Αποτέλεσμα εικόνας για Κυριακή ΙΑ΄Ματθαίου, Α΄Κορ.9,2-12

Αποσπάσματα από την ομιλία του Ιερού Χρυσοστόμου στην παραβολή σχετικά με εκείνον που όφειλε τα μύρια τάλαντα και απαιτούσε τα εκατό δηνάρια

Μέρος πρώτο: Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ.18,21-23

[…] Όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να τις κρούουμε με τον κατάλληλο τρόπο και ρυθμό, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για τη σωτηρία μας η τήρηση μόνο μίας εντολής του Κυρίου, αλλά πρέπει να τις τηρούμε όλες με ακρίβεια και αυστηρότητα, εάν βέβαια έχουμε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται, όπως ορίζει μία εντολή; Έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση μονάχα «ναι» και «όχι», όπως ορίζει μία άλλη; Ας μάθει λοιπόν να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για την εντολή αυτή, επειδή χρειάζεται και περισσότερος κόπος εκ μέρους μας για την εκπλήρωσή της. Και αυτό διότι στην περίπτωση του όρκου χρειαζόταν να υπερνικήσουμε απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερος αγώνας, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψη και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Υπομείνετε λοιπόν τον εκτεταμένο λόγο μου που θα ακολουθήσει. Διότι θα ήταν παράλογο να τραυματίζεστε κάθε μέρα στις αγορές, στα σπίτια σας από φίλους, από συγγενείς, από εχθρούς, από γείτονες, από δούλους, από γυναίκα, από παιδί, από τις ίδιες σας τις σκέψεις και να μη φροντίζετε για τη θεραπεία των τραυμάτων αυτών ούτε μία φορά την εβδομάδα και μάλιστα όταν γνωρίζετε ότι ο τρόπος αυτός της θεραπείας είναι και δωρεάν και ανώδυνος. Διότι τώρα δεν κρατώ σίδερο στο χέρι μου, αλλά μεταχειρίζομαι λόγο αντί σιδήρου, λόγο όμως κοπτερότερο από κάθε σίδηρο, ο οποίος αποκόπτει από τη ρίζα τη σήψη της αμαρτίας, χωρίς να προκαλεί πόνο σε εκείνον που πάσχει. Δεν κρατώ φωτιά στο δεξί μου χέρι, αλλά κρατώ διδασκαλία σφοδρότερη και από τη φωτιά, που δε φέρει καυτήρα στην πληγή, αλλά ματαιώνει την εξάπλωση της κακίας και αντί πόνου, παρέχει πολλή ευχαρίστηση στον απαλλασσόμενο από την κακία.

Εδώ δε χρειάζεται χρόνος, δεν χρειάζονται μόχθοι, δε χρειάζονται χρήματα. Αρκεί μόνο θέληση και θα επιτύχουμε αμέσως όλα όσα έχουν σχέση με την αρετή. Και αν εννοήσουμε την αξίωση του Θεού που μας προστάσσει και νομοθετεί, θα δεχτούμε αρκετή διδασκαλία και προτροπή. Διότι δε σας διδάσκουμε με δική μας έμπνευση, αλλά σας οδηγούμε όλους στον Νομοθέτη. Ακολουθείτε λοιπόν και ακούστε τους θείους νόμους.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και την μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές για εκείνον τον κακό οφειλέτη, αρχίζοντας κάπως έτσι:

«Δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο(:Το καθήκον να συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστο. Γι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθεί με ένα βασιλέα, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του, στους οποίους είχε εμπιστευτεί την διαχείριση των οικονομικών του). ρξαμένου δ ατο συναίρειν προσηνέχθη ατ ες φειλέτης μυρίων ταλάντων. μ χοντος δ ατο ποδοναι κέλευσεν ατν κύριος ατο πραθναι κα τν γυνακα ατο κα τ τέκνα κα πάντα σα εχε, κα ποδοθναι. πεσν ον δολος προσεκύνει ατ λέγων· κύριε, μακροθύμησον π᾿ μο κα πάντα σοι ποδώσω. σπλαγχνισθες δ κύριος το δούλου κείνου πέλυσεν ατν κα τ δάνειον φκεν ατῷ(:Καθώς λοιπόν άρχισε να εξετάζει τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρωστούσε το τεράστιο ποσό των δέκα χιλιάδων ταλάντων. Επειδή όμως δεν είχε να επιστρέψει όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθεί ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, για να εξοφληθεί έτσι έστω και μέρος από το χρέος. Έπεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον προσκυνούσε και έλεγε· “Κύριε, δείξε επιείκεια και μακροθυμία σε εμένα και όλα όσα σου χρωστώ, θα σου τα πληρώσω”. Φάνηκε δε σπλαγχνικός ο Κύριος του δούλου εκείνου, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε όλο το χρέος).

ξελθν δ δολος κενος ερεν να τν συνδούλων ατο, ς φειλεν ατ κατν δηνάρια, κα κρατήσας ατν πνιγε λέγων· πόδος μοι ε τι φείλεις. πεσν ον σύνδουλος ατο ες τος πόδας ατο παρεκάλει ατν λέγων· μακροθύμησον π᾿ μο κα ποδώσω σοι· δ οκ θελεν, λλ πελθν βαλεν ατν ες φυλακν ως ο ποδ τ φειλόμενον(:Αλλά εκείνος ο δούλος όταν βγήκε έξω, βρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο οποίος του χρωστούσε το μηδαμινό ποσό των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον έπιασε και τον πίεζε κατά τον πλέον σκληρό τρόπο λέγοντας: ‘’Πλήρωσέ μου ό,τι μου χρωστάς’’. Έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος στα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγοντας: ‘’Δείξε σε μένα επιείκεια και μακροθυμία και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα’’. Αυτός όμως δεν ήθελε να ακούσει τίποτε, αλλά πήγε και τον κατήγγειλε στις αρχές και τον έβαλε στην φυλακή, έως ότου πληρώσει το χρέος του).

δόντες δ ο σύνδουλοι ατο τ γενόμενα λυπήθησαν σφόδρα, κα λθόντες διεσάφησαν τ κυρί αυτν πάντα τ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος ατν κύριος ατο λέγει ατ· δολε πονηρέ, πσαν τν φειλν κείνην φκά σοι, πε παρεκάλεσάς με. οκ δει κα σ λεσαι τν σύνδουλόν σου, ς κα γώ σε λέησα; κα ργισθες κύριος ατο παρέδωκεν ατν τος βασανιστας ως ο ποδ πν τ φειλόμενον ατῷ (:Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν πάρα πολύ και αφού πήγαν στον κύριό τους του διηγήθηκαν με ακρίβεια όλα τα γεγονότα. Τότε τον κάλεσε ο κύριός του και του είπε: ‘’Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιο εκείνο χρέος σου το χάρισα, διότι με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και εσύ να λυπηθείς και να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κύριός σου σε λυπήθηκα και σε ελέησα;’’ Και επειδή οργίστηκε ο κύριός του, τον έβαλε στη φυλακή και τον παρέδωσε στους βασανιστές, για να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήσει όλο το χρέος του).

Οτω κα πατήρ μου πουράνιος ποιήσει μν, ἐὰν μ φτε καστος τ δελφ ατο π τν καρδιν μν τ παραπτώματα ατν(:Έτσι και ο Πατέρας μου ο επουράνιος θα κάνει σε σας, εάν δεν συγχωρείτε ο καθένας στον αδελφό του, με όλη σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάνει απέναντί σας”)»[Ματθ.18,23-35].

Αυτή λοιπόν είναι η παραβολή. Πρέπει όμως να πούμε για ποιο λόγο άρχισε με την αιτιολογία «δι τοτο» και στη συνέχεια μάς παρουσίασε την παραβολή αυτήν · διότι δεν είπε απλώς «μοιώθη βασιλεία τν ορανν», αλλά «δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν». Με ποια αφορμή λοιπόν είναι συνδεδεμένη η παραβολή; Μιλούσε στους μαθητές Του περί ανεξικακίας και τους διαπαιδαγωγούσε και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μη δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας τα εξής: «Ἐὰν μαρτήσ ες σ δελφός σου, παγε κα λεγξον ατν μεταξ σο κα ατο μόνου· άν σου κούσ, κέρδησας τν δελφόν σου(:Εάν φταίξει σε σένα ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το σφάλμα του ιδιαιτέρως, χωρίς να είναι παρών κανένας άλλος· εάν ακούσει την υπόδειξή σου και μετανοήσει για το σφάλμα του, κέρδισες τον αδελφό σου για τον Θεό και για εσένα τον ίδιο)»[Ματθ.18,15].

Καθώς ο Χριστός συζητούσε με τους μαθητές Του αυτά και άλλα παρόμοια και τους δίδασκε να εμβαθύνουν στα πράγματα, ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας του Χριστιανισμού, ο αλιέας της οικουμένης, ο οποίος ανύψωσε το ανθρώπινο γένος στον ουρανό από τον βυθό της πλάνης, ο ένθερμος σε όλες τις περιστάσεις και γεμάτος παρρησία, περισσότερο μάλλον αγάπη παρά παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν, αφού προσήλθε στον Διδάσκαλο, λέγει: «Κύριε, ποσάκις μαρτήσει ες μ δελφός μου κα φήσω ατ; ως πτάκις;(: “Κύριε, πόσες φορές θα φταίξει σε εμένα ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω; Έως επτά φορές;”)». Ταυτόχρονα και ρωτά και υπόσχεται και πριν λάβει απάντηση, φιλοτιμείται. Επειδή γνώριζε καλώς τη γνώμη του διδασκάλου, ότι δηλαδή κλίνει προς τη φιλανθρωπία, και χαρίζεται προπαντός σε εκείνον που παραβλέπει τις αμαρτίες των πλησίον του και δεν τις κρίνει με αυστηρότητα, επιθυμώντας να φανεί αρεστός στον νομοθέτη, λέγει: «ως πτάκις;(: έως επτά φορές;)». Για να μάθεις λοιπόν τώρα τι είναι άνθρωπος και τι είναι Θεός, και ότι η προθυμία του ανθρώπου σε όσο βαθμό και αν ανέλθει συγκρινόμενη προς τη γενναιοδωρία Εκείνου, είναι ευτελέστερη και από τη μεγαλύτερη πτωχεία, και ότι όσο είναι η σταγόνα στο απέραντο πέλαγος, τόση είναι η αγαθότητά μας εν συγκρίσει προς την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, άκουσε τη συνέχεια.

Όταν είπε ο Πέτρος, «έως επτά φορές», και νόμισε ότι επιδεικνύει μεγαλοψυχία, και πλούτο, άκουσε τι απάντηση έλαβε από τον Κύριο: « ο λέγω σοι ως πτάκις, λλ᾿ ως βδομηκοντάκις πτά(:“Δεν σου λέγω έως επτά φορές, αλλά έως εβδομήντα φορές το επτά , πάντοτε δηλαδή θα συγχωρείς”)». Μερικοί νομίζουν ότι είπε ‘’εβδομήντα επτά’’, αλλά δεν είναι ορθό. Το «βδομηκοντάκις πτά» είναι σχεδόν πεντακόσια. Διότι επτά φορές το εβδομήντα είναι τετρακόσια ενενήντα. Και μη νομίσεις ότι το παράγγελμα αυτό, αγαπητέ μου, είναι δύσκολο. Διότι εάν κάποιον που αμάρτησε απέναντι σε σένα, τον συγχωρήσεις μία φορά και δύο και τρεις φορές την ημέρα, και αν ακόμη είναι από πέτρα, και αν αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος και αυτούς τους δαίμονες, δε θα είναι τόσο αναίσθητος, ώστε να περιπέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα, αλλά αφού σωφρονιστεί από τη συχνή συγχώρηση, θα γίνει καλύτερος και μαλακότερος. Και εσύ πάλι, εάν είσαι προετοιμασμένος να παραβλέψεις τόσες φορές τα αμαρτήματα που έγιναν σε βάρος σου, αφού ασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δε θα έχεις στο εξής καμία δυσκολία σε αυτού του είδους τη φιλοσοφία, διότι θα έχεις γυμναστεί άπαξ δια παντός, με τη συχνότητα της συγχωρήσεως, να μην πλήττεσαι από τα αμαρτήματα των πλησίον σου. Όταν άκουσε αυτά ο Πέτρος, έμεινε έκθαμβος, φροντίζοντας όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να εμπιστευθούν από τον Θεό σε αυτόν ως το μελλοντικό ποίμνιό του.

Για να μην κάνει λοιπόν ο Πέτρος το ίδιο, που έκανε και με τις άλλες εντολές, απέκλεισε εκ των προτέρων από τον εαυτό του οποιαδήποτε ερώτηση. Και τι έκανε με τις άλλες εντολές; Εάν ο Χριστός παρήγγειλε κάτι που φαινόταν ότι περιείχε κάποια δυσκολία, προλάμβανε τους άλλους και ρωτούσε και ζητούσε να μάθει για την εντολή. Και πράγματι όταν προσήλθε ο πλούσιος και ρωτούσε τον Χριστό για την αιώνια βασιλεία και έμαθε τι πρέπει να πράξει για να γίνει τέλειος, και έφευγε λυπημένος για τα χρήματά του, τότε είπε ο Χριστός: «εκοπώτερόν στι κάμηλον δι τρυμαλις αφίδος εσελθεν πλούσιον ες τν βασιλείαν το Θεο εσελθεν(:Είναι ευκολότερο μία καμήλα να περάσει από τη μικρή τρύπα που ανοίγει το βελόνι, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού)»[Μαρκ.10,25]. Ο Πέτρος τότε, αν και είχε γυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν είχε πλέον ούτε το άγκιστρο, αλλά είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και τη βάρκα, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «Κα τίς δύναται σωθναι;(: “και τότε ποιος μπορεί να σωθεί, αφού όλοι οι άνθρωποι είμαστε τόσο αδύνατοι;’’)»[Μαρκ.10,26]. Και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη ο Πέτρος ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένα, και ενώ δεν είχε αναλάβει ακόμη την εξουσία, διατηρούσε τη φροντίδα που άρμοζε σε άρχοντα, μεριμνώντας για ολόκληρη την οικουμένη. Διότι εάν ήταν πλούσιος και είχε μεγάλη περιουσία, ίσως μπορούσε κάποιος να πει ότι ζητούσε την πληροφορία αυτήν, διότι φρόντιζε όχι για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό του. Τώρα όμως η πτωχεία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία και αποδεικνύει ότι φρόντιζε για τη σωτηρία των άλλων και γι’ αυτό ανησυχούσε και διερευνούσε και ήθελε να μάθει από τον Διδάσκαλο την οδό της σωτηρίας. Για τον λόγο αυτόν και ο Χριστός τον ενθάρρυνε και του έλεγε: «παρ νθρώποις δύνατον, λλ᾿ ο παρ Θε· πάντα γρ δυνατά στι παρ τ Θε (:αυτό είναι πράγματι αδύνατο στους ανθρώπους, όχι όμως και στον Θεό· διότι όλα είναι δυνατά στον Θεό, ο οποίος και μπορεί με την χάρη Του να οδηγήσει τους ανθρώπους, και αυτούς ακόμη τους πλουσίους, σε σωτηρία”)» [Μαρκ.10,27]· [πρβλ. Λουκ.18,27: «τ δύνατα παρ νθρώποις δυνατ παρ τ Θε στιν(:τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεό”)»]. «Και μη νομίσεις», λέγει, «ότι εγκαταλείπεστε μόνοι σας. Εγώ σας συμπαρίσταμαι στη φροντίδα αυτήν και κάνω τα αδύνατα να γίνουν εύκολα και δυνατά».

Πάλι, όταν ο Χριστός ομιλούσε περί γάμου και γυναίκας και έλεγε ότι «Ἐῤῥέθη δέ· ς ν πολύσ τν γυνακα ατο, δότω ατ ποστάσιον.γ δ λέγω μν τι ς ν πολύσ τν γυνακα ατο παρεκτς λόγου πορνείας, ποιε ατν μοιχσθαι, κα ς ἐὰν πολελυμένην γαμήσει, μοιχται(:Ακόμη, ειπώθηκε το εξής: ‘’όποιος χωρίσει την γυναίκα του, ας της δώσει γραπτό διαζύγιο’’. Εγώ όμως σας λέγω ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα του χωρίς την αιτία της μοιχείας, την σπρώχνει στη μοιχεία (διότι μοιχεία είναι πλέον, εάν αυτή έλθει σε νέο γάμο, εφόσον ζει ο πρώτος της σύζυγος). Και εκείνος που θα λάβει ως σύζυγο διαζευγμένη γυναίκα, διαπράττει μοιχεία)»[Ματθ.5,31-32] και τους συμβούλευε να υποφέρουν όλες τις κακίες των γυναικών πλην της πορνείας, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του λέγει: «ε οτως στν ατία το νθρώπου μετ τς γυναικός, ο συμφέρει γαμσαι (:εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν τόσο στενή είναι η σχέση του ανδρογύνου και μία μόνη η αιτία που δικαιολογεί το διαζύγιο, τότε δεν συμφέρει να έρχεται κανείς σε γάμο”)»[Ματθ.19.10]. Πρόσεχε να δεις και εδώ με πόση διακριτικότητα απέδωσε και την πρέπουσα στον Διδάσκαλο τιμή και φρόντισε και για τη σωτηρία των άλλων, χωρίς και στην προκειμένη περίπτωση να μεριμνά για τον εαυτό του.

Για να μην πει λοιπόν και εδώ κάτι παρόμοιο ο Πέτρος, πρόφθασε ο Κύριος με την παραβολή και αναίρεσε την αντίρρησή του. Για να δείξει λοιπόν ότι πρέπει να είμαστε απεριόριστα συγχωρητικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας που με τον ένα ή άλλο τρόπο μάς αδικούν, είπε λοιπόν: «Δι τοτο μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο(:Το καθήκον να συγχωρούμε αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστο. Γι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθεί με ένα βασιλέα, που θέλησε να λογαριαστεί με τους δούλους του, στους οποίους είχε εμπιστευτεί την διαχείριση των οικονομικών του)». Ήθελε να δείξει ότι για τούτο λέγει την παραβολή αυτήν, για να μάθεις δηλαδή ότι ακόμη και αν εβδομήντα φορές το επτά την ημέρα συγχωρείς τα αμαρτήματα του αδελφού σου, δε δύνασαι ακόμη να πεις ότι έπραξες μέγα πράγμα, αλλά απέχεις πολύ και απερίγραπτα από τη φιλανθρωπία του Κυρίου και δε δίνεις τόσο όσο λαμβάνεις.

Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «μοιώθη βασιλεία τν ορανν νθρώπ βασιλε, ς θέλησε συνραι λόγον μετ τν δούλων ατο»(:μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με έναν επίγειο άνθρωπο βασιλιά, ο οποίος θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι και οι αυλικοί του για τα πεπραγμένα τους)».

Μην προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά φαντάσου, παρακαλώ, το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους Του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους και τους πάντες: «τος γρ πάντας μς φανερωθναι δε μπροσθεν το βήματος το Χριστο, να κομίσηται καστος τ δι το σώματος πρς πραξεν, ετε γαθν ετε κακόν(:Διότι όλοι μας θα παρουσιαστούμε οπωσδήποτε μπροστά στο βήμα του Χριστού, ολοφάνεροι και ξέσκεποι, για να αποκομίσει και να απολαύσει ο καθένας, ανάλογα με όσα δια του σώματος έπραξε, είτε αγαθά είτε κακά)»[Β΄Κορ.5,10]. Και αν είσαι πλούσιος, σκέψου ότι θα δώσεις λόγο, πού ξόδεψες τα χρήματα, σε πόρνες ή προς ενίσχυση των πτωχών, πού, σε παρασίτους και κόλακες ή σε εκείνους που είχαν ανάγκη, πού λοιπόν, στην ακολασία ή στη φιλανθρωπία, στις απολαύσεις και την ασωτία και τη μέθη ή στη βοήθεια των καταπιεζομένων; Και θα σου ζητηθεί να δώσεις λόγο όχι μόνο για τη δαπάνη, αλλά και για την απόκτησή τους. Ποιο δηλαδή από τα δύο, απέκτησες την περιουσία σου με δίκαιους μόχθους ή με την αρπαγή και την πλεονεξία, πώς κληρονόμησες την πατρική σου περιουσία ή κατέστρεψες τα σπίτια των ορφανών και διάρπαξες τις περιουσίες των χηρών; Και όπως εμείς ζητούμε λογαριασμό από τους υπηρέτες μας όχι μόνο για τα έξοδα, αλλά και για τα έσοδα, εξετάζοντας από πού έλαβαν τα χρήματα και από ποια πρόσωπα, και πώς και πόσα, το ίδιο λοιπόν και ο Θεός ζητεί από εμάς ευθύνες όχι μόνο για τη δαπάνη των χρημάτων μας, αλλά και για τον τρόπο της αποκτήσεώς τους.

Και δε δίνει μόνο ο πλούσιος λόγο, αλλά δίνει και ο πτωχός για την φτώχεια του. Αν π.χ. υπέμεινε την πτωχεία του με γενναιότητα και ευχαρίστηση, αν δεν αποθαρρύνθηκε, αν δε δυσανασχέτησε, αν δεν καταφέρθηκε ενάντια στην πρόνοια του Θεού, βλέποντας άλλον να ζει στην απόλαυση και τη σπατάλη και αυτός να στερείται των πάντων. Όπως ο πλούσιος θα δώσει λόγο για την ελεημοσύνη, το ίδιο και ο πτωχός εάν επέδειξε υπομονή. Ή μάλλον όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και για αυτήν την ελεημοσύνη[πρβλ. Μαρκ.12,42: « κα πολλο πλούσιοι βαλλον πολλά· κα λθοσα μία χήρα πτωχ βαλε λεπτ δύο, στι κοδράντης(:Και πολλοί πλούσιοι έρριπταν πολλά χρήματα στο κουτί για τους απόρους· Ήρθε όμως μία πτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή ένα κοδράντη)»]. Διότι η φτώχεια δεν αποτελεί εμπόδιο προς ελεημοσύνη. Και μάρτυρας η χήρα εκείνη που κατέβαλε τα δύο λεπτά και με τη μικρή εκείνη εισφορά υπερέβαλε, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου, εκείνους που κατέβαλλαν πολλά.

Και όχι μόνο πλούσιοι και φτωχοί, αλλά και άρχοντες και δικαστές εξετάζονται με μεγάλη αυστηρότητα, μήπως παραβίασαν το δίκαιο, μήπως έλαβαν τις αποφάσεις τους για τους δικαζόμενους επηρεαζόμενοι από εύνοια ή μίσος, μήπως ψήφισαν παρά τη συνείδησή τους διότι κολακεύτηκαν, μήπως έβλαψαν από μνησικακία ανθρώπους αθώους. Και όχι μόνο οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά και όσοι προΐστανται των Εκκλησιών θα λογοδοτήσουν για την εξουσία τους. Και μάλιστα αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν πικρές και βαριές ευθύνες. Και πράγματι, ο επιφορτισμένος με την υπηρεσία του λόγου και του κηρύγματος θα εξεταστεί εκεί με μεγάλη ακρίβεια, μήπως είτε από οκνηρία ή από φθόνο παρέλειψε κάτι από αυτά που έπρεπε να πει και απέδειξε με τα έργα του ότι τα ανέπτυξε όλα και δεν απέκρυψε τίποτε από τα ωφέλιμα. Επίσης, σε εκείνον, στον οποίο έλαχε η Επισκοπή, όπου είναι μεγαλύτερο το αξίωμα, στο οποίο ανήλθε, τόσο μεγαλύτερος θα ζητηθεί λόγος, όχι μόνο για τη διδασκαλία και την προστασία των πτωχών, αλλά και για τις χειροτονίες και για άλλα αναρίθμητα. Και αυτά καθιστώντας φανερά ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «χερας ταχως μηδεν πιτθει, μηδ κοιννει μαρταις λλοτραι(:Χέρια σε κανέναν μην επιθέτεις γρήγορα για χειροτονία, μήτε να γίνεσαι συμμέτοχος σε ξένες αμαρτίες)»[Α΄Τιμ.5,22].Και γράφοντας στους Εβραίους για τους δικούς τους άρχοντες, τους φόβιζε με άλλο τρόπο λέγοντας: « Πείθεσθε τος γουμένοις μν κα πείκετε· ατο γρ γρυπνοσιν πρ τν ψυχν μν ς λόγον ποδώσοντες· να μετ χαρς τοτο ποισι κα μ στενάζοντες· λυσιτελς γρ μν τοτο(:Να πείθεσθε και να υποτάσσεσθε με προθυμία, χωρίς δισταγμούς και δυσφορίες, στους πνευματικούς προϊσταμένους σας. Διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, επειδή θα δώσουν λόγο για σας στον Χριστό. Υπακούετε, λοιπόν, σε αυτούς με προθυμία, ώστε να εκτελούν το έργο αυτό της πνευματικής καθοδηγήσεώς σας με χαρά και όχι με στεναγμούς· διότι το να στενάζουν από την δική σας απείθεια, είναι επιζήμιο σε σας τους ιδίους. Θα φέρει επάνω σας την οργή του Θεού)»[Εβρ.13,17].

Τότε λοιπόν θα δώσουμε λόγο όχι μόνο για πράξεις, αλλά και για λόγους. Καθώς δηλαδή και εμείς όταν εμπιστευτούμε στους δούλους μας χρήματα, ζητούμε από αυτούς λογαριασμό για όλα, έτσι και ο Θεός, ο οποίος μας εμπιστεύτηκε λόγους, θα μας ζητήσει λόγο για τον τρόπο της δαπάνης τους. Μας ζητείται λόγος και εξεταζόμαστε λοιπόν με αυστηρότητα, μήπως δαπανήσαμε αυτά στην τύχη και άσκοπα. Διότι τα χρήματα, τα οποία δαπανήθηκαν στην τύχη και άσκοπα, συνήθως δε βλάπτουν τόσο, όσο ένας λόγος που ειπώθηκε άσκοπα και όχι στην κατάλληλη στιγμή. Διότι χρήματα που δαπανήθηκαν άσκοπα προκαλούν πολλές φορές ζημία οικονομική, ενώ λόγος που ειπώθηκε απερίσκεπτα, ανέτρεψε ολόκληρα σπίτια και κατέστρεψε και αφάνισε ψυχές. Και τη χρηματική ζημία είναι δυνατόν να τη διορθώσουμε πάλι, λόγο όμως, ο οποίος μία φορά ειπώθηκε δεν είναι δυνατόν να τον ανακαλέσουμε. Και ότι τιμωρούμαστε για τους λόγους, το λέγει ο Χριστός. Άκουσέ το, λοιπόν: «λέγω δ μν τι πν ῥῆμα ργν ἐὰν λαλήσωσιν ο νθρωποι, ποδώσουσι περ ατο λόγον ν μέρ κρίσεως· κ γρ τν λόγων σου δικαιωθήσ κα κ τν λόγων σου καταδικασθήσῃ(:Σας λέγω δε και τούτο· ότι για κάθε περιττό και μάταιο λόγο, τον οποίο θα πουν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν κατά την ημέρα της κρίσεως. (Και πολύ περισσότερο για τα συκοφαντικά και φαρμακερά λόγια τους).Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα καταδικαστείς”)»[Ματθ.12,36-37].

Και δε λογοδοτούμε μόνο για τους λόγους, αλλά και για τα ακούσματα. Π.χ. αν πίστεψες αβασάνιστα ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του πλησίον σου: «Ο παραδέξ κον ματαίαν. ο συγκαταθήσ μετ το δίκου γενέσθαι μάρτυς δικος(:Εάν είσαι δικαστής, δεν πρέπει να παραδεχτείς ποτέ επιπόλαια και αναπόδεικτη κατηγορία. Εάν κληθείς ως μάρτυρας, ποτέ δεν πρέπει να έλθεις σε συμφωνία με αυτόν που διέπραξε το αδίκημα, ώστε να γίνεις ψευδομάρτυρας)»[Εξ.23,1]. Και αν οι αποδεχόμενοι ψευδές άκουσμα δε θα συγχωρηθούν, τότε όσοι διαβάλλουν και κατηγορούν, ποια δικαιολογία θα έχουν;

Και τι λέγω για λόγους και ακούσματα, αφού έχουμε ευθύνες και για τις σκέψεις μας; Και τούτο υπογράμμιζε ο Παύλος, όταν έλεγε: «στε μ πρ καιρο τι κρίνετε, ως ν λθ Κύριος, ς κα φωτίσει τ κρυπτ το σκότους κα φανερώσει τς βουλς τν καρδιν, κα τότε παινος γενήσεται κάστ π το Θεοῦ(:Ώστε και εσείς μη σπεύδετε παράκαιρα να κάνετε κρίσεις και διακρίσεις, ότι ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Απολλώς είναι καλύτερος. Περιμένετε έως ότου έλθει ο Κύριος, ο οποίος θα φωτίσει και θα αποκαλύψει όσα τώρα είναι κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις εσωτερικές σκέψεις και επιθυμίες και θελήσεις των καρδιών. Και τότε θα αποδοθεί από τον Θεό στον καθένα ο δίκαιος έπαινος)» [Α΄Κορ.4,5]. Και ο ψαλμωδός Δαβίδ λέγει: «τι νθύμιον νθρώπου ξομολογήσεταί σοι, κα γκατάλειμμα νθυμίου ορτάσει σοι(:Έτσι δε κάθε ανθρώπινη σκέψη και καρδία, όχι μόνο των πιστών σε Εσένα, αλλά και αυτών ακόμη των εχθρών Σου, θα έχει μεταστραφεί σε δοξολογία Σου· και τα υπολείμματα ακόμη των πικρών αναμνήσεων, όπως και οι απομένοντες εχθροί, θα πανηγυρίσουν προς δόξα Σου)» [Ψαλμ.75,11]. Τι εννοεί όταν λέει στον ψαλμό αυτόν ότι «νθύμιον νθρώπου ξομολογήσεταί σοι: ο άνθρωπος θα εξομολογηθεί ενώπιόν σου τη σκέψη του»; Π.χ. εάν ομίλησες προς τον αδελφό σου με δόλο και πονηρή σκέψη, αν δηλαδή τον επαινούσες με το στόμα και τη γλώσσα, και στην ψυχή σου σκεπτόσουν κακά για αυτόν και τον φθονούσες. Το ίδιο πάλι υπαινισσόταν ο Χριστός, όταν έλεγε ότι τιμωρούμαστε όχι μόνο για τα έργα μας, αλλά και για τις σκέψεις: «γ δ λέγω μν τι πς βλέπων γυνακα πρς τν πιθυμσαι ατν δη μοίχευσεν ατν ν τ καρδί ατοῦ(: Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας, ο οποίος βλέπει γυναίκα με την πονηρή επιθυμία προς αμαρτία, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιά διέπραξε την αμαρτία της μοιχείας μέσα στην ακάθαρτη καρδία του)»[Ματθ.5,28]. Κοίτα, η αμαρτία δεν έγινε πράξη, αλλά έμενε ακόμη στη διάνοια. Αλλά ούτε σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να μείνει ακατάκριτος ο περιεργαζόμενος τα κάλλη των γυναικών για να ανάψει επιθυμία πορνείας.

Όταν λοιπόν ακούσεις ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, μη δεις επιπόλαια τη φράση, αλλά σκέψου όλο το νόημά της και να φανταστείς κάθε ηλικία και των δύο φύλων, και των ανδρών και των γυναικών. Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις κάτι από τα αμαρτήματά σου, ο Θεός δε θα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήσει όλα εμπρός στους οφθαλμούς μας, αν δεν προλάβουμε να τα εξαλείψουμε τώρα με τη μετάνοια και την εξομολόγηση, και με το να μην μνησικακούμε ποτέ κατά του πλησίον.

Για ποια λοιπόν αιτία θέσπισε τη λογοδοσία για τα λόγια και τις πράξεις μας; Όχι βέβαια επειδή αγνοεί Αυτός(πώς είναι δυνατός να αγνοεί Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;-πρβλ. Δαν.Α,42: « Θες αώνιος τν κρυπτν γνώστης, εδς τ πάντα πρν γενέσεως ατν: Εσύ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν»), αλλά για να πείσει εσένα τον δούλο ότι δικαίως οφείλεις, ό, τι οφείλεις. Και περισσότερο όχι για να μάθεις μόνο, αλλά και για να αποπλύνεις τις αμαρτίες σου, να καθαριστείς τελείως και να διορθωθείς. Διότι και τον προφήτη για αυτόν ακριβώς τον λόγο τον διέταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων. « ναβόησον ν σχύϊ κα μ φείσ, ς σάλπιγγα ψωσον τν φωνήν σου, κα νάγγειλον τ λα μου τ μαρτήματα ατν κα τ οκ ακβ τς νομίας ατν(:Φώναξε με όλη σου την δύναμη, μη λυπηθείς την φωνή σου· ύψωσε και δυνάμωσε την φωνή σου σαν μεγαλόφωνη σάλπιγγα και, πες καθαρά στον λαό μου τα αμαρτήματά τους και στους απογόνους του Ιακώβ τις παρανομίες τους)»[Ησ.58,1].

ΠΗΓΕΣ:

  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/de-decem-millium-talentorum-debitore.pdf
  • Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 26, σελίδες 18-25.
  • Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 30, σελ. 86-95 (ή: 41 -45 του PDF) .

[https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLaE1Ebm03Wk83Mk0/view]

  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο