ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Σύμφωνα μέ τόν θεόσταλτο ψαλμό, ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνταρσίας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί ἐν ὅσῳ διαρκεῖ ἡ ἀπιστία, παραμένει ἀνίατη ἀρρωστημένη μεταπτωτική κατάσταση. Ἐν τούτοις, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Μεσσίας, ἦρθε ἵνα σωθεῖ ὁ κόσμος δι’Αυτοῦ καί προσφέρεται ὡς θυσία ἄμωμος διά τήν ἵασιν καί τήν ἀνάστασιν τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν. « Εἶπεν ὁ Κύριος… ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.»(Ἰωάν. ς΄,27).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρῳ ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἀνόητος καὶ ἀτυχής ὁ λόγος τῶν ἀπίστων ἐκείνων, ὅταν ἐπιπόλαια προτρέπουν τούς ἀνθρώπους νά καλλιεργοῦν τά πάθη τῆς σαρκός,-πορνεία, μοιχεία, παιδεραστία, κιναιδισμό, κτηνοβασία, ἀνταλλαγή συντρόφων, ἐμπόριον ψυχῶν καί σωμάτων,-ὡς δῆθεν φυσιολογική βιολογική ἀνάγκη ἤ μορφή ἐλευθερίας, διότι ἡ μεταπτωτική πορεία τοῦ ἀνθρώπου συνυπάρχει μέ τήν σῆψιν καί τόν θάνατον, πού δέν εἶναι φυσιολογικό. Ὁ θάνατος (ψυχικός καί σωματικός) εἶναι παρά φύσιν κατάσταση, ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Σήμερα ὅμως θεωρεῖται ὁ θάνατος τόσον φυσιολογικόν γεγονός, ὅσο καί ἡ πορεία ἑνός ἀσθενοῦς πού διακατέχεται ἀπό ἀνίατον ἀσθένειαν (π.χ. καρκίνο) καί καταλήγει «φυσιολογικά» στόν θάνατον. Στήν πραγματικότητα ὅμως ὁ θάνατος δέν ἀνήκει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός γιά νά πεθαίνουμε. Καταντᾶ δέ τραγικότατον τό γεγονός τοῦ θανάτου ἀπό τήν στιγμήν πού ὁ Μεσσίας Χριστός ἐνῶ ἦρθε στόν κόσμον ἀπό ἀγάπην καί φιλανθρωπίαν οὕτως ὥστε ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν νά μήν ἀποθάνει μέσα στήν καταδυναστεία τοῦ σατανᾶ διά τῶν σαρκικῶν παθῶν ἀλλά νά ἔχει ζωήν αἰώνιον, τοῦτ’ἔστιν ὄντως φυσιολογικήν ζωήν ὅπως πρίν τήν πτῶσιν τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισον καί ἔτι περισσότερον, παρά ταῦτα ὅμως πολλοί δέν Τόν ἀποδέχτηκαν οὔτε Τόν δέχονται, «εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον»(Ἰωάν. α΄,11). Ἄς μήν κοροϊδεύουμε, λοιπόν, τούς νέους, τούς γέρους καί τά παιδιά, προτρέποντάς τους νά ἐργάζονται ὡς δῆθεν φυσιολογικά τά πάθη τῆς σαρκός. Αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπιστίας καί διαστροφῆς πού ὁ πεπτωκώς Ἑωσφόρος, μέσῳ τῆς ὑπερηφανείας πού εἶναι τό ἔνδυμά του, προσπαθεῖ νά ἐνδύσει καί νά ἐμποτίσει τίς ψυχές καί τά σώματα τῶν κατ’εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων γιά νά μή φθάσουν στό καθ’ὁμοίωσιν, δηλαδή στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
Μέ τήν παρθενία τῆς Παναγίας πού γιάτρεψε τήν πτώση τῆς Εὔας, μέ τό Τίμιον Ξύλον τοῦ Σταυροῦ πού γιάτρεψε – τήν δηλητηριώδη τροφή – τό ξύλο τῶν Πρωτοπλάστων, καί μέ τόν ἄδικο θάνατο τοῦ Χριστοῦ πού ἐξουδετέρωσε τόν θάνατο τοῦ Ἀδάμ καί ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δικαίως ὁ κάθε πιστός ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ἐργαζόμενος τίς θεῖες ἐντολές καθίσταται Καινή Κτίσις καί συνανίσταται μέ τόν Ἀναστάντα Ἰησοῦν, συνυπάρχει σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ καί γεύεται τούς Παραδείσιους καρπούς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού εἶναι: «…ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια·[2]» καί διά τῶν Ὀρθοδόξων Μυστηρίων, καί δή τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐκπληρώνεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού πιό πάνω ἀναφερθήκαμε «ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» καί δι’Αὐτοῦ νικᾶται ὁριστικά τό σαρκικό φρόνημα, ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος.
Ἐδῶ χρειάζεται νά τονίσουμε ἰδιαίτερα ὅτι τό Ἅγιον καί ὅμορφον αὐτό ἀποτέλεσμα τῆς θεώσεως τοῦ προσώπου ἐπιτυγχάνεται μέ τή σύμπραξη καί κοινωνία τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρίν τήν πτώση τό αὐτεξούσιο, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν δικαιοσύνη, τήν ὁσιότητα, τήν εὐθύτητα, τήν ἀλήθεια. Ὁπότε ἔτσι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἶχαν κοινωνία μέ τόν Θεό. Βεβαίως μετά τήν πτώση ἀμαυρώθηκε τό λογικόν καί τό αὐτεξούσιον καί τό αὐτεξούσιον περιορίσθηκε μόνον στή θέληση, «ἐπειδὴ ἐν τῷ θελῆσαι μόνῳ συγκέκλεισται τὸ αὐτεξούσιον ἡμῖν, θελῆσαι δεῖ πρῶτον, εἶτα ζητῆσαι τὸν ἐλευθερωτήν».
Ὅστις θέλει ἔχει αὐτήν τήν μοναδικήν δυνατότητα, αὐτεξουσίως νά ζητᾶ τήν ἐπικουρίαν τῆς Ἀκτίστου Χάριτος καί μέ τόν φωτισμόν τοῦ Παρακλήτου νά ἐπανέρχεται τό λογικόν εἰς τήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασιν πού πρυτανεύει, σύν τοῖς ἄλλοις, ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀλήθεια. Εἶναι τό μόνον δυνατόν πού μπορεῖ νά χρησιμοποιήσει ὁ καθένας μετά τήν ἀμαύρωσιν ἐξαιτίας τῆς πτώσεως, ἄς σημειωθεῖ ὅμως ¨ἄνευ ἔργων¨. «δοτέον τὸ θελῆσαι τῷ Χριστῷ μετὰ τοῦ συνεζευγμένου τῷ θελήματι, οὐ δι᾿ ἔργων ἀλλὰ διὰ πίστεως μόνης, πόνου καὶ κόπου τῆς διανοίας…θέλομεν ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης διανοίας, ἐξ ὅλης ἰσχύος τὴν ἐλευθερίαν ἀπὸ τῆς δολερᾶς τυραννίδος τῆς ἁμαρτίας». Δέν λέει ἐξ ὅλων τῶν ἔργων. Μᾶς θυμίζει τό εὐαγγελικό «οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογήν χάριτος γέγονεν. Εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. Εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις». (Ρωμ. ια΄, 5-6) Ὁ Θεός δηλαδή δέν μᾶς ἐπιλέγει ἐξαιτίας τῶν ἔργων μας. Διότι ἡ χάρις τότε δέν ἔχει τό νόημα τῆς χάριτος. Τό καθ᾿ ὁμοίωσιν (ἁγιότητα) δέν ἐπιτυγχάνεται δι᾿ ἔργων ἀλλά διά τῆς ἀκτίστου χάριτος. Δέν ἀκυρώνεται τό «πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστί», ἀλλά τονίζεται τό ἀσύγκριτο μεταξύ κτιστοῦ-ἀκτίστου. Τότε καί μόνον τότε διά τοῦ ὑγιοῦς πλέον λογικοῦ καί τοῦ αὐτεξουσίου, σέ κοινωνία μέ τήν Ἄκτιστον Χάριν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔρχεται διά τῶν Ὀρθοδόξων Μυστηρίων ὁ Θεῖος καρπός, πού εἶναι ἡ κάθαρσις τῶν παθῶν, ὁ φωτισμός τοῦ νοός, ἡ θέωσις καί καθίσταται ὁ ἄνθρωπος Καινή Κτίσις[3]. Γίνεται θεός κατά Χάριν καί υἱός τοῦ Ὑψίστου. Τότε ὁ θάνατος, γι’ αὐτόν τόν ἀνακαινισμένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο[4], ἀποτελεῖ μία μετάβαση ἀπ’τά ἐπίγεια στά ἐπουράνια, ἀπ’τά φθαρτά στά ἄφθαρτα, ἀπό τήν φυλακή τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου στήν παραδείσια φωτεινή αἰωνιότητα κι’ἐλευθερία, ὥστε ὁ ἐρχομός τοῦ θανάτου νά τόν γεμίζει μέ ἀναστάσιμη χαρά καί γλυκειά προσμονή. Ὅταν εἶπαν στόν Ἅγιο Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη ὅτι θά πεθάνει, γιατί ἡ τελική διάγνωση τοῦ ὄγκου πού εἶχε ἦταν καρκίνος καί πολύ ἐπιθετικός, ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Φέρτε ἕνα μαντήλι νὰ χορέψω τὸ «Ἔχε γεια, καημένε κόσμε»! Ἐγὼ ποτὲ δὲν χόρεψα στὴν ζωή μου, ἀλλὰ τώρα ἀπὸ τὴν χαρά μου ποὺ πλησιάζει ὁ θάνατος θὰ χορέψω.».
Ἀντίθετα, ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ὁδηγήσει τό αὐτεξούσιό του, τήν ἐλευθερία του, στόν Χριστό, ὥστε διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά γίνει ἡ ἀνάπλασίς του καί καταστεῖ Καινή Κτίση τότε, ἀλλοίμονον!, θά παραμείνει στήν μεταπτωτική του πορεία μέ τελικό προορισμό τήν σήψη καί τόν αἰώνιο θάνατο. Σ’αὐτήν τήν περίπτωσιν τό ἄτομον, ὅν ὑπόδουλον τῶν παθῶν του καί τῶν δαιμονίων πού κρύβονται πίσω ἀπό αὐτά, παραμένει ἄνθρωπος μεταπτωτικός καί ὅταν εὑρεθεῖ ἀντιμέτωπος μέ τόν θάνατον ὅπως π.χ. σέ φυσικές καταστροφές, βλέπε τόν σεισμό στό Νεπάλ, τό τσουνάμι στήν Ἰαπωνία ἤ καί ἄλλα καταστρεπτικά φαινόμενα, ἤ ἀνίατες ἀσθένειες, καρκίνο, σκλήρυνση κατά πλάκας, AIDS κ.ἄ., ἀντικρύζει τήν ἀπελπισία πού ζωγραφίζεται στήν τρέμουσα ψυχή του, στό ταλαίπωρο σῶμα, ζητᾶ ψυχολόγους, σκέφτεται τήν αὐτοκτονία, ἡ ἀγωνία δέ, ὁ φόβος καί ἡ ἀπόγνωση τόν κατακυριεύουν.
Ἐγώ ὅμως ἐπιλέγω νά θέλω ἤ νά μή θέλω νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν τυραννία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ τυραννία αὐτή δέν προέρχεται ἀπό τό αὐτεξούσιο. Πῶς ἔγινα δοῦλος; Πρόδωσα τήν ἐλευθερία, τό αὐτεξούσιό μου, ἐπέλεξα τήν ἁμαρτία καί ἔγινα δοῦλος της, δηλαδή ὄχι αὐτεξούσιος. Ἡ τυραννία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς ἐπιλογῆς τῆς ἁμαρτίας.
Ἄς ἀκούσουμε ἐδῶ τί μᾶς λέγει ὁ Πνευματοφόρος, Μέγας Πατέρας, Θεολόγος καί Φωστῆρας τῆς Οἰκουμένης, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, διακρίνοντας τόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἀπό τόν ἐν Χριστῷ Καινό ἄνθρωπο τῆς Χάριτος:
«Διότι ὁ ἴδιος ὁ νοῦς στρέφει τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸν ἕνα καὶ πραγματικὰ ὄντως Θεό, τὸν μόνον ἀγαθό, τὸν μόνον ἐφετό, τὸν μόνον ποὺ χορηγεῖ τὴν ἡδονὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ὀδύνη. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς ἀποχαυνωθῇ, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ὄντως ἀγάπη ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ ὄντως ὀρεκτὸ καί, διασπωμένη πρὸς τὶς ποικίλες ὀρέξεις τῆς ἡδυπαθείας, σκορπίζεται, συρόμενη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρὸς τὴν ἐπιθυμία τροφῶν μὴ ἀναγκαίων, ἀπὸ τὸ ἄλλο πρὸς τὴν ἐπιθυμία πραγμάτων ἀχρήστων, καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο στὴν ἐπιθυμία τῆς κενῆς καὶ ἄδοξης δόξας. Καὶ ἔτσι γινόμενος τεμάχια ὁ ἄθλιος ἄνθρωπος καὶ συρόμενος ἀπὸ τὶς ποικίλες γι’αὐτὰ φροντίδες οὔτε τὸν ἥλιο ἀκόμη τὸν ἴδιο, οὔτε τὸν ἀέρα, τὸν κοινὸ σὲ ὅλους πλοῦτο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπνεύσῃ καὶ νὰ θεωρήσῃ εὐχάριστα.»(Ὁμιλία Γ΄, Εἰς τὴν κατὰ τὸν… Ἄσωτον παραβολὴν… ΕΠΕ 9,92. PG151,40C-41A, παρ.15). «Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μας, ἂν δὲν ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ, διεγείρει τὸν θυμὸ ποὺ ἔχομε μέσα μας ἐναντίον μόνον τοῦ διαβόλου καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, κατὰ τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας. Ἂν ὅμως δὲν προσηλωθῇ στὶς θεῖες ἐντολές τοῦ Κυρίου ποὺ τὸν στρατολόγησε, μάχεται κατά τοῦ πλησίον του, μαίνεται κατὰ τῶν συνανθρώπων, ἀποθηριώνεται ἐναντίον ἐκείνων ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς παράλογες ὀρέξεις του καὶ γίνεται, φεῦ, ἀνθρωποκτόνος ἄνθρωπος, ὁμοιωμένος ὄχι μόνο μὲ τὰ κτήνη τὰ ἄλογα ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ καὶ μὲ τὰ ἰοβόλα ζῶα, γινόμενος σκορπιός, ὄφις, γέννημα ἐχιδνῶν, αὐτὸς ποὺ ὡρίσθηκε νά εἶναι στήν τάξι τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.» (Ὁμιλία Γ΄, Εἰς τὴν κατὰ τὸν… Ἄσωτον παραβολὴν… ΕΠΕ 9,92. PG151,40C-41A, παρ.16).
«Ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες». Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ ἄς εἶναι αὐτοί οἱ λόγοι ἡ ἀπάντηση στή Νέα Ἐποχή πού προτρέπει καί θέλει τούς ἀνθρώπους ἀνελεύθερους, ἐμπαθεῖς, ἀναίσχυντους καί ἀνθρωποκτόνους, σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Χριστός καί ἐλευθερώνει ἀπό τά πάντα «…γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»(Ἰωάν. η΄, 32), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή·»(Ἰωάν. ιδ΄, 6).
Ἐγώ ἐπιλέγω καί πάλι, ἀφοῦ αὐτό μοῦ ἀπέμεινε ἀπό τό αὐτεξούσιο, ἄν θέλω νά ἀκολουθῶ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, ἄν θέλω νά γίνω ἐλεύθερος ἐν Χριστῷ. Διότι ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. (Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος). Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Εἰς τόν Ἰησοῦν, τόν Μόνον Βασιλέα, Κύριον καί Σωτῆρα, ἀνήκει τό Κράτος καί ἡ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1] «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.» (Ψαλμ., πα΄, 6-7)
[2] Γαλ. ε΄, 22-23
[3] «…Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα…»(Ἀποκ. κα΄, 5)
[4] «…ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ…»(Ἐφεσ. α΄, 10)
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο