Ὁ Pascal κάμνει ἕνα πολὺ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει λοιπόν, ὅτι μὲ τοὺς Ἀποστόλους συνέβη ἓν ἐκ τῶν τριῶν: Ἢ ἠπατήθησαν,ἢ μᾶς ἐξηπάτησαν,ἢ μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια.
Ἂς πάρουμε τὴν πρώτη ἐκδοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δὲν τὰ ἔμαθαν ἀπὸ ἄλλους. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καὶ αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν;
Μήπως μᾶς εἶπαν ψέμματα; Ἀλλὰ γιατί νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θὰ κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιὰ νὰ πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τὰ μόνα ποὺ ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους ἀπὸ ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καὶ τέλος τὸν θάνατον. Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα ψέμμα; Καὶ κάτι ἄλλο.
Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τοὺς καλέσει ὁ Χριστὸς; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοὶ ἢ ὁραματιστὲς φιλοσοφικῶν καὶ κοινωνικῶν συστημάτων, ποὺ περίμεναν τὴν εὐκαιρία νὰ κατακτήσουν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τὴν φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καὶ τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν νὰ πιάσουν κανένα ψάρι, γιὰ νὰ θρέψουν τὶς οἰκογένειές τους.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ἀκούσει καὶ ἰδῆ, ἐπέστρεψαν στὰ πλοιάριὰ τους καὶ τὰ δίκτυά τους. Δὲν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτοὺς οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως, γιὰ ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν. Καὶ μόνον μετὰ τὴν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης. Ἄρα δὲν εἶχαν λόγο νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τὴν ἀλήθεια».