«Χάρη στοὺς μοναχοὺς καὶ τὸ ἀντιγραφικό τους ἔργο ὑπάρχουν οἱ φιλόλογοι. Οἱ φιλόλογοι δὲν θὰ εἶχαν ἀντικείμενο, ἐὰν οἱ μοναχοὶ μὲ τὸ ἀκούραστο ἔργο τους δὲν εἶχαν φροντίσει νὰ διασώσουν ὣς σήμερα τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων». Αὐτὰ περίπου εἶναι τὰ λόγια τοῦ καθηγητῆ μου καὶ ὁμότιμου πιὰ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κυρίου Σπυρίδωνα Κοντογιάννη. Δὲν σᾶς κρύβω ὅτι ἀρχικὰ (ὅταν ἀγνοοῦσα τὴν ἱστορική ἀλήθεια) θεώρησα τὶς διαπιστώσεις τοῦ καθηγητῆ ὑπερβολικὲς καὶ ἕνα εἶδος «ἀλληλουίσματος» ἡμῶν τῶν θεολόγων πρὸς τὰ μοναστήρια. Ἂς παραθέσουμε τὰ ἱστορικὰ δεδομένα ποὺ συναντήσαμε ἐρευνώντας τὸ θέμα, καὶ ἐσὺ ἀναγνώστη θὰ ἀποφανθεῖς.
20.000 χειρόγραφα φυλάσσουν οἱ βιβλιοθῆκες τῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ μονὴ Μεγίστης Λαύρας διαθέτει 2.242 χειρόγραφα κατέχοντας τὴν 3η θέση σὲ χειρόγραφα παγκοσμίως, ἐνῷ ἡ 1η θέση ἀνήκει ἐπίσης σὲ μοναστήρι, τὴ μονὴ Ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ Σινὰ ποὺ διαθέτει 4.500 χειρόγραφα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ 75% εἶναι ἑλληνόφωνα. (Τὴ δεύτερη θέση ἔχει τὸ Βατικανὸ μὲ 3.500 χειρόγραφα.
Συγκεκριμένα ἡ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἀρχαιοελληνικῶν χειρογράφων, φυλάσσει 4 χειρόγραφά του Γαληνοῦ Ω69, Ω70, Ω71, Ω72, 2 χειρόγραφα Ἱπποκράτους «Ἀφορισμοί» Ω68 καὶ Ω69, 3 σπάνια χειρόγραφα τοῦ Ἀέτιου Ἀμηδινοῦ, προσωπικοῦ γιατροῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, Ω63, Ω64 καὶ Ω65, 2 χειρόγραφα τοῦ Θουκυδίδη καὶ τοὺς «Βίους Παράλληλούς» τοῦ Πλουτάρχου. Ἡ ἴδια μονὴ φυλάσσει τὴ «Βοτανική» τοῦ Διοσκουρίδη, ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ ὄνειρο κάθε φαρμακοποιοῦ, βοτανολόγου καὶ δηλητηριογνώστη. Μάλιστα εἶναι εἰκονογραφημένο μὲ ἀνεξίτηλες μικρογραφίες. Τὸ μοναδικὸ στὸν κόσμο νομικὸ χειρόγραφο μὲ τὶς Νεαρὲς τῶν Κομνηνῶν (13ος αἰ.) βρίσκεται στὴ Λαύρα. Ὁ Ἐπίκτητος, ὁ Ἑρμογένης καὶ ὁ Εὐκλείδης φυλάσσονται στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς Ἰβήρων θὰ συναντήσει ὁ ἐρευνητὴς τὰ ἔργα ποὺ συνέθεσε ὁ Εὐριπίδης, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Θεόκριτος, ὁ Σοφοκλῆς καὶ ὁ Πίνδαρος.
Ἡ μονὴ Βατοπεδίου διασώζει χειρόγραφο τῶν γεωγράφων Πτολεμαίου καὶ Στράβωνα μὲ ἀρ. 655 τοῦ 13ου αἰ. Τοῦτα φυλάσσονται ὄχι τυχαῖα στὰ παραπάνω μοναστήρια, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ἀπολύτως συνειδητὴ πράξη ἐπιλογῆς τῶν μοναχῶν νὰ ἀσχοληθοῦν ἀκούραστα, δίχως ἀμοιβὴ καὶ χωρὶς θρησκευτικοὺς λόγους μὲ τὴν ἀντιγραφὴ τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ἔργων, ὥστε νὰ τὰ διασώσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ νὰ τὰ μεταδώσουν στὶς ἑπόμενες γενιὲς ὡς ἑλληνικὴ κληρονομιὰ στὸν πνευματικὸ κόσμο παγκοσμίως καθιστώντας τον πλουσιότερο. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης γιὰ παράδειγμα ἦταν ἀσκητικός, ἀγαποῦσε πολὺ τὰ βιβλία κι ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἄθω, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι ἔφερε τὰ προσωπικά του βιβλία. Ἵδρυσε στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς χειρογράφων (Scriptorium) καὶ ὅρισε ὑπεύθυνο γιὰ τὸ ἐργαστήριο ὄχι τυχαῖο πρόσωπο ἀλλὰ τὸν πρωτοκαλλιγράφο Ἰωάννη καὶ βιβλιοφύλακα τὸν μοναχὸ Μιχαήλ. Τὸ ἔργο ἀγάπης καὶ ἀντιγραφῆς χειρογράφων συνεχίστηκε ἀμείωτο ἀπὸ τοὺς κατοπινοὺς μοναχοὺς τῆς Λαύρας γι’ αὐτὸ καὶ στὴ μονὴ αὐτὴ λειτούργησε τὸ πρῶτο τυπογραφεῖο στὴν Ἑλλάδα τὸ 1759.Ὁ ὅσιος Θεόδωρος Στουδίτης ὀργάνωσε βιβλιοθήκη στὴ μονὴ Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη συγκεντρώνοντας μεγάλο ἀριθμὸ χειρογράφων, ὄχι μόνο χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ἐθνικῶν συγγραφέων, διευκολύνοντας ἔτσι στὴ γνώση, διάσωση καὶ διάδοσή τους.
Σπουδαῖα χειρόγραφα ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας διασώζει ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο. Θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς καλύτερες τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐκεῖ φυλάσσονται σπάνια χειρόγραφα μὲ τὶς τραγωδίες «Ἑκάβη», «Ὀρέστης», «Αἴας», «Ἠλέκτρα» κ.ἄ. Ἀκόμη τὸ παλαιότερο ἔντυπο βιβλίο τῆς μονῆς εἶναι ἡ «Ἀνθολογία διαφόρων ἐπιγραμμάτων ἀρχαίοις συντεθειμένοις σοφοῖς…», Φλωρεντία 1494.(1) Στὴ μονὴ Ζάβορδας βρίσκεται μεταξὺ ἄλλων κωδίκων καὶ ὁ μοναδικὸς κώδικας τοῦ λεξικοῦ τοῦ πατριάρχη Φωτίου. Σώζονται 3 ἀντίγραφα, ἕνα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Πανεπιστημίου Cambridge στὴν Ἀγγλία, ἕνα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Βερολίνου καὶ ἕνα στὴ μονὴ Ζάβορδας. Τὸ τῆς Ζάβορδας ὑπερέχει, διότι εἶναι τὸ μοναδικὸ πλῆρες, ἐνῷ τὰ ἄλλα εἶναι ἐλλιπῆ. Τὸ ἀνακάλυψε ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κύριος Λίνος Πολίτης τὸ 1959. Περιλαμβάνει ἀποσπάσματα ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων ποὺ σώζονταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Φωτίου, ὄχι ὅμως καὶ σήμερα π.χ. ἀρχαία κωμωδία τοῦ Κρατίνου, τοῦ Εὔπολη καὶ ἀποσπάσματα ἀρχαίων ἑλλήνων ποιητῶν καὶ ἱστορικῶν. Ἐπίσης χάρη στὸ Φώτιο καὶ στὴ μονὴ Ζάβορδας ἔχουμε γνώση γιὰ τὸν Κτησία, τὸν Κόνωνα, τὸ Μέμνονα καὶ τὰ χαμένα βιβλία τοῦ Διόδωρου.
Στὴ μονὴ Παμμακαρίστου στὴν Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκε κέντρο μελέτης καὶ ἀντιγραφῆς χειρογράφων(2). Ἡ μονὴ Μεγάλου Μετεώρου διασώζει σὲ χειρόγραφα ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἡσιόδου, τοῦ Σοφοκλῆ, τοῦ Δημοσθένη καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἐπίσης φυλάσσει τὰ πολύτιμα ἀρχέτυπα τῶν ἐκδόσεων Βενετίας τοῦ Ἄλδου Μανουτίου (1495) στὰ ἑξῆς ἔργα: Θεοκρίτου Εἰδύλλια, Θεόγνιδος Γνῶμαι, Ἡσιόδου Θεογονία-Ἔργα καὶ Ἡμέραι-Ἀσπὶς Ἡρακλέους κ.ἄ.
Στὴ διάσωση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας σπουδαία εἶναι ἡ συμβολὴ τῶν ἑλληνόφωνων μοναστηριῶν στὴν Κάτω Ἰταλία. Στὴν Ἀπουλία στὸ Κοριλιάνο ὤτ΄Ὀτράντο ὑπῆρχε ἀπὸ τὸ 10ο αἰ. τὸ ὀρθόδοξο μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου μὲ σημαντικὴ πνευματικὴ δραστηριότητα, καθὼς ἐκεῖ ὡς τὸ 15ο αἰ. διδάσκονταν ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ καὶ ἀντιγράφονταν ἀρχαῖα κείμενα(3).
Ἡ ἀντιγραφὴ καὶ διάσωση τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων φαίνεται ὅτι γινόταν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μὲ μεράκι καὶ ἀγάπη, ἀφοῦ δὲν ἀρκοῦνταν στὴν ἁπλῆ ἀντιγραφή, ἀλλὰ καλλιγραφοῦσαν καὶ διακοσμοῦσαν τὰ χειρόγραφα μὲ πολὺ κόπο καὶ κόστος καθὼς τόσο τὰ μελάνια καὶ τὰ χρώματα ὅσο καὶ τὰ ὑλικὰ γραφῆς (πάπυροι, περγαμηνές) ἦταν ἀκριβά. Κι ὅμως τὰ διέθεταν χάριν τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων. Τὰ μοναστήρια διασώζουν, διακοσμοῦν, ἀλλὰ καὶ ἐκσυγχρονίζουν -θὰ λέγαμε- τὰ ἀρχαῖα κείμενα, καθὼς τὰ μεταγράφουν ἀπὸ τὴ μεγαλογράμματη-κεφαλαιογράμματη γραφὴ στὴ μικρογράμματη τῆς ἐποχῆς. Ἡ μικρογράμματη γραφή, ἐξέλιξη τῆς βυζαντινῆς «ἐπισεσυρμένης», ἔλαβε τὴν ὁριστική της μορφὴ στὴν κωνσταντινοπολίτικη μονὴ Στουδίου ἀπὸ τὸν μοναχὸ καὶ μετέπειτα ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικόλαο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ πρῶτο σωζόμενο χρονολογημένο χειρόγραφο στὴ μικρογράμματη γραφή, τὸ Εὐαγγελιστάριο Uspenskij (κώδικας Petropolitanus 219)(4).
Στὶς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες (Ἅγιον Ὄρος, Ἅγια Μετέωρα, Μονὴ Δουσίκου, Πάτμος κ.ἄ.) ἔχουν διασωθεῖ καὶ φυλάσσονται μὲ ἀγάπη καὶ σεβασμὸ οἱ πρῶτες ἔντυπες, σπανιότατες καὶ πολύτιμες, ἐκδόσεις τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων, τῆς Βενετίας κυρίως, τὰ «ἀρχέτυπα» τοῦ Ἄλδου Μανούτιου (editions aldinae, incunabula), τοῦ τέλους τοῦ 15ου αἰ. καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου αἰ., Ἡσίοδος, Πλάτων, Θεόκριτος, τραγικοὶ ποιητές, Ἀριστοτέλης, Δημοσθένης, Ἀριστοφάνης, Λουκιανός, Στράβων κ.ἄ. Ἐπίσης Λεξικὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, Μέγα Ἐτυμολογικόν, Βενετία 1499 Βαρίνου Φαβορίνου, Ρώμη 1523, Συντακτικὸ Ἀπολλωνίου Ἀλεξανδρέως τοῦ Γραμματικοῦ, Βενετία 1495 κ.ἄ. Ἡ ἀπόκτηση τῶν ἐντύπων αὐτῶν κόστιζε πάρα πολὺ στὰ μοναστήρια, διότι τὸ ἔντυπο βιβλίο κατὰ τὴν πρώτη ἐμφάνισή του ἦταν πολὺ ἀκριβό(5).
Ἄραγε ἀπὸ ποῦ προέκυψε ἡ ἀγάπη τῶν χριστιανῶν μοναχῶν γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔργα; Ἴσως σχετίζεται μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θεμελιωτὴ τοῦ κοινοβιακοῦ μοναστικοῦ βίου(6), πρὸς τοὺς νέους νὰ μελετοῦν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ὅπως τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Σωκράτη(7). Ἴσως ἐπειδὴ οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Βασίλειος Καισαρείας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μέγας Ἀθανάσιος, Γρηγόριος Θεολόγος καὶ Γρηγόριος Νύσσης ἦταν γνῶστες τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ χρησιμοποιοῦσαν ὅρους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς συνέθεσε «Ἔπη» μὲ τὴ μορφὴ τῶν ἐπῶν τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Μάλιστα ὁ σπουδαῖος ἱστορικὸς Παπαρρηγόπουλος γράφει γι’ αὐτοὺς ὅτι «ὑπερέβαλλαν κατὰ τὴν εὐγλωττία καὶ τὴν ἐπιστήμη ἅπαντας τοὺς τότε ζῶντας ἐθνικοὺς σοφιστὲς καὶ αὐτοὺς τοὺς μέχρι Πλουτάρχου προκατόχους τους, ἀποτελέσαντες ἐποχὴν λόγου νέα, μεγάλη καὶ ἔνδοξο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος εἶναι οἱ πρῶτοι λαμπροὶ τύποι τῆς εὐλαβοῦς καὶ πολυμαθοῦς εὐγλωττίας, ἥτις ἀφιέρωσε ἑαυτὴν εἰς τὴν τακτικὴ διδασκαλία τοῦ λαοῦ. Τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ μέριμνα γιὰ τὰ ἀρχαῖα κείμενα διέθετε καὶ ὁ ἅγιος Ἀρέθας ἀπὸ τὴν Πάτρα (ca 850-944) διάκονος ἀρχικὰ καὶ ἀπὸ τὸ 902 μητροπολίτης Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ὑπῆρξε σοφὸς ὑπομνηματιστής, δεινὸς φιλόλογος καὶ ἀντιγραφέας χειρόγραφων κωδίκων κλασσικῶν Ἑλλήνων, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Λουκιανοῦ, τοῦ Αἴλιου Ἀριστείδη καὶ κατηύθυνε τὴν ἔρευνα πρὸς τὶς πηγὲς τῆς κλασσικῆς παιδείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς διανόησης καὶ σκέψης(8). Ἐξέδωσε τοὺς περισσότερους πλατωνικοὺς διαλόγους ἐμπλουτισμένους μὲ σχόλια καὶ εἰσαγωγὲς γιὰ τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία, ἐξέδωσε τὶς «Κατηγορίες» καὶ ἄλλα ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη, ἀντέγραψε ἔργα τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Λουκιανοῦ, τοῦ Δίωνος Χρυσοστόμου, τοῦ Αἰλίου Ἀριστείδη, τοῦ Παυσανία, τὸ «Λεξικό» τοῦ Πολυδεύκη καὶ τὸν «Βίον Ἀπολλωνίου» τοῦ Φιλοστράτου. Πιθανῶς συνέβαλε στὴ διαμόρφωση ἀνάλογου πνευματικοῦ κλίματος καὶ ἀπήχησής του στὰ μοναστήρια ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, γνωστοῦ ὁμηριστῆ καὶ λόγιου μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος μὲ τὰ περίφημα σχόλιά του («Παρεκβολαί») στὸν Ὅμηρο, Ἰλιάδα καὶ Ὀδύσσεια, στὶς κωμωδίες τοῦ Ἀριστοφάνη, στὸν Πίνδαρο, στὸ Διονύσιο τὸν Περιηγητὴ κ.ἅ. πρωταγωνίστησε στὴν ἀναγέννηση τῶν κλασσικῶν σπουδῶν(9). Εἶναι ἐκπληκτικὸ ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μελετητὲς τοῦ Ὁμήρου παγκοσμίως εἶναι ἕνας χριστιανὸς ἐπίσκοπος καὶ ἅγιος, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φυλάσσονται (μὲ τρεῖς κλειδαριὲς παρακαλῶ στὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας) ὄχι μόνο στὶς βιβλιοθῆκες τῶν μοναστηριῶν γιὰ τοὺς μελετητές-ἐρευνητές, ἀλλὰ «διαφημίζονται δωρεὰν» καὶ προβάλλονται στὸν ἁπλὸ προσκυνητὴ μέσα ἀπὸ τὴν πολύτιμη τέχνη τῶν μοναχῶν, τὴν τοιχογραφία. Τοιχογραφίες ἀρχαίων Ἑλλήνων ποὺ κρατοῦν εἰλητάρια μὲ γραμμένο κάτι ἀπὸ τὰ κείμενά τους δεσπόζουν σὲ ἰδιαίτερα περίοπτη θέση στὴ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου. Εἶναι ἡ ἑλληνὶς Σιβύλλα ἡ φιλόσοφος, ὁ Ἕλλην Σόλων ὁ σοφὸς καὶ νομοθέτης, ὁ Ἕλλην Πυθαγόρας ὁ φιλόσοφος καὶ μαθηματικός, ὁ Ἕλλην Θουκυδίδης ὁ ἱστορικός, ὁ Ἕλλην Ἀριστοτέλης ὁ φιλόσοφος, ὁ Ἕλλην Πλάτων ὁ φιλόσοφος, ὁ Ἕλλην Ὅμηρος ὁ ποιητής, ὁ Ἕλλην Πλούταρχος ὁ πατέρας τῆς ἱστορίας, ὁ Ἕλλην Σωκράτης ὁ φιλόσοφος. Ἔτσι, διασώζεται καὶ μεταλαμπαδεύεται, ἔστω κάτι λίγο, ἀπὸ τὸν κάθε καὶ τὴν κάθε σοφὸ τῆς ἀρχαιότητας μὲ τρόπο ἁπλὸ καὶ αἰσθητικὰ ὡραῖο στὸν ἐπισκέπτη τῆς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου ἀπὸ ὅποια χώρα καὶ ἂν προέρχεται. Ὁ σοφὸς Ἀριστοτέλης δεσπόζει σὲ παλιὰ τοιχογραφία στὴ Μονὴ Φιλανθρωπινῶν στὸ Νησάκι Ἰωαννίνων. Σήμερα, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν μοναχῶν γιὰ τὰ ἀρχαῖα κείμενα δὲν ἑστιάζεται πιὰ στὴ μεταγραφή τους ἀπὸ τὴ μεγαλογράμματη στὴ μικρογράμματη, ἀλλά, κατὰ τὶς σύγχρονες ἀνάγκες, στὴν εὔκολη προσέγγισή τους ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς μέσῳ τῆς σύγχρονης τεχνολογίας. Τοῦτο συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν τῆς Μονῆς Βλατάδων (Θεσσαλονίκη) ἔχει ἀναλάβει τὴν κατάρτιση λεπτομεροῦς καταλόγου καὶ τὴ μικροφωτογράφιση (μικροφίλμ) ὅλων τῶν χειρογράφων.
Ὁ βιβλιοθηκάριος τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἱερομόναχος Νικόδημος δηλώνει: «κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ ποὺ θὰ βρισκόταν σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα χωρὶς τὶς ἀρχαῖες γνώσεις ποὺ διασώθηκαν μὲ τὰ χειρόγραφα τῶν βυζαντινῶν μοναστηριῶν, καὶ ἰδιαίτερά του Ἁγίου Ὅρους. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἡ ἀναγέννηση τῆς Δύσης θὰ ἀργοῦσε μερικοὺς αἰῶνες». Τὰ σχόλια εἶναι δικά σας…
Παραπομπές – Πηγὲς
Λέκκου Εὐαγγέλου Π., Τὰ ἑλληνικὰ μοναστήρια, Ἀθήνα 1995, σ. 25-26.
Περιοδικὸ Ἱστορικὰ Θέματα, ἄρθρο «Βυζάντιο καὶ Ἀφροκεντρισμός», Ἁγνὴ Βασιλικοπούλου, ἐπικ. Καθ. Βυζαντινῆς φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τεῦχος 6, σ.44.
Περιοδικὸ Ἱστορικὰ Θέματα, ἄρθρο «Οἱ ἑλληνόφωνοί της Κάτω Ἰταλίας, ἡ κιβωτὸς τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας», Θεμιστοκλῆς Φ. Περτέσης, φιλολ.-ἱστορικός, τεῦχος 20, σ. 20.
Σοφιανοὺ Δημητρίου Ζ., «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός», Ἅγια Μετέωρα 2007, σ. 17-19.
Ἒνθ’ ἀνωτ. σ. 21.
Παπαδοπούλου Στυλιανοῦ Γ., Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σ. 361.
Βασιλείου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου ἅπαντα τὰ ἔργα, ΕΠΕ τ. 7 , σ. 320.
Σοφιανοὺ Δημητρίου Ζ., «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός», Ἅγια Μετέωρα 2007, σ.19.
Ἒνθ’. ἀνωτ.
_ Περιοδικὸ Ἰχώρ, τ. 44, ἄρθρο «Τὰ κρυμμένα ἀρχαῖα ἑλληνικὰ χειρόγραφά του Ἁγίου Ὅρους, ἕνας ἀρχαιοελληνικὸς θησαυρὸς κρυμμένος στὶς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες τοῦ Ἄθω», Γιῶργος Στάμκος, σ. 50-64.
_Στάμκου Γ., «Μυστικὴ Ἑλλάδα», Ἀρχέτυπο 1999.
_Ἰδίου, «Ἀνοίγοντας μία κιβωτὸ γνώσεων», Τρίτο Μάτι, τεῦχος 39, Σεπτ. 1994.
_ Ἱερομ. Νικολάου Λαυριώτη, «Τὰ χειρόγραφά του Ἁγίου Ὅρους», περιοδ. ΑΝΤ1, 1991.
_http://www.katakali.net
_http://www.apologitis.com
Θεώνη Μαρίνου Μπούρα, θεολόγος-ἐκπαιδευτικός, Master στὴν Πατερικὴ Θεολογία
Σχετικὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ θὰ βρεῖτε στὶς ἰστοσελ. ποῦ ἀναφέρω, Katakali καὶ apologitis
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011
https://www.impantokratoros.gr/84CEE457.el.aspx