Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής! (Δημητρίου Τσελεγγίδη)
Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Πανοσιολογιότατοι πατέρες, αιδεσιμολογιότατοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
η ομιλία μου βέβαια δεν θα κινηθεί στην κατεύθυνση ούτε της υπερασπίσεως της Πίστεως ούτε κατά του αντιαιρετικού αγώνα, αλλά στην υποδομή της χριστιανικής μας ταυτότητας, που είναι υπόθεση ζωής. Τα γεγονότα, που εκκλησιαστικώς θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες, η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, αποτελεί το κορυφαίο εκείνο γεγονός διά του οποίου εγκαινιάστηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα από την ίδια την θεότητα· ο άνθρωπος διά του Θεανθρώπου έχει πλέον τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της Εκκλησίας, να ζει την ζωή του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ και αυτήν να την φανερώνει στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι στο μέτρο αυτής της σχέσης, στο μέτρο αυτής της δεκτικότητας. Αυτό είναι δεδομένο. Εκείνο, το οποίο πολλές φορές παραβλέπουμε και το οποίο είναι η αιτία της δυσλειτουργίας μας στο πλαίσιο της Εκκλησίας, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε διερευνήσει τα αίτια, τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες δυσκολεύουν την φανέρωση αυτής της εν Χριστώ ζωής, αυτής της ζωής, την οποία ζούσε ο Χριστός και η οποία δεν ήταν προσωπική Του απλώς υπόθεση αλλά ήταν και είναι υπόθεση του πληρώματος της Εκκλησίας. Έτσι θεώρησα σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτές τις προϋποθέσεις αυτής της ζωής, την οποία χαρακτηρίζω «αγιοπνευματική» σε σχέση με την τρέχουσα σημασία της λέξεως «πνευματική», γιατί πολλές φορές σήμερα το πνευματικό συγχέεται με αυτό που λέγεται, που νοείται πολλές φορές ως ακαδημαϊκό, ως κοινωνικό και γενικότερα ως διανοητικό. Άλλο πράγμα είναι η αγιοπνευματική ζωή και σ’ αυτήν θα αναφερθούμε με την μικρή εισήγησή μας, ζητώντας στο μέτρο του δυνατού, να γίνει και ένας διάλογος, ώστε να απαντηθούν ενδεχόμενα ερωτήματα πάνω σε μια προβληματική, που ίσως ακολουθήσει μετά από την εισήγησή μου.
Πριν αναφερθούμε γενικότερα στις προϋποθέσεις της αγιοπνευματικής ζωής είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε εννοιολογικά, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε αγιοπνευματική ζωή. Για να αποφύγουμε κάθε ενδεχόμενη ορολογική σύγχυση θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι, άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας και άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως άκτιστη, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Έτσι, όταν κάνουμε λόγο για αγιοπνευματική ζωή εννοούμε τη ζωή του Αγίου Πνεύματος ως κοινής άκτιστης φυσικής ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Αυτή ακριβώς η άκτιστη ζωή του ίδιου του Θεού, όταν γίνεται και δική μας ζωή τότε μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για αγιοπνευματική ζωή μέσα μας. Συγκεκριμένα μιλάμε για τη μέθεξη της ίδιας της Θεότητας από τον άνθρωπο χαρισματικώς. Αυτός ο άνθρωπος είναι και λέγεται πνευματικός άνθρωπος γιατί έχει εμπλουτισθεί σωματικώς και ψυχικώς με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με την άκτιστη, δηλαδή, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Είναι ο άνθρωπος, που έχει οικειωθεί το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ενώθηκε χαρισματικώς μ’ αυτόν και ενεργεί φυσικώς σ’ αυτόν υπό σαφείς όμως και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ενώ παράλληλα θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής.
Το πνεύμα του Θεού στον άνθρωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους, τόσο στις σκέψεις και στους λόγους όσο και στις ενέργειες και στα έργα του ενώ παραμένει, κατά τα άλλα, όμοιος με τους συνανθρώπους του, σε κάθε εποχή. Η αγιοπνευματική ζωή ως Αγιοτριαδική είναι άκτιστη ζωή και παρέχεται χαρισματικώς μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μπορεί κανείς δηλαδή να την εντοπίσει σε καμιά άλλη θρησκεία ή στους ετερόδοξους, αιρετικούς δηλαδή χριστιανούς. Αυτοί άλλωστε δεν μιλούν καθόλου για μετοχή της άκτιστης ζωής ενώ χαρακτηρίζουν σαφώς την θεία Χάρη, που παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, ως κτιστή, ως δημιούργημα, ως κτίσμα δηλαδή. Έτσι μας βεβαιώνουν οι ίδιοι ότι δεν έχουν προσωπική βιωματική εμπειρία της άκτιστης αυτής θεοποιού ενέργειας του ενός Τριαδικού Θεού.
Η αγιοπνευματική ζωή έχει ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι κατ’ αρχήν μυστηριακές, παρέχονται δηλαδή μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δεν εξαρτώνται καθόλου από το δικό μας ποιόν και αποκτώνται αμέσως με την ένταξή μας στην Εκκλησία. Συγκεκριμένα, αμέσως μόλις γινόμαστε μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, με το βάπτισμα, μόλις ερχόμαστε στην εν Χριστώ ύπαρξη, δεχόμαστε το Άγιο Μύρο ή Χρίσμα. Το Χρίσμα μας παρέχει χαρισματικώς το Πνεύμα του Κυρίου μας, την άκτιστη δηλαδή και θεοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται και εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην ύπαρξή μας. Από τότε ο άνθρωπος, ως πιστός και οργανικό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή, έχει εμπλουτισθεί με την άκτιστη αυτή ενέργεια και έχει καταστεί χαρισματικός και πραγματικός άνθρωπος· επειδή έχει ένα και το αυτό πνεύμα με το Χριστό. Στο εξής έχει μέσα του εκτός από την κτιστή ανθρώπινη ενέργειά του και την θεία και άκτιστη θεοποιό ενέργεια, όχι βέβαια φυσικώς αλλά χαρισματικώς.
Όπως γνωρίζουμε ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού ήταν να ενώσει στο πρόσωπο του Θεού Λόγου την ανθρώπινη φύση υποστατικά, ώστε στο εξής να παραμένει αιωνίως χαρισματικά ενωμένος με τον Θεό ο κάθε άνθρωπος, που θα εντάσσεται στο μυστηριακό σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Και επειδή κατά την θεία Αποκάλυψη δεν υπάρχει άλλο όνομα εκτός του Χριστού, εν ω δει ημάς σωθήναι (Πράξ, 4, 12), είναι προφανές και αδιάψευστο ότι δεν μπορεί κανείς να γεύεται τον καρπό της σωτηρίας, που νοείται ως αγιοπνευματική ζωή, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω (Ιωάν. 15, 4), οργανικά δηλαδή εξαρτημένος από το Χριστό διά της Εκκλησίας.
Η ίδρυση της Εκκλησίας από το Χριστό διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματός Του την Πεντηκοστή και η προσωπική Πεντηκοστή του κάθε πιστού με το θείο Μύρο, βιωμένη εν πάση αισθήσει στον παρόντα κόσμο εντός της Εκκλησίας, πιστοποιούν κατά τον πιο εμπειρικό και αδιάψευστο τρόπο την αγιοπνευματική ζωή των πιστών σ’ όλες τις εποχές και ιδιαίτερα στην εποχή μας διά πολλών και εμφανών σημείων. Οι πιστοί, με την αγιοπνευματική ζωή τους, επιβεβαιώνουν το λόγο του Χριστού στους μαθητές Του, ότι το Πνεύμα της αληθείας ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό· υμείς γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν εσται (Ιωάν. 14, 17).
Κατά συνέπεια, όταν κάποια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει μυστήρια, και δεν έχει μυστήρια όταν δεν είναι Εκκλησία, δεν μπορεί να παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, για την οποία τώρα μιλάμε· και τούτο επειδή η αγιοπνευματική ζωή δεν αποτελεί επίτευγμα του ανθρώπου, δεν αποτελεί δηλαδή επίτευγμα των κτιστών δυνατοτήτων του, αλλά άκτιστη δωρεά του Τριαδικού Θεού που παρέχεται εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω. Ο πιστός που έχει ενεργό αγιοπνευματική ζωή κυριαρχείται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του, από την παρουσία του Πνεύματος του Κυρίου του. Γιατί ο Χριστός υπάρχει και ζει μέσα μας διά του Πνεύματός Του. Ο Χριστός διά του Πνεύματός Του γίνεται εν πάσι πρωτεύων (Κολ., 1, 18) μόνο στα ενεργά μέλη του μυστηριακού σώματός Του· στα ενεργά δηλαδή μέλη της Εκκλησίας. Τούτο πρακτικώς σημαίνει ότι ο Χριστός διά του Πνεύματός Του, κυριαρχεί στη σκέψη, στο λόγο και στα έργα αυτού του πιστού. Η Βασιλεία του Θεού, η οποία ταυτίζεται με την αγιοπνευματική ζωή στην καθαρότερη φανέρωσή της είναι εκείνη που κυριαρχεί σε όλες τις εκδηλώσεις του πιστού, στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την περίπτωση ο πιστός βασιλεύεται, κυριαρχείται δηλαδή από το Πνεύμα του Χριστού. Η αγιοπνευματική ζωή κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ(Κολ. 3, 3), μας πληροφορεί ο απόστολος Παύλος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι φανερή εξωτερικώς, γίνεται όμως ενεργός και φανερή σ’ εκείνους, που έχουν την ανάλογη δεκτικότητα, έχουν δηλαδή πνευματικά αισθητήρια υγιή, γυμνασμένα και καθαρά.
Όλα εκείνα, τα οποία υποσχέθηκε και πραγματοποίησε ο Χριστός στους μαθητές Του συνεχίζονται και πραγματοποιούνται ανά τους αιώνες και φυσικά και στην εποχή μας. Συγκεκριμένα, ο Χριστός είπε στους μαθητές πριν τη Σταύρωσή Του, ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν (Ιωάν. 14, 21)· εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιησόμεθα (Ιωάν. 14, 23). Και συνεχίζει, τα άκρως σημαντικά: ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ιωάν. 14, 26). Στο χωρίο αυτό γίνεται εμφανέστατος ο Τριαδικός χαρακτήρας της αγιοπνευματικής ζωής του πιστού, που συνδέεται άρρηκτα με την Θεοφάνεια του Τριαδικού Θεού, η οποία προσεγγίζεται και βιώνεται αγαπητικά διά του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
Αυτή ακριβώς η αγιοπνευματική κατάσταση είναι η εν ημίν ενεργός Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, κατά τη βίωση της οποίας ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει τα πάντα. Όλα, δηλαδή, όσα αφορούν την αλήθεια, που είναι ο Χριστός ως πρόσωπο και ως σκοπός όλων των πραγμάτων του ορατού και του αόρατου κόσμου. Το ίδιο αυτό Πνεύμα της Αληθείας μάς υπενθυμίζει όλα όσα δίδαξε και αποκάλυψε ο Χριστός στους μαθητές Του, κατά την τριετή δημόσια δράση και θεία Οικονομία Του.
Αν όμως αυτή είναι η ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής και αυτές είναι οι μυστηριακές προϋποθέσεις της, που παρέχονται σ’ όλους τους πιστούς εξίσου, αμέσως μετά την χαρισματική εκ Πνεύματος Αγίου αναγέννησή τους, γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί αυτή η εν ημίν άκτιστη Βασιλεία του Θεού, αυτή η άκτιστη δωρεά της αγιοπνευματικής ζωής, δεν είναι αισθητή και βιούμενη στους περισσότερους από τους ορθόδοξους πιστούς; Μήπως υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις για την αισθητή βίωσή της; Πραγματικά· υπάρχει και μία άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διατήρηση και φανέρωση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτή είναι η συνειδητή, ελεύθερη και αγαπητική συγκατάθεση του ανθρώπου στην άκτιστη δωρεά του Θεού. Εδώ πρόκειται για την ανθρώπινη συνεργία που συνίσταται ουσιαστικά μόνον στην ελεύθερη αποδοχή της προσφοράς του Θεού· συνίσταται στο υπομείναι την χάριν και μη προδούναι τον θησαυρόν (Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α’, PG 150.501Β), όπως θα πει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας.
Ο πιστός υφίσταται, πάσχει δηλαδή αυτήν την αγιοπνευματική ζωή ως υπέρ φύσιν ούσαν, κατά χάριν (Κεφάλαια περί αγάπης, 1,75, PG 90, 1206C), κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Δεν την πραγματώνει ο ίδιος ούτε και μπορεί να την αυξήσει, γιατί ως θεία καθεαυτήν είναι ανεπίδεκτη αυξήσεως. Ο βαθμός φανερώσεώς της απλώς συνδέεται άρρηκτα με τον βαθμό της αγαπητικής σχέσεως του πιστού με τον χορηγό της άκτιστης αυτής ζωής.
Και τώρα φτάσαμε στο πνευματικό κλειδί της βιώσεως και φανερώσεως της αγιοπνευματικής ζωής. Στο χωρίο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο προηγουμένως αναφερθήκαμε, ο Χριστός μάς πληροφορεί ότι θα εμφανίσει τον εαυτό Του και τον Πατέρα Του, εν Αγίω Πνεύματι και ότι θα εγκατασταθεί μονίμως μέσα σ’ εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά πραγματικώς, δηλαδή τηρεί το θέλημά Του, που είναι το ίδιο το θέλημα και του Θεού Πατέρα.
Ήδη από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η αγιοπνευματική ζωή δε λειτουργεί μηχανιστικά, δηλαδή μαγικά στον πιστό. Προϋποθέτει οπωσδήποτε την ελεύθερη και ανά πάσα στιγμή αγαπητική και υπαρξιακή τοποθέτησή του απέναντι στον Τριαδικό Θεό. Κατά συνέπεια μέσα στην Εκκλησία τα πράγματα είναι απλά και τα δυσκολότερα είναι σαφώς δεδομένα από τον Θεό.
Υπάρχουν και κάποια μικρά, ως ζητούμενα, που ο λογισμός μας, με τη συνεργία του πονηρού, μας τα παρουσιάζει από μεγάλα και δύσκολα ως δυσκατόρθωτα και αδύνατα. Το πρώτο ζητούμενο, που συνδέεται με την αγιοπνευματική ζωή, είναι να επιλέξει και να έχει ισοβίως ο πιστός έναν απλανή πνευματικό οδηγό. Απλανής πνευματικός οδηγός είναι εκείνος, που έχει το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων. Ο πνευματικός αυτός μπορεί να διακρίνει σαφώς ποιοι λογισμοί ή ποιες καταστάσεις προέρχονται από τον ίδιο τον άνθρωπο και ποιες προέρχονται από τον Πονηρό ή από τον ίδιο τον Θεό. Ο πνευματικός οδηγός θα βοηθήσει τον πιστό να προσεγγίσει σωστά και να κατανοήσει με σαφήνεια την υπαρξιακή κατάστασή του. Ο πνευματικός απλώς θα τον βοηθήσει. Ο ίδιος ο Θεός διά του Παρακλήτου Πνεύματός Του θα φανερώσει στον πιστό την αλήθεια. Το Πνεύμα του Θεού έχει μια εκπληκτική συμπάθεια προς τον άνθρωπο· δεν του εμφανίζει ποτέ την εσωτερική κατάστασή του διά μιας, γιατί τότε ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην απόγνωση.
Την παρουσιάζει σταδιακά και κάθε φορά σε τέτοιο βαθμό, που παρά τους όποιους υπαρξιακούς κραδασμούς του, να μπορεί με την βοήθειά Του να τους αντέξει, ώστε να μετανοήσει σε βάθος και βαθμηδόν να καθαρίζεται, έως ότου φθάσει στο επόμενο στάδιο, που η Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ονομάζει «φωτισμό». Και στη συνέχεια να οδηγηθεί και πάλι, διά του Πνεύματος του Θεού, στην αιώνια και ατελεύτητη πρόοδο της κατά χάριν θεώσεώς του, πράγμα που συνιστά και τον κατ’ εξοχήν προορισμό του κάθε ανθρώπου. Η αγιοπνευματική ζωή εκπέμπεται από τον φορέα της στις συχνότητες του Θεού, οι οποίες είναι, κατά την ρήσην του π. Παϊσίου, του Γέροντα Παϊσίου, η ταπείνωση και η αγάπη, και λαμβάνεται από όσους είναι δεκτικοί στο μήνυμα του Θεού.
Το πρώτο αξιολογικά μήνυμα του Θεού σ’ εμάς, τους βαπτισμένους δηλαδή και χρισμένους, είναι να ζητούμε την ενεργοποίηση της εν ημίν Βασιλείας Του. Αυτό είναι το κατ’ εξοχήν ευάρεστο θέλημα του Θεού. Αυτό άλλωστε είναι και το κεντρικό αίτημα της Κυριακής Προσευχής, να έρθει δηλαδή η Βασιλεία του Θεού· να έρθει όχι γενικώς και αορίστως, να έρθει σε μας, να το εκφράσουμε εμείς, υπακούοντας δηλαδή στο θέλημά Του και όχι στο θέλημά μας ή στο θέλημα του οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Όταν εστιάζει ο πιστός με το πνευματικό βλέμμα του στο θέλημα του Θεού και όχι στο δικό του, είτε μιλά είτε κάνει οτιδήποτε, ενεργεί άμεσα μέσα του ο Θεός με το Πνεύμα Του. Τότε έχει άμεση γνώση της αλήθειας των πραγμάτων και των καταστάσεων χωρίς συλλογισμούς· δεν φτάνει δηλαδή διανοητικά, με αφαιρετική διαδικασία του νου σε αυτά τα πράγματα, αλλά απλώς του παρουσιάζονται από τον ίδιο τον Θεό και μιλά πλέον ως πραγματογνώμων πάνω σε πράγματα και όχι σε ιδέες.
Τότε γίνεται πνευματικά και άμεσα η διάγνωση των καταστάσεων με τα κεκαθαρμένα και γεγυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια, που λειτουργούν σαν πνευματική τηλεόραση. Για έναν τέτοιο πιστό δεν έχει σημασία το αν μιλάει ή σιωπά, αλλά το γιατί ενεργεί με τον συγκεκριμένο αυτό τρόπο. Το διαρκώς ζητούμενο ταπεινώς από αυτόν είναι είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπο να ενεργεί ο ίδιος ο Θεός δι’ αυτού, όπως εκείνος θέλει, όταν θέλει και όσο θέλει. Η έντονη αγιοπνευματική ζωή προδίδει χαρισματικώς τον φορέα της. Όσο κι αν από ταπεινοφροσύνη επιχειρεί κανείς να κρυφτεί, τον φανερώνει η Χάρις του Θεού. Αν όμως εμπειρικώς γνωρίζουμε ότι η γνήσια αγιοπνευματική ζωή προδίδει τον φορέα της πολύ περισσότερο γνωρίζουμε ότι η αγιοπνευματική ζωή βιούται εν πάση αισθήσει· όλη η ψυχοσωματική ύπαρξη αυτού του πιστού είναι γεμάτη από τέτοιου είδους χαρά, ειρήνη και γλυκύτητα μέχρι μυελού των οστών και του εσώτατου βάθους του προσώπου του, που δεν μπορεί να συγκριθεί, ούτε στο ελάχιστο, με τις αντίστοιχες κοσμικές, βιολογικές ή ψυχικές εμπειρίες του ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστική η βεβαία αίσθηση της διευρύνσεως των οντολογικών, των φυσικών δηλαδή ορίων του νου και της ψυχής, και η ενεργοποίηση των πνευματικών αισθητηρίων του, για να γίνουν χωρητικά της άκτιστης ζωής, της ενεργού δηλαδή Βασιλείας του Θεού μέσα του.
Έτσι καθίσταται ο πιστός χαρισματικός και ενεργός, υπαρξιακή χώρα του Αχώρητου Θεού.
Όταν πραγματικά θελήσει ο πιστός να ενεργήσει μέσα του η Βασιλεία του Θεού, θα πρέπει να ακυρώσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, την αυτοπεποίθησή του, να απενεργοποιήσει τη θέλησή του, ώστε να μη κατευθύνεται από το «εγώ» του, να μην είναι αυτός ο κύριός της, να την υποτάξει πλήρως και αγαπητικά στο θέλημα του Κυρίου Του· αυτό να αναζητά και αυτό να θέλει να γίνεται πάντοτε. Στην πραγματικότητα μόνον τότε εμφανίζεται να πιστεύει αληθινά στο Θεό, γιατί πρακτικώς τότε μόνο Τον εμπιστεύεται απολύτως και θέλει να κυριαρχεί μέσα του σε όλα. Αυτά δεν γίνονται πράξη όταν ο νους δεν μάθει να φεύγει όχι μόνο από το πνεύμα της πονηρίας, αλλά και από κάθε προσωπική επιθυμία, όταν δηλαδή δεν είναι σταθερά προσανατολισμένος και προσηλωμένος στην πρώτη εντολή του Δεκαλόγου. Αυτή η πνευματική εργασία είναι εξαιρετικά λεπτή και αυτό είναι το έργο της εν αισθήσει γινομένης αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Αν για λίγο αποστεί ο νους του ανθρώπου από τον Θεό, δεν μπορεί να είναι για τότε ενεργό σ’ αυτόν το Πνεύμα του Θεού. Επειδή τότε ο πιστός παραβιάζει την εντολή του Χριστού που λέει γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν (Ματθ., 26, 41 & Μαρκ., 14, 38). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο πιστός δεν βλέπει τότε την αδυναμία και την ασθένειά του γι’ αυτό και δεν επικαλείται την θεία βοήθεια, οπότε απενεργοποιείται το πνεύμα του Θεού μέσα του. Κατά συνέπεια τότε συμβαίνει να αστοχεί και να αμαρτάνει· τότε επιβεβαιώνεται βιωματικά η ρήση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ότι του Θεού μη ενεργούντος εν ημίν αμαρτίαι παν το παρ’ ημών γινόμενον (Ομιλία 33, PG 151,416D-417Α).
Σ’ ότι μας αφορά για την αγιοπνευματική ζωή, όλα αρχίζουν από το φρόνημά μας και συνοδεύονται μονίμως από αυτό. Το υψηλό φρόνημα που έχουμε εμποδίζει να ενεργήσει ο Θεός. Είναι κοινός τόπος στην Ασκητική Γραμματεία της Εκκλησίας μας ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ενεργό παρουσία της αγιοπνευματικής ζωής είναι το εγωκεντρικό φρόνημά μας. Όπως εύστοχα μου είπε ένας Αγιορείτης Γέροντας χαρισματούχος, δεν θέλουμε να βασιλευόμαστε από το Χριστό αλλά από το θέλημά μας. Δεν θέλουμε να Τον δεχτούμε ως κυρίαρχο στο νου, στη θέληση και στην καρδιά μας. Δεν θέλουμε να είναι Αυτός σε μας εν πάσι πρωτεύων. Γι’ αυτό ουσιαστικά δεν επιβεβαιώνονται από το Θεό με τη ζωή μας όσα λέμε ότι πιστεύουμε και αγαπάμε. Θα κριθούμε από το Χριστό, κατ’ εξοχήν εμείς, επειδή δεν επιδείξαμε αγαθή προαίρεση ώστε να επιχειρήσουμε σοβαρά να τηρήσουμε με συνέπεια το λόγο Του και να επιβεβαιώσουμε εμπειρικά την αξιοπιστία Του· ότι δηλαδή θα εμφανιστεί πραγματικά σε μας και θα ενεργεί μόνιμα μέσα μας, μαζί με τον Θεό Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
Η κατάστασή μας είναι εξαιρετικά θλιβερή επειδή στην πραγματικότητα δεν έχουμε πόθο για το Θεό και πρακτικώς δεν Τον θέλουμε στη ζωή μας. Γιατί διαφορετικά θα τηρούσαμε το θέλημά Του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα και για την ίδια μας τη ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση η μόνη λύση που θα μπορούσε να προτείνει κανείς για να ενεργοποιηθεί άμεσα η εν ημίν Βασιλεία του Θεού είναι να παραιτηθεί η κυβέρνηση που εκφράζει το θέλημά μας. Δύο βασιλείες με δύο κυρίαρχους δεν μπορούν να υπάρξουν μέσα μας ταυτόχρονα. Δεν μπορεί να συσταθεί και να λειτουργήσει μέσα μας μια τέτοια «Οικουμενική Κυβέρνηση». Όταν συμβαίνει πάντως να υπάρχει, γιατί υπάρχει σε ορισμένους, δεν είναι σίγουρα «Οικουμενική» αυτή η κυβέρνηση αλλά γνήσια «Οικουμενιστική», δηλαδή Συγκρητιστική. Η ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής προϋποθέτει οπωσδήποτε την απενεργοποίηση του ιδίου θελήματος και της συνεπαγόμενης κυβερνήσεώς μας. Προϋποθέτει δηλαδή την ταπείνωση του φρονήματος που εκφράζει πρακτικώς με την υποταγή του θελήματός μας στο θέλημα του Θεού, κατά το πρότυπο των δύο θελημάτων του Θεανθρώπου Χριστού· στο Χριστό δηλαδή έχουμε πλήρως το ανθρώπινο θέλημα και το θείο θέλημα. Κι αυτό το έδειξε ο Χριστός στην επίγεια ζωή Του, όπως έδειξε και στην κορυφαία εκείνη στιγμή ενώπιον του θανάτου Του, δηλαδή στη Γεθσημανή, ότι το θέλημα το ανθρώπινο και φυσικό ήταν να μη θέλει να πεθάνει. Και αυτό μην σας φαίνεται περίεργο· δεν πρόκειται για κάποια δειλία. Ο θάνατος είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου, της αποστασίας του απ’ το Θεό. Αφού λοιπόν ο Χριστός δεν είχε καμία σχέση απολύτως με την αμαρτία, δεν όφειλε να πεθάνει! Ήταν τελείως παράλογο το να πεθάνει, όχι ένας απλός αθώος αλλά που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που λέγεται θάνατος. Ήταν επομένως φυσικό αυτό το θέλημα και αναμάρτητο αυτό το θέλημα και λογικό αυτό το θέλημα, να μην πεθάνει. Όμως, για την δική μας σωτηρία και κατά το θέλημα του Πατέρα, το οποίο ήτανε και θέλημα δικό Του ως Υιού του Θεού, και θέλημα του Αγίου Πνεύματος, έπρεπε να παραιτηθεί εκουσίως και αγαπητικώς από αυτό το θέλημα το άγιο, το φυσικό, το να μη θέλει να πεθάνει.
Και βλέπουμε λοιπόν εκεί να παραιτείται από αυτό το θέλημα για να γίνει το θέλημα της Τρισηλίου Θεότητας. Γι’ αυτό είπα ότι δεν είναι απλώς να παραιτηθούμε από το κακό θέλημά μας· από κάθε θέλημα. Και επειδή όλα τα έχουμε βαφτίσει, όταν είναι δικά μας θελήματα, ως καλά επειδή προϋποθέτουμε ότι εμείς είμαστε καλοί κι ας μην έχουμε το κάλλος του Θεού κι ας μην έχουμε σχέση με τον Θεό, γι’ αυτό είναι πολύ ασφαλές για τον καθένα μας να παραιτηθεί από κάθε θέλημα δικό του και να ζητά να μάθει ποιο είναι το θέλημα του Θεού και σ’ αυτό και μόνον να κάνει υπακοή. Σε κανέναν δεν κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, παρά μόνον στον Χριστό· όποιος κι αν είναι αυτός, ο οποίος μεσολαβήσει και μας πει να κάνουμε το θέλημα, κάποιο θέλημα, αυτό πρέπει να το ανακρίνουμε επειδή εμείς είμαστε βαφτισμένοι, είμαστε λογικά πρόβατα. Έχουμε την αναφορά μας στην κεφαλή. Βεβαίως η Εκκλησία δεν έχει είδη, είναι ιεραρχημένη, έχουμε ποιμένες, οι οποίοι έχουν αυτή την ευθύνη να μας καθοδηγούν στην αλήθεια, και ιδιαίτερα ο Επίσκοπος, να έχει, να κατέχεται από το Πνεύμα της Αληθείας, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε Επίσκοπος κατευθύνει σ’ αυτήν την κατεύθυνση γι’ αυτό και έχουμε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες αιρετικούς. Τι σημαίνει αυτό; Πώς καταλάβαμε ότι είναι αιρετικοί; Γιατί είχαν ενεργό οι άλλοι μέσα τους -λαϊκοί, κληρικοί, δεν έχει σημασία- το Άγιο Πνεύμα.
Έτσι λοιπόν πρέπει να έχουμε κριτήρια, με τα οποία να ανακρίνουμε, και πρέπει να έχουμε αυτήν την πνευματική ωριμότητα, ό,τι ακούμε, από τον οποιονδήποτε, απ’ το παιδί μας, απ’ τη γυναίκα μας, απ’ τον προϊστάμενό μας, απ’ τους γονείς μας, από τους κληρικούς μας, από τους οποιουσδήποτε, απ’ τους πολιτικούς μας άρχοντες, πρέπει να ανακρίνουμε αν αυτά είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Για να τα ανακρίνουμε όμως πρέπει να έχουμε κριτήρια. Τα κριτήρια είναι το ίδιο το θέλημα του Θεού, το οποίο πρέπει να το γνωρίζουμε. Για να το γνωρίζουμε όμως και πρέπει να έχουμε την μελέτη την πνευματική, και πρέπει να έχουμε την μυστηριακή ζωή, και πρέπει, κυρίως, να απομπαζωθούμε, να βγούνε δηλαδή εκείνα τα μπάζα, που έλεγε ο π. Παΐσιος, που δεν επιτρέπουν αυτήν την χάρη, αυτήν την θεότητα, την οποίαν λάβαμε στο Άγιον Χρίσμα· κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε διά της μετανοίας. Τότε θα βλέπουμε! Αν έχουμε πνευματικό οδηγό μπορεί να μας βοηθήσει να το βλέπουμε ευκρινέστερα. Αλλά υπακούουμε μόνον στον Χριστό. Όχι αυθαιρέτως ο καθένας «εγώ νομίζω ότι…»· αυτό είναι καθαρά προτεσταντικό! Πάντοτε εν ταπεινώσει. Αλλά εγώ τώρα μιλώ για την ευθύνη του πιστού, ως λογικού προβάτου, να ανακρίνει αυτά που ακούει και να μην τα καταπίνει αμάσητα. Και μετά να κρίνει αν είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Γιατί ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι και άγγελος εξ ουρανού να έλθει και να σας πει αντίθετα από αυτά που σας είπα, διαφορετικά από αυτά που σας είπα, να μη τον ακούσετε· και εγώ ο ίδιος να έρθω και να σας πω αντίθετα, ανάθεμα να είμαι! Βλέπετε πόσο ευθύνη μας δίνει, στον καθένα μας, για αυτό το οποίο πιστεύουμε για τον τρόπο της ζωής μας;
Αρχίζουμε κατά το πλείστον όμως εμείς στρεβλά την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή, ζητώντας έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή ζωηρά να στήσουμε, έστω και φιλτραρισμένα, τη βασιλεία του δικού μας θελήματος. Και όπως είναι φυσικό αποτυγχάνουμε. Η κατάστασή μας αυτή είναι αναστρέψιμη. Έχουμε την πικρή αλλά χρήσιμη πείρα της αποτυχίας μας. Η μετάνοιά μας είναι ο μονόδρομος που οδηγεί στην εν ημίν Βασιλεία του Θεού και το ταπεινωμένο από την οδυνηρή πείρα φρόνημά μας θα γίνει ο απαραίτητος κωδικός, το pin για την ενεργοποίηση της αγιοπνευματικής ζωής. Αυτό το φρόνημα είχαν και οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, τους οποίους μνημονεύει ο ίδιος ο Χριστός ως προαγωγούς της Βασιλείας Του. Αυτούς τουλάχιστον μπορούμε και πρέπει να τους μιμηθούμε· γι’ αυτό άλλωστε και μας τους πρόβαλλε ο Χριστός, για να μη φτάσουμε στην απόγνωση και την παραίτηση από την εκζήτηση της ενεργοποιήσεως της εν ημίν Βασιλείας Του. Μπορούμε να κάνουμε την έσχατη ανάγκη φιλότιμο, για να αξιοποιήσουμε και την παρούσα ζωή μας ως χρόνο πρόγευσης της μέλλουσας, αιωνίου Βασιλείας, που δεν είναι απλώς εγγύς, αλλά πολύ εγγύς· είναι ήδη μέσα μας, κατά την ρήση του ίδιου του Χριστού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν (Λουκ., 17, 21). Αξίζει να την ενεργοποιήσουμε γιατί μόνον έτσι θα ευαρεστήσουμε στο Θεό και μόνον έτσι θα δοξάζεται ο Θεός δι’ ημών, επειδή πρακτικώς Αυτός θα ενεργεί δι’ ημών ακτίστως, και Αυτού θα είναι η αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή μας. Αμέσως μόλις ταπεινωθούμε, ζητώντας μόνον αυτή τη Βασιλεία ενεργό μέσα μας, όλα τα άλλα τα βιοτικά θα μας τα διασφαλίσει ο Χριστός, ως τεκμήρια της αξιοπιστίας των λόγων του: ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν (Ματθ., 6, 33).
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.