Ἀνδρέας Θεοδώρου
Ὠδὴ Γ’.
Ὁ Εἱρμὸς
«Τοὺς σούς ὑμνολόγους, Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικὸν στερέωσον καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».
Αὐτῶν πού σὲ ὑμνολογοῦν, Θεοτόκε, σὰν πλούσια καὶ ζωντανὴ πηγὴ δωρεῶν, στερέωσε τὸν πνευματικὸ θίασο πού ἔχουν συγκροτήσει· καὶ στή θεία δόξα σου ἀξίωσέ τους νά λάβουν στεφάνια δόξας ἀμάραντης.
Τὸ σῶμα τῶν πιστῶν πού προσκυνοῦν εὐλαβικὰ τὸ ὄνομα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Διότι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀέναη πηγὴ πνευματικῶν δωρημάτων. Ἀπὸ τὸ θεομητορικὸ της μυστήριο ἀναβλύζουν χάρες πολλές. Καὶ εἶναι φυσικὸ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά προστατεύει τὸ πνευματικὸ σῶμα τοῦ Υἱοῦ της καὶ νά τὸ στερεώνει στή χαρισματικὴ του αὔξηση καὶ προκοπή. Ὁ ποιητὴς τοῦ Εἱρμοῦ διατυπώνει τὸ αἴτημα αὐτὸ στήν ἁγνὴ Θεοτομήτορα, μὲ αἰσθήματα εὐλαβικῆς ἱεροπρέπειας. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ζητᾶ παράλληλα καὶ δόξα γιά τὰ παιδιὰ της ἀπὸ τή δοξασμένη Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχόντισσα τῆς Θείας Βασιλείας, ποὺ εἶναι τόσο ἁπλόχερα γενναιόδωρη καὶ μεταδοτική.
Ἡ ἄυλη δόξα τῆς Τριάδος, τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οὐσιοποιημένα στή φύση πού ἁγίασε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἐρχομὸ του στόν κόσμο. Τὸ ἐργαστήριο τῆς Παρθένου ἀνακράθηκε ὁλοκληρωτικὰ μὲ τή θεόμορφη ἐνέργειᾳ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πιὸ πολὺ καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἄλλη κτιστή φύση. Γι’ αὐτὸ ἡ Παναγία εἶναι πραγματικὰ «χαριτωμένη». Ἡ χάρη της διαχέεται παντοῦ, λάμπει στό πνευματοφόρο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀστράφτει στό φωτοβόλο χῶρο τῆς Θείας Βασιλείας καὶ λαμπρύνει, στεφανώνοντας μὲ τή δόξα της ὅλους ἐκείνους πού ἀποδέχονται τὸ ἄῤῥητο μυστήριο τοῦ Τόκου της καὶ μὲ συγκίνηση ψάλλουν τὰ ἄφθιτα μεγαλεῖα της!
*
Τροπάρια
«Στάχυν ἡ βλαστήσασα τὸν θεῖον, ὡς χώρα ἀνήροτος σαφῶς, χαῖρε, ἔμψυχε τράπεζα, ἄρτον ζωῆς χωρήσασα· χαῖρε τοῦ ζῶντος ὕδατος, πηγὴ ἀκένωτος, Δέσποινα».
Χαῖρε σύ, ποὺ βλάστησες τὸ θεῖο στάχυ, χωρὶς νά δεχτεῖς καλλιέργεια ἀπὸ δύναμη ἀνθρώπου. Χαῖρε, Δέσποινα, σύ πού εἶσαι τραπέζι ἔμψυχο, ποὺ μπόρεσε νά χωρέση τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς· σύ πού εἶσαι πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος, ποὺ εἶναι ἀστείρευτη καὶ ἀνεξάντλητη.
Ὁ ποιητὴς ἑξακολουθεῖ τὸ λυρισμὸ του. Βλέπει τὴν Παναγία σὰν ἕνα κόμματι γῆς, στό ὁποῖο βλάστησε ὁ στάχυς τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νά δεχτεῖ σπορά, καλλιέργεια, φυσικὴ περιποιήση ἤ βροχή. Καὶ φυσικὰ δέν ἦταν ἀναίτια ἡ βλάστηση ἐκείνη. Ἦταν βλάστηση ὑπερφυσική πού ὑπερέβαινε ὅλους τοὺς νόμους καὶ τοὺς κανόνες, ποὺ παρατηροῦνται στή φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων. Ἐκεῖνο πού ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἀνήροτη γῆ, τὸ ἀλέτρι καὶ οἱ λοιπὲς ἄλλες συνθῆκες, ἀνεπλήρωσε μὲ τὴν παντοδύναμη χάρη του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ Ὁποῖο βγῆκε καὶ ἡ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων.
Ἔτσι συντελέστηκε ἡ παραδόξη σοδειὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ διφυὴς στάχυς τῆς Παρθένου καὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, γιά νά γίνει ψωμί πού βαστάχθηκε στό τραπέζι τῆς Παρθένου, ψωμὶ ζωῆς πού ἔφαγε καὶ χόρτασε τὸ πεινασμένο γένος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πεινοῦσε στή μακρυνὴ χώρα τῆς ἀποστασίας του, στά σκοτάδια τῆς θανατερὴς λιμοκτονίας του.
Δέν ἔδωσε δὲ μονάχα τὸ ψωμὶ τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου· ἔδωσε καὶ τὸ ζωντανὸ νερό, ποὺ εἶναι σὲ ἴσο μέτρο ἀπαραίτητο μὲ τὸ ψωμὶ γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νερό πού ἅλλεται «εἰς ζωὴν αἰώνιον», τὸ ὁποῖο ξεδιψᾶ ἀληθινὰ τὸν κουρασμένο ἄνθρωπο, σβήνει τοὺς ἐνδόμυχους πόθους του, ὅ,τι εὐγενὲς ἑξακολουθεῖ νά ὑπάρχει μέσα του καὶ δέν κατόρθωσε ἀκόμη νά ἀφανίσει ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸ νερὸ τῆς Παρθένου, κρυστάλλινο καὶ δροσερό, εἶναι ἀκένωτο· δέν σταματᾶ ποτέ οὔτε ἑξαντλεῖται ἡ ῥοὴ του, γιατὶ εἶναι ἡ ἀστείρευτη ῥοὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δέν χάνεται, ὅπως δέν χάνεται καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός!
*
«Δάμαλις τὸν μόσχον ἡ τεκοῦσα, τὸν ἄμωμον, χαῖρε, τοῖς πιστοῖς· χαῖρε ἀμνὰς κυήσασα, Θεοῦ ἀμνὸν τὸν αἴροντα, κόσμου παντὸς τὰ πταίσματα· χαῖρε θερμὸν ἱλαστήριον».
Χαῖρε, ἡ δάμαλις πού γέννησες τὸν μόσχον τὸν καθαρὸν καὶ ἀψεγάδιαστον· χαῖρε, ἡ ἀμνάδα πού ἐκύησες τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ, ποὺ σήκωσε ἀπάνω του (στό σταυρὸ) τὰ πταίσματα ὅλου τοῦ κόσμου· χαῖρε σύ, ποὺ ἀναδείχτηκες φλογισμένο ἀπὸ τή χάρη ἱλαστήριο τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ποιητὴς προχωρεῖ βαθύτερα στόν ἔνθεο λυρισμὸ του. Παρομοιάζει τή Θεοτόκο μὲ δάμαλι καὶ ἀμνάδα, ποὺ ἔφεραν στόν κόσμο τὸ μόσχο τὸν ἄμωμο καὶ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σήκωσε στούς ὤμους του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ δάμαλις, ὁ μόσχος καὶ ὁ ἀμνὸς εἶχαν κάποια λειτουργικότητα στή λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦσαν ζῶα πού προσφέρονταν ὡς θυσία ἐξιλαστήρια στόν Θεό.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἰσραηλῖτες πίστευαν, ὅτι στά πρὸς θυσία ζῶα αὐτά, μεταφέρονταν oἱ ἁμαρτίες ἐκείνων πού τὰ πρόσφεραν στόν Θεό, ἔτσι ὥστε νά τιμωροῦνται αὐτὰ ἀντὶ ἐκείνων γιά τὶς ὅποιες ἐνοχὲς τους, καὶ ἔτσι οἱ ἁμαρτωλοὶ νά συγχωροῦνται, ἐξιλεούμενοι μπροστὰ στόν ἅγιο Θεό.
Οἱ ἀρχαῖες ὅμως ζωοθυσίες -κυριώτερες τῶν ὁποίων ἦταν ἡ θυσία τοῦ Πασχάλιου ἀμνοῦ καὶ ἡ μεγάλη θυσία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἐξιλασμοῦ- σήμαιναν, ἁπλῶς, χωρὶς νά μεταφέρουν στήν πραγματικότητα τὸ σημαινόμενο τῆς τελέσεώς τους. Ἐδήλωναν τὴν ἀνάγκην ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν χωρὶς ὅμως στήν πραγματικότητα νά τὴν παρέχουν. Ἦσαν προτυπώσεις ἁπλὲς μιᾶς ἄλλης μεγάλης θυσίας, ἡ ὁποία πράγματι θὰ ἀφαιροῦσε τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ θὰ ἀπάλλασσε τὸ γένος ἀπὸ τὶς ἀθροισμένες του ἐνοχὲς (τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ Προπάτορος καὶ τὶς ἄλλες προσωπικὲς τῶν ἀνθρώπων ἐνοχές).
Αὐτὸ τὸ μεγάλο θῦμα ἔφερε στόν κόσμο ἡ Μαρία. Σὰν λογικὴ δάμαλις καὶ ἀμνάδα στήν ὁποίαν ἔπνεε ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γέννησε τὸ μόσχο καὶ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ τὸν καθαρὸ καὶ ἀψεγάδιαστο, τὸν Υἱὸν Τοῦ τὸ Μονογενῆ, ὁ Ὁποῖος θεληματικὰ σήκωσε στούς ὤμους του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, τὶς ἔφερε στό σταυρὸ στόν ὁποῖο, πεθαίνοντας, ἔπλυνε μὲ τὸ αἷμα του τίς ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὶς πολλὲς τους ἐνοχές, ἔδωσε ἄφεση ἁμαρτιῶν, καὶ ἐξιλέωσε τὸν ἀποστάτη ἄνθρωπο ἐνώπιον τοῦ Πατέρα, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον τόσο ἀλόγιστα ξεμάκρυνε στά ὄρη καὶ τοὺς γκρεμοὺς τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «ἱλαστήριον τῶν ἀνθρώπων» στήν ἔννοια καὶ στή σχέση αὐτή· στήν ἔννοια δηλαδὴ τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στόν Ὁποῖον ἔδωσε μὲ τή δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὴν ἀνθρωπίνη φύση του. Διότι στή διάσταση τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ βρίσκεται πάντοτε ἡ Μητέρα, ἀχώριστα δεμένη μὲ τή λυτρωτικὴ χάρη τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος διακόνησε τὸν κόσμο.
*
«Ὄρθρος φαεινός, χαῖρε ἡ μόνη, τὸν ἥλιον φέρουσα Χριστόν, φωτὸς κατοικητήριον· χαῖρε τὸ σκότος λύσασα, καὶ τοὺς ζοφώδεις δαίμονες, ὁλοτελῶς ἐκμειώσασα».
Χαῖρε φαεινὴ αὐγή, ἡ ὁποία μόνη ἔφερες τὸν ἥλιο (στόν κόσμο) καὶ ἀναδείχτηκες κατοικητήριο τοῦ (νοητοῦ) φωτός. Χαῖρε σύ πού ἀποδίωξες τὰ πνευματικὰ σκοτάδια καὶ ἐκμηδένισες ὁλοτελῶς τοὺς ζοφεροὺς δαίμονες.
Στό τροπάριο αὐτὸ ὁ ὑμνῳδὸς χρησιμοποιεῖ τὴν ἀναλογικὴ εἰκόνα τοῦ φωτός, ποὺ εἶναι τόσο προσφιλὴς στήν ἁγιογραφικὴ καὶ ἀρχαία πατερικὴ θεολογία, γιά νά εἰκονίσει τὸ μέγα μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀχράντης Μητέρας του. Στή θεοϋπόστατη σάρκα τῆς Πανάγνου ἐρόδισε ἡ αὐγὴ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Διαγράφτηκε τὸ προμήνυμα τοῦ ὑπέρλαμπρου γεγονότος. Καὶ στόν καιρὸ του φάνηκε ὁ Ἥλιος στά φτωχικὰ χώματα τῆς Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ὁρίζοντα τῆς ταπεινῆς Κόρης, διαχέοντας τή φωτιστικὴ λάμψη του σ’ ὁλόκληρη τὴν κτίση.
Ὁ Μέγας τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος ἦλθε σὰν φῶς ντυμένος τή φωτεινή σάρκα τῆς θεοχώρητης Νύμφης του, τῆς Μητέρας πού τοῦ ἑτοίμασε τὸ Πνεῦμα του, διὰ τοῦ Ὁποίου Ἐκεῖνος πέμπεται καὶ διαλάμπει στόν κόσμο. Στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἶναι φωτοφάνεια καὶ φωταύγεια. Ὅλα εἶναι φῶς, γιατὶ φῶς εἶναι ἡ θεότητα καὶ ἡ δόξα του. Φῶς προχεόμενο ἀϊδίως ἀπὸ τὴν ἄπειρη Θεία οὐσία του, φῶς ἀνέσπερο καὶ ἀδιάδοχο, στό ὁποῖο εἶναι κτισμένα καὶ φέρονται τὰ σύμπαντα. Φῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· φῶς τὸ ἐνδιαίτημα τὸ ἅγιο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ· φῶς ὁ ἄπειρος τοῦ Πατρὸς Λόγος ὁ ἐνοικήσας στήν ἀμόλυντη σάρκα· φῶς ἡ διδασκαλία του, τὸ ἔργο του, ἡ Βασιλεία του. Φῶς, παντοῦ φῶς! Οἱ σκιερότητες καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας χάθηκαν στή μεγάλη Ἡμέρα, στήν Ἀνατολὴν ἐξ ὕψους.
Ἡ Θεοτόκος, στήν ὁποία κατοίκησε σωματικὰ τὸ φῶς, ἔλυσε τὰ σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς πλάνης. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν καθαρὰ καὶ ἀπροκάλυπτα τὴν ἀλήθεια. Λευτερώθηκαν ἀπὸ τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρείας, ποὺ τόσο ἀσφυκτικὰ καθόταν στό ὄμμα τῆς ψυχῆς τους. Οἱ καθήμενοι ἐν σκότει εἶδον φῶς μέγα. Εἶδαν τὸν Θεό, τὸ δρᾶμα τοῦ ὁποίου εἶχαν χάσει ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τοῦ πνεύματός τους, ἀπὸ τὴν ἐπενέργεια τῶν σκοτεινῶν πνευμάτων τῆς ἀκαθαρσίας καὶ τῆς πλάνης.
Τοὺς ζοφώδεις δαίμονες, ποὺ εἶναι οἱ εἰσηγητὲς τῆς πνευματικῆς ζοφώσεως, τοῦ σκοτισμοὺ τοῦ νοῦ, καὶ τῆς πυκνότητος τῆς πλανεμένης συνειδήσεως, ἐξεμηδένισε ὁλοσχερῶς ἡ φωτοφόρος καὶ φωτοδόχος λαμπάδα τῆς Παρθένου, ποὺ μὲ τή φωτιὰ τοῦ μυστηρίου της ἔλυωσε τὶς σάρκες τοῦ κολοσσοῦ τῆς πλάνης πού φούντωσε στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, καὶ ἀπὸ κεῖ τύλιξε τὴν ἀνθρωπότητα στά μελανὰ πέπλα του. Ἡ Θεοτόκος καθάρισε τὸ βιότοπο τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ λύματα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ μόλυναν ἀπτόητα τὶς πονεμένες καρδιὲς καὶ μετέτρεπαν σὲ σκοτεινιασμένη κόλαση τη ζωή τους.
*
«Χαῖρε πύλη ἥν ὁ Λόγος, διώδευσε μόνος ἡ μοχλούς, καὶ πύλας Ἅδου, Δέσποινα, τῷ τόκῳ σου συντρίψασα· χαῖρε ἡ θεία εἴσοδος τῶν σωζομένων πανύμνητε».
Χαῖρε, σύ πού εἶσαι ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποίαν πέρασε μοναχὰ ὁ Λόγος· σύ Δέσποινα, ἡ ὁποία διὰ τοῦ καινοφανοῦς Τόκου σου συνέτριψες τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς βαρεῖες πύλες τοῦ Ἅδη. Χαῖρε, σύ πανύμνητε πού εἶσαι ἡ εἴσοδος ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ περάσουν οἱ σωζόμενοι.
Ὁ ποιητὴς ἐδῶ παρομοιάζει τὴν Παρθένο μὲ πύλη κλειστή, τὴν ὁποίαν ἄνοιξε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά νά περάσει ἀπὸ αὐτὴν καὶ νά εἰσέλθει στόν κόσμο. Τὴν ἄνοιξε δὲ μονάχα Αὐτὸς καὶ κανένας ἄλλος. Καὶ ὅταν πέρασε ἀπὸ αὐτήν, ἡ πύλη ξανάκλεισε γιά νά μείνει στό ἑξῆς παντοτεινὰ κλειστή. Μία πολὺ ὡραία εἰκόνα μὲ τὴν ὁποία ἡ παλαιὰ προφητεία περιέγραψε τὴν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Διότι ὅπως παρθένος ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη συνέλαβε τὸν Χριστὸ χωρὶς ἀνθρωπίνη συνέργεια, ἔτσι καὶ τὸν ἐγέννησε, χωρὶς ὁ τόκος νά βλάψει τὰ σήμαντρα τῆς παρθενίας της.
Οὔτε πάλι μετὰ τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ της δέθηκε μὲ ἄνδρα, γιά ν’ ἀποκτήσει μαζὶ του ἄλλα φυσικὰ παιδιά. Ὅπως παρθένος συνέλαβε, καὶ παρθένος ἐγέννησε καὶ μετὰ τόκον πάλιν παρθένος ἔμεινε. Στά λίγα αὐτὰ λόγια συνοψίζεται θαυμάσια τὸ μέγα καὶ ἄφθαρτο μυστήριο τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως. Μία παρθένος ταπεινὴ καὶ σεμνή, μία κόρη πάναγνη καὶ ἄσπιλη, ἕνα τρυφερὸ πλάσμα τῆς ὁποίας ἡ φωταύγεια κάλυπτε ὁλόκληρη τὴν κτίση καὶ θάμπωνε τοὺς ἀγγελικοὺς ὀφθαλμούς, λειτούργησε στό κοινὸ θαῦμα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς, στούς νέους ῥυθμοὺς τῆς ἀνακαινίσεως τῆς πλάσεως, τῆς μεταῤῥυθμίσεως τοῦ σύμπαντος. Καὶ σημεῖον τοῦ θαύματος ἦταν ἡ μοναδικὴ παρθενία τῆς Πανάγνου, ἡ μοναδικὴ χάρη τῆς Παναγίας!
Πόσο ἀδικημένοι πραγματικὰ εἶναι ὅσοι δέν μποροῦν νά δοῦν τὸ θεομητορικὸ αὐτὸ δόγμα στό ἐσώτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, μένοντας ἐγκλωβισμένοι στήν ὀρθολογικὴ βιολογικὴ θεώρηση αὐτοῦ πού καὶ οἱ ἄγγελοι ἀκόμη, ἀδυνατοῦντες νά κατανοήσουν, ἀνυμνοῦν ἀπαύστως τὴν Ὑπερευλογημένην!
Τὸ θεομητορικὸ θαῦμα ὅμως ἐγκλείει μέσα του δύναμη ἀπεριόριστη· ἐγκλείει θεοδύναμη ἐνέργεια, τὴν πυρίτιδα τοῦ Θεοῦ πού μόλις μπῆκε στόν Ἅδη, μόλις ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ μουχλιασμένα θεμέλια τῆς φθορᾶς, ἀνετίναξε τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο κολοσσὸ τοῦ θανάτου, ἔσπασε τὶς σκουριασμένες πύλες του, συνέτριψε τοὺς εὐρωτιῶντες προαιωνίους μοχλοὺς τῆς φοβερῆς ἐκείνης μηχανῆς, ἡ ὁποία ἄλεθε ἀνελέητα τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν.
Καὶ συντρίβοντας τὸ ἀπαίσιο οἰκοδόμημα τοῦ Ἅδη, κατήργησε τὸ κράτος τῆς νεκρώσεως, ἀνοίγοντας διάπλατα τὴν πύλη τῆς σωτηρίας διὰ τὸ δείλαιο γένος τῶν βροτῶν. Ἡ σωτηρία ἔγινε καὶ πάλι βατὴ στόν ἀποστάτη ἄνθρωπο, τὸν ἐλεεινὸ τρόφιμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου!
(Ἀπό το βιβλίο:«Χαῖρε Νύμφη, Ἀνύμφευτε», ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας)
(Πηγή ηλ. κειμένου: imaik.gr)
http://www.alopsis.gr/alopsis/wdh_c.htm