Γράφει ὁ Ἱερομόναχος Λουκᾶς Γρηγοριάτης
Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ στὴν ἐκπομπὴ «Ὢ γλυκύ μου ἔαρ» τοῦ Κρατικοῦ Ραδιοφώνου ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ἑξῆς σχόλιο, τὸ ὁποῖο ἀποδίδουμε ὅσο γίνεται πιὸ πιστά: «Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἔπλεξε ἐγκώμια καὶ ψάλλει μὲ ἀπαράμιλλο λυρισμὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ προσμένοντας τὴν ἀνάστασή του, γιατί διαθέτει πείρα αἰώνων μὲ τραγούδια καὶ ὕμνους γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση προγενέστερων θεῶν: τοῦ Ζαγρέα Διόνυσου ἢ τοῦ Ἄδωνι. Ὅπως κάποτε ἡ Ἀφροδίτη τραγουδοῦσε τὸ νεκρὸ Ἄδωνι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος τραγουδάει στὸν Ἰησοῦ τὸν ὕμνο “ὢ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποὺ ἔδυ σου τὸ κάλλος”».
Μόνο ἀπορία καὶ λύπη μποροῦσε νὰ προκαλέσει ἡ συγκρητιστικὴ αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἑρμηνεία ἐπηρεασμένη ἀπὸ νεοπαγανιστικὲς ἀντιλήψεις.
Ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ πάππους μας νὰ ἑορτάζουμε μὲ ἰδιαίτερη κατάνυξη καὶ εὐλάβεια τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ συνδέουμε τὶς εὐσεβεῖς παραδόσεις τῶν ἁγίων ἡμερῶν μὲ τὴν λατρεία στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιά μᾶς καὶ γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὴν σωτηρία μας ἔγινε ἄνθρωπος, σταυρώθηκε, πέθανε καὶ….

τὴν τρίτη ἡμέρα ἀναστήθηκε.

Ἡ θεολογία καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἐξαντλεῖται στὶς παραδόσεις αὐτές, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε τὶς φορτίζει μὲ Χριστολογικὸ περιεχόμενο. Ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ ἐκδιπλώνεται αὐθόρμητα τὶς ὧρες αὐτές, ἀναμφίβολα, ἀλλὰ δὲν κινεῖται μακριὰ ἀπὸ τὴν θεολογία τῶν ἑορτῶν. Μία θεολογία ποὺ δὲν κατανοεῖται πάντοτε καὶ ἀπὸ ὅλους διανοητικά, ἀλλὰ βιώνεται μέσα ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις λατρείας πρὸς τὸν σταυρούμενο, θνήσκοντα καὶ ἀνιστάμενο Χριστό.

Κρατοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ κερί τους στὰ Ἅγια Πάθη καὶ στὸν Ἐπιτάφιο. Προσφέρουν λουλούδια στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ στολίζουν τὸν Ἐπιτάφιο. Κάποιοι ξενυχτοῦν κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι δὲν μπόρεσαν νὰ μεταβοῦν στὸν ναό, προσφέρουν τὸ θυμίαμά τους καθὼς ὁ Ἐπιτάφιος περνάει ἀπὸ τὴν πόρτα τους. Ὅλοι κρατοῦν τὴν λαμπάδα στὴν Ἀνάσταση, ὅλοι ἀποδίδουν τὸν πασχαλινὸ ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης. Συμμετέχουν στὸ κοινὸ πασχαλινὸ τραπέζι καὶ στὴν κοινὴ χαρά. «Συγχωρήσωμεν πάντα τὴ Ἀναστάσει». Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ στὴ λατρεία εἶναι χριστιανικὰ σύμβολα, ἐλευθερωμένα ἀπὸ τυχὸν ἐξωχριστιανικὴ φόρτιση καὶ γεμάτα ἀπὸ χριστοκεντρικὸ νόημα.

Ἡ συμμετοχὴ στὸν ἑορτασμὸ τῶν θείων Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως δὲν συνεπάγεται μόνο συναισθηματικὴ ἔξαρση, τέτοια ποὺ μποροῦν νὰ προκαλέσουν ὁποιαδήποτε σύμβολα καὶ ἐξωχριστιανικὴς λατρείας, ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ ὀντολογικὴ μετοχὴ στὰ γεγονότα. Δὲν ἑορτάζουμε ἁπλῶς ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συμπάσχουμε μὲ τὸν Χριστό, ὅπως εὔστοχα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Χθὲς συνεθαπτόμην σοί, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοί». Συσταυρούμεθα καὶ συνθαπτόμεθα μὲ τὸν Χριστό. Συνανιστάμεθα μαζί Του. Γὶ αὐτὸ δὲν μένουμε μόνο στὶς ἐξωτερικὲς παραδοσιακὲς ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ κυρίως συμμετέχουμε στὴ νηστεία τῶν ἡμερῶν, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ γίνονται ἡ ἀπαρχὴ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. Ἡ παραδοσιακὴ λαϊκὴ εὐσέβεια ἀκολουθεῖ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν νοεῖται ἔξω ἀπὸ αὐτὴν οὔτε πολὺ περισσότερο ἀντίθετα πρὸς αὐτήν.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ λαογραφία δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της ἱκανὴ νὰ ἑρμηνεύσει τὰ ἔθιμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Πρέπει νὰ δίδεται καὶ ἡ θεολογική τους διάστασις. Χωρὶς αὐτὴ τὴ διάσταση οἱ συγκρητιστικὲς νεοπαγανιστικὲς ἑρμηνεῖες τοὺς εἶναι ἀναπόφευκτες. Χωρὶς τὴ θεολογική τους ἑρμηνεία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν τρόπο ποὺ ἡ χαριτωμένη χριστιανικὴ ψυχὴ λατρεύει τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν τρόπο ποὺ ἡ προχριστιανικὴ ψυχὴ ἐλάτρευε τοὺς ψευδεῖς θεούς, ὅπως οὔτε καὶ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἀληθινὸ καὶ στοὺς ψευδωνύμους θεούς. Χωρὶς τὴν θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς λατρείας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἄδωνις μποροῦν νὰ εἶναι ἐξίσου θεοί. Χωρὶς τὴν θεολογικὴ ἐμβάθυνση φθάνει κανεὶς νὰ εἰπεῖ ὅτι «Ὅταν πηγαίνω στὴν ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ ἀποφασίσω ἂν ὁ Θεὸς ποὺ κηδεύεται εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ ὁ Ἄδωνις» (βλ. Γ. Σιέττου, Ἀρχαῖες ἐπιβιώσεις στὸν Χριστιανισμό, Ἀθήνα 1994, σέλ. 58).

Ἡ νηπτικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πληροφορεῖ ἔγκυρα καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πίστη μας γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση μεταξύ του ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ψευδῶν θεῶν καί, παρὰ τὰ ἐπιφαινόμενα, μεταξύ της ἀληθινῆς λατρείας καὶ τῆς ψευδοῦς λατρείας. «Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε… ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς» (Ἰω. ἰγ’ 4, 6).

Γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὀρθὴ εἰκόνα τῶν πραγμάτων ἔπρεπε στὴν ἐν λόγω ἐκπομπὴ νὰ εἶχε λεχθεῖ ὅτι ὁ λαός μας ἐπὶ αἰῶνες εἶχε πλάσει μυθολογικὲς διηγήσεις θανάτων καὶ ἀναστάσεων θεῶν στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκφράσει τὴν πανανθρώπινη προσδοκία τῆς ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου. Ὅτι ὀντολογικὴ ὑπέρβασις τοῦ θανάτου δὲν εἶχε ἐπιτευχθεῖ μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος καὶ ἀποδέχθηκε τὸν θάνατο, γιὰ νὰ τὸν ξεπεράσει καὶ νικήσει μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Ὅτι ὁ καθένας μας σήμερα μπορεῖ νὰ οἰκειοῦται τὴν ἀθανασία συμμετέχοντας στὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνάσταση ποὺ μᾶς προσπορίζει ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.

Δὲν ἐλέχθησαν, δυστυχῶς, αὐτὰ καὶ πέρασε τὸ μήνυμα ὅτι ὁ λαὸς μᾶς ἐλάτρευσε μὲ τὴν ἴδια ψυχικὴ διάθεση καὶ τραγούδησε μὲ τὸν ἴδιο λυρισμὸ τὸν νεκρὸ Ἄδωνι καὶ τὸν νεκρὸ Χριστό. Ἐμεῖς ὅμως θὰ διευκρινήσουμε παρακάτω ποιὸς εἶναι ὁ Ἄδωνις καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Διόνυσος, ὅτι τὰ ἀνύπαρκτα μυθολογικὰ αὐτὰ πρόσωπα δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν ὀντολογικῶν διαστάσεων σωτηρία καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι ἀληθινοὶ θεοὶ καὶ ὅτι ἡ λατρεία ποὺ προσφέρεται σὲ ἀνύπαρκτους θεοὺς δὲν συνιστᾶ αὐθεντικὴ λατρευτικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς.

Οἱ ἀρχαῖοι μυθογράφοι καὶ ποιηταὶ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἄδωνις κατὰ μίαν ἀπὸ τὶς τρεῖς ἐκδοχές, εἶναι υἱὸς τοῦ Θείαντος καὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Σμύρνας. Τὸν καρπὸ τῆς παρανόμου μίξεως κυοφόρησε καὶ γέννησε ἡ Σμύρνα μεταμορφωμένη ἀπὸ τοὺς θεοὺς στὸ ὁμώνυμο δένδρο. Τὸ νεογέννητο τὸ περισυνέλεξε ἡ Ἀφροδίτη σὲ κιβώτιο καὶ τὸ ἔδειξε στὴν Περσεφόνη. Αὐτή, ὅταν τὸ εἶδε, δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἐπιστρέψει στὴν Ἀφροδίτη. Τὸ θέμα ἐκδικάστηκε ἐνώπιόν του Διός. Ἡ ἀπόφασις ἦταν νὰ παραμένει τὸ παιδὶ τοὺς τέσσερις μῆνες τοῦ ἔτους μὲ τὴν Περσεφόνη, τοὺς ἄλλους τέσσερις μὲ τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸ ὑπόλοιπο στὸν Ὄλυμπο. Ὁ νεαρὸς Ἀδωνις πέθανε ἀργότερα ἀπὸ πλῆγμα ἀγριοχοίρου (Ἀπολλοδώρου, Βιβλιοθήκη 3, 182-185).

Ἡ λατρεία τοῦ Ἀδώνιδος περιελάμβανε γοεροὺς θρήνους τῶν γυναικῶν κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἑορτῶν τῶν Ἀδωνίων γιὰ τὸν θάνατό του, οἱ ὁποῖοι μεταλλάσσοντο σὲ χαρμόσυνες κραυγὲς τὴν ἑπομένη ἡμέρα γιὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴ ζωὴ (Λουκιανοῦ, Περὶ Συρίης Θεοῦ, 6b βλ. καὶ Ρ. Decharme, Ἑλληνικὴ Μυθολογία, Ἀθῆναι 1959, σέλ. 205).

Κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἐρμηνευτᾶς τοῦ μύθου (Πορφυρίου, Περὶ ἀγαλμάτων, 7) εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Ἄδωνις εἶναι ἡ προσωποποίησι τῆς ἀνοίξεως, τῆς ἐαρινῆς ἀνθοφορίας καὶ καρποφορίας. Ἡ λαμπρότης τῆς ἀνοίξεως μαραίνεται καὶ χάνεται μὲ τὸν καυστικὸ θερινὸ ἥλιο καὶ πεθαίνει τρόπον τινὰ καὶ πάλιν ἀνασταίνεται τὴν ἑπομένη ἄνοιξι (βλ. Ρ. Decharme, ἒνθ ἀνωτ.). Ὁ σχετικὸς ὀρφικὸς ὕμνος πρὸς τὸν Ἄδωνι καταλήγει στὴν ἐπίκληση: «ἔλα, μακάριε, καὶ φέρε τοὺς καρποὺς τῆς γής». (Ὕμνος 56).

Ἡ κριτικὴ Μυθολογία τὸν ταυτίζει ἐν πολλοῖς μὲ τὸν Διόνυσο, τὸν Ἄττι καὶ τὸν Ὄσιρι (Πλουτάρχου, Συμποσιακὰ 671Β, Λουκιανοῦ, ἒνθ ἀνωτ. 7, Πορφυρίου, ἒνθ ἀνωτ. 7)
Ὁ Διόνυσος πάλι μυθολογεῖται ἄλλοτε ὡς προσωποποίησις τοῦ οἴνου, ἄλλοτε ὡς υἱὸς τοῦ Διὸς ἀπὸ τὴν Σεμέλη τοῦ Κάδμου ἢ τὴν Περσεφόνη ἢ τὴν Δήμητρα· καὶ ἄλλοτε ὡς ἀρχαιότατος ἥρωας ποὺ ἀνακάλυψε καὶ δίδαξε τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τὴν παραγωγὴ καὶ χρήση τοῦ οἴνου (Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 3, 62-65).

Οἱ μυθολογικὲς διηγήσεις γιὰ σπαραγμὸ τῶν μελῶν τοῦ ἀναφέρονται στὶς μεταβολὲς ποὺ ὑφίσταται ἡ ἄμπελος μέχρις ὅτου ἀποδώσει τὸν νέο καρπό της. Κλαδεύεται, ἀλλὰ πάλι ζωντανεύει. Συνθλίβεται ὁ καρπός της, ἀλλὰ ἀποδίδει τὸν νέο οἶνο. Ὁ μυθολογούμενος θάνατος καὶ ἡ ἀναβίωσις τοῦ Διονύσου ἔχουν φυσιοκρατικὸ περιεχόμενο (βλ. Ρ. Decharme, ἒνθ ἀνωτ., σέλ. 438-439).

Καὶ ὁ Πλούταρχος τοὺς μυθευομένους θανάτους καὶ τὶς ἀναβιώσεις τοῦ Διονύσου ἑρμηνεύει ἐπίσης φυσιοκρατικά: «τῆς δ εἰς πνεύματα καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἄστρα καὶ φυτῶν ζώων τὲ γενέσεις τροπῆς αὐτοῦ [του θεοῦ]… τὴν μεταβολὴν διασπασμὸν τινὰ καὶ διαμελισμὸν αἰνίττονται, Διόνυσον δὲ καὶ Ζαγρέα καὶ Νυκτέλιον καὶ Ἰσοδαίτην αὐτὸν ὀνομάζουσι καὶ φθορᾶς τίνας καὶ ἀφανισμοὺς εἴτα δ ἀναβιώσεις καὶ παλλιγγενεσίας οἰκεία ταῖς εἰρημέναις μεταβολαῖς αἰνίγματα καὶ μυθεύματα περαίνουσι» (Πλουτάρχου, Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς, 388-389).

Ἔρχεται λοιπὸν βάσει τῶν ἀνωτέρω ἡ ἀναγκαία ἐπὶ τοῦ θέματος ἀπάντησις: Ἒφ ὅσον πίσω ἀπὸ τὶς μυθολογικὲς διηγήσεις περὶ θανάτων καὶ ἀναστάσεων θεῶν οἱ ἀρχαῖοι κριτικοί της μυθολογίας βλέπουν τὴν ἐτήσια ἀνακύκληση τῆς θαλερῆς ἐαρινῆς βλαστήσεως καὶ τῆς χειμερινῆς της νεκρώσεως, δὲν δικαιολογεῖται νὰ παραβάλλεται ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν «θάνατο» καὶ τὴν «ἀνάσταση» τῆς φύσεως. «Οὐκ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν οἱ θεοφρονες παρὰ τὸν Κτίσαντα».

Καὶ γιὰ ἄλλον λόγο εἶναι ἀδύνατη ἡ παραβολή. Οἱ προφανῶς φυσιοκρατικὲς ἀντιλήψεις τῆς ἀρχαίας μυθολογίας περὶ τῶν ἐν λόγω θεῶν περιεγράφησαν ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ποιητᾶς μὲ ἔντονες σαρκικὲς εἰκόνες καὶ ἔλαβαν σὲ λατρευτικὸ ἐπίπεδο χαρακτήρα εἰδωδολατρικὸ καὶ ἀπερίγραπτα σαρκικὸ-ὀργιαστικό, τέτοιο ποὺ ἔκανε τοὺς πρώτους Χριστανοὺς Ἕλληνας νὰ ἀποστρέφωνται τὴν λατρεία αὐτή. Σεβόμενοι τοὺς ἀναγνώστας δὲν περιγράφουμε τὴν σαρκικότητα τῶν μυθολογικῶν διηγήσεων, πληροφοροῦμε ὅμως ἐπιγραμματικῶς γὶ αὐτήν. Ἡ Σμύρνα συνέλαβε τὸν υἱὸ τῆς Ἄδωνι ἀφοῦ συνευρέθη μὲ τὸν πατέρα τῆς Θείαντα δώδεκα συνεχεῖς νύχτες «κατὰ μῆνιν τῆς Ἀφροδίτης». Στὴν ἀλεξανδρινὴ λατρεία τοῦ Ἀδώνιδος δίπλα στὸ εἴδωλο τοῦ δεκαοκταετοῦς νεκροῦ τοποθετεῖται τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης, τῆς «οὐρανίας» ἐρωμένης του. Στὸν σχετικὸ μύθο τοῦ Ἄττυος, τοῦ Διονύσου καὶ τοῦ Ὀσίριδος βασίζεται ἡ ὀργιαστικὴ λατρεία τοῦ φαλλοῦ κατὰ τὰ διονυσιακὰ καὶ ἐλευσίνια μυστήρια.

Εἶναι δυνατὸν αὐτὰ νὰ συσχετισθοῦν μὲ τὰ σεπτὰ καὶ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀσπόρως καὶ παρθενικῶς ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ ὑπέμεινε ἀληθινὰ πάθη στὸ πανάγιο σῶμα Του; Καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ αὐτὴ ἡ διονυσιακὴ λατρεία μὲ τὴν ἁγνὴ καὶ ἄμωμη λατρεία μας πρὸς τὸν Χριστό;

Ὁ τρίτος λόγος ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὴν παρομοίωση εἶναι ἡ δισχιλιετὴς χριστιανική μας παράδοση. Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας προσδοκοῦσαν, ἀλλὰ ἀγνοοῦσαν τὸν πραγματικὸ νικητὴ τοῦ θανάτου, καὶ γὶ αὐτὸ ὅταν γνώρισαν τὸν Χριστό, τὸν δέχθηκαν. Ἐμεῖς ὅμως γιατί ἐπιστρέφουμε σὲ ἐκεῖνα ποῦ μὲ ἐπίγνωση καλῶς ἀπαρνηθήκαμε τόσους αἰῶνες, ἀποδεικνύοντας ἀληθινὸ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀλλὰ τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς φύσει μὴ οὔσι θεοῖς; νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἶς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε;» (Γάλ. δ’ 8-9).

ΠΗΓΗ: «Παρακαταθήκη», τεῦχος 23, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2002
 
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/04/blog-post_532.html