐθυσίαζον πρὶν τὰ ἑτοιμάσωσι κατὰ τὴν τάξιν καὶ πρὶν τὰ φέρωσιν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ νὰ τὰ ψάλλωσιν.
Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ὁποὺ μᾶς σύρει μὲ τὴν βίαν της (ὡσὰν νὰ εἶχε χεῖρας·) εἰς τοὺς ἀπρεπεῖς λογισμοὺς καὶ εἰς τοὺς βδελυρωτέρους μολυσμούς».
Ἀλλ᾽ ὅπως ἡ ἀκρασία ὡδήγησε τοὺς γενάρχας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μακρὰν τοῦ παραδείσου, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία ἐπαναφέρει τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν εἰς ἐκεῖνον. Ἀντικειμενικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ ἐπάνοδος τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν παράδεισον.
Καὶ ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καθὼς διὰ τῆς βρώσεως, τοῦ παραδείσου ἐξωρίσθημεν, οὕτω πάλιν διὰ νηστείας εἰς αὐτὸν ἐπανέλθωμεν» (Ἐπιστολὴ πρὸς Θωμᾶν). Ὅμως πατρὶς τῆς νηστείας δὲν εἶναι μόνον ὁ παράδεισος, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανός, ὅστις εἶναι τόπος τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων ταγμάτων.
Ἔτσι ὁ βίος τῶν νηστευτῶν χαρακτηρίζεται ὑπὸ τῶν Πατέρων ὡς «ἰσάγγελος»· ἡ νηστεία δὲ ὡς κάτι τὸ ἀγγελοποιόν», (ὅσιε πάτερ, τῶν ἀγγέλων ἔφθασες τὰ τάγματα), ἡ ὁποία ἀποβλέπει εἰς τὸ νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς νηστευτάς εἰς τὴν νοερὰν ἀπάθειαν τὴν «ἐν οὐρανῷ καὶ τοῖς ἐκεῖ ἁγιωτάτοις τάγμασι» κατὰ τὸν Εὐστάθιον Θεσσαλονίκης (P.G. 135, 613A) ὁ Ἅγ. Νικόδημος παρατηρεῖ καὶ τὰ ἑξῆς: «Διατὶ καὶ ὁ Κύριος τὰς 40οντα ἡμέρας ἐνήστευσεν; Ὄχι δι᾽ ἄλλο βέβαια πάρεξ, διὰ νὰ μᾶς δώσῃ ὑπογραμμὸν νὰ ἐπακολουθήσωμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὰ ἴχνη Του» (Ἐπιστολὴ πρὸς Θωμᾶν).  

Ἡ νηστεία ὡς μέσον πνευματικῆς τελειώσεως

Ἡ νηστεία εἶναι τὸ σπουδαιότερον μέσον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνεται ἡ πνευματικὴ ἀνάτασις καὶ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νηστεύων καθίσταται ὅλος πνεῦμα καὶ δὲν ἀναλογίζεται τὸ βάρος τοῦ σώματος.
Αὕτη καθιστᾶ λεπτὸν τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. «Εἰ βούλει ἰσχυρὸν ποιῆσαι τὸν νοῦν, δάμασον τὴν σάρκαν διὰ νηστείας», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος (P.G. 31, 180Α). Ἡ νηστεία συντελεῖ τὰ μέγιστα εἰς τὴν σωφροσύνην τῶν παθῶν. Τὰ ἀντίθετα ἀκολουθοῦν ἀπὸ τὴν γαστριμαργίαν. Ἡ νηστεία εἶναι κυρίως ἡ «ἀπὸ παντὸς πάθους ἀλλοτρίωσις».
Ὁ νηστευτὴς καθίσταται ἀνδρεῖος εἰς τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ ἀποκρούει εὐκολώτερα τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὸν «ἐπιστατοῦντα τοῖς τοιούτοις δαίμονα». Περιστέλλει τὰ πάθη του καὶ ἔτσι ἐπιτυγχάνει τὸ «μετριοπαθὲς» καὶ «ἀπαθές». Ἀντιθέτως ὁ νοῦς τοῦ μὴ νηστεύοντος καθίσταται δοῦλος τῶν παθῶν. Καὶ ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «ἡ τροφὴ αὐξάνει τὰ πάθη, κατασταίνουσα τὸ λογικὸν ζῶον, τὸν ἄνθρωπον, νὰ δουλεύῃ εἰς τὴν γαστέρα καὶ τὰ ὑπὸ τὴν γαστέρα» (Ἐπιστολὴ πρὸς Θωμᾶν).
(Συμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον. Περὶ φυλακῆς τῆς γεύσεως!)
Τὸ στόμα, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁμοιάζει μὲ τρύπιον πιθάρι, τὸ ὁποῖον πάντοτε γεμίζει καὶ πάντοτε μένει ἄδειο καὶ μὲ ἕνα λόγον εἶναι ἀχόρταστος Ἅδης. Διὰ τοῦτο ὁ χριστιανὸς καλεῖται νὰ ἀποκλείσῃ τὰ πλούσια τραπέζια, τὰς τροφὰς καὶ τὰς σπατάλας.
Διότι αὐτὰ δὲν ἐπενοήθησαν διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ συντήρησιν τοῦ σώματος, ἀλλὰ διὰ μόνην τὴν ἡδονήν. Τὰ πολυποίκιλα φαγητὰ γεννοῦν πάθη καὶ κακίας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὅπως εἶναι ἡ λαιμαργία, ἡ μέθη, ἡ παραλυσία καὶ τὰ βαθύτερα, ἡ πορνεία καὶ ἡ ἀρσενοκοιτία.
Καὶ γενικῶς ὅλα τὰ σαρκικὰ πάθη τὰ ἐνεργούμενα ἀπὸ τὴν γαστέρα, αὐτὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῆς τρυφῆς. Ἡ τρυφή, λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀπομακρύνει καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ φανερώνουν τοῦτο οἱ Ἰσραηλῖται, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει λεχθῆ «ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλιπε Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτόν» (Δευτ. λβ´15).
Ἐπίσης ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους, ὀνομάζων αὐτοὺς ἐχθροὺς τοῦ σταυροῦ «ὧν Θεὸς ἡ κοιλία, καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν» (Φιλιπ. γ´ 19). Καὶ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν τρυφὴν καὶ γαστριμαργίαν, κατήργησαν τὴν νηστείαν, ὅπως εἶναι οἱ παπικοὶ καὶ προτεστάντες καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι καὶ μασῶνοι.
Λέγουν πολλοί. Καὶ τί κακὸν εἶναι νὰ φάγῃ κανεὶς καὶ νὰ πιῇ; Τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ δὲν εἶναι ἁμαρτία.
Ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τοῦ φαγητοῦ καὶ τοῦ ποτοῦ κ.λπ. Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀνόητα καὶ ἀστήρικτα, διότι ἡ τροφή, ἡ γαστριμαργία, τὰ φαγοπότια κρημνίζουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκός, εἰς τὴν ἀθεΐαν καὶ τὴν ἀσέβειαν.
Διότι αἱ ἐκ τῆς τρυφῆς ἀναθυμιάσεις ὄχι μόνον ἐμποδίζουν, ὡς νέφη τὸν ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτισμὸν καὶ τὸν διώκουν ἀπὸ τὸν νοῦ, ἀλλὰ καὶ σκοτίζουν τὴν φυσικὴν διάκρισιν τοῦ λογικοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον σὰν ἄλογον ζῶον νὰ ὁρμᾷ εἰς τὰς κτηνώδεις ἐπιθυμίας.
Ἔτσι βεβαιοῖ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐκ γὰρ τῆς παχείας τροφῆς οἷον αἰθαλώδεις ἀναθυμιάσεις ἀνα- πεμπόμεναι, νεφέλης δίκην πυκνῆς τὰς ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐγγινομένας ἐλλάμψεις ἐπὶ τὸν νοῦν διακόπτουσι» (Λογ. α´ περὶ νηστείας) καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας θεῖος Κύριλλος συμπληρώνει: «Τρυφὴ γὰρ ἅπασα κοσμική, γλυκεῖαν μὲν ἔχει τὴν παραυτίκα μέθεξιν, σκοτοῖ δὲ δὴ λίαν, καὶ ἐκμεθύσκει δεινῶς τὸν εἰσδεδεγμένον αὐτήν» (Τομ. β´ τῆς Ὀκτατεύχου σελ. 918).
Ὅλους βεβαίως τοὺς βλάπτει ἡ τρυφή, ἀλλὰ περισσότερον τοὺς νέους. Ἂν τὸ θηρίον τοῦ νεανικοῦ σώματος εἶναι καθ᾽ αὐτὸ ἀκαταδάμαστον καὶ ἐν ἐλλείψει τροφῆς, ποίαν ἆραγε ἀγριότητα προσλαμβάνει, ὅταν χορτάσῃ; Διὰ τοῦτο εἶπεν ὁ Θεολόγος Γρηγόριος «Ἀρκετὸν τῷ σώματι ἡ κακία αὐτοῦ· Τί δὲ δεῖ τῇ φλογὶ πλείονος ὕλης ἢ τῷ θηρίῳ δαψιλε- στέρας τροφῆς; ἵνα μᾶλλον δυσκάθεκτον γένηται, καὶ τοῦ λογισμοῦ βιαιότερον; (Λογ. εἰς τὴν Πεντηκοστ.).

 * * *


Πάντοτε λοιπὸν καὶ ὅταν τρώγης καὶ ὅταν πίνῃ νὰ ἐνθυμῆσαι τὸ ψαλμικὸν «τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν εἰς διαφθοράν;» (Ψαλμ. κθ´ 11) καὶ συν εχῶς λέγε αὐτὸ συμβουλεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, διὰ νὰ ἐμποδίσης τὴν πολυφαγίαν καὶ πολυποσίαν.
Ὁμοίως ἡ νηστεία καθιστᾷ τὴν ψυχὴν τοῦ νηστευτοῦ «ἀπρόσβατον δαίμοσιν». Ἡ ψυχὴ διὰ τῆς νηστείας ἐνδυναμοῦται, ἀποκρούουσα εὐχερέστερον τὰς στρατιὰς τῶν δαιμόνων. «Νηστεία, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπλον ἐστὶ πρὸς τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων στρατείαν» (P.G. 31, 180C). Ἀκόμη δὲ ἡ νηστεία καὶ δαιμόνια ἐκβάλλει· «τοῦτο γὰρ τὸ γένος, εἶπεν ὁ Κύριος, ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Μᾶρκ. 9, 29). Ἔτσι διὰ τῆς νηστείας ὁ χριστιανὸς προοδεύει εἰς τὴν ἐν Χριστῷ Ζωήν.

Νηστεία καὶ ἀρεταί

Ἡ νηστεία κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας πρέπει νὰ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἀρετὰς καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἀγάπην, τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἐλεημοσύνην. Ἡ νηστεία ἀποστελεῖ τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τὴν πρώτην ἀρετὴν τοῦ δένδρου τῆς νηστείας.
Οἱ πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ νηστεία ἐν τῇ πληρότητι αὐτῆς βιοῦται ἐπιτυχέστερον ἀπὸ τοὺς μακρὰν τοῦ κόσμου ζῶντας μοναχούς.
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος τονίζει σχετικῶς: οὗτοι (οἱ μοναχοὶ) τοὺς ἐν μέσῳ θορύβους φεύγοντες καὶ πρὸς τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων ἀναδραμόντες καὶ τὰς καλύβας ἐν τῇ τῆς ἐρημίας ἡσυχίᾳ καθάπερ ἐν εὐδιεινῷ τινι λιμένι πηξάμενοι, ταύτην (τὴν νηστείαν) συνέμπορον καὶ συγκοινωνὸν τοῦ βίου παντὸς ἔλαβον» (P.G. 49, 307).
Τὸ στάδιον τῆς νηστείας εἶναι καὶ στάδιον ἐξασκήσεως ἀρετῶν καὶ ἀγάπης. Ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον. Ἡ νηστεία ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἀγάπης. Ἐὰν λείπῃ ἡ ἀγάπη, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐρημοῦται παντὸς ἀγαθοῦ.
Ἡ νηστεία συμπληροῦται καὶ διὰ τῶν ἀρετῶν τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. «Νηστεία ὁμόζυγος προσευχῆς», τονίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος (P.G. 49, 307). Διὰ τῆς προσευχῆς ἡ καθαρθεῖσα διὰ τῆς νηστείας ψυχὴ ὑψοῦται εὐχερέστερον πρὸς τὸν Θεόν.
Ἡ προσευχὴ καθίσταται συνεργὸς τῆς νηστείας εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ χριστιανοῦ κατὰ τῶν δαιμόνων. Διὰ αὐτῆς οἱ δαίμονες φυγαδεύονται, οἱ δὲ πονηροὶ λογισμοὶ διαλύονται. Ἡ νηστεία, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, στέλλει τὴν προσευχὴν εἰς τὸν οὐρανόν. (P.G. 31, 173 C). Ἡ ἀγαθὴ ὅμως προσευχὴ ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ ἐλεήμονος νηστευτοῦ.
Ἡ διὰ τῆς νηστείας περίσσεια πρέπει νὰ δίδεται εἰς τοὺς πτωχούς. (Ἀπ. Διαταγαί, βιβλ. Ε´, κεφ. κ´. Ἰγνάτιος Θεοφόρος πρὸς Φιλιπ. 13, P.G. 5, 937A). Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ σωτηρία τῶν νηστευτῶν ἀπαιτεῖται, ὅπως ἡ ἐλεημοσύνη των εἶναι «κανονική».
Καὶ ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης «ἔλεον ὑμῖν ὑποτίθεμαι, οὐ τὸν ἁπλῶς, ἀλλὰ τὸν κανονικόν, τὸν ἀπὸ δικαίου πονήματος…, τὸν μὴ ἀπὸ κλεμμάτων, τὸν μὴ ἐξ ἁρπαγῆς, τὸν μὴ ἀπὸ συκοφαντιῶν καὶ διαβολῶν, μήποτε δὲ τὸν ἐκ τόκου ἀθέσμου» (P.G. 135, 616 Ο´ – 617 Α´) . Ἡ τοιαύτη ἐλεημοσύνη καθιστᾶ τὸν νηστευτὴν φιλάδελφον καὶ φιλόθεον.
Ἀγαπητοί,
Ἕνας μεγάλος μυστικὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, σημειώνει αὐτὰ τὰ βαθυστόχαστα λόγια. «Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ ἰδεῖ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἤγουν τὸν Χριστόν, πὼς ἐμορφώθη μέσα του· ὅτι αὐτὸς θέλει νομισθῆ Μήτηρ Χριστοῦ, ἔχοντας τὸν Χριστὸν μέσα του, ὡσὰν βρέφος, καθὼς ὁ ἀψευδέστατος Κύριος ὑπεσχέθη μόνος του: «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου καὶ φίλοι μου οὗτοι εἰσίν, οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ποιοῦντες αὐτόν».
Αὐτὸ τὸ ποιοῦντες κατὰ τὴν περίοδον τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων θὰ πρέπει νὰ προσεχθῆ ἰδιαιτέρως. Αἱ ἀρεταὶ δὲν κατορθώνονται δίχως στερήσεις καὶ βία. Διὰ τὸν ὀρθόδοξον χριστιανόν, ὁ ἑορτασμὸς καὶ πανηγυρισμὸς τῶν Χριστουγέννων εἶναι πνευματικός.
«Ἂς τιμήσωμεν, λέγει ἕνας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεύς, τὴν ἡμέραν τὴν δεσποτικήν, ἂς δοξάσωμεν τὸν Χριστόν, ὄχι μὲ χορούς, μέθαις καὶ ἀργολογίαις, ὄχι μὲ παιγνίδια καὶ τραγούδια καὶ ὅσα χαίρεται ὁ δαίμονας, ὅταν τὰ κάμνωμεν, ὄχι μὲ καλοφαγίαις, ἀλλὰ μὲ εὐχαριστίαις, μὲ δοξολογίαις, μὲ καθαρὰν καρδίαν, μὲ ὅσα χαίρεται καὶ δοξάζεται ὁ Θεός.
Μὴ στολιζώμεθα ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅτι γῆ καὶ χῶμα θέλομεν γένει· μὴ ὑπερηφανευώμεθα εἰς ροῦχα καὶ στολίδια καὶ φορεσιαίς, ὅτι ὁ θάνατος μᾶς ἀπανταχαίνει· μὴ πορνεύωμεν καὶ μιαινώμεθα, ὅτι τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον καὶ ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς ἑτοιμάζεται διὰ τοὺς τοιούτους· μὴ μεθύωμεν καὶ πολυτρώγωμεν ὅτι αὔριον πάλιν θέλομεν πεινάσει, ὡσὰν νὰ μὴ εἴχαμεν φάγει· Τί κερδαίνομεν ἀπὸ τὴν μέθην; Τί αὐγατίζομεν καλὸν τῆς ψυχῆς μας, ἐὰν πολυφάγωμεν καὶ ἐξοδιάσωμεν; πόσοι ἐπέρασαν τέτοιαις ἡμέραις, μὲ παιχνίδια, μὲ χορούς, μεθυσμένοι, ἐξοδιασμένοι!
Ἀλλὰ τώρα εἶναι χῶμα μοναχὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ καλότυχοι, ἐὰν ἔκαμαν καλὸν διὰ τὴν ψυχήν τους. Τοὺς πτωχούς, ἀδελφοί μου, ἂς θρέψωμεν, τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσωμεν, τοὺς πεινασμένους ἂς χορτάσωμεν, τοὺς διψασμένους ἂς ποτίσωμεν, τοὺς ἀσθενεῖς ἂς κοιτάξωμεν, τοὺς φυλακισμένους ἂς ἐπισκεφθῶμεν, τοὺς ξένους ἂς φιλοξενήσωμεν, τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἂς κλαύσωμεν, τοὺς ἁγίους ἂς ἐπαινέσωμεν…
Τότε νὰ εἰποῦμεν ὅτι ἑορτάσαμεν καὶ ἐπανηγυρίσαμεν: τότε νὰ δεχθῆ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἑορτήν μας· τότε νὰ χαροῦσιν οἱ ἄγγελοι» τὸτε νὰ ἔλθη, διὰ νὰ κατοικήσῃ μὲ τὴν ἀγάπην του μέσα μας τὸ ξένον καὶ παράδοξον Μυστήριον, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τὸ θεῖον Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. (Π.Β. Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας, β´ σελ. 33–34).

* Ὁμιλία εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Π.Ο.Ε. (Κάνιγγος 10) 10.11.1975.

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1997, 8 Νοεμβρίου 2013