ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟΙ ΨΑΛΜΟΙ
Δέν ὑπάρχουν βιβλία, πού νά ἔχουν μελετηθεῖ περισσότερο καί μέ μεγαλύτερο πάθος, τόσο ἀπό ἐχθρούς ὅσο καί ἀπό φίλους, ἀπό τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού μιλοῦν γιά τήν ἔλευση τοῦ ἀναμενομένου Μεσσία τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ, πού ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, μοναδικός καί ἀληθινός Θεάνθρωπος τῆς ἱστορίας. Σέ ἀντίθεση μέ τούς φανταστικούς καί ἀνυπάρκτους θεανθρώπους τῶν ἐξωχριστιανικῶν θρησκευμάτων, οἱ ὁποῖοι, ἀφενός δέν ἔχουν καμμία ἱστορική βάση, γιατί δέν ὑπῆρξαν πραγματικά, ἀφετέρου ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς νοσταλγούμενης λύτρωσης, πού παρατηρεῖται σ’ ὅλους τους λαούς καί τῆς θεανθρωπίνης παγκόσμιας προσδοκίας.
Πράγματι, ὁ Βούδας, ὁ Κομφούκιος, ὁ Λάο Τσέ, ὁ Μωάμεθ καί ὅλοι οἱ ἱδρυτές θρησκειῶν, παρουσιάζονται ἱστορικά ἀπομονωμένοι.
Ἐμφανίστηκαν, δηλαδή, σέ μία ὁρισμένη περίοδο, χωρίς νά τούς ἔχει προαναγγείλει κάποια θρησκευτική παράδοση, παραμένοντας ἀμάρτυροι. Εἶναι βασικό ἀξίωμα τό νά μή δεχόμαστε τίποτε καί κανέναν ὡς ἀληθῆ , ἄν δέν ὑπάρχουν οἱ σχετικές προηγούμενες μαρτυρίες ἀπό ἀξιόπιστα πρόσωπα. Ἀντίθετα, ὁ Μεσσίας δέν ἀναγγέλθηκε μονάχα ἀπό ἕναν προφήτη, ἀλλά ἀπό μία ἀτελείωτη ἁλυσίδα ἀνθρώπων, πού ἔζησαν καί ἔδρασαν σέ διαφορετικό χρονικό πλαίσιο, περιβάλλον καί συνθῆκες.Θά παραμείνει, δηλαδή, γιά πάντα τό κλειδί τῆς ἱστορίας, πού ἀνοίγει μόνο μέ τήν πίστη στήν Θεότητά Του καί τόν χαρακτηρισμό του ὡς «Υἱός τοῦ Θεοῦ», πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἀκριβῶς γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί καί νά κληρονομήσουμε τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Ὁ Μ. Ἀθανἀσιος ἐπισημαίνει ὅτι ἀντί τοῦ «μέ διεκήρυξε ὡς Υἱό ἡ φύση τοῦ Πατρός», καί ὄχι πρόσταγμα πραγματοποιηθέν, αὐτή ἡ οὐσία μέ ἀπέδειξε χαρακτῆρα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός. Συνεπῶς, καλῶς προστίθεται τό «εἶ», τό ὁποῖο δηλώνει τήν προαιώνια γέννηση, διότι ὁ Υἱός ὑπῆρχε πάντοτε. Ἀκολουθεῖ δέ τό «σήμερον γεγέννηκά σε» πρός κατάδειξη τῆς κατά σάρκα γεννήσεως. Τό «σήμερον» ἄλλωστε σημαίνει χρόνο, γι’αυτό καί μπῆκε στήν χρονική γέννηση. Κατά συνέπεια, τό «γεγέννηκά σε» ἀναφέρεται στήν κατ’ἄνθρωπον γέννηση. Ἄς παρατηρήσουμε πῶς οἰκειοποιεῖται ὁ Πατήρ τήν κατά σάρκα γέννηση τοῦ μονογενοῦς, τοῦ Χριστοῦ[3].
Ψ. 15, 10 : «Ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς ἅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν».
Ψ. 21, 17-18 : «Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖρας μου καί πόδας».
Τόσο ἡ Ἁγία Γραφή, ὅσο καί ἡ ἱστορία, μαρτυροῦν ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστός πέθανε μέ σταυρικό θάνατο, καρφωμένος στά χέρια καί στά πόδια[5]. Ποτέ ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ δέν σταυρώθηκε. Οὔτε ὑπῆρχε στήν ἐποχή του ἡ ποινή τῆς σταυρώσεως. Ἐμφανέστατα, ὁ ψαλμός αὐτός προφητεύει τή Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ.
Ὅταν σταυρώθηκε ὁ Χριστός, οἱ στρατιῶτες μοιράστηκαν τόν ρουχισμό Του, βάζοντας τόν σέ κλῆρο[6]. Κατάπληξη προξενεῖ ἡ, ἕντεκα αἰῶνες πρίν τήν ἐκπλήρωσή της, προφητεία αὐτή, πού δέν ἐφαρμόστηκε φυσικά οὔτε στό Δαυίδ, οὔτε σέ κάποιον ἄλλο ἐπίσημο τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά ἐφαρμόστηκε ἀπό τούς στρατιῶτες καί σταυρωτές τοῦ Ἰησοῦ, κάτω ἀπό τό Σταυρό του. Πρώτα γιατί ξεχωρίζονται τά ροῦχα τοῦ Μεσσία σέ ἐσωτερικό ρουχισμό (ἱμάτια) καί σέ ἐξωτερικό ἐπένδυμα (ἱματισμός). Ἔπειτα, τά ἐσωτερικά ἱμάτιά Του θά τά μοιράζονταν, ἐνῶ γιά τό ἕνα, τόν ἐξωτερικό χιτώνα, δέν μποροῦσαν νά κάνουν τό ἴδιο, νά τόν χαλάσουν δηλαδή, γι’ αὐτό καί θά ἔριχναν κλῆρο, γιά τό ποιός θά τόν ἔπαιρνε.[7].
Ψ. 33, 21 : «Κύριος φυλάσσει πάντα τά ὀστᾶ αὐτῶν, ἕν ἐξ αὐτῶν οὐ συντριβήσεται».
Ἡ προφητεία αὐτή ἐκπληρώθηκε μέ τόν ἐκπληκτικότερο τρόπο. Ἀφοῦ σταυρωνόταν ἕνα πρόσωπο κι ἔμενε κρεμασμένο πάνω στόν σταυρό ὅλη τήν ἡμέρα, ἦταν συνήθεια τῶν Ρωμαίων νά σπάζουν τά σκέλη του. Αὐτό τό ἔκαναν, γιά νά ἐπισπεύσουν τόν θάνατο, ὥστε οἱ στρατιῶτες νά πᾶνε γρηγορότερα στόν καταυλισμό τους. Ὁ ξαφνικός καί ἀνυπόφορος πόνος, σόκαρε στίς περισσότερες περιπτώσεις τόν κατάδικο ἐπισπεύδοντας τόν θάνατό του. Οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες ἔσπασαν τά σκέλη τῶν δύο ληστῶν, πού εἶχαν σταυρώσει μαζί μέ τόν Χριστό. Ὅταν ἦρθαν στόν Χριστό ἀπόρησαν, ἐπειδή Αὐτός εἶχε ἤδη πεθάνει. Ἀντί, λοιπόν, νά Τοῦ σπάσουν τά σκέλη, ἁπλῶς ἔμπηξαν ἕνα ξίφος στήν πλευρά Του, ἐκπληρώνοντας ἔτσι, μέχρι καί τήν πιό παραμικρή λεπτομέρεια, τήν προφητεία ὅτι τά σκέλη Του δέν θά σπάζονταν. Αὐτή ἡ ἐκπλήρωση ἱστορεῖται στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου 19, 32-33[8].
Ψ. 40, 10 : «Καί γάρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ’ὅν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ’ἐμέ πτερνισμόν».
Ὁ Ψαλμός αὐτός ἀναφέρεται στόν Ἰούδα, πού ἔτρωγε ψωμί μαζί μέ τόν Χριστό, καί τόν πρόδωσε.
Ψ. 49, 2-3 : «Ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ, ὁ θεός ἐμφανῶς ἥξει, ὁ θεός ἡμῶν καί οὐ παρασιωπήσεται˙ πῦρ ἐναντίον αὐτοῦ καυθήσεται».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἑρμηνεύοντας τόν ἀνωτέρω ψαλμό, παρατηρεῖ ὅτι πράγματι ἀπό τήν ἄνω Σιών θά πραγματοποιήσει ὁ Κύριος τήν Δευτέρα Παρουσία Του. Τό μέν «ἐκ Σιών» σημαίνει προφανῶς τήν πρώτη παρουσία, τό δέ «ἐμφανῶς» τήν δεύτερη. Κατά τήν πρώτη παρουσία Του καί τήν ἔνδοξη Θεοφάνειά Του, σιωποῦσε, ὅταν δικαζόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅταν, ὅμως, θά ἔλθει γιά δεύτερη φορά, θά ἔλθει ἐμφανῶς καί δέν θά σιωπήσει, ἀλλά θά ἐλέγξει τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Διότι, ἄν ὁ Θεός θά ἔλθει ἐμφανῶς, ὁ δέ Χριστός εἶναι Θεός, τό «ἐμφανῶς» σημαίνει συνεπῶς τήν σάρκα. Κατά τήν Δευτέρα δηλ. Παρουσία δέν θά ἔλθει κρυφίως, ὅπως κατά τήν πρώτη, ἀλλά, ὅπως ὁ Ἴδιος λέει, ὡς ἀστραπή, ἡ ὁποία γεμίζει τόν οὐρανό ἀπό τήν ἀνατολή μέχρι τή δύση[9]. Δέν θά σιωπᾶ, λέει, πρό τῶν ἀσεβῶν καί τότε, ὅπως καί προηγουμένως. Θά παραδώσει στό πῦρ ὅσους τό ἀξίζουν, ἐξαιτίας τῆς ἀσέβειάς τους[10].
Ψ. 66, 3 : «Τοῦ γνῶναι ἐν τῆ γῆ τήν ὁδόν σου ἐν πᾶσιν ἔθνεσι τό σωτήριόν σου».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει ὅτι ὁ στίχος τοῦ ψαλμοῦ ἀναφέρεται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ λέξη «σωτήριον» σημαίνει τήν ἐνανθρώπηση, ὅπως εἶπε καί ὁ πρεσβύτης Συμεών κατά τήν Ὑπαπαντή «ὄτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου το σωτήριόν σου»[11], ἐπειδή, διά μέσου τῆς ἐνανθρωπήσεως, σωζόμαστε[12].
Ψ. 67, 25 : «Αἱ πορεῖαι τοῦ Θεοῦ μου τοῦ βασιλέως τοῦ ἐν τῶ ἁγίω».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέει ὅτι στόν στίχο αὐτό ὁ θεῖος Δαβίδ ὁμολογεῖ καθαρῶς τόν Χριστό ὅτι εἶναι Θεός, ἐπειδή ἦταν πληροφορημένος γι’Αὐτόν. «Ἅγιον» ὀνομάζει τώρα τόν Πατέρα, μέ τόν ὁποῖο ἦταν πάντοτε ἀχώριστος ὁ Χριστός, ὅπως λέει καί ὁ Εὐ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος : «Ἐγώ γάρ φησίν ἐν τῶ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί[13]»[14].
Ψ. 68, 22 : «Καί ἔδωκαν εἰς τό βρῶμα χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος».
Ψ. 71, 5 : «Καί συμπαραμενεῖ τῶ ἡλίω τά πρό τῆς σελήνης γενεᾶς γενεῶν».
Μποροῦμε δέ καί ἀλλιῶς νά ἑρμηνεύσουμε τόν παραπάνω στίχο, νοώντας ὡς «ἥλιον» μέν τήν Θεότητα, ἐπειδή ἐκεῖνο, πού εἶναι ὁ ἥλιος στά αἰσθητά, αὐτό εἶναι ὁ Θεός στά νοητά, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο. Μέ τήν Θεότητα δέ συμπαραμένει καί ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποῖα μία φορά ἑνώθηκε καθ’ὑπόστασιν σ’Αὐτόν, καί ποτέ δέν θά χωρισθεῖ ἀπ’αὐτήν, κατά τόν Δίδυμο[16].
Ψ. 71, 10-11 : «Βασιλεῖς Θαρσίς καί αἱ νῆσοι δῶρα προσοίσουσιν· Βασιλεῖς Ἀράβων καί Σαβᾶ δῶρα προσάξουσιν καί προσκυνήσουσιν Αὐτῶ πάντες οἱ βασιλεῖς, πάντα τά ἔθνη δουλεύσουσιν Αὐτῶ».
Ὅλος ὁ 71ος Ψαλμός εἶναι προφητεία γιά τόν Μεσσία, γιά τόν Χριστό. Ἀνάμεσα σέ αὐτά πού λέει, ἀναφέρεται καί ἡ ἐπίσκεψη τῶν μάγων καί ἡ προσφορά τῶν δώρων, πού ἔχουν συμβολική σημασία ἀναφορικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν Ζυγαβηνό, ὁ χρυσός εἶναι σύμβολο τῆς Βασιλείας, ὁ λίβανος τῆς Θεότητος, καί ἡ σμύρνα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ[18].
Ψ. 71, 15 : «Καί ζήσεται».
Ψ. 81, 8 : «Ἀνάστα ὁ Θεός, κρῖνον τήν γῆν, ὅτι σύ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσιν τοῖς ἔθνεσιν».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀποσαφηνίζει ὅτι αὐτό τό ρητό προφητεύει ἀναντιρρήτως γιά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, παρακαλεῖ ἐδῶ, κατά τόν Διόδωρο, ὁ προφήτης Δαβίδ τόν Χριστό νά ἀναστηθεῖ ἀπό τόν τάφο καί νά κρίνει δικαίως τήν γῆ διά μέσου τῶν Ἀποστόλων, τούς ὁποίους κατέστησε ἄρχοντες σέ ὅλη τή γῆ, δηλ. γιά νά κάνει ἐκδίκηση ὅλης τῆς γῆς, ἀφοῦ κατακρίνει καί διώξει ἀπ’αὐτήν τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου, Διάβολο, ὁ ὁποῖος τήν εἶχε ὑποδουλωμένη στήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας καί σέ κάθε εἶδος κακίας. Λέει δέ καί τήν αἰτία αὐτῆς τῆς ἐκδικήσεως. Ἐπειδή, λέει, ἐσύ, Κύριε, ἔχεις νά λάβεις κληρονομία ἀνάμεσα σέ ὅλα τά ἔθνη, κατά τό «δώσω σοι ἔθνη τήν κληρονομίαν σου»[20]. Κληρονομία δέ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνοι, πού πίστευσαν σ’Αὐτόν ἀπό ὅλα τά ἔθνη[21].
Ψ. 81, 8 : «Ἔθεντό μοι ἐν λάκκω κατωτάτω, ἐν σκοτεινοῖς καί ἐν σκιᾶ θανάτου».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξηγεῖ ὅτι «λάκκο κατώτατο» ὀνομάζει τόν τάφο ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου τό βάθος «καρδίαν γῆς» ὀνόμασε ὁ Ἴδιος στά Εὐαγγέλια. «Ἔθεντο» δέ, λέει, «ἐμένα» οἱ περί τόν τάφον διακονήσαντες Ἱωσήφ καί Νικόδημος. «Σκοτεινούς» δέ τόπους λέει τούς τόπους τοῦ τάφου, διότι, ὅταν βάλθηκε ἡ πλάκα πάνω στόν τάφο, ἔγινε σκότος στούς τόπους τοῦ τάφου. «Σκιάν» δέ «θανάτου» πάλι λέει τούς ἴδιους σκοτεινούς τόπους τοῦ τάφου, γιατί τό ἴδιο φανερώνει μέ διάφορες λέξεις, ἐπειδή καί τό σκότος σκιά ὀνομάζεται[22].
Ψ. 107, 3 : «Ἐξεγέρθητι ἡ δόξα μου˙ ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καί κιθάρα˙ ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει, λέγοντας ὅτι τό «ἐξεγέρθητι» καί τό «ἐξεγερθήσομαι» μποροῦν νά νοηθοῦν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν θεῖο Κύριλλο καί Ἠσύχιο. Γιατί, ὁ μέν Δαβίδ παρακαλεῖ καί λέει πρός τόν Χριστό : «Ἐξεγέθητι καί ἀνάστηθι, Κύριε, ὁ Ὁποῖος εἶσαι ψαλμώδημα καί μελώδημα δικό μου». Ὁ δέ Χριστός ἀποκρίνεται καί, ἀφοῦ ὑπόσχεται, λέει : «Ναί, θά ἐγερθῶ κατά τόν καιρό τοῦ ὄρθρου», ἐπειδή, κατά τόν Εὐ. Λουκᾶ, ὄρθρου βαθέος ἠγέρθη ὁ Κύριος. Δόξα δέ τοῦ Δαβίδ εἶναι ὁ Χριστός, κατά τόν Ἠσύχιο, διότι γεννήθηκε ἀπό τό σπέρμα του[23].
Ψ. 109, 1 : «Εἶπεν ὁ Κύριος τῶ Κυρίω μου˙ Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου».
Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ Θεός καί Πατήρ εἶπε πρός τόν Θεό καί Υἱό Του, ἀφοῦ ἀνελήφθη στούς οὐρανούς. Ἄν καί εἶναι γραμμένο ὅτι «Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν, Κύριος εἶς ἐστι»[24], δέν τό εἶπε αὐτό πρός ἀθέτηση τοῦ μονογενοῦς, ἀλλά πρός ἀντιδιαστολή καί ξεχώρισμα ἀπό τούς ἀνύπαρκτους θεούς. Θεοπρεπῶς πρέπει νά νοήσουμε ὅτι εἶπε ὁ Κύριος καί Πατήρ πρός τόν Υἱό καί ὄχι ἀνθρωποπρεπῶς, δηλ. ὡς σέ Θεό καί ὄχι ὡς σέ ἄνθρωπο. Αὐτό τό ρητό φράττει τά στόματα τῶν Ἰουδαίων. Διότι, ποιοί εἶναι οἱ δύο Κύριοι τοῦ Δαβίδ, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας γεννήθηκε ἐκ γαστρός πρό ἑωσφόρου καί τιμήθηκε μέ τήν ἱερωσύνη κατά τήν τάξη Μελχισεδέκ; Δέν ξέρουν οὔτε ἔχουν κάτι νά ποῦν. Γιατί, εἶναι πρόδηλο ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι καί Θεός καί ἄνθρωπος.
Καθώς μέ τό «Κύριος» καί «Κύριος» δείχνεται ἡ ἰσοτιμία, πού ἔχει ὁ Πατήρ μέ τόν Υἱό καί ἀντιστρόφως ὁ Υἱός μέ τόν Πατέρα, ἔτσι καί μέ τήν «ἐκ δεξιῶν καθέδρα» ἐπί βασιλικοῦ θρόνου ἡ ἴδια ἰσοτιμία τους παρομοίως ἀποδεικνύεται. Διότι, ἐκείνων πού ἡ καθέδρα εἶναι κοινή, αὐτῶν καί ἡ βασιλεία κοινή εἶναι. Γι’αὐτό ἄς ἀποστομοθοῦν ὁ Ἄρειος καί ὁ Εὐνόμιος, πού φλυαροῦν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἄνισος μέ τόν Πατέρα. Ἐπειδή ὁ Θεός καί Πατήρ, μέ τό νά εἶναι ἀσώματος καί ἀπερίγραπτος, δέν ἔχει ἀριστερά ἤ δεξιά (γιατί αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά τῶν σωμάτων), τό «καθῆσθαι» ἐδῶ δηλώνει τήν ἀνάπαυση καί ἀπόλαυση τῆς θείας Βασιλείας. Τό δέ «ἐκ δεξιῶν» φανερώνει τήν γνησιότητα, τήν οἰκείωση καί τήν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ.
Ψ. 109, 4 : «Σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ».
Ὁ Μελχισεδέκ, ἦταν υἱός τοῦ Μελχί καί ἐγγονός τοῦ Σίδου (τοῦ πρώτου Ἕλληνα Βασιλέα τῆς Χαναᾶν). Θεωρεῖται ὡς προφητικός τύπος τοῦ Μεσσία, καθώς μέ μοναδικό καί ἄνευ προηγουμένου τρόπο ὑπῆρξε ταυτόχρονα ἱερεύς καί βασιλεύς. Ἡ ἱερατική ἰδιότητά του προηγεῖται κατά πολύ ἐκείνης τοῦ Ἀαρωνικοῦ ἱερατείου, μετά τή θέσπιση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὁ Κύριος ἦταν μέν ἱερεύς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, καθότι μετέδωσε στούς Ἀποστόλους ἄρτο καί οἶνο στόν Μυστικό Δεῖπνο, ὅπως καί ὁ Μελχισεδέκ μετέδωσε ἄρτο καί οἶνο στόν Ἀβραάμ καί σ’αὐτούς πού ἦταν μαζί του, ὅταν γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή νίκη, πού ἔκαναν κατά τοῦ βασιλέως Χοδολλογόμορ, ὅπως φαίνεται στό 14ο κεφ. τῆς Γενέσεως. Εἰς τόν αἰῶνα δέ εἶναι ἱερεύς ὁ Χριστός, καθότι οὔτε ἀρχή ἡμερῶν οὔτε τέλος ζωῆς ἔχει κατά τήν Θεότητα, ὅπως καί ὁ Μελχισεδέκ δέν εἶχε ἀρχή καί τέλος, κατά τήν ἱστορία τῆς Γενέσεως. Ἀλλά, ὁ μέν Μελχισεδέκ δέν ἔχει, διότι τά παρεσιώπησε ἡ ἱστορία τῆς Γραφῆς καί δέν φανέρωσε ἀπό ποιούς γονεῖς γεννήθηκε καί πότε πέθανε, ὁ δέ Χριστός δέν ἕχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος κατά ἀλήθειαν[32]. Τό προφητικό ἀντίτυπο σχολιάζει ὁ Ἄπ. Παῦλος, προσδίδοντας στό ὄνομα τίτλο, ἀλλά καί θρησκευτικό βαθμό : «ὅπου πρόδρομος ὑπέρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ ἀρχιερεύς γενόμενος εἰς τόν αἰώνα»[33].