Τό νά εἶ­σαι δί­και­ος εἶ­ναι σπου­δαῖ­ο, ἀλλά δέν εἶ­ναι τό μο­να­δι­κό γνώ­ρι­σμα τοῦ κα­λοῦ Χρι­στια­νοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ὁ Κύ­ριος, με­τά ἀ­πό τόν μα­κα­ρι­σμό τῆς δι­και­ο­σύ­νης, πού λέ­γα­με τήν πε­ρασμέ­νη φο­ρά, ἀνα­φέ­ρε­ται στόν πέμ­πτο μα­κα­ρι­σμό, τόν μα­κα­ρι­σμό τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης: «μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες , ὅ­τι αὐ­τοὶ ἐ­λε­η­θή­σον­ται»[1], εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι αὐ­τοί πού εἶ­ναι ἐ­λε­ή­μο­νες , για­τί αὐ­τοί θά ἐ­λε­η­θοῦν.
Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, μα­ζί μέ τή δι­και­ο­σύ­νη τοῦ πε­ρα­σμέ­νου μα­κα­ρι­σμοῦ πού ἀναλύσαμε, κά­νει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­λη­θι­νή εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ πά­νω στή γῆ, για­τί ὁ Θε­ός εἶ­ναι καί δί­και­ος καί ἐ­λε­ή­μων, κι ἔ­τσι καί ὁ ἐλεή­μων ἄν­θρω­πος δί­νει μί­α πο­λύ κα­λή παρουσία στό πε­ρι­βάλ­λον του, ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Σέ ὅ­λη τήν Πα­λαιά Δι­α­θή­κη πα­ρα­τη­ροῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός ἐμ­φα­νί­ζε­ται καί δί­και­ος καί ἐ­λε­ή­μων· πο­τέ μό­νο δί­και­ος καί πο­τέ μό­νο ἐλε­ή­μων, ἀλ­λά καί τά δύ­ο μα­ζί.
Λέ­ει, γιά παράδειγμα, ὁ Ψαλ­μω­δός: «ἐ­λε­ή­μων ὁ Κύ­ριος καὶ δί­και­ος , καὶ ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν ἐ­λε­εῖ»[2]. Ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι καί ἐ­λε­ή­μων καί δί­και­ος. Καί ὁ προ­φή­της Νε­ε­μί­ας λέ­ει: «καὶ σύ , ὁ Θε­ὸς ἐ­λε­ή­μων καὶ οἰ­κτίρ­μων, μα­κρό­θυ­μος καὶ πο­λυ­έ­λε­ος»[3]. Καί σύ Θεέ, εἶσαι καί ἐ­λε­ή­μων καί οἰ­κτίρ­μων καί μα­κρό­θυ­μος καί πο­λυ­έ­λε­ος, καί αὐτό ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης.
Ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως νο­μί­ζει κανείς ὅ­τι ἡ ἀ­ρε­τή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καί ἡ ἀ­ρε­τή τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀν­τι­φά­σκουν. Μά πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά εἶ­μαι ἄν­θρω­πος πού νά δί­νω τό ἔ­λε­ος καί νά θέλω τή δικαιοσύνη; Προ­σέξ­τε: Ἐλε­η­μο­σύ­νη δέν εἶ­ναι νά δώ­σω σ’ ἕ­ναν φτω­χό μί­α δραχ­μού­λα. Τό θέ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης ἔ­χει πο­λύ εὐ­ρύ φά­σμα. Ἐκ τῶν προ­τέ­ρων σᾶς τό λέ­ω αὐ­τό, νά τό γνω­ρί­ζε­τε, ἀλλά θά τό δοῦ­με καί στή συ­νέ­χεια τοῦ θέ­μα­τός μας. Γιά νά μή τό πα­ρανο­ή­σε­τε, σᾶς λέ­ω λοιπόν ὅ­τι ἐ­λε­η­μο­σύ­νη δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς νά δώ­σουμε μιά δραχ­μού­λα σ’ ἕ­ναν φτω­χό, σ’ ἕναν ἄν­θρω­πο πού κά­θε­ται ἐκεῖ στά σκα­λο­πά­τια τῆς ἐκ­κλη­σί­ας με­τά ἀ­πό τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, αὐτό πού συνήθως κάνουμε.
Ἐ­δῶ λοι­πόν μοιά­ζει ὅ­τι ἀν­τι­φά­σκουν ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μέ τή δι­και­ο­σύ­νη. Ἄς πά­ρω τήν προ­η­γού­με­νη ἀ­να­φο­ρά καί νά πῶ: Για­τί αὐ­τός ὁ γέ­ρος ἄν­θρω­πος ζη­τι­α­νεύ­ει; Πά­ει νά πεῖ ὅ­τι στή ζω­ή του θά ἤ­τα­νε τεμ­πέ­λης, πά­ει νά πεῖ ὅ­τι δέν ἐρ­γα­ζό­ταν, ἦ­ταν ἄ­σω­τος! Λοι­πόν, κρί­νω δί­και­α, καί δέν τόν ἐ­λε­ῶ, δέν τοῦ δί­νω τί­πο­τα. Ἔ­τσι, φαίνεται ὅ­τι δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά συ­νυ­πάρ­χουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί δι­και­ο­σύ­νη, ὅ­τι ἀν­τι­φά­σκουν ἡ μιά μέ τήν ἄλ­λη.
Καί ὅ­μως δέν ἀν­τι­φά­σκουν καθόλου. Ἐξάλ­λου ἡ ἀ­λη­θι­νή δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι αὐ­τή πού ἀ­πορ­ρέ­ει ἀπό τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή δι­και­ο­σύ­νη.
Ὑ­πάρ­χει ἕ­να λα­τι­νι­κό ρη­τό πού λέει: «Ἡ ὑ­ψί­στη δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι ὑ­ψί­στη ἀ­δι­κί­α»[4]. Ἐ­άν δη­λα­δή δεῖς τά πράγματα ὅπως ἔγιναν καί πεῖς «Τί­πο­τα , τέ­λει­ω­σε· τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἔ­τσι», καί δέν δεῖς τί­πο­τα ἄλ­λο παρα­πέρα, αὐ­τό στό τέ­λος κα­τα­λή­γει νά εἶναι ἀ­δι­κί­α.[5] Ὅ­σοι θά πᾶ­τε σέ Νο­μι­κή Σχο­λή, αὐ­τό θά τό ἔ­χε­τε ὑ­πό­ψη σας· εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό. Καί πάν­το­τε τί­θε­ται μπρο­στά στόν νο­μο­θέ­τη, ὅ­ταν θέ­λει νά δι­α­τυ­πώ­σει κά­ποι­ον νό­μο, ἀλ­λά καί μπρο­στά στούς δι­κα­στές, πού θά ἐ­φαρ­μό­σουν τόν νό­μο. Αὐ­τό ὁ νο­μι­κός πρέ­πει πά­ντο­τε νά τό ἔ­χει ὑ­πό­ψη του.
Βλέ­πε­τε, ὁ Θε­ός τι­μώ­ρη­σε τούς πρω­το­πλά­στους· εἶ­ναι ἡ δι­και­ο­σύ­νη Του. «Σᾶς εἶπα νά μή δο­κι­μά­σε­τε ἀ­πό τόν καρ­πό αὐ­τό· ἐ­σεῖς ὅμως τόν δο­κι­μά­σα­τε. Ἔ , θά γίνει ὅ,τι σᾶς εἶ­πα· θά πε­θά­νε­τε». Ἔρ­χε­ται ὅ­μως με­τά τό ἔ­λε­ός Του νά πε­ρι­σώ­σει τά πράγ­μα­τα.
Γι’ αὐ­τό σᾶς ἐ­ξή­γη­σα ὅ­τι στόν Θε­ό ὑ­πάρ­χει καί ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τό ἔ­λε­ος δη­λα­δή, σέ ὕψι­στο βαθ­μό, ἄσχετα ἄν ὁ Θε­ός ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν Ἱστο­ρί­α ἔτσι πού μπο­ρεῖ νά μοιά­ζει ὅτι τό ἕ­να πα­ρα­χω­ρεῖ τή θέ­ση του στό ἄλ­λο. Ναί, για­τί αὐ­τά εἶ­ναι μέσα στόν χω­ρο­χρό­νο μας καί μοιά­ζουν νά εἶναι ἔ­τσι· κα­τά τά ἄλλα ὅμως στόν Θε­ό ὑ­πάρ­χει ἡ δι­και­ο­σύ­νη σέ ὕ­ψι­στο βαθ­μό, ὑ­πάρ­χει καί τό ἔ­λε­ος, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἐπίσης σέ ὕ­ψι­στο βαθ­μό.
Ἐξάλ­λου ὁ Θε­ός, ὅ­ταν ἐ­λε­εῖ, θέ­λει μέ­σα ἐ­κεῖ νά κρύ­βει τή δι­και­ο­σύ­νη, καί ὅ­ταν ἐ­φαρ­μό­ζει τή δι­και­ο­σύ­νη, θέ­λει ἐ­κεῖ μέ­σα νά κρύ­βει τό ἔ­λε­ος. Λέ­ει, γιά παράδειγμα, στόν Ἡ­σα­ΐ­α : «ἡ δὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μου εἰς σταθ­μούς»[6]. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μου προ­σφέ­ρε­ται μέ σταθ­μούς, δη­λα­δή μέ ζύ­για, δη­λα­δή μέ δι­και­ο­σύ­νη. Προ­σέξ­τε αὐ­τό τό χω­ρί­ο· εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο, καί ἔχει εὐ­ρεῖ­α ἐ­φαρ­μο­γή. Σταθ­μοί εἶ­ναι τά ζύ­για. Κι ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ζύ­για, μι­λᾶ­με γιά ζυ­γα­ριά· κι ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ζυ­γα­ριά, μι­λᾶ­με γιά δι­και­ο­σύ­νη. Δε­μέ­να λοιπόν ὑπάρ­χουν στόν Θε­ό καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Αὐ­τό εἶ­ναι παμ­μέ­γι­στο.
Νά σᾶς πῶ ἕ­να καί­ρι­ο πα­ρά­δειγ­μα, πού τό ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ Κα­βά­σι­λας στήν Ἑρ­μη­νεί­α του στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Τί εἶ­ναι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρά τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, γιά νά σω­θοῦ­με. Ὅ­μως δέν εἶ­ναι μό­νο προ­σφο­ρά καί ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ· θά ζη­τή­σει καί ἀ­πό σέ­να ὁ Θεός· εἶναι θέ­μα, ἄς ποῦ­με, ἀν­ταλ­λα­γῆς, θέ­μα δι­και­ο­σύ­νης. Θά σοῦ πεῖ: «Θά σοῦ δώ­σω τό Σῶ­μα μου καί τό Αἷ­μα μου, ἀλ­λά θά μοῦ φέ­ρεις ἐ­σύ τό πρό­σφο­ρο καί τό κρα­σί». Καί ὅ­πως λέ­ει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος ὁ Κα­βά­σι­λας, μέ­σα στό πρό­σφο­ρο καί τό κρα­σί ἔ­χει μπεῖ ὁ κόπος τοῦ ἀν­θρώ­που· για­τί δέν ζη­τά­ει ὁ Θεός οὔ­τε στα­φύ­λια, οὔ­τε στά­χυ­α, ἀλ­λά κρα­σί καί ψω­μί. Αὐτό ση­μαί­νει ὅ­τι ἐ­κεῖ μέ­σα ἔ­βα­λες τόν κό­πο σου, γιά νά ἀ­λε­σθεῖ τό σι­τά­ρι, νά ζυ­μω­θεῖ… καί λοιπά καί λοι­πά. Αὐ­τό θά πεῖ σταθ­μά, θά πεῖ δι­και­ο­σύ­νη· εἶναι μί­α δο­σο­λη­ψί­α, «Θά σοῦ δώ­σω , θά μοῦ δώ­σεις».
Ἐ­μεῖς ὅμως δί­νου­με ἕ­να τί­πο­τε στόν Θεό, καί Ἐκεῖνος μᾶς δί­νει κάτι παμ­μέ­γι­στο, μᾶς δί­νει τό Σῶ­μα Του καί τό Αἷ­μα Του, τά Τίμια Δῶρα Του, πού μᾶς ἀφθαρ­τί­ζουν καί μᾶς ἀ­θα­να­τί­ζουν. Εἶ­ναι τε­ρά­στιο αὐτό!
Θά πῶ ἕ­να ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, πού εἶ­ναι τό ἀν­τί­θε­το: Λέ­με Δω­ρε­άν Παι­δεί­α. Θά πάει ὁ μαθητής νά μά­θει γράμ­μα­τα, ἀλ­λά δέν θά πλη­ρώ­σει τί­πο­τα. Καί ἐ­πει­δή δέν θά πλη­ρώ­σει τί­πο­τα, δέν ἐ­κτι­μάει τό βι­βλί­ο πού τοῦ δί­νει ἡ Πο­λι­τεί­α δω­ρε­άν, καί στό τέ­λος τῆς χρο­νιᾶς –τό εἶδα μέ τά μά­τια μου κά­πο­τε στήν πλα­τεῖ­α τῆς Λα­ρί­σης– σκορπάει φύλ­λο - φύλ­λο τά βο­η­θή­μα­τα τά σχο­λι­κά, τά πιά­νει καί τά πε­τάει, τά σχί­ζει καί λοι­πά. Ἄν ὅμως ἔ­χει πλη­ρώ­σει κά­τι, δέν θά τό σκί­σει. Ἐ­γώ ἔχω ἀ­κό­μη τά σχο­λι­κά μου βι­βλί­α· καί τῆς πρώ­της Δη­μο­τι­κοῦ τό Ἀ­να­γνω­στι­κό τό ἔ­χω. Ναί-ναί, καί τῆς πρώ­της Δη­μο­τι­κοῦ τό Ἀ­να­γνω­στι­κό! Τό ἔχω βέ­βαι­α γιά ἐν­θύ­μιο. Ἀλλά τά ἄλ­λα βιβλία ἤ­δη τά συμ­βου­λεύ­ο­μαι μέ­χρι σή­με­ρα, καί τό Συν­τα­κτι­κό καί τή Γραμ­μα­τι­κή καί ὅ,τι ἄλ­λο ἔχω. Ἄν τά πλη­ρώ­σει κανείς, ἄν δώ­σει καί αὐτός κά­τι, ἔ­στω κι ἄν αὐ­τό τό κά­τι εἶ­ναι μι­κρό, θά σε­βα­στεῖ τή δω­ρε­ά πού θά τοῦ δο­θεῖ.
Βλέ­πε­τε λοι­πόν τό πρῶ­το; Γι’ αὐ­τό ὁ ἱ­ε­ρός Αὐ­γου­στῖ­νος λέ­ει: «Ὅ­ταν θά πᾶς νά κοι­νω­νή­σεις , φρόν­τι­σε νά πᾶς καί ἕ­να πρό­σφο­ρο στήν ἐκ­κλη­σί­α». Θά δώ­σεις καί θά πά­ρεις.
Θά τό πῶ ξα­νά τό ρη­τό: «ἡ δὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη μου εἰς σταθ­μούς». Αὐτό ἐφαρμόζεται καί γιά ἐ­δῶ, ἀλλά καί παν­τοῦ καί γιά πάν­τα. Βλέ­πε­τε πό­σο σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι; Ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί τό ἔλε­ος εἶναι συ­νυ­φα­σμέ­να· δέν ἀν­τι­φά­σκουν.
Στήν Μο­νή Δαφ­νί­ου ὑ­πάρ­χει στόν τροῦλ­λο ἡ εἰ­κόνα τοῦ Παν­το­κρά­τορος. Ἄν προσπαθήσετε νά κοι­τά­ξετε μό­νο τό ἕ­να μά­τι τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος, θά δεῖ­τε ὅτι εἶ­ναι αὐστη­ρό· τό φρύ­δι εἶναι ἐ­πά­νω ψη­λά καί τό μά­τι σκλη­ρό. Εἶ­ναι ἡ δι­και­ο­σύ­νη, ὁ Κρι­τής. Εἴ­δα­τε ποτέ ἐ­σεῖς σ’ ἕ­να δι­κα­στή­ριο νά μποῦ­ν στήν αἴ­θου­σα τοῦ δι­κα­στη­ρί­ου οἱ δι­κα­στές χα­μο­γε­λώ­ντας καί ἀ­στει­ευ­ό­με­νοι; Ὄ­χι· εἶ­ναι βλο­συ­ροί. Ἡ δι­και­ο­σύ­νη ἀ­παι­τεῖ σο­βα­ρότητα. Ἄν κοιτάξετε τώ­ρα τό ἄλ­λο μά­τι τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος, ἐκεῖ τό φρύ­δι δέν εἶ­ναι σηκω­μέ­νο, δέν εἶναι ἐπηρμένο, ἀλ­λά εἶ­ναι ἴσιο, κα­νο­νι­κό, καί θά δεῖ­τε τώρα ἕ­να μά­τι ἤ­πιο, μα­λα­κό. Αὐ­τό σημαίνει ὅτι στό ἴ­διο πρό­σω­πο ὑ­πάρ­χει ὁ συν­δυα­σμός τῆς δι­και­ο­σύ­νης καί τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, τοῦ δι­καί­ου καί τοῦ ἐ­λέ­ους.
Τό ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε αὐ­τό, εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό· εἶ­ναι τό μέ­γα θέ­μα τῆς συ­νυ­πάρ­ξε­ως τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Δυ­στυ­χῶς σέ θε­ο­λο­γι­κούς κύ­κλους ὑποβόσκει μί­α αἵ­ρε­ση –ἐ­γώ τό λέ­ω αἵ­ρε­ση αὐ­τό– ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι μό­νον ἀ­γά­πη, καί δέν εἶ­ναι δι­και­ο­σύ­νη! Τό θε­ω­ρῶ αἵ­ρε­ση, καί πι­στεύ­ω ὅ­τι κι ἐ­σεῖς τό καταλαβαί­νετε ὅ­τι εἶ­ναι αἵ­ρε­ση. Ὁ Θε­ός εἶ­ναι καί τά δύ­ο.
Ὕ­στε­ρα, ξε­χνᾶ­με τήν κρί­ση Του. Ἦλ­θε νά μᾶς σώ­σει, ἀλ­λά ταυ­τό­χρο­να καί νά μᾶς κρί­νει, ἄν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ἀ­πο­ποι­ού­μα­στε τῆς προ­σφο­ρᾶς Του γιά νά σωθοῦ­με.
Ἔ­τσι λοιπόν καί ὁ ἄν­θρω­πος ὀ­φεί­λει νά εἶ­ναι καί δί­και­ος ἀλ­λά καί ἐ­λε­ή­μων. Γι’ αὐ­τό «μα­κά­ριοι οἱ πει­νῶν­τες καὶ δι­ψῶν­τες τὴν δι­και­ο­σύ­νην» –ὁ προ­η­γού­με­νος μα­κα­ρι­σμός– καί τώ­ρα «μα­κά­ριοι οἱ ἐ­λε­ή­μο­νες».
Ὁ ἐ­λε­ή­μων ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νός ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι συμ­πα­θής, εἶ­ναι κοι­νω­νι­κός, εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ος ἄν­θρω­πος· εἶναι αὐ­τό πού λέ­με ὡ­ραί­α ψυ­χή! Γι’ αὐ­τό τό βι­βλί­ο τῶν Πα­ροι­μι­ῶν λέ­ει: «μέ­γα ἄν­θρω­πος καὶ τί­μιον ἀ­νὴρ ἐ­λε­ή­μων»[7]. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι μεγάλο δη­μι­ούργημα, ἀλλά εἶ­ναι σπου­δαῖ­ος ὁ ἄν­θρω­πος πού εἶναι ἐ­λε­ή­μων.
Ποι­ά εἶ­ναι ἡ οὐσιαστική ἔν­νοι­α τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης;
Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι ἡ πρό­θυ­μη, ἡ σπλα­χνι­κή με­τά­δο­ση κά­θε κα­λοῦ καί ἀ­γα­θοῦ, εἴ­τε ὑ­λι­κοῦ εἴ­τε πνευ­μα­τι­κοῦ, πού τό ἔ­χου­με ἐ­μεῖς καί ὁ πλη­σί­ον μας τό στε­ρεῖ­ται. Νά τόν κά­νου­με κοι­νω­νό, μέ­το­χο ἐ­κεί­νου πού ἔ­χου­με, ὅποιο κι ἄν εἶναι αὐτό.
Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη λοι­πόν δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς μόνο λό­για πού δέν στοιχίζουν, ἀλ­λά, ὅ­πως βλέ­που­με, εἶ­ναι καί πρά­ξεις. Ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι ἡ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νη ἀ­γά­πη.
(συνεχίζεται)
Απόσπασμα από το βιβλίο ‘’MAKAΡΙΣΜΟΙ’’ .
Της Ιεράς Μόνης Κομνηνείου, Κοιμήσεως θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου.
Το βιβλίο περιέχει  απομαγνητοφωνημένες ομιλίες του μακαριστού Γέροντα Π. Αθανασίου Μυτιληναίου.
Η ανάρτηση γίνεται με την ευλογία της Ιεράς Μονής.

[1]. Ματθ. 5, 7.
[2]. Ψαλμ. 114, 5.
[3]. Νε­ε­μ. 9-17.
[4]. Summum jus, summa injuria.
[5]. Βλ. Ἰωάν. 7, 24. «μὴ κρίνετε κατ’  ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε»
[6]. Ἡ­σ. 28, 17.
[7]. Παρ. 20, 6
http://makkavaios.blogspot.gr/2016/01/blog-post_6.html