Ο πατήρ Α συνάντησε στο μονοπάτι, που οδηγεί στο κελί του Γέροντα, κάποιον κύριο, που ήταν ανάπηρος. Κούτσαινε και περπατούσε με «πατερίτσες». Τον ρώτησε ο πατήρ Α πού πήγαινε και του απάντησε ότι πήγαινε στο Γέροντα Παΐσιο. 

Τον ξαναρώτησε τότε τι του συνέβη και ήταν σε αυτήν την κατάσταση με τις «πατερίτσες» κι εκείνος τότε του εξήγησε:
– Να, πάτερ. Πριν λίγο καιρό είχα έρθει στο Γέροντα. Εκείνος μου έλεγε ότι έπρεπε να συμμορφωθώ σε πολλά πράγματα. Εγώ όμως, ισχυρογνώμων καθώς ήμουν, δεν τον άκουγα και του αντιμιλούσα με αναίδεια. Εκείνος, αφού επέμενε να με συμβουλεύει με το καλό, είδε ότι εγώ δεν είχα καθόλου διάθεση να τον ακούσω. Τότε ο Γέροντας σταμάτησε και μου είπε:
– Να ξέρεις ότι ο Θεός θα επιτρέψει να τρακάρεις, για να ταπεινωθείς και να συνέλθεις, γιατί εσύ διαφορετικά δεν έχεις σκοπό να βάλεις μυαλό.
Ο κύριος … είπε στον πατέρα Α ότι ο Γέροντας του είπε τότε και κάτι ακόμη, το οποίο όμως δεν μπορούσε να το φανερώσει γιατί υπήρχε λόγος.
– Τώρα λοιπόν, συνέχισε, πριν λίγο καιρό τράκαρα και, δυστυχώς, σκοτώθηκε η γυναίκα μου και το παιδί μου κι εγώ, έμεινα σε αυτήν την κατάσταση. Έχοντας, λοιπόν, βάλει λίγο μυαλό πηγαίνω στον Γέροντα.
Μετά από λίγες μέρες πήγε ο π. Α. μαζί με τον Γέροντα να φτιάξουν την πηγή, που έπαιρνε νερό ο Γέροντας. Βρήκε έτσι την ευκαιρία να τον ρωτήσει για αυτόν τον κύριο, τι ακριβώς είχε συμβεί και πώς εκείνος του είχε προμηνύσει ότι θα τρακάρει. Κι ο Γέροντας, όπως σχεδόν πάντα ενεργούσε σε αυτές τις περιπτώσεις, του απήντησε:
– Αυτά είναι από εκείνα που ούτε να σου πω ούτε να σου εξηγήσω μπορώ.
Από το βιβλίο «ο Γέρων Παΐσιος»
Ιερομόναχου Χριστοδούλου
Αγιορείτου
Άγιον Όρος