Τοῦ πατρὸς Ἀρσενίου Κατερέλου
Σεβαστή Γερόντισσα, μετά τῆς θεοφιλοῦς ἐν Χριστῷ συνοδείας σας, δι᾽ εὐχῶν ἐδῶ τοῦ Γέροντά σας, κάνομε, σήμερα, τήν σύναξι αὐτή.
Ὅταν μοῦ εἴπατε, Γέροντα, νά μιλήσω σ᾽ αὐτήν τήν σύναξι, σκέφθηκα γιά ποιό θέμα νά μιλήσω σέ ἀδελφές πού τυγχάνουν ἀπό ἐτῶν πνευματικά σας τέκνα. Καθ᾽ ὅ,τι, καί ἐσεῖς προσωπικά, καί ἡ Γερόντισσα, ἔχετε μεγάλη πνευματική ἐμπειρία, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα.
Ὡς ἐκ τούτου, αἰσθάνομαι τό ὀλιγώτερο ἄβολα, ἀναλογιζόμενος τήν ποικίλη ἀδυναμία μου, διότι ὅ,τι καί νά σᾶς πῶ, πιστεύω ἀκράδαντα, ὅτι τό γνωρίζετε καλά, καί μάλιστα ἐκ πείρας. Ὅμως, παρά ταῦτα, δέν ἠμποροῦσα νά μήν ὑπακούσω καί ἀποδεχθῶ, τήν εὐγενῆ ἐπιθυμία σας, πολυσέβαστε Γέροντα, καί, στηριζόμενος στίς εὐχές σας, ἀποτολμῶ πρᾶγμα πού ὑπερβαίνει τήν προσωπική μου πνευματική δύναμι καί μέτρο. Παρακαλῶ, ὅλοι σας, εὔχεσθε νά δώση ὁ Κύριος κατά τήν καρδίαν σας.
Τό θέμα πού ἐπέλεξα, ἔχει σχέσι μέ κάποιες πτυχές τῆς ὑπακοῆς, καί δή τῆς μοναχικῆς κοινοβιακῆς ὑπακοῆς, ὅπως καί ἄλλα συναφῆ πνευματικά θέματα, πού συνδέονται ἄμεσα μέ αὐτήν, ὅπως εἶναι οἱ λογισμοί, ἡ νοερά προσευχή, τό θεῖο Φῶς, κλπ.
Ἕνας μοναχός εἶδε σέ ὅραμα τόν κεκοιμημένο Γέροντά του, ὁ ὁποῖος Γέροντας εὑρίσκετο δίπλα στόν Χριστό. Ὁ μοναχός ἐπῆγε νά βάλη μετάνοια πρῶτα στόν Χριστό καί μετά στόν Γέροντά του. Τότε ὅμως, τόν ἐσταμάτησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πρῶτα στόν Γέροντά…σου θά βάλης μετάνοια καί μετά σέ μένα».
Προφανῶς, ἐδῶ ἐννοεῖται, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτατος ὅλων, καί ὅτι εἶναι, σύν Πατρί καί Πνεύματι, ἡ Πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἐδῶ ὁ Κύριος θέλησε νά δείξη στόν μοναχό καί, φυσικά, διά τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ, νά μᾶς διδάξη, ὅλους μας, διαχρονικά, τί μεγίστη σημασία, ἀξία καί εὐλογία ἔχει ὁ θεσμός τοῦ Γέροντα – Γερόντισσας – γιά τούς μοναχούς – μοναχές -, ὑποτακτικούς – ὑποτακτικές.
Γι᾽ αὐτό, καλά μέν καί ἀπαραίτητα εἶναι τά κομβοσχοίνια, οἱ μετάνοιες, οἱ ἀκολουθίες, τά ποικίλα διακονήματα, κλπ., ὅλα εἶναι θεάρεστα ἐάν γίνωνται μέ σωστό φρόνημα, ἀλλά, πρῶτο ἀπ᾽ ὅλα, τό θεμέλιο, ἡ βάσις καί ἡ ἀσφάλεια ὅλων εἶναι ἡ εὐλογημένη ὑπακοή.
Ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ἄσκησις, πού ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ βασικωτάτη παράμετρο τῆς ὑπακοῆς μας, τελικά, πρέπει νά μᾶς ὁδηγῆ, νά μᾶς φωτίζη καί νά μᾶς ὠθῆ σέ ὅλο καί περισσότερη ὑπακοή, καί ποιοτικῶς, καί ποσοτικῶς.
Ἡ λοιπή ἀπαραίτητη θεοφιλής ἄσκησις θά συντελῆ, ἐκτός τῶν ἄλλων, στήν προσθήκη, καθ᾽ ἑκάστην ὥρα καί ἡμέρα, ὑπακοῆς στήν ὑπακοή. Καί, ἔτσι, καί μόνο ἔτσι, θά ἔλθουν, μέ τόν πιό γρήγορο, εὔκολο, ἀλλά καί ἀσφαλῆ καί ἀπόρθητο τρόπο, οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος.
Ἔτσι λοιπόν, ὁ πρῶτος καρπός τῆς κατά Θεόν εὐχῆς εἶναι ἡ ὑπακοή. Καί ἡ σωστή ὑπακοή, μέ τήν σειρά της, βελτιώνει, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, τήν εὐχή μέσα μας.
Ἀντίθετα τώρα, χωρίς ὑπακοή, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦμε, δέν ἀνθίζει, οὐσιαστικά ἡ εὐχή μέσα μας. Βέβαια, ἐδῶ δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς νά λέγωμε τήν εὐχή – πού αὐτό βέβαια ἐπιβάλλεται καί ἔτσι πρέπει νά ἀρχίζωμε τόν πνευματικό μας ἀγῶνα – , ἀλλά ἐννοοῦμε τήν ἀβίαστη πλέον εὐχή, πού ἐνεργεῖται ἀκόπως στό κέντρο τῆς ψυχῆς μας, στόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς μας, στήν πνευματική μας καρδία.
Καί αὐτό ἀσφαλῶς μπορεῖ νά τό διαπιστώση κάποιος στόν ἑαυτό του, ὅταν, καί μόνον ὅταν, διά τῆς πλήρους ὑπακοῆς ἐνεργοποιηθῆ ἡ νοερή του ἐνέργεια. Ὁπότε, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς του, καί ὄχι μόνον τότε, ἀλλά καί ὅταν κάνη διάφορα διακονήματα, κλπ., αἰσθάνεται καί βιώνει ὀντολογικά, ποῦ ἑδράζεται ὁ νοῦς, ἡ πνευματική δηλαδή καρδία, τό κέντρο τῆς ψυχῆς.
Ἄν αὐτή ἡ νοερή ἐνέργεια σέ ἕναν ἄνθρωπο λειτουργῆ συνεχῶς, ἐννοεῖται τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται συνεχῶς μέσα του, κάπου στό στῆθος του, εἴτε ἐργάζεται, εἴτε ὁμιλεῖ, εἴτε κοιμᾶται, εἴτε κάνει κάποια ἐργασία, ἀκόμη καί διανοητική, κλπ., αἰσθάνεται ὁ ἀγωνιστής, τήν ὕπαρξι καί ἐνέργεια τοῦ ”νοῦ” του, τῆς πνευματικῆς του καρδίας. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού προφανῶς εἶχαν ἀνάλογες ἐμπειρίες, ὀνομάζουν τήν συγκεκριμένη προσευχή ”καρδιακή προσευχή”.
Κάποτε, ἦταν ἕνας μοναχός, πού τοῦ εἶχε δοθῆ αὐτό τό δῶρο ἀπό τόν Θεό καί δροῦσε ἡ εὐχή καί κατά τόν ὕπνο, κατά τό ρῆμα τῆς Γραφῆς ”ἐγώ καθεύδω, ἀλλ᾽ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ” (ᾆσμα, Ε´, 2). Ὅταν εὑρίσκετο εἰς τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὅταν τόν ἐρώτησαν ὁ Γέροντας Παΐσιος καί οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι λοιποί πατέρες, δίπλα στήν ἐπιθανάτια κλίνη του, ”πῶς εἶσαι, πάτερ, πῶς αἰσθάνεσαι;”, ἐκεῖνος εἶπε: «Εἶμαι ἕνα μάτσο χάλια». Ἀλλά, ἐνῶ τό ἔλεγε αὐτό, δέν εἶχε καθόλου μελαγχολία οὔτε ὅλα τά ὑπόλοιπα συμπλέγματα. Ὁπότε, ὁ π. Παΐσιος, πού ἤξερε καί διέβλεπε τήν πραγματική του πνευματική κατάστασι, τοῦ εἶπε: «Μά ἐσύ ἔχεις λειώσει τόσα καί τόσα κομποσχοίνια ἀπό τήν πολλή χρῆσι». Καί τότε ἐκεῖνος ὁ ἑτοιμοθάνατος καί ὄντως μακαριώτατος μοναχός ἀπήντησε, μέ πόνο, δυναμισμό, αὐθεντικότητα καί γνησιότητα: «Τί τά θέλεις, πάτερ μου; Σέ ὅλη μου τήν ζωή δέν ἔχω πῆ ἕνα ‘Κύριε ἐλέησον’ ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός». Τότε, ὁ Γέροντας Παΐσιος τοῦ λέγει: «Τοὐλάχιστον, ὅταν κοιμᾶσαι, δέν λέγεται ἡ εὐχή ἀπό μόνη της;». Καί ἐκεῖνος, θεωρῶντας ὅτι αὐτό εἶναι φυσικό καί δεδομένο γιά κάθε μοναχό, εἶπε: «Ἔ, ἀλλοίμονο ἄν δέν συνέβαινε καί αὐτό»! Σχόλια νά μή κάνωμε ἐπ᾽ αὐτῶν.
Ἁπλῶς, στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινίσωμε, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή δρᾶ καί ὅταν ὁ ἐγκέφαλος πάθη ὁποιαδήποτε μορφή βλάβης, ἐννοεῖται γιά ὅποιον τήν ἔχει ἤδη ἀποκτήσει. Ἀλλά, νά μή ξεφύγωμε τώρα σέ θέματα Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας.
Γενικῶς, ὅταν ἡ πνευματική ἄσκησις δέν διέπεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, τότε τά ἀποτελέσματα εἶναι κατώτερα τῶν ἀναμενομένων, ἀμφίβολα, μετέωρα, εὐάλωτα καί, κάποιες φορές, ἀκόμη καί ἀρνητικά, καί ὁδηγοῦν σέ κρυφή ἤ φανερή πλάνη, ἀκόμη καί στήν αἰωνία ἀπώλεια.
Ἔλεγε, ὁ Γέροντας Παΐσιος, γιά κάποιον μοναχό, πού ἐθεωρεῖτο ἀγωνιστής: «Νά βράσω τά κομποσχοίνια πού κάνει». Καί τό ἔλεγε αὐτό, ὁ μακάριος καί διορατικός Γέροντας, μέ πόνο καί ἀγάπη, διότι διέβλεπε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ μοναχός, παρά τήν ἀγωνιστικότητά του, εἶχε ἐσωτερικές σοβαρές, κρυφές, πνευματικές ”διαρροές”.
Τώρα, γιά τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, εἰδικά ὅ,τι μᾶς φαίνεται ἄδικο, αὐστηρό, πικρό, ἀκαταλαβίστικο, κλπ., προερχόμενο ἀπό τόν Γέροντα – τήν Γερόντισσα -, ἐκεῖνο τελικά εἶναι καί τό πιό σωστό, διότι, ἁπλούστατα, ἔτσι ἀπεφάσισε ὁ Γέροντας – ἡ Γερόντισσα. Καί μόνο αὐτό τελικά, εἶναι τό εὐλογημένο, τό κατ᾽ εὐδοκίαν καί ὄχι κατά παραχώρησιν. Καί τότε ἡ ὑπακοή ἀποκτᾶ ἀκόμη μεγαλυτέρα ἁγία καί παν-αγία ἀξία.
Εἶναι διαχρονικό, ζωντανό καί ἀμετάκλητο μυστήριο πῶς ὁ Θεός σφραγίζει τόν λόγο τοῦ Γέροντα. Τά Γεροντικά, τά Συναξάρια, τά πατερικά βιβλία βρίθουν ἀπό τέτοιες ψυχωφέλιμες ἱστορίες. Θυμηθεῖτε τί εἶπε ὁ μικρόσωμος Ἅγιος Νέστωρ, πρίν νικήση τόν Λυαῖο: ”Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι”. Ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια, λοιπόν, ἰσχύει ὁ θεσμός τῆς ὑπακοῆς.
Ἤ πῶς καί ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος εἶδε καί αὐτός τό ὅραμα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου, μέ τήν δύναμι καί τήν μεσιτεία τοῦ Γέροντά του, τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ. Ἔχομε καί πολλές ἄλλες παρόμοιες ἀναρίθμητες περιπτώσεις.
Τόσο πολύ πρέπει νά ἐμπεδώσωμε μέσα μας τὀ πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, ὥστε ἀκόμη καί ὅταν, ἀνθρωπίνως, εἴμαστε σίγουροι γιά τήν ἀπάντησι τῆς Γερόντισσας, ἀκόμη καί τότε, πρέπει νά μή κάνωμε κάτι χωρίς εὐλογία, ἐκτός ἄν ἡ ἴδια ἡ Γερόντισσα μᾶς ἔχει ἤδη πῆ νά τό κάνωμε χωρίς νά ρωτᾶμε κάποια πράγματα. Διότι, σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωσι, ἄν κάνωμε δηλαδή κάτι ἄνευ εὐλογίας, ἐκεῖνο πού θά κάνωμε δέν ἔχει τήν ἀνάλογη Χάρι ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ, κάνοντας ἀκριβῶς τό ἴδιο πρᾶγμα, ὅταν ὅμως ἔχη προηγηθῆ εὐλογία, τότε, καί μόνον τότε, εὐλογεῖ ὁ Θεός καί ἀποδίδει καρπούς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ἄν λοιπόν ποῦμε ἀμέσως, μέ κατά Θεόν ἁπλότητα καί σοφία, ”νά εἶναι εὐλογημένο”, δίχως δηλαδή νά κάνωμε προηγουμένως σύσκεψι λογισμῶν, ”γιατί;… πῶς;…. ἀφοῦ…. μά….” κλπ., τότε ἡ ὑπακοή εἶναι ὑπερ-αγία. Καί ὅσο, τώρα, πιό ἀκατανόητο ἤ πικρό-ἄδικο μᾶς φαίνεται ἐκεῖνο στό ὁποῖο ὑπακοῦμε, τόσο πιό παν-αγία καί θεάρεστη εἶναι ἡ ὑπακοή μας, πού συγκινεῖ τόν Θεό καί, αὐτομάτως, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς μηχανορραφίες τῶν δαιμόνων καί τίς ἐπαναστάσεις τῶν παθῶν μας. Διότι, ὅλα αὐτά μᾶς δημιουργοῦν ἐσωτερικό ἐγκεφαλικό λαβύρινθο, πού ὅλοι οἱ διάδρομοί του δέν ὁδηγοῦν παρά εἰς τήν ἀπώλειά μας, εἰς τήν πνευματική μας φθορά καί ζημία, πού, πολλές φορές, ἴσως μπορεῖ νά εἶναι καί ἀνεπανόρθωτη.
Ἀπαιτεῖται ὁ μοναχός – ἡ μοναχή – ἐκτός ἀπό τά πάθη του, νά ἐγκαταλείπη καί τά φυσικά του θελήματα. Αὐτό πρέπει νά γίνεται, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν εἶναι ἁμαρτωλά, ἔστω κι ἄν ἔχουν πάρα πολλά θετικά σημεῖα καί παραμέτρους, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ”σοφά”, διότι τελικά γίνονται δευτερογενεῖς πηγές πτώσεων.
Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἐπάνω σ᾽ αὐτό, πρέπει νά πηγαίνωμε ἀκόμη καί ”μέ τά νερά” τοῦ Γέροντός μας. Πρέπει δηλαδή νά βολιδοσκοποῦμε, μέ προθυμία, ποιό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Γέροντα – τῆς Γερόντισσας – καί νά τό ἐκτελοῦμε ὁλοπρόθυμα, γιατί, ὅποιος βιάζει τόν Γέροντα στό θέλημά του γίνεται δεύτερος Ἰούδας Ἰσκαριώτης. Ἄλλη περίπτωσις τώρα εἶναι ἄν κάτι δέν μποροῦμε ὄντως νά κάνωμε, ἀπό ἀδυναμία. Τότε, ἐπιτρέπεται-ἐπιβάλλεται νά τό ἀναφέρωμε στόν Γέροντα, ἀλλά πάντα μέ πνεῦμα ὑπακοῆς, χωρίς δηλαδή ἴδιον θέλημα.
Ἔλεγε ἐπί παραδείγματι ὁ ἴδιος πατήρ: ”Ἀκόμη κι ἄν σοῦ ζητήση ὁ γείτονας ἕνα κρεμμύδι, ἀκόμη καί γι᾽ αὐτό πρέπει νά ρωτήσης τόν Γέροντα. Διότι, διαφορετικά, τό κρεμμύδι θά γίνη σκόρδο, τό σκόρδο θά γίνη κάτι ἄλλο, καί σιγά-σιγά θά ἀρχίσης νά κάνης τοῦ κεφαλιοῦ σου”.
Ἄλλωστε, μία ἀπό τίς μεθόδους τοῦ Διαβόλου, ἰδιαίτερα σέ αὐτούς πού ἀγωνίζονται, εἶναι ποτέ νά μή τούς σπρώχνη, μέ μιᾶς σέ κάποια μεγάλη ἁμαρτία-παρακοή. Πάντα ὁ Διάβολος τούς πάει μέ τό μαλακό, σιγά-σιγά, ὕπουλα, μετά ”σατανικῆς διακρίσεως”, προκειμένου νά μεγιστοποιήση τίς πιθανότητες ἐπιτυχίας του.
Ἄν κάνη ἔτσι ὁ μοναχός, εἶναι ὄντως εὐλογημένος. Ἀποκτᾶ ἀρραγῆ πνευματική θωράκισι ἀπέναντι στά ἀνεξιχνίαστα καί ἀσύλληπτα τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ ἀρχαίου ὄφεος καί ὁδεύει σέ εὔκολο καί ἀσφαλῆ δρόμο καί εὔδιο πνευματικό λιμένα. Μόνον ἔτσι θά γνωρίση πολλά μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί θά βιώνη τόν ἀκόρεστο κορεσμό της. Καί, ἀργά ἤ γρήγορα, θά ἐπιτρέψη ὁ Θεός νά γνωρίση, ἐκ πείρας, τούς ἡδονικούς καρπούς τῆς ὑπακοῆς, σέ τέτοιο βαθμό, πού καί ὁ Γέροντάς του, ἀκόμη κι ἄν τόν ἀφήνη ἐλεύθερο σέ κάποιες ἐπιλογές καί θέματα, ὁ ἴδιος θά τόν ἐκλιπαρῆ νά μπαίνη σέ ὅλα κάτω ἀπό τόν εὐλογημένο, ἐλαφρύ καί ἀσφαλῆ ζυγό τῆς ὑπακοῆς, προκειμένου νά μή χάση αὐτήν τήν ἀνάπαυσι κι αὐτήν τήν θεία ἡδονή καί παρηγοριά, πού ἔχει ἤδη γευθῆ μέσα ἀπό τήν ὑπακοή του.
Ὅλα αὐτά τά πνευματικά φαινόμενα ὁδηγοῦν σέ μία αὔξουσα πνευματική δυναμική κατάστασι. Ἡ πνευματική ζωή δέν εἶναι εὐσεβισμός, οὔτε καθηκοντολογία. Ὅταν εἶναι στάσιμη, εἶναι ”κρύα”.
Ἄς ἀναφέρωμε, τώρα, κάποια σχετικά περιστατικά.
Κάποιος μοναχός, ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, ἀγωνιζόμενος στό κελλί του κατά τήν αὐστηρή καλογερική τάξι τῆς συνοδείας των, δέν εἶχε, παρά ταῦτα, δυνατές πνευματικές ἐμπειρίες στό κελλί του, μέσα ἀπό τίς συνήθεις ἀκολουθίες, τόν προσωπικό του κανόνα, κλπ. Ἄλλωστε, οὔτε καί τίς ἐπιζητοῦσε, διότι αὐτό εἶναι ἐπιζήμιο καί ἕνα πρῶτο δεῖγμα μιᾶς πλανεμένης τακτικῆς. Ἐγνώριζε ὁ μοναχός αὐτός, ὅτι ὁ σκοπός τῆς ὑπακοῆς, τῆς εὐχῆς καί τοῦ ἐν γένει πνευματικοῦ ἀγῶνα πρέπει νά εἶναι μόνον ἡ ἀπέκδυσις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ συγκεκριμένος μοναχός, ὅταν κάποτε ἐστάλη ἀπό τόν Γέροντά του σέ μία διακονία ἐκτός τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ συνέβη τό ἑξῆς: Κάνοντας ὑπακοή, μόλις πῆρε εὐχή ἀπό τόν Γέροντά του, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καί ἀπεμακρύνθη λίγο ἀπό τό κελλί του, μέ τίς πρῶτες συνηθισμένες ἁπλές εὐχές πού λίγο-πολύ πάντα ἔλεγε, ξαφνικά, τόν ἐπλημμύρισε μεγάλη ”ποσότητα” θείου Φωτός. Τόσο πολύ, πού δέν ἤξερε ποῦ πατοῦσε στόν δρόμο. Εἶχε ”τρελλαθῆ” μέ τήν ἁγία τρέλλα. Σταμάτησε τότε, βέβαια, χωρίς νά τό καταλαβαίνη καί χωρίς νά μπορῆ νά κάνη διαφορετικά, τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ἔπαυσε δηλαδή ἡ προσευχή, καί ἀπελάμβανε κάτι ἀνώτερο, τήν θεία ἡδονή, τό θεῖο Φῶς.
Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε, κατ᾽ αὐτήν τήν διακονία του, τόσο Φῶς, ἴσα-ἴσα νά μή χάση τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του καί νά βλέπη ποῦ πηγαίνει γιά νά μπορέση ἔτσι νά φέρη εἰς πέρας τήν διακονία του. Καί μάλιστα, μετά ἀπό αὐτό τό θεῖο διαρκές γεγονός, πού κράτησε ὧρες, δέν ἐπήγαινε ἀπό ἀνοικτό δρόμο, ἀλλά, ὅπου ὑπῆρχε δυνατότητα, προτιμοῦσε νά πηγαίνη ἀπό μονοπάτι γιά νά μή γίνη ἀντιληπτός σέ αὐτήν τήν κατάστασι καί γιά νά μή χάση αὐτήν τήν θεϊκή ἡδονή, ἐρχόμενος σέ συναναστροφή μέ ἄλλους.
Βέβαια, ἐδῶ νά κάνωμε μία παρένθεσι. Ἔχομε καί περιπτώσεις πού μπορεῖ κάποιος νά περπατάη μέσα στό θεῖο Φῶς καί λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς δόσεως τοῦ Φωτός, νά χάνη πλήρως τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον. Παρά ταῦτα, τό θεῖο Φῶς τόν ὁδηγεῖ καί τόν πηγαίνει, μέ κάθε ἀκρίβεια, ὅπου Ἐκεῖνο εὐδοκεῖ, χωρίς αὐτός νά σκοντάφτη, κλπ. Στόν Θεό, προφανῶς, τίποτε δέν ἀδυνατεῖ.
Ὅμως, στήν προαναφερθεῖσα περίπτωσι τοῦ μοναχοῦ στό Ἅγιον Ὄρος, ἄν καί ἦτο πολύ λαμπερό καί ἡδονικώτατο τό ἄκτιστο Φῶς, τοῦ ἐπέτρεπε νά βλέπη, μέ τά σωματικά του μάτια, καί τόν δρόμο πού ἐβάδιζε. Αὐτός ὁ μοναχός εἶχε τέτοιες ἀνάλογες ἐμπειρίες, ὅταν ἀπεστέλλετο σέ διάφορες ἀναγκαῖες ἀποστολές, κάνοντας ὑπακοή, ἀκόμη καί ὅταν αὐτές οἱ διακονίες φαινομενικῶς ἦσαν εἰς βάρος κάποιων ἀκολουθιῶν.
Μάλιστα, γιά ἕνα ἀρκετά μεγάλο διάστημα, εἶχε συνηθίσει αὐτές τίς ἐμπειρίες. Καί, χωρίς νά τίς ἀναζητᾶ, ἐθεωροῦντο ὡς ἄνωθεν δεδομένο, τόσο πολύ, πού, ὅταν μετά ἀπό καιρό, μετά ἀπό κάποια διακονία, δέν ἐπῆρε τήν ἀνάλογη Χάρι, ἀπόρησε…! Αὐτό συνέβη διότι, παρά τήν μεγίστη συνεχόμενη δωρεά τῆς Χάριτος πού ἐλάμβανε, στήν οὐσία, ἄπειρος ὤν, ἐνόμιζε, ὅτι αὐτό ἴσως θά ἐσυνεχίζετο ἐπ᾽ ἀόριστον.
Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἀποδεικνύει ὅτι, μετά ἀπό τέτοιες ἐμπειρίες, ἀκολουθεῖ ἕνα ἄλλο φαινόμενο, τό ὁποῖο λέγεται ”ἄρσις τῆς Χάριτος”, κατά τό ὁποῖο, κατά θείαν Πρόνοιαν, συμβαίνουν διάφοροι ὀδυνηροί πειρασμοί. Καί ἐκεῖ φαίνονται οἱ καρτερόψυχοι.
Πολλές εἶναι οἱ περιπτώσεις πού ὁ Θεός δίνει τήν Χάρι Του καί, γενικῶς, εὐλογεῖ μέ τόν α´ ἤ β´ τρόπο, ὅποιον κόβει ὁλοπρόθυμα τό θέλημά του καί κάνει ὑπακοή.
Στό σημεῖο αὐτό, κάνοντας μέ τήν σειρά μου ὑπακοή, μιᾶς καί περί ὑπακοῆς ὁ λόγος, ὀφείλω νά ἀναφέρω – μιᾶς καί μοῦ τό ἐζήτησε ἐπιμόνως ὁ Γέροντάς σας – ἕνα προσωπικό μάθημα-πάθημα ὑπακοῆς:
Ὅταν ἤμουν δόκιμος μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπεφασίσαμε ἀπό κοινοῦ μέ τόν Γέροντά μου π. Ἰσαάκ τόν Λιβανέζο καί τόν Γέροντα Παΐσιο νά μονάσω καί νά ἱερωθῶ ἐκτός Ἁγίου Ὄρους. Οἱ Γέροντες μοῦ ἔδωσαν τήν εὐλογία τους. Περιττό νά ποῦμε ὅτι ὁ Γέροντας Παΐσιος εἶχε κάνει μεγαλόσχημο τόν π. Ἰσαάκ.
Στήν ἀρχή, δέν εἶχα εὐλογία, ἀπό κανέναν ἀπό τούς δύο Γεροντάδες, νά πάω εὐθύς ἐξ ἀρχῆς στήν ἡσυχία ἐκτός Ἁγίου Ὄρους κατά μόνας, λόγῳ τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας μου, ἀλλά καί τοῦ ἀπείρου τῆς πνευματικῆς μου καταστάσεως. Δηλαδή, δέν μοῦ ἐπετράπη νά μονάσω μόνος μου σέ ἐρημικό μέρος. Ἔτσι ἐξεκίνησα, ἀναγκαστικά τότε, ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὡς διάκονος.
Ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς διάκονος εἰς τήν Θεσσαλονίκη, ἐρώτησα τούς Γεροντάδες: « Θέλετε, πρέπει, ἔχει εὐλογία, νά σπουδάσω Θεολογία;». Ἀμφότεροι οἱ Γεροντάδες μοῦ ἀπήντησαν: «Δέν χρειάζεται νά πᾶς». Κι ἔτσι δέν πῆγα τότε. Μετά ὅμως ἀπό δύο χρόνια, μοῦ ἐδόθη ἀβιάστως εὐλογία γιά κατά μόνας ἡσυχία καί ἐγκατεστάθην εἰς τό ταπεινό μου Μοναστήρι, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος, ὅπου, δι᾽ εὐχῶν τῶν Γεροντάδων, εὑρίσκομαι ἕως καί τήν σήμερον, ἐδῶ καί 22 ἔτη.
Ὅταν πρωτοῆλθε στό Μοναστήρι μου ὁ Γέροντάς μου Ἰσαάκ, ἐπειδή ”ἐφοβήθη” -μέ τήν καλή ἔννοια- τήν πολλή ἡσυχία, τό ὅτι δέν εἶχε βατό αὐτοκινητόδρομο πρός τό Μοναστήρι, κλπ., μοῦ εἶπε, ἀπό μόνος του, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τό ἑξῆς: «Νά πᾶς νά σπουδάσης Θεολογία. Δέν χρειάζεται νά παρακολουθῆς τίς παραδόσεις. Ἁπλῶς νά δίνης τά μαθήματα, γιά νά ἔχης ἔτσι πρισσότερο χρόνο, ἀφορμή καί δικαιολογία νά σέ βλέπωμε πιό συχνά στό Ἅγιον Ὄρος καί νά ξεφεύγης λίγο καί ἀπό τήν συνεχῆ ἡσυχία ἐδῶ. Ἀλλά, προηγουμένως, ρώτησε καί τόν π. Παΐσιο καί ὅ,τι ἐκεῖνος σοῦ πῆ, αὐτό νά κάνωμε». Περιττό νά εἴπω ὅτι αὐτό μοῦ ἦλθε ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ.
Ὅταν ἐρώτησα σχετικά τόν Γέροντα Παΐσιο, μοῦ εἶπε: «Τώρα νά πᾶς, νά πάρης καί ἕνα χαρτί. Νά εἶσαι ὅμως καλή μέλισσα – νά παίρνω δηλαδή μόνο τά ὠφέλιμα ἀπό τήν Σχολή. Μόνο νά μή βιαστῆς νά τήν τελειώσης γρήγορα». Δηλαδή, μοῦ ἐτόνισε νά μήν ἀγχωθῶ νά πάρω γρήγορα τό πτυχίο. Καί ἔτσι ἔκανα ἕξι χρόνια νά τήν τελειώσω.
Ὡς ἐκ τούτου, ἔδωσα εἰσαγωγικές ἐξετάσεις, κλπ. Λόγῳ ὅμως ἀπειρίας, ὀρθολογισμοῦ καί ἀνωριμότητος, πολλές φορές ἐμονολογοῦσα καί ἔλεγα: «Καλά, γιά δύο χρόνια ἤμουν κοντά στήν Θεολογική Σχολή καί δέν εἶχα εὐλογία να σπουδάσω Θεολογία – πρᾶγμα πού καθόλου, βέβαια, δέν μέ πείραζε – καί τώρα πού εὑρίσκομαι 300 χιλιόμετρα μακρυά ἀπό τήν Σχολή, θά πρέπη νά πάω;».
Σκεφτόμουν, ὅτι θά ἔπρεπε νά δώσω ἐξετάσεις σέ 80 μαθήματα, κλπ. – πού, αὐτά, ὅσο ἁπλᾶ καί νά εἶναι, δημιουργοῦν ἄγχος, κούρασι, κλπ. – καί ἔλεγα: «Τί λογική ἔχουν ὅλα αὐτά; Καί μάλιστα, ἐνῷ πρίν ἀπό δύο χρόνια, ὅταν τούς εἶχα ρωτήσει, μοῦ εἶπαν ”ὄχι”, τώρα, μοῦ λέγουν ἀπό μόνοι τους, χωρίς κἄν νά τούς ἐρωτήσω ”νά πᾶς”».
Βλέπετε, ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί τό ταγκαλάκι μέ τσίγκλιζαν. Παρά ταῦτα, ἔκανα ὑπακοή καί ἐπῆγα στήν Θολογική Σχολή. Τώρα, τί ἔγινε μετά ταῦτα καί γιά ποιόν λόγο σᾶς τά λέγω αὐτά; Ἔχει σημασία γιά τό θέμα μας.
Τήν ἡμέρα πού ἐπῆρα τό πτυχίο τῆς Θεολογίας – καί ὡς ἐκ τούτου εὑρισκόμουν στήν Θεσσαλονίκη -, ”πετάχτηκα” μέχρι τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως Χαλκιδικῆς, διότι τότε εὑρίσκετο ἐκεῖ ὁ Γέροντάς μου, ὁ π. Ἰσαάκ, κατάκοιτος.
Τόν ἐβρῆκα ἔξω ξαπλωμένο σέ μία εἰδική πολυθρόνα νά εἶναι σέ κατάστασι σάν σέ ”φυτό” καί δέν ὡμιλοῦσε καθόλου. Ἀπ᾽ ὅ,τι μέ ἐπληροφόρησαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι, συνεχῶς ἐκοιμᾶτο. Εἶχε βγῆ ἀπό τό νοσοκομεῖο, ὅπου εἶχε εἰσαχθῆ γιά ἀρκετό καιρό, ταλαιπωρούμενος ἀπό κάποιες ἀρρώστειες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀλλά καί λόγῳ ἄλλων συγκυριῶν, εἶχα πολύ καιρό νά τόν δῶ, μῆνες. Πρωτοφανές, βέβαια, αὐτό, γιά μένα.
Γιά νά μή μακρυγορῶ μέ ἄλλες σοβαρές λεπτομέρειες πού δέν ἀφοροῦν τό σημερινό μας θέμα, τήν στιγμή πού τόν ἐπλησίασα χωρίς νά τόν ἀγγίξω γιά νά πάρω τήν εὐχή του, ὁ π. Ἰσαάκ, ὅλως παραδόξως, ἄνοιξε τά μάτια του καί ζήτησε νά μείνωμε οἱ δυό μας. Καί τοῦτο, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι εἶχα, ὅπως εἴπαμε, νά τόν δῶ πολύ καιρό.
Συζητήσαμε, γιά περισσότερο ἀπό μισή ὥρα, μοῦ εἶπε πράγματα πρωτοφανῆ, καταπληκτικά, πάρα πολύ συγκινητικά – τά πιό πολλά ἀπ᾽ αὐτά, βέβαια, εἶναι ἀπόρρητα. Βέβαια, παράλληλα μέ ὅλα αὐτά, ἐγώ τότε ἀποροῦσα μέσα μου καί ἀναρωτιόμουν καί ἔλεγα ”μά, ὅλα καλά, ἀλλά γιατί μοῦ τά λέει αὐτήν τήν ὥρα ὅλα αὐτά, μόλις δηλαδή πού ἐβγῆκε ἀπό τό νοσοκομεῖο;” Καί ἀποροῦσα, ἐπειδή εἶχα πιστεύσει ὅτι ὁ π. Ἰσαάκ εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά, λόγῳ τῆς διαυγείας πού εἶχε ὁ νοῦς του, τό κέφι πού εἶχε καί τήν ἀναστάσιμη γλυκύτητα πού ἐξέπεμπε, ὅταν ὡμιλούσαμε.
Μετά, μοῦ ἐζήτησε, πρίν ἀναχωρήσω γιά τό Μοναστήρι μου στήν Λαμία, νά τόν συνοδεύσω στήν τουαλέττα. Καί ἐκεῖ, πρίν μπῆ στήν τουαλέττα, πιό συγκεκριμένα στόν νιπτῆρα πού ὑπῆρχε στόν προθάλαμο τῆς τουαλέττας, ὁ π. Ἰσαάκ μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του ξανά, γιά τελευταία φορά, καί μοῦ εἶπε νά πάω στό καλό, νά ἐπιστρέψω στήν Μονή μου. Ἔφυγα κατενθουσιασμένος καί χαρούμενος, γιά πολλούς λόγους, καί κυρίως ἐπειδή ἐνόμιζα ὅτι ὁ Γέροντάς μου εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά.
Ἀπ᾽ ὅ,τι ὅμως μέ ἐπληροφόρησαν τήν ἑπομένη, πού μέ ἐβρῆκαν στό τηλέφωνο, ἐκεῖ, στόν νιπτῆρα, ἐλιποθύμησε καί μετά ἀπό λίγα λεπτά ἀπεβίωσε.
Μέ ὅλα αὐτά, πού ἐντελῶς ἐπιγραμματικά ἀναγκάστηκα κατόπιν πιέσεως ἀπό τόν Γέροντά σας νά ἀναφέρω εἰς τήν καλωσύνη σας, θέλω νά πῶ, ὅτι, ἄν δέν ἔκανα ὑπακοή ὅταν εἶχα πάει στό Μοναστήρι μου, νά πάω στήν Θεολογική Σχολή, δέν θά εἶχα αὐτήν τήν εὐλογία καί παρηγοριά ἀπό τόν Θεό, πού σᾶς ἀνέφερα. Διότι, ὅπως καταλαβαίνετε, ἐκ πρώτης ὄψεως δέν φαίνεται καί τόσο καλογερικό νά ἀφήνη κάποιος τήν ἡσυχία καί νά συμφύρεται μέ τόν φοιτητόκοσμο, κλπ.
Ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀναλογίζομαι ὅτι, ἐάν ἐπέμενα, ἄμεσα, ἔμμεσα, ἤ μέ σοφιστεῖες, καί ἐπήγαινα καί ἐβίαζα τούς Γεροντάδες καί ἀποσποῦσα ἔτσι τήν εὐλογία τους νά πάω στήν Θεολογική Σχολή δύο χρόνια πρίν, ὅταν ἤμουν δηλαδή στήν Θεσσαλονίκη, τότε, ἀπ᾽ ὅ,τι ἀποδεικνύεται ἀπό τά γεγονότα, δέν θά εἶχα αὐτήν τήν παρηγοριά, ἡ ὁποία, ὡς ἀσθενής πού εἶμαι, μοῦ ἦταν ἀπαραίτητη.
Κάτι ἀνάλογο συνέβη καί μέ τόν Γέροντα Παΐσιο, κατά τήν περίοδο 1993–94. Τότε παρέμενε ἄρρωστος, μέ καρκῖνο, εἰς τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Σουρωτῆς.
Τότε, μέ ἀφορμή-δικαιολογία τίς σπουδές μου στήν Σχολή, μοῦ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά κάνωμε, δι᾽ εὐχῶν τοῦ Γέροντος, ἀρκετές ἀκολουθίες, Λειτουργίες, Εὐχέλαιο, κλπ., μέ τόν μακαριστό Γέροντα Παΐσιο, καί νά κληθῶ νά τόν κοινωνήσω τό τελευταῖο Πάσχα τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του (1994). Καί, δέν εἶναι μόνο αὐτό, βέβαια, ἀλλά, ἐπί πλέον, ἐπῆρα πολλές σοφές ἀπαντήσεις πού μοῦ ἔδινε ὁ ἅγιος Γέροντας, μέχρι τήν τελευταία στιγμή, σέ ἀπαιτητικές ἐρωτήσεις μου, ὄχι μόνο σέ προσωπικά θέματα, ἀλλά καί σέ θέματα γενικοῦ πνευματικοῦ ἐνδιαφέροντος. Μάλιστα, ἰδιαιτέρως μέ συγκινεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό μόνος του ὁ Γέροντας μοῦ ἐπέστησε τήν προσοχή σέ κάποια σοβαρά θέματα, πού λόγῳ τῆς ἀνωριμότητός μου τότε δέν μέ ἀπασχολοῦσαν.
Ἐάν, λοιπόν, δέν ἔκανα τότε ”παράλογη” ὑπακοή νά πάω στήν Θεολογική Σχολή καί νά ἀφήσω τήν ”γλυκυτάτη ἡσυχία”, δέν θά εἶχα, ὅπως συμπεραίνεται ἀπό τά μετέπειτα γεγονότα – πάντα ἀναξίως – αὐτές τίς πνευματικές παρηγοριές, ἀλλά καί πολλές ἄλλες, γιά τίς ὁποῖες βέβαια εἴμαστε ἐντελῶς ἀναπολόγητοι, ἀλλά ἐλπίζομε στίς εὐχές τῶν Γερόντων.
Τί λένε, γιά τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, οἱ ἅγιοι Πατέρες; Ἀνέπαυσες τόν Γέροντα; Ἄν ναί, ἀνέπαυσες τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Κάποιες φορές, δυστυχῶς, ἡ ἐφαρμογή τῆς ὑπακοῆς μᾶς φαίνεται δύσκολη, ἄδικη, ἤ ἀκατανόητη, λόγῳ τῶν ἰδικῶν μας ἀδυναμιῶν, συγκυριῶν, ἀλλά καί λόγῳ, φυσικά, τοῦ πειρασμοῦ. Διότι, ἐκεῖ πού πάσχομε, θά ἐπιστρατεύση ὁ πολυμήχανος Διάβολος ὅλες τίς δυνάμεις καί θά μᾶς χτυπήση ἀλύπητα καί πολυποίκιλα μέ δυνατή, κατά τό φαινόμενο, ἐπιχειρηματολογία. Μάλιστα, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού μᾶς κατοχυρώνει τήν σατανική ἐπιχειρηματολογία του ἀκόμη καί πατερικῶς, φέροντάς μας παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἁγίους Πατέρες, τά Γεροντικά, κλπ. Διάβολος εἶναι καί ξέρει… Καί ὅλα αὐτά, προκειμένου νά μᾶς πείση, ὅτι αὐτή ἡ ὑπακοή εἶναι δύσκολη, εἶναι ἀδύνατη, ὅτι δέν πρέπει νά γίνη ἀπό ἐμᾶς, κ.ο.κ.
Ἐμεῖς, τότε, πρέπει νά μή ταρασσώμεθα καθόλου ἀπό ὅλα αὐτά. Μάλιστα δέν πρέπει νά ἀπαντᾶμε καθόλου σ᾽ αὐτούς τούς σατανικούς λογισμούς. Οἱ δαιμονικοί λογισμοί πού ἔρχονται στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἁμαρτία. Μάλιστα, ὄχι ἁπλῶς μόνον δέν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά ὅταν τούς ὑπομένωμε, χωρίς νά κάνωμε συγκατάθεσι, θά ἔχωμε ἐπί πλέον καί μισθό ἀπό τόν Θεό, διότι ὑπομένομε τήν τυραννία καί τήν δυσωδία τῶν λογισμῶν τοῦ Διαβόλου.
Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις, λοιπόν, πρέπει νά ἔχωμε ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα – Γερόντισσα – σέ ὅ,τι μᾶς λέει. Χρειάζεται ἑπομένως κατά Θεόν ἀδιαφορία καί ἀναισθησία στούς λογισμούς ἀμφιβολίας, μέ προσευχή, συντριβή νοός, ταπείνωσι, ἁπλότητα, χωρίς ἐμπιστοσύνη στήν κρίσι μας. Πρέπει νά βάλωμε τόν νοῦ μας στό ”ψυγεῖο”, ἤ μᾶλλον στόν ”καταψύκτη” μέχρι νά ξεμπλοκάρη καί νά ξεθολώση.
Μέ πνευματικό λοιπόν ἀγῶνα, νά ἔχωμε μοναδικό σκοπό ἐκείνην τήν ὑπακοή στήν ὁποία ἐντελλόμεθα, αὐτήν νά κρατήσωμε ἀκεραία καί ἀνόθευτη, χωρίς ἀλλοιώσεις, προσμίξεις, προσθαφαιρέσεις, κλπ. Αὐτήν, λοιπόν, τήν φαινομενικά δύσκολη ὑπακοή πρέπει νά βαδίσωμε καί νά φέρωμε εἰς πέρας. Μόνον ἔτσι, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, θά προαγώμεθα ἐν Κυρίῳ καί θά ἀπαλλασσώμεθα ἀπό τά ποικίλα μας προσωπικά, φανερά καί κυρίως κρυφά πνευματικά μικρόβια, πού πολλές φορές φθείρουν τήν πνευματική μας ὅρασι, τόσο ὥστε νά διαχέεται γύρω μας ἕνα πλατύ καί παχύ στρῶμα παγιωμένης πνευματικῆς ὀμίχλης, πού δυστυχῶς, ἐνίοτε, μᾶς φαίνεται ὡς φυσική κατάστασις.
Ἄν ὅμως ἀρχίσουν οἱ λογισμοί νά μᾶς λένε, ὅτι ”ὁ Γέροντας – ἡ Γερόντισσα κάνει π.χ. διακρίσεις, ἤ ὅτι ἔχει αὐστηρότητα, ἤ ὅτι δέν κατενόησε τό πρόβλημα ἤ τό θέμα, ἤ ὅτι δέν δείχνει συγκατάβασι, ἀγάπη, κλπ., τότε πρέπει ἀμέσως νά ἀποβάλωμε αὐτούς τούς θανατηφόρους λογισμούς, νά μή πιάσωμε τήν παραμικρή κουβέντα μαζί τους, διότι, αὐτοί εἶναι λογισμοί πού προέρχονται, ἤ ἔστω ἐνισχύονται, ἀπό τόν Διάβολο, ὁ ὁποῖος ἔχει πρωταρχικό στόχο νά μᾶς χωρίση ἀπό τόν Γέροντα – Γερόντισσα – καί ἀπό τους παραδελφούς – παραδελφές μας.
Ὁ βασικός σκοπός τοῦ ἀρχεκάκου καί πολυπείρου ὄφεος εἶναι νά σπέρνη διχόνοια, ζήλειες, ἀμφιβολίες, διάσπασι, μερικές φιλίες καί πολλά ἄλλα ἀνάμεσα σέ παραδελφούς – παραδελφές. Θλιβερό ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι νά δημιουργοῦνται, σέ ἀδελφότητες, ἐσωτερικά κόμματα, ”πηγαδάκια” κλπ., καί νά ρίχνωμε εὐθύνες καί νά γινώμεθα αὐστηροί κριτές τοῦ Γέροντα – τῆς Γερόντισσας – καί τῶν παραδελφῶν.
Δέν εἶναι, δυστυχῶς, λίγες οἱ φορές, πού ἀδελφοί – ἀδελφές – ἀπασχολοῦν τόν Γέροντα – τήν Γερόντισσα – γιά θέματα πού νομίζουν ὅτι ὑφίστανται στό Μοναστήρι, ἐνῶ, στήν οὐσία, εἶναι κατασκευή τοῦ Σατανᾶ.
Ἔλεγε κάποιος Γέροντας: «Τί νά κάνω, παιδί μου… Ἐκτός τῶν ἄλλων, χρειάζομαι κόπο καί ὀδύνη γιά νά γκρεμίζω τίς σατανοκατασκευές πού συναρμολογοῦνται, τῇ εὐχῇ τοῦ Διαβόλου, πρίν αὐτές βάλουν γερά θεμέλια στίς ψυχές τους καί ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ, οἱ ὑποτακτικοί μου. Καί ἐνῶ αὐτοί αὐταπατώμενοι θά νομίζουν καί θά πιστεύουν ὅτι ζοῦν στόν νοητό Παράδεισο, στό μοναστήρι, στήν πραγματικότητα θά εὑρίσκωνται στό ”σατανοκατασκευαστήρι”». Προφανῶς καί δυστυχῶς, ἐδῶ, ἐννοοῦσε, ὁ σοφός καί ἔμπειρος Γέροντας, ὅτι σωματικῶς μέν θά ἦσαν στό μοναστήρι, ἐνῶ νοερῶς, ἐν προαιρέσει, θά εὑρίσκωνται ἐκεῖ πού τούς εἶχε βάλει ὁ Διάβολος.
Ποτέ δέν πρέπει νά ἀπογοητευώμεθα, ἀρκεῖ νά ἔχωμε ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα – Γερόντισσα. Δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα – Γερόντισσα; Τότε, δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη οὔτε στόν Θεό.
Ἐπίσης, πρέπει νά προσέχωμε τήν ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς. Ἔλεγε κάποιος ὑποτακτικός: «Κάποτε πρέπει νά κάνω σωστή ὑπακοή». Καί χωρίς νά προσπαθῆ, ἐσκέφτετο καί μονολογοῦσε: «Ἄ, ἔχω ἀκόμη καιρό». «Ἡ ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς, ἔλεγε ὁ διακριτικός καί ἔμπειρος Γέροντάς του, τί εἶναι; Εἶναι ἀλλαγή βολῆς». Εἶναι βολή πνευματική ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ ὑποτακτικοῦ, εἶναι στήν οὐσία διαβολική βολή, ἤ μᾶλλον σατανικές βολές. Ἐνῶ, ἡ σωστή ὑπακοή, τί εἶναι; Εἶναι βολή ἐναντίον τοῦ Διαβόλου καί τῆς ἐν γένει συμμορίας του.
Ἡ ἀναβολή τῆς ὑπακοῆς καί ἡ παρακοή εἶναι θανάσιμες βολές ἐναντίον τοῦ ἰδίου μας τοῦ ἑαυτοῦ. Δέν ὑπάρχει ἀναβολή ὑπακοῆς, δέν πρέπει νά ὑπάρξη οὔτε κατά τό ἐλάχιστον. Ἡ ὑπακοή δέν ἔχει τέλος, οὔτε στάσεις καί ἀναβολές. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ πιό δραστική καί εὔστοχη βολή, πού καταστρέφει ὁλοσχερῶς τά πολυποίκιλα διαβολικά τεχνάσματα. Στήν χριστοκεντρική ὑπακοή ἐγγυητής εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμις τοῦ πραγματικοῦ μοναχοῦ. Μέ τήν ὑπακοή ὁ μοναχός χαριτώνεται. Ἡ παρακοή δέν εἶναι, ἁπλῶς, χωρισμός ἀπό τόν Γέροντα, ἀλλά καί ἀπό τόν Χριστό. Λέγει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Μή παραξενευθῆς γιά ὅ,τι πρόκειται νά πῶ. Ἔχω σ᾽ αὐτό συνήγορο τόν ἴδιο τόν Μωϋσῆ. Εἶναι προτιμότερο νά ἁμαρτήσωμε στόν Θεό παρά στόν Γέροντά μας. Διότι, ἄν παροργίσωμε τόν Θεό, ἔχει τήν δύναμι ὁ διδάσκαλός μας νά μᾶς συμφιλιώση μέ Αὐτόν. Ἄν, ὅμως, ἐξοργίσωμε τόν Γέροντά μας, δέν θά ἔχωμε πλέον κάποιον γιά νά μεσιτεύση στόν Θεό πρός χάριν μας. Ἐμένα δέ μοῦ φαίνεται, ὅτι καί τά δύο ἔχουν τήν ἴδια βαρύτητα» (Λόγος Δ´. Περί Ὑπακοῆς, §126).
Γι᾽ αὐτό, πρέπει νά παίρνωμε εὐλογία γιά ὅλα. Σχετικά, ἔλεγε ὁ παπα-Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης:
Κάποιος μοναχός ἐδιηγεῖτο: «Κάποια φορά, κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑξαψάλμου, δίπλα μου ἐκαθόταν ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός καί τό μπαστούνι του κατά λάθος ἀκουμποῦσε στό πόδι μου. Καί μάλιστα, ἐπειδή ὅλη ἡ δύναμις πού ἐστηρίζετο διωχετεύετο μόνον σέ ἕνα δάκτυλό μου, ἐπονοῦσα ἀρκετά. Ὁ Γέροντάς μου ὅμως, μοῦ εἶχε πῆ κατά τήν ὥρα τοῦ Ἑξαψάλμου μόνο ἀναπνοή νά παίρνω καί αὐτήν ἀναγκαστικά. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἔκανα ὑπομονή ἕως ὅτου νά τελειώση ὁ Ἑξάψαλμος καί δέν μετεκίνησα τό πόδι μου. Ἔκανα ὑπακοή στόν Γέροντά μου καί εἶμαι ἀναπαυμένος». Τί συγκινητικό!
Ἐδῶ, ἄς ἀναφέρωμε καί τό ἀντίστροφο τοῦ προηγουμένου, κατά κάποιο τρόπο. Μία ἀληθινή ἱστορία, λίγο ἀστεία, πού μοῦ ἀνέφερε ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: Ἕνας Γέροντας, γιά κάποιο ἀτόπημα, ἔβαλε κανόνα σέ δύο ὑποτακτικούς του νά βάλουν ρεβύθια μέσα στά παπούτσια τους γιά κάποιες ὧρες καί ἔτσι νά περπατοῦν καί γενικῶς νά κάνουν, ὑπό τοιαύτας ὀδυνηράς συνθήκας, τά προβλεπόμενα διακονήματα τῆς ἡμέρας.
Ὅταν ἐπέρασε τό χρονικό διάστημα τοῦ κανόνα καί οἱ ὑποτακτικοί ἐπῆγαν νά βάλουν μετάνοια ὡς εἴθισται στόν Γέροντα, ὁ Γέροντας εἶδε τόν ἕναν ὑποτακτικό νά ὀδυνᾶται καί νά περπατάη μέ πολύ μεγάλη δυσκολία – ἡ ὀδύνη φαινόταν ἀκόμη καί στό πρόσωπό του. Ἐνῷ τόν ἄλλον ὑποτακτικό τόν εἶδε νά εἶναι ἄνετος καί νά περπατάη χωρίς τήν παραμικρή δυσκολία. Τότε, ὁ Γέροντας ἐρώτησε αὐτόν τόν ὑποτακτικό, τόν ἄνετο: «Δέν πονοῦν τά πόδια σου, παιδί μου;». Καί ἐκεῖνος, ἀπήντησε: «Ὄχι, Γέροντα, διότι ἔβαλα τά ρεβύθια στά παπούτσια μου, ὅπως εἴπατε. Ἀλλά, πρίν τά βάλω, πρῶτα τά ἔβρασα. Διότι εἴπατε ἁπλῶς νά βάλωμε ρεβύθια. Δέν μᾶς διευκρινήσατε, βρασμένα ἤ ὄχι»….!
Καί κάτι ἀκόμη, στήν ἴδια ”συχνότητα”: Ἕνας Γέροντας ἔκανε μάθημα περί ὑπακοῆς σέ ἕναν ἀρχάριο καί ἁπλό μοναχό. Ὅταν ἐτελείωσε, τοῦ λέγει ὁ ὑποτακτικός: «Μοῦ τά ἐξήγησες ὅλα καλά, Γέροντα. Ἀλλά, μήπως γιά νά τά χωνέψω ὅλα αὐτά καλύτερα, θά μοῦ ἦταν πιό ὠφέλιμο, γιά ἕνα διάστημα, νά ἔκανες ἐσύ πρῶτα ὑπακοή σέ μένα, γιά νά δῶ στήν πρᾶξι πῶς γίνεται ἡ ὑπακοή πού μοῦ δίδαξες; Καί, μετά, ὅταν τό ἐμπεδώσω, σοῦ ὑπόσχομαι, Γέροντα, ὅτι θά φροντίσω νά τήν ἐφαρμόσω κι ἐγώ»…..!
Πάντως, καί ἡ ἀναξιότης μου, δέν σᾶς κρύβω, σεβαστέ μου Γέροντα, σεβαστές Γερόντισσες καί ἀδελφές, ὅτι ἔχω πάρει πολλά πρακτικά μαθήματα ὑπακοῆς, πού ἔχουν μείνει ἀνεξίτηλα στήν μνήμη μου, ἀπό τήν πνευματική σχέσι-ὑπακοή πού εἶχε καί ἔκανε ὁ Γέροντάς μου π. Ἰσαάκ στόν Γέροντα Παΐσιο.
Εἶπε Γέρων: «Ὅσο δυσβάστακτο καί νά θέλη νά μᾶς παρουσιάση ὁ Διάβολος τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς – διότι ἀγωνίζεται μετά μανίας νά μᾶς τόν παρουσιάση ἔτσι -, νά γνωρίζωμε, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀσφαλής, εὐλογημένος, ἐγγυημένος καί πιό εὔκολος δρόμος πρός ἁγιασμόν».
Στήν ὑπακοή δέν ὑπάρχουν, οὔτε γκρεμοί, οὔτε χαράδρες, οὔτε ἐνέδρες, κλπ. Ἀντιθέτως, ὁ δρόμος τῆς παρακοῆς στήν ἀρχή φαίνεται βατός, εὐθύς καί εὔκολος. Μάλιστα δέ, κάποιες φορές μᾶς δημιουργεῖ ἐπιφανειακή ”εἰρήνη”, ὄχι κατά Θεόν – μπορεῖ δηλαδή κάποιος νά αἰσθανθῆ προσωρινή ἀνακούφισι -, καί τελικά ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι μία πνευματική ἐνέδρα. Τό πότε θά φανῆ καί θά ἐκδηλωθῆ αὐτό, βέβαια, δέν ἔχει σημασία, πάντως, ἀργά ἤ γρήγορα, θά ἐκδηλωθῆ. Εἶναι μία παγίδα, πού, ὅσο περπατάει πάνω σ᾽ αὐτήν ὁ παρήκοος, ἀνέμελος καί σίγουρος γιά τήν ”σοφία” του μοναχός, τόσο καί πιό πολύ παγιδεύεται καί ἐγκλωβίζεται μέσα στόν λαβύρινθο τοῦ Σατανᾶ. Ὁ ὁποῖος Διάβολος ἔχει τήν ἱκανότητα νά μᾶς αὐτοδικαιώνη, γιατί εἶναι ἄριστος δικηγόρος. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καί τέλεια ”πατερική ἐπιχειρηματολογία”. Ἐδῶ, ὅμως, ἰσχύει ἐκεῖνο πού λέμε λαϊκά: ”Ἡ ἐγχείρησις ἐπέτυχε, ἀλλά ὁ ἀσθενής ἀπεβίωσε”.
Γι᾽ αὐτό, στήν ἀπευκταία αὐτήν περίπτωσι, μέ τά πρῶτα συμπτώματα τοῦ ἐπερχομένου πνευματικοῦ μας θανάτου, μέ τά πρῶτα ”καμπανάκια” πού ἡ θεία Πρόνοια ἀπό ἀγάπη θά ἐπιτρέψη νά ἠχήσουν γιά νά συνέλθωμε, ἀμέσως νά ἀναθεωρήσωμε, χωρίς ἀπογοήτευσι καί μελαγχολία τήν λανθασμένη τακτική μας. Καί, τό ταχύτερο δυνατόν, νά φροντίσωμε νά τακτοποιηθοῦμε πάλι στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς μέ τόν Γέροντα καί τήν ἀδελφότητα, διότι ἡ τιμή καί ἡ τακτοποίησις ”ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει”, ἐπί τόν Θεόν δηλαδή. Σέ μελαγχολικούς διαβολικούς λογισμούς δέ τοῦ τύπου ”πῶς νά τό γυρίσω τώρα καί νά ἀλλάξω στάσι, ἔγινα ἤδη ρεζίλι, στενοχώρησα τόν Γέροντα, τήν ἀδελφότητα, κλπ.”, νά τιναζώμεθα μακρυά ὡς ἀπό πορνείας, κατά τόν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος (Λόγος Δ´, Περί Ὑπακοῆς, § 9).
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος: «Ἐπειδή δέν θέλομε νά ὑπομείνωμε μικράν θλῖψιν, χάριν τοῦ Κυρίου, περιπίπτομεν ἀκουσίως εἰς πολλάς καί κακάς θλίψεις…», κλπ.
Φυσικά, ἡ ὑπακοή πρέπει νά εἶναι χριστοκεντρική, δηλαδή μέ ἁγνᾶ κατά Χριστόν μόνον ἐλατήρια, χωρίς ἄλλες ἀτελείωτες ἐμπαθεῖς προσμίξεις ἀμφιβόλου προελεύσεως… Ὁ ὑποτακτικός ὀφείλει, κυρίως, νά ἔχη ταπείνωσι καί ὄχι ἔπαρσι. Ἡ ὑπακοή χωρίς αὐτά, ἀκόμη καί ἄν φαντάζη ”τελεία” ἐξωτερικά, δέν εἶναι ὑπακοή κατά Θεόν, ἀλλά, πολλές φορές, καταντᾶ νά εἶναι ἕως καί κατά Διάβολον. Διότι, ἡ ὑπακοή, ὅπως καί ἡ ἐν γένει ἐργασία τῶν ἐντολῶν δέν εἶναι παρά μέσα καθάρσεως καί ὄχι αὐτοσκοπός.
Στήν μή θεάρεστη ἐγωϊστική ὑπακοή, κάνουν παρέλασι πολλά διαβολάκια μέσα μας, πού θέλουν νά μᾶς ὁδηγήσουν σέ αὐτοεπαίνους μέ πολύ λεπτό καί ὕπουλο τρόπο. Μᾶς ὑποβάλλουν δηλαδή ὅτι δῆθεν εἴμαστε κάτι, ἀφοῦ σέ ὅλα λέμε ”νἆναι εὐλογημένο”, καί ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύεται μέ μᾶς, ὅτι ἔχομε ἀναπαύσει τόν Γέροντα – τήν Γερόντισσα – καί ὅτι διαφέρομε ἀπό τούς παραδελφούς – παραδελφές -, κλπ. Διότι, ἔτσι ἀναπαύομε τόν κενόδοξο λογισμό μας καί τόν Διάβολο, πού μᾶς θέλει κενοδόξους, ὑπερόπτες, κλπ. Καί ἄν ἀφήσωμε νά παρελαύνουν τέτοιοι λογισμοί, μετά βάζομε καί παράσημα στόν ἑαυτό μας, ὅτι δῆθεν εἴμαστε ὑπόδειγμα ὑπακοῆς, καί, σέ πιό ”προχωρημένες” – χειρότερες καταστάσεις κατακρίνομε τούς παραδελφούς μας, ὅτι αὐτοί δέν κάνουν ὑπακοή, ὅπως ἐμεῖς, ὅτι στενοχωροῦν καί θλίβουν τόν Γέροντα, κλπ.
Ἀκοῦμε δηλαδή τούς λογισμούς πού μᾶς σερβίρει ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος, στήν περίπτωσι αὐτή, μιμεῖται τόν ψυχισμό μας, τήν νοοτροπία μας, τήν χροιά μας, τόν συναισθηματισμό μας, τήν ἐξυπνάδα μας, συντονίζεται στήν πνευματικο-οργανική μας ἰδιοσυχνότητα, μέ μία φρᾶσι μιμεῖται τά πάντα μας, γιά νά νομίσωμε ὅτι αὐτές οἱ σκέψεις πού μᾶς ὑποβάλλει εἶναι ἀποκλειστικά 100% δικές μας. Γι᾽ αὐτό καί εἶναι πάρα πολύ δυσδιάκριτη ἡ προέλευσίς τους. Μᾶς τά ”πασσάρει”, ὅλα αὐτά, ὁ Διάβολος, λές καί τόν πῆρε ὁ πόνος γιά τήν Γερόντισσα καί τήν λοιπή ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα.
Ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε σχετικά: «Μέ ἕνα διαβολάκι, καί ὅλοι οἱ δικηγόροι νά μαζευτοῦν, δέν μποροῦν νά τά βγάλουν πέρα». Εἶναι σάν τήν Λερναία Ὕδρα τοῦ Ἡρακλῆ. Ὅταν κόβουμε ἕναν λογισμό, ὁ Διάβολος μᾶς δημιουργεῖ ἄλλους ”ἐννέα” – πολλούς δηλαδή καινούργιους λογισμούς – καί ἔτσι δημιουργεῖται μέσα μας ἐγκεφαλικός σατανικός λαβύρινθος καί ἀδιέξοδο. Σ᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις ἐπιβάλλεται περιφρόνησις.
Ἐνῶ, ὅταν ἡ ὑπακοή εἶναι ἁγιοπνευματικο-κατευθυνομένη, ὅταν δηλαδή γίνεται μέ ταπεινό φρόνημα, κλπ., τότε εἶναι μία κατάστασις, στήν ὁποία, ἐνῷ κάνωμε πλήρη καί σωστή ὑπακοή, ὅλως παραδόξως – ὧδε ἡ Ὀρθόδοξος πνευματικότης – ἐμεῖς πιστεύομε καί νοιώθομε ὅτι δέν εἴμαστε ὑπάκοοι, ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός. Αἰσθανόμεθα δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνος ὁ μακάριος μοναχός πού εἶπε πρό τοῦ θανάτου του: «Δέν ἔχω πῆ ἕνα ”Κύριε ἐλέησον” ὅπως θά τό ἤθελε ὁ Θεός». Καί, ὡς ἐκ τούτου, κάνομε ἀγῶνα καί εὐχόμεθα νά ἀποκτήσωμε κάποτε ὑπακοή εὐάρεστη τῷ Κυρίῳ. Ἄλλωστε, τίποτε δέν εἶναι ἰδικό μας. Ὅλα μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ δίδονται.
Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού θεραπεύει τά τραύματά μας. Ἄν ἐπιτρέψη ὁ Θεός στόν Διάβολο, δέν θά ἀναγνωρίσωμε τόν ἑαυτό μας… Ἐπειδή ὅμως δέν ἐπιτρέπει πειρασμούς – ἀνάξιοι ὄντες -, νά μήν ἔχωμε αὐταπάτες περί τοῦ ἑαυτοῦ μας.Ὁ Χριστός νικᾶ γιά λογαριασμό μας. Ἀρκεῖ, ὅμως, ἐμεῖς νά ἔχωμε τήν ἀγαθή προαίρεσι νά δεχθοῦμε τίς ὀδυνηρές συνέπειες αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐγχειρήσεως.
Θά τελειώσωμε μέ τά λόγια τοῦ ἀββᾶ Δωροθέου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ὅποιος δέν ἔχει θέλημα, εἶναι σάν νά γίνεται πάντα τό δικό του. Γιατί τότε, ὁ ὑποτακτικός δέν θέλει πιά νά γίνωνται τά πράγματα ὅπως θά τά ἤθελε ὁ ἴδιος, ἀλλά τά θέλει ὅπως γίνονται».
Εὐχηθῆτε, σεβαστέ μου Γέροντα, σεβαστές Γερόντισσες καί ἀδελφές, ὅπως, ἀποφεύγοντες, ὅλοι ἐμεῖς, τήν ὑπαρξιακή ἀνεπάρκεια τοῦ ἰδίου θελήματός μας, διά πλήρους κατά Θεόν ὑπακοῆς, ἀκινδύνως καί εὐκόλως φθάνωμε, ὁλοένα καί περισσότερο, σέ αὐτογνωσία καί σέ θεογνωσία, ζῶντες, ἀπό ἐδῶ καί τώρα, τόν ὑπέργλυκο ἀκόρεστο κορεσμό τοῦ Θεοῦ, αὐτήν τήν ἱερά καί νηφάλια κατά Θεόν μανία, καί νά προσθέτωμε μέσα μας, ἀνά πᾶσα ὥρα καί στιγμή, πῦρ στό θεϊκό πῦρ καί ὑπακοή στήν ὑπακοή.
Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ γιά τήν ἀνοχή σας. Νά μέ συγχωρῆτε, πάντων ἕνεκεν. Παρακαλῶ ὅλους ὑμᾶς ὅπως εὔχεσθε γιά τήν ἀναξιότητά μου.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία σέ κοινοβιακή Ἱερά Μονή μοναζουσῶν 3-9-2013)
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2015/06/blog-post_98.html