Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.
Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ.
Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.
Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.
Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο.
Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας.
Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του.
Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν.
Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.
Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του.
Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές.
Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο.
Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.
Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν’ ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα.
Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.
Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.
Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή.
Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.
Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό.
Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό.
Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα.
Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.
Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει.
Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα…
— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ’ τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα…
Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!
Καὶ ὁ Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν.
Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα.
Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.
Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα.
Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.
Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ – Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου.
Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του.
Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.
Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος.
Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.
Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.
Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.
– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.
Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
1 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.
Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.
Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.
Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα.
Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964.
Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη († Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων.
Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.
Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας.
Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες.
Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος.
Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων πρωτόκλητος, καὶ τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων ἰδὼν Ἀπόστολε, σωματωθέντα ἀτρέπτως εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, πρῶτος ἔδραμες αὐτῷ Ἀνδρέα πάνσοφε· ὅθεν ηὐγάσθης παρ’ αὐτοῦ, ὡς ἀστὴρ ἀειφανής, καὶ ἔλαμψας τοῖς ἐν κόσμῳ, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, φωταγωγῶν τὰς διανοίας ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ Μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ καὶ νῦν ἡμὶν ἐκέκραγεν· Εὐρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.
Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, πρωτόκλητος ὤφθης, καὶ ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα θεόπτα· ἐντεῦθεν προσεπάγης, Σταυρῷ ὡς ὁ Δεσπότης, μεθ’ οὗ δεδόξασαι.
Ὁ Ἅγιος Φρουμέντιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀβησσυνίας (Αἰθιοπίας)
Στὰ χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330), κάποιος φιλόσοφος ἀπὸ τὴν Τύρο, ποὺ ὀνομαζόταν Φρουμέντιος, πῆγε στὴν Ἀβησσυνία (Αἰθιοπία) γιὰ νὰ συλλέξει ἱστορικὰ στοιχεῖα γι’ αὐτὴν τὴ χώρα. Ἔγινε γνωστὸς στὴν βασιλικὴ αὐλὴ γιὰ τὴν λογιότητά του καὶ διορίστηκε σὲ ἀνώτερη διοικητικὴ θέση. Τὴν θέση καὶ τὴν ἐπιρροή του, χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἔναρξη διάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ.
Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀνακοίνωσε στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Μέγα Ἀθανάσιο, ὅτι μία πιὸ συστηματικὴ χριστιανικὴ ἐργασία σ’ αὐτὴν τὴ χώρα θὰ εἶχε ἀποτελέσματα καρποφόρα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμφώνησε καὶ τοῦ ἀνέθεσε τὴν Ἰεραποστολὴ ἐκείνη, ἀφοῦ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο, τὸ ἔτος 341, μὲ τὸν τίτλο «Ἀξώμης».
Καὶ ἡ Ἱεραποστολὴ ἐκείνη, μὲ βοηθὸ τοῦ Φρουμεντίου τὸν Αἰδέσιο, ἔφερε πράγματι ἀρκετὴ καρποφορία.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Μηθύμνης
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἦτο ἐπίσκοπος Μηθύμνης, ὁ πρῶτος ἴσως ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς Μητροπόλεως, καὶ μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ ἔτος 325 μ.Χ.
Ἐπίσης, λέγεται, ὅτι ἵδρυσε μοναστήρι στὴν περιφέρεια τῆς Κοινότητος Λαφιώνας, ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του. Γιὰ τὸ ἔργο, ἐπίσης, τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου δὲν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἀκολουθία ποὺ ψάλλετε τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, στὶς 30 Νοεμβρίου.
Ἐκεῖ ἐγκωμιάζεται ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσέβειᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» καὶ στὴν συνέχεια ὡς «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὅτι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον· ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
Μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους 370 χριστιανοὺς στὰ μέσα του 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος, ποὺ εἶχε κάνει πολλοὺς φόνους χριστιανῶν.
Τότε λοιπόν, κοντὰ στὸν ποταμὸ Τίγρη ὑπῆρχαν ἰαματικὰ λουτρά. Στὰ λουτρὰ αὐτὰ εἶχε πάει καὶ ἕνας φανατικὸς λάτρης τῶν εἰδώλων, ὁ ἄρχων Ἀκυλίνος. Ὅταν ἔκανε θυσίες στὸ ναὸ τῆς Ἴσιδος, ἔδωσε διαταγὴ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ὁ Παράμονος καὶ ἄλλοι 370 χριστιανοί, ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ τοὺς κρατοῦσαν φυλακισμένους. Ὅλοι ὅμως ἀρνήθηκαν. Καὶ ἐνῶ γίνονταν οἱ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, οἱ πιστοί του Χριστοῦ ἔψαλλαν «ψαλμοὶς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαὶ πνευματικαί», στὸν Σωτήρα τους.
Ὁ Ἀκυλίνος, ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν στάση τους, διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ὅρμησαν ἐναντίον τους οἱ στρατιῶτες, καὶ κτυπώντας τους μὲ τὶς λόγχες, καταξέσχισαν τὰ σώματά τους. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα παρέδωσαν ὅλοι τὴν γενναία ψυχή τους στὸ στεφανοδότη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.
Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Ἅγιο Φιλούμενο, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λυκαονία. Ἦταν ἔμπορος σιτηρῶν.
Καταγγέλθηκε, τὸ 270, ὡς χριστιανὸς στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Φήλικα. Συνελήφθη καὶ τὸν παρουσίασαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Φιλούμενος ὅμως δὲν πτοήθηκε ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε καὶ παρέμεινε πιστὸς στὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, τρυπώντας του τὰ ἄκρα μὲ καρφιά. Μὲ αὐτὸ τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.
Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Περσίδι
Σὲ πολλὰ Μηνολόγια ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἀναφέρεται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ καὶ μαρτύρησε στὴν Περσία.
(Ἴσως ὅμως νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ’ αὐτὸ τῆς 10ης Ἀπριλίου καὶ τῆς 1ης Νοεμβρίου).
Οἱ Ἅγιοι 6 Μάρτυρες
Ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν τοὺς καταδίωκαν, ἄνοιξε μία πέτρα καὶ μπῆκαν στὸ ἐσωτερικό της.
Ὁ Ἅγιος Οὐρβανὸς Ἐπίσκοπος Μακεδονίας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν Ἅγιο Ῥωμανὸ τῆς 28ης Νοεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ἦταν ἐπίσκοπος Κορίνθου καὶ ἔζησε τὸν β’ αἰώνα μ.Χ. στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρηλίου.
Κατὰ τὸν Μελέτιον, ὁ Διονύσιος αὐτός, ἦταν ἄνδρας λόγιος, πολυμαθὴς καὶ θεοσεβής. Μεριμνοῦσε ὄχι μόνο γιὰ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τὶς ὁποῖες ἐπικοινωνοῦσε μὲ ἐπιστολές.
Αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος τὴ χαρακτηρίζει ὡς θεία διδασκαλία.
Ὁ Ὅσιος Παγκόσμιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν
Ἔκανε μαθητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ πῆρε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματα ἐκείνου, ἡ δὲ ἐγκράτειά του εἰκονίζεται κατὰ τὸν αὐστηρότατο ἀσκητισμό. Πολλὲς φορὲς ἔμεινε νηστικὸς ἐντελῶς, χωρὶς καθόλου νὰ ζημιωθεῖ ἡ ὑγεία του ἣ νὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματικὴ ἀντοχή του καὶ ἡ προθυμία του.
Συχνὰ ἔλεγαν οἱ μοναχοὶ γιὰ ὁράματα, ποὺ ἐμφανίζονταν σ’ αὐτοὺς οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνος τότε ἔλεγε: «ἐγὼ φοβᾶμαι περισσότερο τὰ δαιμόνια, ποὺ φωλιάζουν τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν φιλαργυρία, τὴν φιληδονία καὶ ἄλλα παρόμοια πάθη. Αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα δαιμόνια καὶ πρέπει μεγάλη προσοχὴ πρὸς αὐτά».
Ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Οὐαλερινὸς (ἢ Οὐαλεριανός) ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Φαιδρὸς ὁ Μάρτυρας
Θανατώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ ἔχυσαν ἐπάνω του καυτὴ ρητίνη.
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye μὲ σύντομο ὑπόμνημα.
Αὐτὸς ἐγκατέλειψε γυναίκα, παιδιὰ καὶ συγγενεῖς, καὶ ἔγινε μοναχός. Γύριζε τὴν ἔρημο, τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου βρέθηκε νεκρὸς σὲ κάποιο ναό, φέροντας ἐπάνω του βαρεία σίδερα.
Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ κόσμος, θαύμασε γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του. Ἔτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, ὅπου ἔβαλαν μέσα τὸ σῶμά του, μαζὶ μὲ τὰ σίδερα ποὺ ἔφερε ὅταν ζοῦσε.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας
Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἀγάπησε τὸν Χριστό. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του περίμεναν νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὁ μεγαλύτερός τους ἀδελφὸς καὶ αὐτοὶ σηκώνονταν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ γιὰ ὦρες.
Κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα τῆς ἐπαρχίας Μόρφου. Καλὴ παιδαγωγὸ καὶ δασκάλα τῆς εὐσεβείας εἶχαν τὴ γιαγιά τους Λωξάντρα, ἡ ὁποία τοὺς ζητοῦσε νὰ τῆς διαβάζουν βίους ἁγίων.
Διαβάζοντας ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Φιλούμενος, τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὡς ἄλλος μιμητὴς ἐκείνου, ἔκαυσε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου.
Τὰ δίδυμα τέκνα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ Γεωργίου Ὀρουντιώτη, Φιλούμενος καὶ Ἐλπίδιος φλεγόμενα ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, ξεκίνησαν γιὰ τὴν παλαίφατη Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου.
Ἐκεῖ παρέμειναν γιὰ πέντε χρόνια καὶ μετὰ ἀνεχωρήσαν ἀπὸ τὴ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κύπρου στὴν Ἁγία Γῆ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατὴρ Ἐλπίδιος μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἔτη διακονίας στὰ Ἱεροσόλυμα συνέχισε τὸν ἐκκλησιαστικό του βίο σὲ διάφορα μέρη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Φιλούμενος ἔμεινε στὴν ἁγία γῆ γιὰ 46 ἔτη διακονώντας τὴν ἐκεῖ ἀδελφότητα τοῦ Πατριαρχείου, ὡς φύλακας ἁγίων τόπων, ἀλλὰ ἐξαιρέτως ἁγίων τρόπων.
Τελευταῖος σταθμὸς τῆς διακονίας του ἦταν τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τὸ ὁποῖον ἔγινε τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
Στὶς 29 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, φανατικοὶ σιωνιστές, ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ προσκύνημα ὡς δικό τους, τὸν κατέκοψαν τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἁγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν τὸ τίμιό του λείψανο ἔπειτα ἀπὸ πέντε ἡμέρες καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν ἁγία γῆ.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, αὐτὰ εὐωδίαζαν δείχνοντας τὴν ἁγιότητά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 29η Νοεμβρίου, ἐξαιρέτως δὲ στὴν κοινότητα τῆς Ὁροῦντας μὲ παννύχιο ἀγρυπνία.
Ὁ Ἅγιος Brendan (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Μνήμη Ἐγκαινίων Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
Τὸ ὄνομά του σημαίνει «δοῦλος Κυρίου». Ἔζησε στὸ δεύτερο μισό του 6ου αἰώνα π.Χ., (κατ’ ἄλλη ἐκδοχὴ τὸ 800 π.Χ.), καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συχὲμ (ἐκ τοῦ ἀγροῦ Βηθοχαρὰμ ἢ Βαθαχαράμ), καὶ μὲ τὴν σύντομη προφητεία του αὐστηρὰ παρατηρεῖ μὲ ἰσχυρὲς ποιητικὲς ἐκφράσεις τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν πτώση τοῦ Ἰσραήλ.
Νὰ τί λέει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια: «Ὑπερηφανία τῆς καρδίας σου ἐπῆρέ σε κατασκηνοῦντα ἐν ταῖς ὀπαῖς τῶν πετρῶν, ὑψῶν κατοικίαν αὐτοῦ, λέγων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, τὶς κατάξει μὲ ἐπὶ τὴν γῆν; ἐὰν μετεωρισθῆς ὡς ἀετὸς καὶ ἐὰν ἀνὰ μέσον τῶν ἄστρων θῆς νοσσιᾶν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» Δηλαδή:
Ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς σου σὲ ἔκανε νὰ φρονεῖς πολὺ ὑψηλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ὅτι τάχα κατοικεῖς σὲ φαράγγια καὶ σπηλιὲς τῶν ὀρέων καὶ γενικὰ ἀπόρθητες περιοχές. Ἔχεις κτίσει τὴν κατοικία σου σὲ πολὺ ὕψος, πιστεύεις ὅτι εἶσαι ἰσχυρὸς καὶ ἀνίκητος καὶ λὲς ἀπὸ μέσα σου:
Ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ κατεβάσει στὴ γῆ; Καὶ ἂν ἀκόμα πετάξεις σὲ μεγάλα ὕψη σὰν τὸν ἀετό, καὶ ἂν στήσεις τὴν φωλιά σου ψηλὰ ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια, ἀπὸ ἐκεῖ θὰ σὲ καταρρίψω καὶ θὰ σὲ κατεβάσω, λέγει ὁ Κύριος.
Ἂς προσέξουμε, λοιπόν, τὰ λόγια τοῦ προφήτη καὶ ἂς καλλιεργοῦμε τὸ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση. Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ Ὀβδιοὺ ἦταν μαθητὴς τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀχοζία, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τὸν Ὀβδιοὺ στὸν Ἠλία γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ βουνὸ πρὸς τὸν βασιλιά. Μετὰ τὴν μετάβαση τοῦ Ἠλία στὸν Ὀχοζία, ὁ Ὀβδιού, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ πεντηκοντάρχου, ἀκολούθησε τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε.
Ὅταν πέθανε ἐτάφη στὸν τάφο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὥσπερ θεράπων φερωνύμως τοῦ Λόγου, τοῦ ὑπὲρ ἔννοιαν φωτὸς ἠξιώθης, καὶ προφητείας ἔλλαμψιν ἐδέξω σοφὲ· δόξαν γὰρ τὴν ἄϋλον, καθαρῶς ἐποπτεύων, ὄργανον θεόπνευστον, Ἀβδιοὺ ἀνεδείχθης, προμελῳδοῦν ἐν κόσμῳ μυστικῶς, τῶν ἐσομένων, Προφῆτα τὴν ἔκβασιν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀπαρχὴν εὐπρόσδεκτον, προσαγαγὼν τὸν βίον σου, τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ παναοίδιμε, θεαρχικῆς ἐλλάμψεως, ἀπηνέγκω τὸ κάλλος, καὶ μελλόντων ἐκφάντωρ θεοειδέστατος, Ἀβδιοὺ ἀνεδείχθης, κραυγάζων· Ἀλληλούϊα.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν προφητείας οἷα πηγήν, Ἀβδιοὺ Προφῆτα, δεδεγμένος ἐν τῇ ψυχῇ, ὄμβροις οὐρανίοις, προφητικῶς ἐπάρδεις, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ἅγιος Βαρλαάμ
Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, θεώρησαν χρέος τους νὰ ἀσχοληθοῦν στὸ δίκαιο ἐγκώμιο τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἀθλητὴ τῆς πίστης.
Παρὰ τὰ βαθιὰ γεράματά του, ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἔπαρχο Ἀντιοχείας, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ θαυμαστὴ εὐψυχία.
Ἔτσι τὸν μαστίγωσαν μὲ νεῦρα βοδιοῦ καὶ τοῦ ξερίζωσαν τὰ νύχια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε ἄναψαν κάρβουνα καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ βάλουν τὰ χέρια του ἐπάνω σ’ αὐτά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὺς πρόλαβε. Βάδισε μόνος του καὶ ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι στὴν φωτιά. Καὶ ἐνῶ καίγονταν οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκαλά του, ὁ γέροντας Βαρλαάμ, ὑμνοῦσε καὶ εὐλογοῦσε τὸν Κύριο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδιδε καὶ τὴν τελευταία του πνοή, ἀλλὰ κράτησε καὶ ἀμετακίνητη τὴν πίστη του (304 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὃ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεανικὴν ἐνδεδυμένος ἀνδρείαν, μαρτυρικὴν ἐν πολιᾷ καρτερίαν, σὺ ἐνεδείξω ἔνδοξε δοξάσας τὸν Χριστὸν· τούτῳ δὲ προσήγαγες, δεξιᾷ κεκαυμένη, ὡς θυσίαν ἄμωμον, τὴν ἁγίαν ψυχήν σου. Μεγαλομάρτυς πρέσβευε ἀεί, πᾶσι δοθῆναι, Βαρλαὰμ συγχώρησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Γηραιῷ ἐν σώματι, τὸν παλαιὸν ἐν κακίᾳ, κρατεροῖς παλαίσμασι, καταβαλὼν Ἀθλοφόρε, ἤνεγκας, καθάπερ ἄσαρκος τὰς στρεβλώσεις, ἔφερες, τὴν τῆς χειρός σου καῦσιν ἀνδρείως· διὰ τοῦτό σε ὁ Λόγος, στεφάνῳ δόξης, Βαρλαὰμ ἔστεψε.
Μεγαλυνάριον.
Δρόσον οὐρανίου ἀναψυχῆς, γραφικῶς σταλάζει, Ἐκκλησίᾳ τῇ εὐαγεῖ, Βαρλαὰμ θεόφρον, ἡ κεκαυμένη χείρ σου, Κυρίῳ αἰρομένη, ὑπὲρ τῶν δούλων σου.
Ὁ Ἅγιος Ἄζης
Σήμερα ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὸν Ἅγιο Ἄζη, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἰσαύρων καὶ ἦταν στὸ ἐπάγγελμα στρατιωτικός. Ἄφησε ὅμως τὴν στρατιωτικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ μονάσει, ὅπου καὶ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα.
Τὸν κατήγγειλαν ὅμως, οἱ εἰδωλολάτρες στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν.
Στὸν δρόμο πρὸς τὸν ἔπαρχο, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν δίψασαν πολύ. Ὁ Ἅγιος τοὺς λυπήθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴν γῆ δροσερὸ νερό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἤπιαν ὅλοι καὶ ἀνακουφίστηκαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἔκανε τοὺς στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸ Θεό.
Ὁ ἔπαρχος πῆρε τὸν Ἄζη καὶ τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς πῆγε σὲ κάποιο τόπο, ὅπου ὑπέβαλε τὸν Ἅγιο σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, γιὰ ἐκφοβισμὸ τῶν ὑπολοίπων. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια τὸν ἔριξε μέσα σὲ μία πυρακτωμένη κάμινο. Μὲ τὴν Θεία ἐπέμβαση ὅμως ἡ φλόγα ἔσβησε καὶ ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀπὸ αὐτὴ ἀπόλυτα ἀβλαβής.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα ἀσπάστηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ κόρη καὶ ἡ γυναίκα τοῦ ἐπάρχου, κάτι ποὺ τὸν ἐξόργισε ἀφάνταστα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μὲ προσταγή του, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν τοὺς στρατιῶτες μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα καὶ τὴν κόρη του. Μετὰ βασάνισε τὸν Ἅγιο καὶ στὴν συνέχεια ζήτησε τὸν ἀποκεφαλισμό του.
Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.
Οἱ Ἅγιοι 150 Μάρτυρες Στρατιῶτες
Αὐτοὶ πίστεψαν διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη στὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἁγίες Μάννα καὶ Θυγατέρα
Ἦταν σύζυγος καὶ κόρη τοῦ ἐπάρχου Ἀκυλίνου, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἄζη καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι 12 Μάρτυρες Στρατιῶτες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, ἴσως τὴν ἐποχὴ τῶν 150 Ἁγίων μαρτύρων στρατιωτῶν ποὺ ἑορτάζωνται σήμερα.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ διέπρεψε γιὰ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Μαξιμίνο (311 – 313), ἐπὶ δούκα Οὐρβανοῦ, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἦταν χριστιανός.
Τότε τὸν διαπόμπευσαν μέσα στὸ στάδιο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἄφησαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὰ τὸν κατασπάραξαν, ἀλλὰ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο.
Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Ἠλιόδωρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (272) στὴ Μαγιδῶ τῆς Παμφυλίας, καὶ ὅταν ἡγεμόνευε στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Ἀέτιος.
Ὁ Ἠλιόδωρος λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, στὴν ἀρχὴ ξέσχισαν τὶς πλευρές του μὲ σιδερένια νύχια καὶ ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες ἀπὸ ρητίνη λαμπάδες. Παρὰ λίγο ὁ Ἅγιος νὰ λιποψυχήσει, ἀλλὰ διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριο, ἡ ψυχή του στερεώθηκε.
Ἀκολούθησε σειρὰ σκληρῶν καὶ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλὰ ἡ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἠλιόδωρου δὲν κάμφθηκε. Τελικὰ ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος, Θαλλελαῖος, Χριστόφορος, Εὐφημία σὺν τὰ παιδιά τους καὶ Παγχάριος οἱ Μάρτυρες
Δὲν βρίσκουμε κανένα στοιχεῖο γιὰ τὴν ζωή τους καὶ τὸ μαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ἡγούμενος τοῦ Σπηλαίου (Ρῶσος, † 1065)
Δὲν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Σίμων
Ἡ τοῦ Ὁσίου Σίμωνος μνήμη δὲν ἀπαντᾶται οὔτε εἰς τὰ ἔντυπα Μηναῖα οὔτε εἰς τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου. Ἀπαντᾶται εἰς τὸν Παρισινὸν Κώδ. 1621 (αἰών. ιγ’), ἔνθα περὶ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν ταῦτα:
Οὗτος ἣν ἐκ Καλαβρίας μοναχὸς μονῆς μεγάλης καὶ θαυμαστής, ὄτε ποτὲ ἐστάλησαν εἰς διακονίαν μοναχοί τινες ἐκ τῆς μονῆς παρὰ τὴν θάλασσαν συνελήφθησαν ὑπὸ πειρατῶν Τούρκων καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν Ἀφρικήν.
Πρὸς ἐξαγορὰν τῶν αἰχμαλώτων ἀδελφῶν ἐλθῶν οὗτος καὶ εὕρων αὐτοὺς διηρώτα ἐν συγκινήσει τὰ κατ’ αὐτούς, ὄτε πλησιάσας Ἀγαρηνὸς ἐξέτεινε τὴν χείρα αὐτοῦ νὰ ραπίση τὸν Ὅσιον, ἀλλ’ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ.
Τὸ αὐτὸ ἐπανελήφθη καὶ εἰς τὸν δεύτερον ἐλθόντα, ὄτε οἱ ἄλλοι οἱ μετ’ αὐτοῦ ἀπήγαγαν αὐτὸν εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου καὶ διηγήθησαν τὰ διατρέξαντα, ἐκ τούτων ὁ ἄρχων κατεπλάγη καὶ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον δι’ εὐχῆς ν’ ἀποκαταστήσει τὰς ἐξηραμένας τῶν στρατιωτῶν χείρας, καὶ τούτου γενομένου, διέταξε νὰ μεταφέρωσιν ἐν τιμῇ τοὺς αἰχμαλώτους μοναχοὺς εἰς τὸν τόπον αὐτῶν. Κατὰ δὲ τὸ ταξίδιον, ἀπολιπόντος τοῦ ὕδατος διὰ προσευχῆς τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ μετέβαλεν εἰς γλυκύτητα ὅπερ ἐκίνησεν εἰς θαυμασμὸν τοὺς ἀπίστους ἐγένετο αὐτουργὸς καὶ ἄλλων θαυμάτων καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ (Ἁγιολόγιο Σ. Εὐστρατιάδη, σελ. 425).
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Ἴβηρ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα. Ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου του (Γεωργία).
Ταξίδευσε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Βιθυνία, ὅπου γνωρίστηκε μὲ ἄλλους πνευματικοὺς πατέρες.
Κατόπιν ταξίδευσε στὴ Ρώμη διὰ Θεσσαλονίκης, ὅπου ἔκανε θαύματα. Ἐπανερχόμενος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔκτισε καὶ ἱερὸ ναὸ τὸ 870.
Τὸ ἔργο του, ποὺ ἦταν κυρίως διδακτικό, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὸ γιὰ τοὺς Θεσσαλονικεῖς. Πέθανε τὸ 875.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Προτοῦ γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ ὀνομαζόταν Λευΐ.
Μία μέρα καὶ ἐνῶ καθόταν στὸ τελωνεῖο του, ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναοῦμ, τὸν πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Ματθαῖος ὑπάκουσε καὶ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν οἰκία του, ὅπου παρέθεσε γεῦμα σὲ Αὐτὸν καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς τελῶνες, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συζήτησε καὶ συνέφαγε, ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους Φαρισαίους. Ὅταν ὁ Κύριος πληροφορήθηκε τὶς κατηγορίες ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια».
Ἔκτοτε ὁ Ματθαῖος ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος ἀνέλαβε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στοὺς Πάρθους καὶ στοὺς Μήδους. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὁ Ματθαῖος, ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων.
Ὡς εὐαγγελιστὴς ἔχει σύμβολο ἕναν φτερωτὸ ἄνθρωπο. Στὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο του περιλαμβάνεται καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον· ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀπορρίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν· ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥαθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς· ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιον.
Ἡ Ἁγία Ἰφιγένεια
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη της.
Άγιος Φιλούμενος ο Νεοιερομάρτυρας
Από μικρός ο Άγιος Φιλούμενος αγάπησε τον Χριστό. Σε ηλικία δέκα ετών μαζί με τον αδελφό του περίμεναν να αποκοιμηθεί ο μεγαλύτερος τους αδελφός και αυτοί σηκώνονταν και προσεύχονταν κρυφά για ώρες.
Ο Άγιος, κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Καλή παιδαγωγό και δασκάλα της ευσεβείας είχαν τη γιαγιά τους Λωξάντρα, η οποία τους ζητούσε να της διαβάζουν βίους αγίων. Διαβάζοντας ο Άγιος του Θεού Φιλούμενος, τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Καυσοκαλυβίτου, ως άλλος μιμητής εκείνου, έκαυσε τις επιθυμίες του κόσμου τούτου.
Τα δίδυμα τέκνα της Μαγδαληνής και Γεωργίου Ορουντιώτη, Φιλούμενος και Ελπίδιος φλεγόμενα από θείο έρωτα, ξεκίνησαν για την παλαίφατη Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Εκεί παρέμειναν για πέντε χρόνια και μετά ανεχωρήσαν από τη μαρτυρική γη της Κύπρου στην Αγία Γην των Ιεροσολύμων. Ο πατήρ Ελπίδιος μετά από δώδεκα έτη διακονίας στα Ιεροσόλυμα συνέχισε τον εκκλησιαστικό του βίο σε διάφορα μέρη της Ορθοδοξίας και εκοιμήθη στο Άγιο Όρός.
Ο Φιλούμενος έμεινε στην αγία γη για 46 έτη διακονώντας την εκεί αδελφότητα του Πατριαρχείου, ως φύλακας αγίων τόπων, αλλά εξαιρέτως αγίων τρόπων. Τελευταίος σταθμός της διακονίας του ήταν το Φρέαρ του Ιακώβ, το οποίον έγινε τόπος του μαρτυρίου του. Στις 16 Νοεμβρίου 1979 μ.Χ. (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού, Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην αγία γη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αγιοταφικής αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε. Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984 μ.Χ., οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου ανοίχθηκε και πάλι. Το σώμα συνέχισε να είναι αναλλοίωτο και να ευωδιάζει. Το λείψανο τοποθετήθηκε με κάθε ευλάβεια σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του Αγίου Βήματος στον ιερό ναό της Αγίας Σιών, όπου και γίνεται αντικείμενο προσκύνησης από χιλιάδες πιστούς.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
Ὁ Γουρίας καὶ ὁ Σαμωνᾶς, ἀγωνιζόμενοι τὸν ἱερὸ ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς πίστης, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀντωνίνο, κατὰ τὸν διωγμὸ ἐπὶ Διοκλητιανού. Καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν μὲ θαυμαστὴ ὑπομονὴ πολλὰ βάσανα, ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἄβιβος ἔζησε λίγα χρόνια ἀργότερα καὶ ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἔδεσσας ποὺ ὀνομαζόταν Ἀποθελσαῖα. Τότε βασιλιὰς ἦταν ὁ Λικίνιος, ὁ γνωστὸς ἀντίπαλος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ὁ Ἄβιβος, λοιπόν, προχειρίσθηκε Ἱεροδιάκονος καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μεγάλη εὐσέβειά του καὶ τὸν πολὺ ζῆλο γιὰ τὸ ὑπούργημά του. Ἰδιαίτερα, ὅμως, διακρινόταν γιὰ τὴ θερμὴ ἀγάπη του στὸ ἱερὸ κήρυγμα, τηρώντας τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λέει: «Κήρυξαν τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξαν, ἐπιτίμησαν, παρακάλεσαν, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ».
Κήρυξε, δηλαδή, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, στάσου ἐπιτηρητὴς καὶ καθοδηγὸς στοὺς ἀκροατές σου, ὄχι μόνο σὲ κατάλληλες περιστάσεις, ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνες ποὺ φαίνονται ἀκατάλληλες περιστάσεις, ἔλεγξε, ἐπίπληξε, παρηγόρησε μὲ κάθε μακροθυμία καὶ μὲ κάθε μέθοδο διδασκαλίας.
Ὁ ἡγεμόνας Λυσανίας, ὅταν εἶδε τὸν Ἄβιβο νὰ προσελκύει πολλοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὸ θερμό του κήρυγμα, τὸν συνέλαβε. Καὶ ἀφοῦ τὸν κρέμασε σὲ στυλὸ καὶ τὸν ἔσχισε μὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα τὸν ὁδήγησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν ἔριξε μέσα στὴν φωτιά, καὶ ἔτσι ὁ Ἄβιβος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸ Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
Τριάδος ἰσάριθμοι, τῆς Ὑπερθέου σαφῶς, Γουρίας, καὶ Ἄβιβος, καὶ Σαμωνᾶς ὁ κλεινός, ἐνθέως ὑπάρχοντες, ταύτην τοῖς ἀσεβέσιν, ὡμολόγησαν ἅμα, ἄθλων τὴν τρικυμίαν, ἀβλαβῶς διελθόντες. Καὶ νῦν ἡμᾶς κυβερνῶσιν, ὅρμον πρὸς ἄκλυστον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους σοφοί, τὴν χάριν κομισάμενοι, τῶν ἐν πειρασμοῖς, προΐστασθε πανεύφημοι· διὸ κόρην Ἅγιοι, ἐκ θανάτου πικροῦ ἐρρύσασθε· ὑμεῖς γὰρ ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.
Μεγαλυνάριον.
Τρίπλοκος χορεία Ἀθλητική, Ἄβιβος ὁ θεῖος, καὶ Γουρίας καὶ Σαμωνᾶς, ὤφθησαν τῷ κόσμῳ, ὁμολογίας χάριν, καὶ πειρασμῶν τὴν λύσιν, ἡμῖν βραβεύοντες.
Ὁ Ὅσιος Κυντίων (ἢ Κυντιρίων ἢ Κυντιανὸς ἢ Κυντιριανός) Ἐπίσκοπος Σελευκείας
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ὑπῆρξε ἀσκητικός, ἀλλὰ καὶ θαυματουργός. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Μνήμη τῶν εὐσεβῶν βασιλέων Ἰουστίνου καὶ Θεοδώρας
Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι λίγο συγκεχυμένα. Ἄλλες πῆγες ἀναφέρουν αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τὴν μνήμη Ἰουστινιανοὺ καὶ Θεοδώρας καὶ ἄλλες Ἰουστίνου καὶ Εὐφημίας.
Πάντως ὅσο ἀναφορὰ τὸν Ἰουστῖνο, καταγόταν ἀπὸ τὴν Θράκη καὶ προηγουμένως ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ χοίρων. Κατόπιν ἔγινε στρατιώτης, ἔπειτα κόμης καὶ στὸ τέλος βασιλιὰς τὸ 518. Εἶχε δὲ γυναίκα κάποια Λουπικία, ποὺ τὴν ἔκανε Αὔγουστο καὶ μετονόμασε Εὐφημία. Ὅταν πέθανε ἡ γυναίκα του αὐτή, πῆρε ἄλλη μὲ τὸ ὄνομα Θεοδώρα.
Ὁ Ἰουστῖνος, ἂν καὶ ἀγράμματος, συμμάζεψε καὶ νοικοκύρεψε τὸ κράτος καὶ ὑπῆρξε πολὺ εὐσεβὴς χριστιανὸς βασιλιάς, βοηθώντας παντοιοτρόπως τὴν Ἐκκλησία. Βασίλευσε ἐννέα χρόνια καὶ 33 ἡμέρες.
Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Μάρκελλος καὶ Εὐστόχιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἔλπιδιος, μέλος τῆς Συγκλήτου, ἔζησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης (361 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν ἔπιασε, τοῦ εἶπε νὰ διαλέξει μεταξὺ τῆς ἄρνησης τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὁ Ἐλπίδιος χωρὶς περιστροφὲς διάλεξε τὸ δεύτερο.
Μαζὶ μ’ αὐτὸν συμβάδισαν πρὸς τὸ μαρτύριο καὶ δύο συνάδελφοι φίλοι του, ὁ Μάρκελλος καὶ ὁ Εὐστόχιος. Ἀφοῦ στὶς σάρκες τους ἔριξαν καυτὸ νερό, κατόπιν ἔσπασαν τὰ ἄκρα τῶν σωμάτων τους μὲ βαρεία σιδερένια ραβδιά.
Καὶ ἡ μανία τῶν ἀπίστων δὲν σταμάτησε ἐδῶ. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκονταν, τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους, μαρτυρικὰ ὁλοκαυτώματα ὑπὲρ τῆς ἁγίας πίστης.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δαβούδιο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ἀμαπασός.
Συνελήφθη στὰ χρόνια του βασιλιὰ Μαξιμιανοῦ καὶ τοῦ ἄρχοντα Πουπλίου τὸ 298. Ἀφοῦ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια γιὰ τὸν Χριστό, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.
Οἱ Ἅγιοι Εὐψύχιος, Νέαρχος καὶ Καρτέριος οἱ Μάρτυρες
Ἡ μνήμη τῶν τριῶν αὐτῶν μαρτύρων, ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ στὸν Πατμιακὸ 266 μετὰ τῆς συνοδείας αὐτῶν.
Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή τους δὲν ἔχουμε.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (Ρῶσος)
Ἐπιγραμματικὰ καὶ μὲ χρονολογικὴ σειρὰ ἀναφέρουμε τὰ σημαντικότερα γεγονότα τῆς ζωῆς του:
Γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 1722.
Τὸ 1734 εἰσάγεται στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου.
Τὸ 1738 μπαίνει στὰ μοναστήρια Λιούμπετζ καὶ Μετθεντόφσκυ κοντὰ στὸ Κίεβο.
Τὸ 1741 γίνεται ρασοφόρος μοναχός, μετονομασθεῖς Πλάτων.
Τὸ 1743 μετακομίζει στὶς σκῆτες τῆς Βλαχίας, ὅπου ζεῖ μὲ τὸν γέροντα Βασίλειο.
Τὸ 1746 πηγαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ 1750 κείρεται μοναχὸς ἀπ’ τὸν γέροντα Βασίλειο, μετονομασθεῖς Παΐσιος.
Τὸ 1754 ξεκινᾶ τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ μὲ τὸν Βησσαρίωνα.
Τὸ 1758 χειροτονεῖται ἱερέας καὶ ἱδρύει τὴν σκήτη τοῦ Προφήτου Ἠλία.
Τὸ 1763 μετακινεῖται στὴ Δραγομίρνα.
Τὸ 1775 στὴ μονὴ Σεκούλ.
Τὸ 1779 στὴ μονὴ Νιαμέτς.
Τὸ 1790 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ πεθαίνει στὶς 15 Νοεμβρίου τοῦ 1794.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα. Καὶ μάλιστα ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἁγίας αὐτῆς ὁμάδος.
Τὴν πρώτη γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι» (Ἰωαν. α’ 44).
Βρισκόταν στὴν Ἰουδαία ὁ Κύριος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμούς Του ἀπὸ τὸν διάβολο, νικητὴς ἀποφασίζει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του.
Ἐκεῖ, σὰν ἔφθασε, βρῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων τὸν Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν ἴδια πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόντουσαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο Ἀπόστολοι καὶ ἀδελφοί, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος.
Ἡ μικρὴ αὐτὴ πόλη βρισκόταν στὶς ἀνατολικὲς ὄχθες τῆς λίμνης Τιβεριάδος καὶ ἀξιώθηκε νὰ προσφέρει στὸν Κύριο ἕνα σημαντικὸ ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Του. Πτωχοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἤσαν ὅλοι αὐτοί.
Ὅμως ὁ Κύριος τέτοιους ἐργάτες κατὰ κανόνα διαλέγει γιὰ τὴ διακονία Του. Ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ καλοδιάθετους.
Καὶ αὐτούς, «τὰ μωρά του κόσμου… καὶ ἐξουθενωμένα» κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ μωροὺς καὶ περιφρονημένους, μ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος καταντροπιάζει ἐκεῖ νοῦς, πού, ὁ κόσμος πάλι, θεωρεῖ σοφοὺς καὶ μεγάλους καὶ δυνατούς.
Τὴν ἁγνὴ καὶ πρόθυμη διάθεση εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτὴν ἐξετίμησε καὶ ἔσπευσε νὰ τοῦ μιλήσει καὶ νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὴν τιμητικὴ πρόσκληση: «Ἀκολούθει μοι», ἀκολούθησέ με. Πόσο διαφορετικὰ ἀλήθεια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια ἀπὸ τὰ κριτήρια τοῦ πανσόφου Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως κρίνουμε «κατ’ ὄψιν».
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐλέγχει τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς κρίσεως μὲ τὸ «μὴ κατ’ ὄψιν κρίνετε παράνομοι». Ὁ πάνσοφος Θεὸς κρίνει ἀπὸ τὶς διαθέσεις ποὺ κρύβουμε ὁ καθένας στὴν ψυχή μας. Καὶ γιὰ τοῦτο ἡ κρίση του εἶναι πάντα ὀρθὴ καὶ ἀσφαλισμένη.
Τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς κρίσεως τὴν βλέπουμε ἀμέσως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φίλιππος ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἱερὴ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμό, ἀλλὰ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζηλευτὴ προθυμία ἀφήνει τὰ πάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο.
Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκεβασθεῖ ἀμέσως. «Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου». (Ἰωάν. α’ 45).
Ὁ Φίλιππος δηλαδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Ἰδοὺ τὸ μυστικὸ τῆς προθυμίας τοῦ Φιλίππου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο. Ἦταν συμπολίτης τοῦ Ἀνδρέα. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἦταν μία ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες καρδιὲς ποὺ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν Μεσσία. Ὁ πόθος του αὐτὸς τὸν ἔσπρωξε νὰ γίνει καὶ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή.
Καὶ αὐτὰ ποὺ ἄκουε ἀπὸ τὴν φωνὴ «τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», φρόντιζε νὰ τὰ μεταφέρει συχνὰ καὶ νὰ τὰ κάμνει γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Πόση καλοσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς δὲν φανερώνει τοῦτο τὸ παράδειγμα! Μὰ καὶ πόσο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων!
Ὑπάρχει στὶς δικές μας καρδιές, ἀλήθεια, αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ αὐτὸς ὁ πόθος, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία μας νὰ γίνει καὶ τῶν γνωστῶν καὶ τῶν χωριανῶν μας κτῆμα; Τὸ παράδειγμα τοῦ ζηλωτὴ ψαρά, τοῦ Ἀνδρέα, αὐτὸ μᾶς συνιστᾶ. Καὶ τὴν σύσταση αὐτὴ ἀξίζει ὄχι μονάχα νὰ τὴν προσέξουμε οἱ χριστιανοὶ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, μὰ καὶ νὰ τὴν κάνουμε τὸ ταχύτερο ζωή μας.
Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, εἴμαστε ἁλάτι καὶ φῶς γιὰ τοὺς γύρω μας. Πρέπει νὰ εἴμαστε τέτοιοι. «Ὑμεῖς ἔστε τὸ ἅλας τῆς γῆς…Ὑμεῖς ἔστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου…» (Ματθ. ε’ 13 – 14). Τὸ ἁλάτι νοστιμίζει τὰ φαγητά. Τὸ ἁλάτι ἀκόμη προλαμβάνει τὴν σήψη. Σὰν τὸ ἁλάτι οἱ πραγματικοὶ χριστιανοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ τὸ παράδειγμά τους νοστιμίζουν τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γύρω τους, ἀλλὰ καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἠθικὴ σαπίλα ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξαπλωθεῖ καὶ νὰ διαλύσει τὰ πάντα.
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἀκόμη καὶ φῶς. Φῶς ποὺ φωτίζει καὶ θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ καὶ ὀμορφαίνει τὸν κόσμο. Καὶ αὐτοὶ μὲ τὰ λόγια τους καὶ πρὸ πάντων τὰ ἔργα τους καλοῦνται νὰ εἶναι φῶς μέσα στὴν κοινωνία. Ἕνα φῶς πνευματικό, ποὺ νὰ φωτίζει, νὰ θερμαίνει καὶ νὰ ζωογονεῖ τὴν κοινωνία. Εἶναι καιρὸς οἱ ἀληθινοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ γνήσιοι ἀκόλουθοί Του νὰ προβάλλουν παντοῦ αὐτή τους τὴν ἰδιότητα. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ δύσκολοι καιροὶ ποὺ περνοῦμε.
Τὸ ζητᾶ ἀπὸ ὅλους ὁ φλογερὸς Ἀπόστολος, ποὺ μελετοῦμε. Ναί! αὐτὸ ἔκαμε ὁ Φίλιππος. Αὐτὸ ἔκαμε πρωτύτερα καὶ ὁ Ἀνδρέας.
Ὅταν ὁ τελευταῖος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ γνώρισε τὸν Κύριο καὶ κλήθηκε πρῶτος νὰ γίνει μαθητής Του, φρόντισε ἀμέσως τὴν χαρά του νὰ τὴν μοιρασθεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του Πέτρο. Ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ναί! Βρήκαμε Ἐκεῖνον, ποὺ περιμέναμε. Βρήκαμε τὸν Χριστό. Ἔτσι ἑρμηνεύεται στὰ Ἑλληνικὰ ἡ λέξη Μεσσίας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀνδρέα ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Φίλιππος. Μόλις καὶ αὐτὸς κλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ, σπεύδει καὶ αὐτὸς νὰ κάμει κοινωνὸ τῆς χαρᾶς του τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο ἁπλὰ μᾶς ἐκθέτει ὁ θεῖος εὐαγγελιστὴς τὴν χειρονομία αὐτὴ τοῦ Φιλίππου! «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. α’ 46).
Ναθαναὴλ φίλε μου, βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ὅταν στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος σοφός, ὁ Ἀρχιμήδης, ἀνεκάλυψε, σὰν ἐλούετο, τὸν περίφημο ἐκεῖνο νόμο τῆς Φυσικῆς, ποὺ εἶναι γνωστὸς σὰν ἀρχὴ τοῦ Ἀρχιμήδους, πετάχτηκε ἔξω ἀπὸ τὸ λουτρὸ καὶ τρελὸς ἀπ’ τὴν χαρά του ἄρχισε νὰ τρέχει γυμνὸς μέσα στὴν πόλη καὶ νὰ φωνάζει «Εὕρηκα. Εὕρηκα».
Μεγάλη ἡ ἀνακάλυψή του. Αὐτὸ ὅμως ποὺ βρῆκε ὁ Φίλιππος ἦταν κάτι τὸ ἀσύγκριτα πιὸ μεγάλο καὶ πολυτιμότερο. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ θησαυρὸς τῶν θησαυρῶν. Εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «εὐρήκαμεν», ποὺ εἶπε στὸν ἀδελφικό του φίλο Ναθαναὴλ ὁ Φίλιππος, φανερώνει χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη. Χαρὰ ἀνέκφραστη. Χαρά, ποὺ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν σὲ προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, μποροῦν νὰ δοκιμάζουν καὶ νὰ γνωρίζουν.
Καὶ δὲν ἦταν μόνο μιὰ ἔκφραση χαρὰς τὰ λόγια τοῦ Φιλίππου «Εὐρήκαμεν». Ἦταν καὶ κάτι ἄλλο. Ἦταν μία πρόσκληση. Πρόσκληση νὰ γνωρίσει καὶ ὁ φίλος του τὴν χαρά του καὶ νὰ τὴν δοκιμάσει. Κι ὅταν πάλι ὁ φίλος του Ναθαναὴλ μὲ κάποια ἐπιφύλαξη τοῦ πρόβαλε τὸ γνωστό: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναται τί ἀγαθὸν εἶναι;», «μὰ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλη τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ κάτι τὸ καλό;» ὁ Φίλιππος δὲν τὰ χάνει. Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα σὲ ὅτι λέγει, τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Φίλε μου, ἔλα κι ἐσὺ νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου καὶ νὰ ἀντιληφθεῖς μοναχός σου αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Νὰ βεβαιωθεῖς δηλαδὴ καὶ νὰ πιστοποιήσεις καὶ σὲ ἄλλους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶναι αὐτὸς ποὺ περιμέναμε, ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ σὲ λίγο διαπίστωνε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁμολογοῦσε μὲ τὴν περίφημη φράση «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» τὸ πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ ὁδηγὸ τὶς προφητεῖες περιμέναμε. Καὶ δὲν ὁμολογεῖ μονάχα τὸν Ἰησοῦ σὰν τὸν ἄνθρωπο τῶν προφητειῶν, μὰ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ γίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητές Του, ὁ γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἄλλο ὄνομα Βαρθολομαῖος.
Τρία χρόνια παρακολούθησε ὁ Φίλιππος τὸν Κύριο. Τρία χρόνια ἀκούει τὴν διδασκαλία Του καὶ παρακολουθεῖ τὰ θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται τὴν εὐεργετική Του ἐπίδραση καὶ ἐνισχύεται στὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει.
Μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, μᾶς δείχνουν τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μᾶς δείχνουν ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερη θέση ποὺ κατέχει ἡ προσωπικότητά του στὸν κύκλο τῶν δώδεκα. Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ θεωρήσαμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε πιὸ κάτω, γιὰ νὰ τὰ μελετήσουμε. Μᾶς λένε τόσα πολλά.
Στὶς παραμονὲς τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὡς προσκυνητὲς ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι στὸν ἰουδαϊσμό. Αὐτοὶ μὲ ὅσα εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὸν Κύριο, ἔνοιωσαν στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καλύτερα καὶ νὰ ἔχουν μαζί Του μιὰ ἰδιαίτερη συνομιλία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Φιλίππου, ὄνομα ἑλληνικό, τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ φανερώσουν τὴν ἐπιθυμία τους: «Κύριε, τοῦ εἶπαν, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδείν». Κύριε, θέλουμε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἡ παράκληση ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν. Παράκληση καὶ ἐπιθυμία ζηλευτὴ καὶ ἀξιοπρόσεκτη. Καὶ ὁ Φίλιππος, ποὺ ἤθελε τὴν χαρά, ποὺ ἔνοιωθε αὐτὸς μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ νὰ ἀκούει τὰ θεία λόγια Του, νὰ τὴν δοκιμάζουν καὶ ἄλλοι, ἔσπευσε νὰ συνεννοηθεῖ σχετικὰ μὲ τὸν ἀγαπητό του Ἀνδρέα καὶ ὕστερα μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς Ἕλληνες στὸν Ἰησοῦ. Τί θέματα κουβέντιασαν οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ συνάντησή τους ἐκείνη δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Κύριος σὰν εἶδε τοὺς Ἕλληνες νὰ πλησιάζουν εἶπε τὰ τιμητικὰ καὶ θαυμαστὰ ἐκεῖνα λόγια: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ιβ’ 23).
Ἔφτασε δηλαδὴ ἡ ὁρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὤρα, γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύουν καὶ ὅλο τὸν ἐθνικὸ κόσμο. Εὐλογημένη καὶ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Ναί! πολὺ μεγάλη.
Γιατί ἂν ἡ προσέλευση τῶν ἐθνῶν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του ἀποτελεῖ μία νίκη καὶ ἕνα θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἔργου Του, ὁ ἐρχομὸς τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τν χριστιανικὴ ἔχει κάτι τὸ πολὺ ἀνώτερο. Αὐτοί, οἱ Ἕλληνες, ἔδωσαν στὸν Κύριο ὄχι μόνο τὴν γλώσσα τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς ζηλωτὲς ἱεραποστόλους γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος στὸν κόσμο.
Ὡς ἄνθρωπο μὲ χαρακτήρα πολὺ πρακτικὸ μᾶς παρουσιάζουν τὸν Φίλιππο δύο ἄλλα περιστατικά, ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Τὸ ἕνα περιστατικὸ συνέβη ἔξω στὴν ἐρημιά. Εἶχε μεταβεῖ ἐκεῖ ὁ Διδάσκαλος ἕνα πρωὶ μὲ τοὺς μαθητές του γιὰ λίγη ξεκούραση. Μὰ οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶν πόλεων, ποὺ σὰν διψασμένα ἐλάφια Τὸν κυνηγοῦσαν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια Του καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὶς δωρεές Του, ὅταν ἀντελήφθησαν τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ἔσπευσαν πρὸς Αὐτόν. Καὶ ὁ Κύριος, ἰκανοποιώντας τὸν ζῆλο καὶ τὴν προθυμία τους, πέρασε τὴν ἡμέρα μαζί τους διδάσκοντάς τους καὶ θεραπεύοντας τοὺς ἀρρώστους ποὺ εἶχαν φέρει. Πλάκωσε σχεδὸν ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν εἶχε διάθεση νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φύγει. Ὅμως ὁ κόσμος ἐκεῖνος ἔπρεπε κάτι νὰ φάγει. Ἦταν νηστικὸς ὅλη μέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὸν Φίλιππο κοντά του, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸ πρακτικό του μυαλὸ καὶ τὸν ρώτησε:
«Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν αὐτοί;». Ἀπὸ ποιὸ μέρος, Φίλιππε, θὰ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;»
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ Κυρίου, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Φίλιππος ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λάβῃ». Ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων δὲν φτάνουν σ’ αὐτούς, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα μικρὸ κομμάτι. Φυσικὰ ὁ Κύριος ὑπέβαλε τὴν ἐρώτηση αὐτὴ στὸν Φίλιππο, ὄχι γιατί Αὐτὸς δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει. Τὸ Θαῦμα τὸ εἶχε ἀποφασίσει στὴν καρδιά Του.
Τὸ ἐρώτημα τὸ ὑπέβαλε ἁπλῶς γιὰ νὰ δείξει σ’ αὐτόν, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές, μὰ καὶ σ’ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων πράγματα, μποροῦν νὰ γίνουν δυνατά, ἂν οἱ ἄνθρωποι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀγκαλιάσουν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν παντοδύναμο παράγοντα, ποὺ λέγεται πίστη ζωντανὴ στὸν Χριστό.
Μὲ τὴν πίστη καὶ τὰ πιὸ ἀδύνατα γίνονται δυνατά. Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἀφήσουμε νὰ ἀναπτυχθεῖ στὴν καρδιά μας πίστη ἴση μὲ τὸν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ, μποροῦμε μ’ αὐτὴν νὰ μετακινήσουμε ἀκόμη καὶ βουνά.
Θὰ ἐρωτήσει ἴσως κάποιος. Μήπως ὁ Φίλιππος μὲ τὸ πρακτικό του μυαλὸ πείσθηκε ἀπόλυτα γιὰ τὴν δύναμη αὐτοῦ τοῦ παράγοντα, ποῦ λέγεται πίστη, μὲ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ ἐκείνου τοῦ πλήθους μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε; Δυστυχῶς, ὄχι ἀπόλυτα καὶ ἀμέσως. Αὐτὸ μᾶς τὸ βεβαιώνει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Καὶ σ’ αὐτό, τὸ ἴδιο πρακτικὸ μυαλὸ ἐκδηλώθηκε καὶ πάλι.
Ἦταν ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Γιὰ τελευταία φορὰ πρὸ τοῦ Πάθους Του δειπνεῖ ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές Του. Γύρω ἀπὸ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι κάθονται ὅλοι. Μὲ τὶς ὁμιλίες Του καὶ τὶς διδαχές Του ὁ Κύριος προσπαθεῖ νὰ προπαρασκευάσει τοὺς μαθητές Του γιὰ τὰ ὅσα ἔμελλαν σὲ λίγο νὰ ἀκολουθήσουν.
Ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα παίρνει τὸν χαρακτήρα μιᾶς ἀποχαιρετιστήριας τελετῆς. Μιᾶς τελετῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει στοὺς μαθητές του οὐράνιες ἀλήθειες. Τοὺς λέγει πὼς προτοῦ ξημερώσει κάποιος μαθητὴς θὰ Τὸν προδώσει, οἱ ἄλλοι θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν καὶ αὐτὸς ὁ Πέτρος, ποὺ Τοῦ ὑποσχόταν ἀγάπη μέχρι θανάτου, καὶ αὐτὸς θὰ Τὸν ἀρνιόταν.
Ὁ Κύριος ὅμως ποτὲ δὲν θὰ τοὺς ἐγκατέλειπε. «Δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω, τοὺς εἶπε, ὀρφανούς. Γι’ αὐτὸ μὴ ταράσσεσθε. Θὰ δοκιμάσετε βαθιὰ λύπη μὲ τὴν φυγή μου ἀπὸ κοντά σας, ὅμως σύντομα ἡ λύπη σας θὰ μετατραπεῖ σὲ χαρά. Φεύγω γιὰ τὸν Πατέρα μου. Πάω στὸ σπίτι μου. Πάω νὰ ἑτοιμάσω ἐκεῖ τόπο καὶ γιὰ σᾶς. Τὸ μέρος στὸ ὁποῖο πηγαίνω τώρα, τὸ ξέρετε καὶ ἐσεῖς. Ξέρετε ἀκόμη καὶ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ».
Σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ὁ Θωμᾶς τὸν διέκοψε γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Κύριε, δὲν ξέρουμε ποὺ πηγαίνεις καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξέρουμε τὸν δρόμο;» Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ὁ Φίλιππος, ποῦ παρακολουθοῦσε μὲ ἐνδιαφέρον τὴν ὅλη συζήτηση, σπεύδει νὰ διακόψει λέγοντας; «Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν» (Ἰωάν. ιδ’ 8). Κύριε, εἶπες, πὼς θὰ πᾶς στὸν Πατέρα σου. Δεῖξε μας μὲ μιὰ ἀποκαλυπτικὴ ὀπτασία τὸν Πατέρα Σου καὶ τὴν δόξα Του, ὥστε νὰ Τὸν δοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅπως παλιὰ τὸν εἶδαν ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Ἠσαΐας καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ αὐτό. Δὲν θέλουμε περισσότερα. Τὸ πρακτικὸ μυαλὸ τοῦ Φιλίππου αὐτὸ ζητοῦσε.
Βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὅμως πρέπει νὰ νοιώθει κάθε καρδιὰ στὸν ζηλωτὴ Ἀπόστολο, γιατί μὲ τὴν ἁπλότητά του, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ διακηρύξει γιὰ τὸ πρόσωπό Του: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμί, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ ἐωρακῶς ἐμέ, ἐώρακε τὸν Πατέρα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα;». (Ἰωάν. ιδ’ 9).
Τόσο καιρὸ εἶμαι μαζί σας, Φίλιππε, καὶ ἀκόμη δὲν μὲ γνώρισες; Δὲν γνώρισες δηλαδὴ ὅτι εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ὅπως ὁ Πατέρας; Ἐκεῖνος ποὺ εἶδε ἐμένα καὶ ἐξετίμησε ὅπως πρέπει τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴν δράση μου τὴ θαυματουργική, εἶδε καὶ τὸν Πατέρα. Καὶ πῶς σὺ λέγεις: Δεῖξε μας τὸν Πατέρα;
Νὰ οἱ ἀδυναμίες τοῦ πρακτικοῦ πνεύματος. Οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς, ποὺ σκέπτονται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀπαιτοῦν συνήθως ὑλικὲς ἀποδείξεις καὶ ζητοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις τους γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ἡ παραγνώριση ὅμως τοῦ πνευματικοῦ παράγοντα ὁδηγεῖ πάντα σὲ λανθασμένα συμπεράσματα.
Τὰ πιὸ πάνω λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Φίλιππο ἀποτελοῦν φυσικὰ ἕνα λεπτὸ ἔλεγχο πρὸς τὸν ζηλωτὴ μαθητή. Περιλαμβάνουν ὅμως δογματικὴ διδασκαλία, ὑψίστης στ’ ἀλήθεια σημασίας. Τρία χρόνια κοντὰ στὸν Κύριο, καὶ ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε δὲν ἐπετρέπετο σ’ αὐτὸν νὰ ὑποβάλει τέτοιες ἐρωτήσεις.
Ἂς τὸ δεχθοῦμε ὅμως καὶ αὐτό, σὰν μία παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία στὸν Κύριο νὰ ἀποκαλύψει τὶς ἀλήθειες αὐτές, ποὺ ὅσο καὶ ἂν πολεμήθηκαν ἀπὸ πλείστους αἱρετικοὺς δὲν παύουν νὰ παραμένουν καὶ σήμερα καὶ σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος καὶ τὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν δική μας τὴν σωτηρία ἀφῆκε τὴν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβηκε στὴν γῆ σὰν ἄνθρωπος καὶ ἔγινε «ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα», γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπὸ τὴν κατάρα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν οὐρανό.
Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅλες αὐτὲς φυσικὰ οἱ ἀδυναμίες τῶν μαθητῶν πέρασαν. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ὁ Φίλιππος ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν κάλεσε. Μὲ πίστη καὶ ἐνθουσιασμὸ καὶ πυρωμένη καρδιὰ ὁ πνευματέμφορος αὐτὸς ἐργάτης τῆς νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα καὶ ἀπὸ τὸν φίλο του Βαρθολομαῖο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη προχώρησε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ διάφορες πόλεις τῆς Λυδίας, τῆς Μυσίας καὶ τῆς Παρθίας. Λυδία καὶ Μυσία. Ἐπαρχίες τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ Λυδία βρισκόταν πρὸς τὰ Ν.Δ. καὶ ἡ Μυσία στὰ βόρειά της Μ. Ἀσίας. Ἡ Παρθία ἦταν ὀρεινὴ χώρα στὰ νοτιανατολικὰ τῆς Κασπίας θάλασσας. Οἱ κάτοικοι Πάρθοι.
Παρὰ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσαν ὅπου πήγαιναν καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὁ διάβολος παρενέβαλλε στὸ ἔργο τους, ἐν τούτοις οἱ Ἀπόστολοι νικοῦσαν στὸ τέλος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου προχωροῦσε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Πολὺ συνέβαλαν στὴν προσπάθειά τους καὶ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς χαρίτωσε ὁ Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο:
Βρισκόταν ὁ Ἀπόστολος μὲ τὴν συνοδεία του στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας. Ἐκεῖ ὁ μισόκαλος διάβολος βλέποντας τὸν ἑαυτό του νικημένο, παρεκίνησε μερικοὺς νὰ συλλάβουν τὸν Ἀπόστολο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Δεμένο τὸν ὁδήγησαν πρῶτα στὸ δικαστικὸ βουλευτήριο. Ἐκεῖ ὁ ἔπαρχος Ἀρίσταρχος σὰν τὸν εἶδε ἐφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, τοῦ λέγει, πῶς μπορεῖς νὰ τρομάξεις καὶ ἐμένα μὲ τὶς μαγικές σου πράξεις;
Καὶ χωρὶς ἄλλο λόγο τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σέρνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν βασανίζει. Στὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀσεβὴ ἔπαρχου ὁ Ἀπόστολος δὲν κρατήθηκε. Γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσει ἕνα μάθημα καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸν βασανισμό του, φώναξε δυνατὰ κι εἶπε:
– Κύριε, γνωρίζω τὴν εὐσπλαγχνία σου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῶ γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ μοῦ γίνεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωφρονισθεῖ ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἄρχοντας γιὰ ὅτι μοῦ κάμνει, μὰ καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴν δύναμή Σου καὶ νὰ ἰδοῦν, ὅτι δὲν εἶσαι μόνο ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν κακῶν, δῶσε νὰ παραλύσει τοῦτο τὸ χέρι, ποὺ κτυπᾶ στὴν κεφαλή, ποὺ σὺ εὐλόγησες.
Μόλις τέλειωσε τὸν λόγο του ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὸ θαῦμα ἔγινε. Βαριὰ τιμωρία κτύπησε τὸν ἀναιδὴ καὶ ἄδικο ἄρχοντα. Τὸ χέρι ξεράθηκε. Καὶ ἀκόμη τὸ ἕνα μάτι του τυφλώθηκε καὶ τὰ αὐτιά του κουφάθηκαν. Στὸ θέαμα αὐτὸ οἱ παρευρισκόμενοι τρόμαξαν καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἀπόστολο νὰ τὸν σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ξανακάμει καλά. Στὴν παράκλησή τους ὁ ἀνεξίκακος μαθητὴς τόνισε:
– Ὁ ἄρχοντας μπορεῖ νὰ γίνει καλά, ἀρκεῖ τόσο αὐτός, ὅσο καὶ ἐσεῖς νὰ πιστέψετε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἔστειλε καὶ ἔπαθε γιὰ μᾶς.
Μιὰ νεκρικὴ πομπή, ποὺ περνοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ ἔτυχε νὰ εἶναι φίλοι κι ὁμοϊδεάτες τοῦ ἄρχοντα, στράφηκαν μὲ διάθεση ἐκδικήσεως στὸν Ἀπόστολο καὶ τοῦ εἶπαν εἰρωνικά:
— Ἂν ὁ Θεός σου μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τοῦτο τὸν νεκρό, ποὺ παίρνουμε νὰ θάψουμε, τότε νὰ Τὸν πιστέψουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ ἄρχοντάς μας.
Συγκλονισμένος ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν πρότασή τους, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ἔκαμψε τὰ γόνατα, ἀνέπεμψε μυστικὰ μιὰ ὁλόθερμη προσευχή. Ὕστερα, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὸν νεκρὸ ποὺ βρισκόταν στὸ φέρετρο, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε:
– Θεόφιλε, ὁ Παντοδύναμος Θεὸς σὲ διατάζει νὰ σηκωθεῖς καὶ ἐλεύθερα νὰ πεῖς ὅτι θέλεις.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Τὸ θαῦμα ἔγινε στὴν στιγμή. Ὁ νεκρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἀπόστολο τοῦ εἶπε μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαθιὰς ἀνακουφίσεως.
Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιε τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία ποὺ μοῦ χάρισες. Μερικοὶ μαῦροι καὶ ἀπαίσιοι μὲ ἔσερναν ἀπὸ τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὲ ρίξουν στὴν Κόλαση. Ἡ παρέμβασή σου μὲ γλίτωσε. Θὰ ἔφευγα ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο ἁμαρτωλός, χωρὶς νὰ ξέρω τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ κηρύττεις εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύω καὶ ἐγὼ στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή.
Τὸ θαῦμα συντάραξε τὰ πλήθη. Τὸ κάλεσμα τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἡ ἀνάστασή του συνεκίνησε ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναφώνησαν:
– Ἄνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πὼς ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο Σὺ κηρύττεις, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας νὰ σωθοῦμε καὶ συγχώρησε καὶ τὸν ἄρχοντα.
Τότε ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κατάπαυσε μὲ τὸ χέρι του τὸν θόρυβο, παρήγγειλε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸν Ἀρίσταρχο καὶ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἄρχοντας ἔκαμε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος καὶ ἡ θεραπεία ἀκολούθησε. Ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀμέσως τελείως καλά. Τὸ ἀποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοὶ ζήτησαν καὶ βαπτίσθηκαν τὴν ἴδια ὥρα. Πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ ἀναστηθέντος νεκροῦ, ποὺ λεγόταν Πρέφικτος καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Μετὰ τὴν βάπτισή του ὁ ἀναγεννημένος πιὰ ἄνθρωπος ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο τοὺς δώδεκα χρυσοὺς θεοὺς ποὺ εἶχε στὸ σπίτι του μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὑπάρχοντά του, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει, ὅπως αὐτὸς ἔκρινε καλύτερα.
Πόσο ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει ἐλεύθερη τὴν καρδιά του νὰ τὴν καταυγάσει τὸ φῶς καὶ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ! Γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ποὺ ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: «Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». (Ψαλμ. ος’ (οζ’) 11). Ναί! Αὐτὴ ἡ ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἔργο τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ χρόνια πολλὰ συνέχισε ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ὁμάδα τὸ ἀνορθωτικὸ καὶ σωστικὸ ἔργο της στὶς διάφορες πόλεις τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ἀναφέραμε. Τὰ ἀποτελέσματα, στ’ ἀλήθεια, θαυμαστά. Ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε’ 20).
Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, δόθηκε πολὺ πιὸ ἄφθονη ἡ χάρη. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε σχεδὸν ἀποκτηνώσει τὰ θύματά της, ἕνας καινούργιος κόσμος ἀναγεννᾶται. Ὁ κόσμος τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ κόσμος ὁ ὄμορφος, ὁ ἀγγελικὰ πλασμένος. Ὁ κόσμος τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἄλλοτε χριστιανικὴ Μ. Ἀσία.
Ἔφτασε ὅμως ὁ καιρὸς νὰ ἐπικυρώσει ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὰ ὅσα δίδασκε καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς του. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας μία ἡμέρα ποὺ δίδασκε, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μιὰ ψευτοδίκη κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Ἀπόστολος νὰ θανατωθεῖ. Οἱ δήμιοι, ποὺ περίμεναν, ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο, τοῦ ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω.
Ὕστερα πῆραν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν καὶ αὐτόν, τὸν κρέμασαν. Τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὸν σταύρωσαν. Ἡ ἀδελφή του Μαριάμνη μὲ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ ἄλλου Ἀποστόλου καὶ προσεύχεται νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ὑπομονή. Ἕνας σεισμὸς ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα ἐκείνη ἔδειξε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἀλλεπάλληλες δονήσεις ποὺ ἔγιναν σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα κατατρόμαξαν τὰ πλήθη ποὺ ἔτρεξαν μὲ δάκρυα νὰ ζητήσουν συγχώρηση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους.
Ὁ Κύριος στὶς παρακλήσεις τῶν ἐργατῶν του σταμάτησε τὸ σεισμὸ καὶ μὲ μία θαυμαστὴ ὀπτασία τοὺς ἔδωκε μία ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς θείας του δυνάμεως. Μιὰ σκάλα παρουσιάστηκε ἐκεῖ νὰ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν Οὐρανό. Τὰ πλήθη ἔτρεξαν καὶ κατέβασαν τὸ Βαρθολομαῖο ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν κρεμασμένος.
Ὅταν θέλησαν νὰ κατεβάσουν καὶ τὸν Φίλιππο ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸς δὲν δέχθηκε, ἀλλὰ συνέχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ποὺ ἦσαν γύρω καὶ νὰ τὰ προτρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Διδάσκοντας ἄφησε τὴν ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητας. Ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Μαριάμνη πῆραν τὸ τίμιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν, μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ραίνοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τους. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ πολλὰ χρόνια στόλισε τὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ εἶχε κτισθεῖ στὴν Ἱεράπολη πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου.
Ἡ δὲ ἁγία κάρα του τιμήθηκε ἀπὸ διάφορους αὐτοκράτορες, ὅπως τὸν Θεοδόσιο, τὸν Ἡράκλειο καὶ ἄλλους μὲ τὶς βασιλικὲς σφραγίδες τους.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατὰ τὸ 1204 τὸ σεπτὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια φυλασσόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος, τὸ χωριὸ αὐτὸ λέγεται ἐπίσημα καὶ Ἀρσινόη τῆς Πάφου, στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ κτίστηκε ἐκεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀποστόλου. Ἀργότερα ἕνα μέρος τῶν λειψάνων γιὰ εὐλογία διανεμήθηκε σὲ διάφορα μέρη. Ἡ θήκη δὲ μὲ τὴν ἱερὴ κάρα πρὸ τοῦ 1788 γιὰ μεγαλύτερη, τάχατες, ἀσφάλεια μετακομίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροῦ στὸ Ὅμοδος. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Σὲ χρόνια περασμένα, ποὺ τὸ νησί μας μέσα στὰ τόσα ἄλλα τὸ ἔδερνε καὶ ἐπιδημία ἀκρίδων, οἱ πατέρες μας μετέφεραν τὴν θήκη μὲ τὴν ἁγία κάρα μέχρι τὴ Μεσαορία καὶ ἔκαμναν ἁγιασμό, καὶ ἐράντιζαν τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ δένδρα, γιὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ μάστιγα.
Θαύματα πολλὰ γίνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη καταφεύγουν στὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία τοῦ πνευματέμφορου Ἀποστόλου.
Σὲ κείνους ποὺ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο δυσκολεύονται ν’ ἀποδεχθοῦν τούτη τὴν ἀλήθεια καὶ προτιμοῦν νὰ ζοῦν μὲ τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, τοὺς ὑπενθυμίζουμε μὲ ἀγάπη μία ὑπόδειξη πολὺ ἀποτελεσματική, ποὺ ἔκαμε κάποτε ὁ φλογερὸς Ἀπόστολός μας στὸν φίλο του Ναθαναήλ. Στὴν δυσκολία του ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ αὐτὸς τὴν πληροφορία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία, ποὺ μὲ λαχτάρα περίμεναν ὅλες οἱ εὐλαβεῖς ψυχές, ὁ Φίλιππος μὲ ἁπλότητα ὑπέδειξε τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε». Τὴν ἴδια αὐτὴ ὑπόδειξη ἀπευθύνει καὶ σήμερα στὸν καθένα μας ὁ πρακτικὸς Ἀπόστολος. Εἶναι μία συμβουλὴ γιὰ ἕνα θετικὸ πειραματισμό. Εἶναι καὶ μία πρόσκληση συγχρόνως νὰ δοκιμάσει ὁ κάθε ἄνθρωπος τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ζωή.
«Ἔρχου καὶ ἴδε». Τρεῖς λέξεις μὲ ὑπέροχη σημασία. «Ἔρχου». Ἄνθρωπε, διψᾶς νὰ γνωρίσεις τὴν ἀλήθεια; Ἔλα. Πλησίασε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». (Ἰωάν. ιδ’ 6), διακηρύττει ὁ ἴδιος. Ἡ προσωπικὴ γνωριμία σου μὲ τὸν Χριστὸ θὰ σὲ πείσει ἀπόλυτα ὅτι ἡ διδασκαλία Του εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ λύει ὅλα τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ξεκουράζει τὴν ψυχή. Τὸν ἥλιο δὲν τὸν χαίρεται ποτὲ κάποιος σὰν μένει ἑρμητικὰ κλειστὸς σ’ ἕνα δωμάτιο.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο. Καὶ τὸν Χριστὸ δὲν μπορεῖ κανένας νὰ Τὸν καταλάβει ἀπὸ μακριά. Πρέπει νὰ πλησιάσει. Καὶ νὰ δεῖ καὶ νὰ γνωρίσει. Πρέπει νὰ λουσθεῖ στὶς ζωογόνες Του ἀκτίνες. Κάτι περισσότερο. Πρέπει νὰ ζήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποτάξει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά του στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ λέγει σὰν τὸν Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἔλα, λοιπόν, ἀδελφέ μου, καὶ «ἴδε». Ὅταν μὲ τέτοιες διαθέσεις πλησιάσουμε τὸν Χριστό, τότε θὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὰ μάτια μας καὶ θὰ διακηρύξουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῶν πνευμόνων μας αὐτὸ ποὺ διακήρυξε καὶ ὁ ἁγνὸς στὴν ψυχὴ Ναθαναήλ: «ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. α’ 50). Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Ὅσο πιὸ γρήγορα ὁ καθένας μας σπεύσει νὰ ἀποδεχθεῖ τούτη τὴ σωστικὴ ἀλήθεια καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν πιστεύσει γιὰ Θεὸ καὶ Σωτήρα του, τόσο καὶ πιὸ γρήγορα ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν λαβύρινθο στὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι κλειστήκαμε. Νὰ βγοῦμε, γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸ φῶς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ γευτοῦμε τὴν χαρὰ καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος ποὺ μᾶς δέρνει, μὰ καὶ τὸν φόβο μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς αὐτοκαταστροφῆς.
Ἡ χάρις τοῦ Τριαδικοῦ θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, τοῦ ὁποίου ἡ θήκη τῶν λειψάνων χρόνια τώρα ἁγιάζει τὸ εὐλογημένο νησί μας, νὰ χαρίσει στὴν Κύπρο μας τὸ ταχύτερο τὴν ποθητὴ ἐλευθερία. Ναί! τὴν ἐλευθερία. Καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν στοὺς ἀγνοούμενούς μας τὴν ἐπιστροφὴ στὶς οἰκογένειές τους, στοὺς πρόσφυγές μας τὴν χαρὰ τοῦ γυρισμοῦ στὰ σπίτια τους καὶ τὰ χωριά τους καὶ στὸν φιλόθρησκο λαό μας πλούσιες τὶς δωρεὲς καὶ εὐλογίες Του. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἔλλαμψιν, τοῦ Παρακλήτου, εἰσδεξάμενος, πυρὸς ἐν εἴδει, παγκοσμίως ὡς ἀστὴρ ἀνατέταλκας, καὶ τῆς ἀγνοίας τὸν ζόφον διέλυσας, τῇ θείᾳ αἴγλῃ Ἀπόστολε Φίλιππε. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὁ μαθητὴς καὶ φίλος σου, καὶ μιμητὴς τοῦ πάθους σου, τῇ οἰκουμένῃ Θεόν σε ἐκήρυξεν, ὁ θεηγόρος Φίλιππος. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, ἐξ ἐχθρῶν παρανόμων τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου συντήρησον Πολυέλεε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐν τῷ Υἱῷ τῷ Πατρικῷ φωτὶ ἑώρακας
Πατρὸς τὴν δόξαν ὡς τοῦ Πνεύματος κειμήλιον
Καθὰ ᾔτησας Ἀπόστολε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς Χριστοῦ συγκαταβάσεως
Πολύτροπον συμφορῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις ἔνδοξε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Φίλος καὶ Ἀπόστολος εὐκλεής, τοῦ καὶ μέχρι δούλου, κενωθέντος ἀναδειχθείς, Φίλιππε θεόπτα, ἐκήρυξας ἐν κόσμῳ, τὴν τούτου ὑπὲρ λόγον, ἄρρητον κένωσιν.
Ὁ Ἅγιος Στάχυς Ἐπίσκοπος Ἱεραπολεως
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ στὴν βιογραφία τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ἀναφέρεται ὅτι μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, ὁ συνοδεύων αὐτὸν Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος, ἔκανε τὸν Στάχυ ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως. Σ’ ἄλλους ὅμως Συναξαριστές, τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Δεινὸς θεολόγος καὶ διαπρεπέστατος ρήτορας καὶ φιλόσοφος ὁ Γρηγόριος. Δὲν γνωρίζουμε τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς γέννησής του. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅμως, στὸ ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε τὸ 1296 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Συγκλητικὸ καὶ τὴν εὐσεβεστάτη Καλλονή).
Ξέρουμε ὅμως, ὅτι κατὰ τὸ πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰώνα ἦταν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀπ’ ὅπου καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος χάρη ἡσυχότερης ζωῆς, καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἠθική του τελειοποίηση καὶ σὲ διάφορες μελέτες. Ὅταν ὅμως ξέσπασε ἡ περίφημη διχόνοια γιὰ τοὺς ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστές, κατὰ τῶν ὁποίων ἐπετέθη ὁ μοναχὸς Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρίας, ὁ Γρηγόριος πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ὀρθόδοξος ἡγέτης στὴν μεγάλη ἐκείνη θεολογικὴ πάλη.
Τὸ ζητούμενο τῆς πάλης αὐτῆς ἦταν κυρίως τὸ μεθεκτικὸν ἢ ἀμέθεκτον τῆς θείας οὐσίας. Ὁ Γρηγόριος, ὁπλισμένος μὲ μεγάλη πολυμάθεια καὶ ἰσχυρὴ κριτικὴ γιὰ θέματα ἁγίων Γραφῶν, διέκρινε μεταξὺ θείας οὐσίας ἀμεθέκτου καὶ θείας ἐνεργείας μεθεκτής. Καὶ αὐτὸ τὸ στήριξε σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπικύρωσε τὴν ἑρμηνεία του μὲ τέσσερις Συνόδους. Στὴν τελευταία, ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1351, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς. Ἀλλὰ ὁ Γρηγόριος ἔγραψε πολλὰ καὶ διάφορα θεολογικὰ ἔργα, περίπου 60.
Ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Ἰσίδωρος, τὸν ἐξέλεξε ἀρχικὰ ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω ὅμως τῶν τότε ζητημάτων, ἀποχώρησε πρόσκαιρα στὴ Λῆμνο. Ἀλλὰ κατόπιν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του.
Πέθανε τὸ 1360 καὶ τιμήθηκε ἀμέσως σὰν Ἅγιος. Ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, ἔγραψε τὸ 1376 ἐγκωμιαστικὸ λόγο στὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, μαζὶ καὶ ἀκολουθία. Καὶ ὅρισε τὴν ἐκκλησιαστικὴ μνήμη του στὴ Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον
Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα
Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον.
Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος,
Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Ὁ Ἅγιος Θωμὰς Β’ ὁ νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Αὐτὸς ἦταν διάκονος καὶ χαρτοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας, κατὰ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο, ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 665 καὶ διαδέχτηκε τὸν Πέτρο. Παρέμεινε στὸν θρόνο μέχρι τὸ 668, τὸν ὁποῖο θεάρεστα κυβέρνησε καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ (Παρισινὸς Κώδικας 259).
(Ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, τοποθετεῖται καὶ τὴν 15η Νοεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ὑδραῖος
Γεννήθηκε στὴν Ὕδρα καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαήλ, ἡ δὲ μητέρα τοῦ Μαρίνα. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ πῆγε στὴ Ρόδο, κοντὰ στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Χασᾶν Καπετάν. Ἐκεῖ ὁ Κωνσταντῖνος παρασύρθηκε καὶ ἐξισλαμίστηκε, μὲ τὸ ὄνομα Χασᾶν. Καὶ γιὰ τρία χρόνια ἀπολάμβανε μεγάλες τιμές.
Ἀργότερα ὅμως, συναισθάνθηκε τὸ ὀλίσθημά του καὶ ἄρχισε νὰ μετανοεῖ. Ἔκανε ἐλεημοσύνες καὶ ἔκλαψε πικρά. Τελικά, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει. Βρῆκε λοιπὸν κάποιο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁ πνευματικός του ὅμως τὸν ἀπέτρεψε, διότι φοβήθηκε τὸ νεαρό της ἡλικίας του. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε ὑπακοή, ἐγκατέλειψε τὴν Ρόδο καὶ πῆγε στὴν πόλη Κρίμι, κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὴν Μονὴ Ἰβήρων, προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν πατέρων ἦλθε στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ, παρουσιάστηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν φρικτά. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 14 Νοεμβρίου 1800.
Σήμερα, στὴ γενέτειρά του τὴν Ὕδρα, ὑπάρχει λαμπρότατος Ναὸς στὸ ὄνομά του, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ ἱερό του λείψανο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν λαμπρὸν γόνον Ὕδρας καὶ τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Νεομαρτύρων τὸ κλέος Κωνσταντῖνον τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίαν τὴν ἀμοιβήν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, σὲ στεφανώσαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν εὐτόλμῳ στόματι
Τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ τὴ ἀπάτην ἐθριάμβευσας
Νεομάρτυς Κωνσταντῖνε στερρῶς ἀθλήσας.
Ἀλλ’ ὡς μέτοχος ἐπάθλων ὑπὲρ ἔννοιαν
Πάσης βλάβης ἀπολύτρωσαι καὶ θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ μιμητής, Μάρτυς Κωνσταντῖνε, καὶ ἰσότιμος ἀληθῶς· σὺ γὰρ ἐν ὑστέροις, καιροῖς ἀνδραγαθήσας, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, ἀπείροις χάρισι.
Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Νεομάρτυρας ἐν Κρήτῃ
Καταγόταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτύρησε στὴν Κρήτη τὸ 1848.
Ὁ Ἅγιος Εὐφημιανὸς ὁ Θαυματουργός
Ἕνας ἀκόμη ἀθλητὴς τοῦ μεγάλου καὶ δύσκολου ἀγώνα, ποὺ εἶναι γνωστὸς ὡς «ἀγώνας τῆς ἐρήμου», εἶναι κι ὁ Ἅγιος Εὐφημιανός.
Ἦρθε καὶ αὐτὸς στὸ νησί μας ἀπ’ ἔξω.
Ἦρθε μαζὶ μ’ ἄλλους τριακόσιους ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀλαμανία.
Ἦταν καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, Ἕλληνας ποὺ ἐργαζόταν ἐκεῖ.
Τὸ κήρυγμα τῶν ἀνθρώπων τοῦ πάπα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὰ μέσα περίπου τοῦ 12ου αἰώνα, ποὺ καλοῦσε τοὺς χριστιανοὺς σὲ ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μωαμεθανῶν, συγκινοῦσε πολλῶν τὶς καρδιές. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Εὐφημιανός, ποὺ μὲ πολλοὺς ἄλλους Ἕλληνες ξεσηκώθηκαν, ἀφήκαν τὶς δουλειές τους καὶ στρατεύθηκαν γιὰ τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο ἀγώνα. Τούτη ἡ ἐκστρατεία ποὺ εἶναι γνωστὴ σὰν Β’ Σταυροφορία 1147 – 1149 διαλύθηκε προτοῦ ἀκόμη φθάσει στὴν Παλαιστίνη.
Οἱ Ἕλληνες, ποὺ ἦσαν στὴ στρατιὰ αὐτὴ μὲ ἀρχηγὸ κάποιον Αὐξέντιο, τὸν γνωστὸ Ἅγιο Αὐξέντιο, ἀποφάσισαν νὰ συνεχίσουν μόνοι τους τὴν πορεία πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ τὰ κρατοῦσαν ἀκόμη χριστιανοὶ Εὐρωπαῖοι. Ποθοῦσαν νὰ πᾶνε ἐκεῖ γιὰ νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἅγια μέρη ποὺ περπάτησε, δίδαξε, θαυματούργησε καὶ ἀπέθανε ὁ Κύριός μας. Καὶ τὸ ἔκαμαν.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἱεροῦ τούτου πόθου τους οἱ ἀθλητὲς ἀποφάσισαν νὰ σκορπισθοῦν ἐκεῖ στὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου καὶ νὰ ἀσκητέψουν. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ μωαμεθανοί, ὅπως καὶ οἱ Λατίνοι ποὺ ἦσαν ἐκεῖ τοὺς ἐνοχλοῦσαν διαρκῶς, μιὰ μέρα μαζεύτηκαν ὅλοι καὶ πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ φύγουν. Κατέβηκαν στὴν παραλία, βρῆκαν ἕνα καράβι ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Κύπρο καὶ μπῆκαν σ’ αὐτό. Τὸ καράβι ὅμως, ὅταν ἔφτασε στὴν Πάφο, ἐξ αἰτίας δυνατῆς τρικυμίας συνετρίβη πάνω στοὺς βράχους. Εὐτυχῶς οἱ ἐπιβαίνοντες σώθηκαν ὅλοι, καθισμένοι πάνω σὲ κομμάτια ξύλα τοῦ καραβιοῦ καὶ μ’ αὐτὰ βγῆκαν στὰ Παφιακὰ ἀκρογιάλια. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ συνεσκέφθηκαν τί νὰ κάμουν, κατέληξαν στὴν ἀπόφαση νὰ διασκορπιστοῦν στὸ νησὶ καὶ νὰ ἀσκητέψει ὁ καθένας ὅπου βρεῖ κατάλληλο μέρος. Καὶ τὸ πραγματοποίησαν.
Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ χρονικό του νὰ τί γράφει γι’ αὐτούς:
«Ὅταν οἱ Σαρακηνοὶ ἐπῆραν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τότε βγῆκαν οἱ πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ ἀποὺ ἐγλυτώσαν καὶ ἐπῆγαν ὅπου ηὔραν καταφύγιν. Ἤσαν ἀρχιεπίσκοποι, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, καὶ ἐπῆγαν ὅπου φτάσαν καὶ ἦρταν καὶ εἰς τὴν περίφημον Κύπρον μία συντροφιά, ὅπου ἤσαν τ’ (300) ὀνομάτοι, καὶ γροικώντα ὅτι Ἕλληνες ἐφεντεύγαν τὸν τόπον, διὰ τὸν φόβον ἐπῆγαν εἰς τὸ ἕνα μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλον καὶ ἐσγάψαν τὴν γῆν καὶ ἐμπήκαν μέσα καὶ ἐπροσεύχονταν τῷ Θεῷ καὶ ἦσαν δυὸ τρεῖς ἀντάμα…». Δὲς Dawkins, Leontios Machairas, Oxford 1932 p. 28 – 30.
Ὁ Ἅγιος Εὐφημιανὸς μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωνᾶ προχώρησαν καὶ ἔφτασαν, ὁ μὲν Ἅγιος Ἰωνᾶς στὸ Πέργαμο, ὁ δὲ Ἅγιος Εὐφημιανὸς ὀλίγο παρακάτω ἀνάμεσα στὰ χωριὰ Λύση καὶ Τροῦλλοι. Ἐκεῖ σὲ μιὰ σπηλιὰ βολεύτηκε καὶ ἄρχισε τὴν ἄσκησή του. Μιὰ ἄσκηση σκληρή. Ἄσκηση ποὺ εἶχε ἕνα σκοπό. Τὴν προσωπικὴ τελείωση τοῦ ἀθλητή. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοὶς οὐρανοὶς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. α’ 48), προβάλλουν συνεχῶς μπροστὰ στὰ μάτια του. Νὰ γίνει τέλειος, σκεῦος ἀρετῆς. Ἐκεῖ στὸ ἐρημητήριό του, τὴν σπηλιά του περνοῦσε καθημερινὰ τὴν ζωή του, ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἄσκησάς του αὐτῆς ὑπῆρξε ἄμεσο. Ἡ θεία χάρη, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενὴ καὶ ἀναπληροὶ τὰ ἐλλείποντα σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἐπισκίασε πλούσια τὸν Ὅσιο. Οἱ ἱερές του προσπάθειες καθαγιάζονται. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία φωτίζονται. Καὶ ὁ ἀθλητὴς ἀναδεικνύεται «παρὰ τῷ Θεῷ ἐκλεκτός, ἔντιμος» καὶ «ἅγιος τῷ Κυρίῳ».
Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του μέρα μὲ τὴν ἡμέρα διαδίδεται παντοῦ. Πολλοὶ χριστιανοὶ ἀπὸ τὰ γύρω μέρη ἔρχονται νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ τὸν ἀκούσουν. Νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του τὰ «ἁλάτι ἠρτυμένα» καὶ νὰ φωτισθοῦν. Νὰ διδαχθοῦν. Νὰ ἐνισχυθοῦν. Νὰ παρηγορηθοῦν ψυχικά. Κάτι περισσότερο. Νὰ λάβουν ἀκόμη τὴν θαυματουργική του χάρη μὲ τὴν ὁποία πλούσια τὸν ἐτίμησε ὁ Θεός.
Κατὰ τὶς ἱερὲς ἐκεῖνες στιγμὲς ποὺ οἱ ἐπισκέπτες καθισμένοι ὁλόγυρά του, ἄκουαν μὲ προσοχὴ τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του, ὁ Ὅσιος ἦταν πραγματικὰ ὑπέροχος. Ἡ στοργή του στοὺς πάσχοντες καὶ ἡ προθυμία νὰ ἐξυπηρετήσει τὸν καθένα στὸ πρόβλημά του ἦταν πολὺ συγκινητική. Μὰ καὶ ἡ σεβάσμια καὶ ἐπιβλητικὴ μορφή του καὶ γενικὰ ἡ ἁγιότητά του ἐπενεργοῦσαν μὲ τόση δύναμη στοὺς ἐπισκέπτες του, ποὺ ἔφερναν σωτήρια ἀποτελέσματα. Καρδιὲς ποὺ σκληρύνθηκαν στὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν διδασκαλία του μαλάκωναν καὶ μετανοοῦσαν καὶ ἐξομολογοῦντο καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Πηγὴ πλουσίων θησαυρισμάτων εἶχε καταντήσει ἡ ἀπέριττη ἐκείνη σπηλιά. Ἀπὸ αὐτὴ δὲν ἔβγαινε παρὰ μονάχα, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς συνασκητές του Ἰωνᾶ καὶ Κενδέα. Ὁ τελευταῖος στὰ γηρατειά του ἐγκατέλειψε τὴν Πάφο καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ κοντὰ στὸ Ἀβγόρου, ποὺ εἶναι καὶ σήμερα τὸ μοναστήρι του.
Στὶς ἐπισκέψεις τους αὐτὲς οἱ Ὅσιοι ἀλληλοενισχύοντο καὶ ἀλληλοπαρηγοροῦντο. Καὶ πάλιν ἀποχωρίζοντο γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ καθένας στὰ ἴδια, στὸ ἐρημητήριό του. Σ’ αὐτὸ ἔζησε ὁ καθένας μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειά. Ἔτσι ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιός μας ὡς τὴν τελευταία του πνοή. Μὲ ἔργα καὶ λόγια βάστασε θαρρετὰ τὸν ζυγὸ τοῦ Κυρίου μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀγωνοθέτης Χριστὸς τὸν ἐκάλεσε κοντά του, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ’ 14).
Οἱ πιστοὶ μὲ δάκρυα κήδευσαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐκεῖ στὴν σπηλιά του, καὶ ἀργότερα ἐκεῖ ἔκτισαν μία μικρὴ ἐκκλησία στ’ ὄνομά του, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα. Προτοῦ ὁ Ἀττίλας βεβηλώσει τὰ ἅγια χώματα μὲ τὸν ἐρχομό του, κάθε χρόνο στὴν μνήμη τοῦ χιλιάδες χριστιανοὶ ἀπὸ παντοῦ ἔτρεχαν ἐκεῖ στὸ ἐκκλησάκι του, γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἅγια εἰκόνα του καὶ νὰ ζητήσουν τὴ μεσιτεία του.
Τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου μέχρι τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ βρισκόταν σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση. Στὸ τεταρτοσφαίριο τῆς ἁψίδος τοῦ ἱεροῦ περιλαμβανόταν καὶ τούτη ἡ ἐπιγραφή:
ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΘΕΜΟΝΙΑΝΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΚ ΠΟΛΛΟΥ ΠΟΘΟΥ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.
Ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ μᾶς δημιουργεῖ τὰ ἑξῆς τρία ἐρωτήματα.
α) Ποὶο τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου;
β) Ποὶος ἔκτισε τὸ ἐκκλησάκι;
γ) Ποῦ βρισκόταν τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου;
Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ἀπαντᾶμε:
α) Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν χειρόγραφη ἀκολουθία του. Αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀναγράφει καὶ ὁ Μαχαιρᾶς στὸν κατάλογο, πού μας ἔχει ἀφήσει. Σ’ αὐτὸν ἀναφέρει τὰ ὀνόματα μόνον 67 ἀπὸ τοὺς Ἀλαμανοὺς Ἁγίους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ ὄνομα Εὐφημιανός. Αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ ναοῦ «Θεμονιανός», καθὼς καὶ τὰ ἄλλα ποὺ προφέρονται ἀπὸ τοὺς κατοίκους «Φηνιανός, Θυμιανός, Θωμιανός» δὲν εἶναι παρὰ παραμόρφωση τοῦ πραγματικοῦ ὀνόματος.
β) Τὸ ἐκκλησάκι ἔκτισε κάποιος Λαυρέντιος, ποὺ ἦταν ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρόνικου.
γ) Τοῦτο τὸ μοναστήρι σύμφωνα μὲ προφορικὴ παράδοση Λυσιωτῶν βρισκόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος τῆς ἐπαρχίας Λάρνακος.
Αὐτὰ σχετικὰ μὲ τὸ ἐκκλησάκι καὶ τὴν ἐπιγραφή.
Μὲ τῆς πίστης τὰ φτερὰ ἂς μεταφερόμαστε καὶ ἐμεῖς νοερὰ τούτη τὴν στιγμή, μὰ καὶ κάθε ἄλλη στιγμὴ στὰ ἅγια ἐκεῖνα χώματα, καὶ ἀφοῦ γονατίζουμε ψυχικὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τοῦ ὁσίου μας, ἂς τοῦ λέμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας:
Τρισμάκαρ Εὐφημιανέ, τὸ ἐκκλησάκι σου, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν μας τὰ καντήλια, χρόνια τώρα μένουν σβηστά. Οἱ ἁμαρτίες μας παρώργισαν τὸν Κύριό μας καὶ τὸν ἔκαμαν νὰ ἀποσύρει ἀπό μᾶς τὴν χάρη του. Καὶ τὴν ἀπέσυρε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα μὲ πόνο ψυχὴς τὸ ζοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα. Βάρβαρο ἔθνος κατέλαβε τὸ μισὸ νησί μας. Πῆρε τὰ σπίτια μας. Γκρέμισε καὶ μόλυνε τὰ ἱερά μας. Ἅρπαξε ὅτι εἴχαμε. Ἀτίμασε τὶς γυναῖκες μας. Ἔσφαξε πολλὰ ἀπ’ τὰ ἀδέλφια μας καὶ ἄλλα τὰ ἀνάγκασε νὰ φύγουν μακριά. Σπαράσσει ἡ καρδιά μας ποὺ τὸ σκεφτόμαστε. Καὶ κλαῖμε. Καὶ θρηνοῦμε μετανιωμένοι! Καὶ παρακαλοῦμε. Ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μας παρακαλοῦμε καὶ λέμε καὶ ἐπαναλαμβάνουμε, Ἅγιέ μας, Σὺ ποὺ ἀξιώθηκες νὰ βρίσκεσαι «ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου» καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους νὰ ψάλλεις καὶ νὰ τὸν δοξολογεῖς. Σὺ Ἅγιέ μας, δεήσου νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ξαναγυρίσουμε στὰ ρημαγμένα χωριά μας. Νὰ ἀναστηλώσουμε τὰ ἅγια καὶ ἱερά μας. Νὰ ξαναλειτουργήσουμε τὶς ἐκκλησιές μας. Νὰ γευθοῦμε ξανὰ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Εὐφημιανοῦ, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν ὁσίων φωστῆρα καὶ τῆς Λύσης τὸ καύχημα, Εὐφημιανὸν τὸν θεόπνουν, εὐφημήσωμεν ᾄσμασι, τῷ πίστει ἀναλώσαντι αὐτόν, ἀσκήσει καὶ συντόνῳ προσευχῇ, καὶ πτερώσαντι ἐκθύμως, τὸν νοῦν πρὸς δόμους δόξης ἐκβοήσωμεν. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πιστὸς ἰάματα.
Ὁ Ἅγιος Dubritius (Οὐαλός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
-
12 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Ιωάννου Ελεήμονος, Νείλου του Ασκητή, Νείλου οσίου του Μυροβλύτου, Μαρτίνου του Θαυματουργού, Αχία προφ., Αρσακίου, Μαρτίνου Επισκόπου, των Αγίων Αντώνιου, Ζεβίνα, Γερμανού, Νικηφόρου και Μαραθούς, Λέωντος Πατριάρχη, Σάββα Νεομάρτυρα, Νικόλα Νεομάρτυρα, Ιωάσαφ Επισκόπου.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμονας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» λέει ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία.
Καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸ ὑπεράξιο τέκνο τῆς Κύπρου μας, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας.
Φυσικὰ ἡ φιλανθρωπία εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν ἁγίων.
Γιατί, ἡ ἀρετὴ αὐτή, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι καὶ ἡ πιὸ τρανὴ πιστοποίηση τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν μεγάλο μας Πατέρα, τὸν Θεό, ὅπως ξεκάθαρα τονίζει καὶ ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅμως τὴν φιλανθρωπία τὴν ἔκαμε κύριο μέλημα τῆς ζωῆς του, ὥστε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ τοῦ δώσει καὶ τὸ τιμητικὸ προσωνύμιο τοῦ Ἐλεήμονος.
Τὴν ζωὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλανθρώπου, μιὰ ζωὴ ἀληθινὰ χαριτωμένη καὶ ρωμαλέα, θὰ ἐκθέσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Εἶναι τόσο διδακτική, μὰ καὶ τόσο ἐνδιαφέρουσα εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας, ποὺ εἶναι μία ἐποχὴ ἄκρατου ἀτομισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Ἀμαθούντα. Ἡ Ἀμαθοῦς, ἦταν ἡ σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσός. Ἡ τωρινὴ πόλη τῆς Λεμεσοῦ λεγόταν τότε Νεάπολις. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ Νεάπολις ἔγινε ἡ κύρια πόλη τῆς περιοχῆς, ἡ γνωστὴ Λεμεσός, ἐνῶ ἡ ἀρχαία Ἀμαθοῦς ἔμεινε στὶς ἡμέρες μας ἕνας ἄμορφος ἀρχαιολογικὸς χῶρος. Ὅταν ὁ Ἰωάννης πέρασε τὸ κατώφλι τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας καὶ μπῆκε στὴ νεανική, οἱ γονεῖς του, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς πιέσεις, τὸν ἔπεισαν, παρὰ τὸν βαθύ του πόθο νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ ἔργα ὑψηλότερα, ἔργα ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας, νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν ζυγὸ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.
Οἱ γονεῖς του Ἐπιφάνιος καὶ Εὐκοσμία εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση καὶ ἦταν ἄνθρωποι ἐνάρετοι. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ φημισμένος κυβερνήτης τῆς νήσου καὶ εἶχε μεγάλα διοικητικὰ χαρίσματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαός του πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν σεβόταν. Ἡ μητέρα του πάλι διακρινόταν ὄχι μόνο γιὰ τὰ σωματικά της χαρίσματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ψυχικά. Κοντὰ σ’ αὐτοὺς καὶ σ’ ἕνα περιβάλλον πλούσια χριστιανικὸ εἶδε τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ μεγάλωσε τὸ εὐτυχισμένο παιδί.
Ἀμφότεροι οἱ γονεῖς ποτισμένοι μὲ τὰ νάματα τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, φρόντισαν μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ἀναθρέψουν τὸν Ἰωάννη τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Καὶ τὸ πέτυχαν.
Οἱ τόσες φροντίδες τους γι’ αὐτὸν εἶχαν καὶ τοὺς ἀνάλογους καρπούς. Ἄλλωστε τὸ «ὁ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» εἶναι τοῦ Κυρίου μας διαβεβαίωση. Καὶ οἱ καλοὶ γονεῖς ἔσπειραν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας. Δικαιολογημένα στὸν κατάλληλο καιρὸ καμαρώνουν τοὺς ὄμορφους καρποὺς τῶν κόπων τους. Εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι οἱ γονεῖς. Θαυμαστὸς καὶ τιμημένος ὁ καρπός, τὸ παιδί τους.
Ὁ Ἰωάννης κοντὰ στοὺς γονεῖς του ἀπέκτησε μία μόρφωση ἀληθινὰ ἀξιόλογη. Ἀπὸ τὰ μαθήματά του πιὸ πολὺ ἀγαποῦσε καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Μέσα στὶς σελίδες τῶν ἱερῶν βιβλίων ἐντρυφοῦσε γιὰ ὦρες κάθε μέρα. Μέσα σ’ αὐτὲς βρῆκε τὸν «πολύτιμον μαργαρίτην». Καὶ γιὰ τὸν μαργαρίτη αὐτὸν δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν κάμει κτῆμά του ἀναφαίρετο. Καὶ τὸν ἔκαμε. Ἡ συνέχεια τῆς περιγραφῆς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ δείξει.
Ἡ ὑποχώρησά του αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε πράξη ἀδυναμίας. Τουναντίον ὑπῆρξε μία πράξη δυνάμεως. Ἦταν μία θυσία τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ τὴ χαρὰ ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν στὸν κόσμο. Γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν του.
Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου μας ὑπῆρξε πρότυπος. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» εἶχε θρονιαστεῖ στὸ σπίτι τους. Δυὸ ἀγγελούδια μὲ τὴν σειρά, δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὰ ἦρθαν νὰ αὐξήσουν τὴν χαρὰ στὴν εὐλογημένη οἰκογένεια.
Ἡ ἀνέφελη ὅμως ζωὴ δὲν ἔχει κάτι τὸ μόνιμο στὸν κόσμο αὐτό. Ὁ γαλανὸς οὐρανὸς τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας συννέφιασε κάποια ἡμέρα. Πρῶτα ἡ σύζυγος καὶ ὕστερα τὰ δυὸ παιδιὰ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου καὶ ἔφυγαν σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Στὸ σπίτι ποὺ βασίλευε τὸ γέλιο καὶ ἡ χαρά, ἔχει στήσει τώρα τὸ σκιάχτρο του ὁ πόνος καὶ ὁ σπαραγμός. Στὸ κτύπημα αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ ἀσήκωτο γιὰ πολλούς, ὁ Ἰωάννης ἔδειξε ὅλο τὸ ψυχικό του μεγαλεῖο. Τὰ λόγια του πολύαθλου Ἰὼβ «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο… εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸ νοῦ του.
Καὶ παρηγορεῖται. Καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό. Καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση σταθερὰ καὶ ἡρωικὰ νὰ ἀφιερωθεῖ πιὰ ἀποκλειστικὰ στὴν διακονία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἀπόφαση ἔγινε ἔργο.
Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν σύντροφό του καὶ τὰ σαρκικά του παιδιὰ διοχετεύονται τώρα πλούσια στὴ μεγάλη «οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ», τὴν Ἐκκλησία. Οἱ πονεμένοι καὶ οἱ βασανισμένοι, οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, οἱ φτωχοὶ καὶ ἀπόκληροι τῆς ζωῆς γίνονται πιὰ οἱ προστατευόμενοι τοῦ μεγάλου φιλάνθρωπου.
Ἡ φήμη του διαδίδεται παντοῦ. Τὸ παράδειγμά του φωτίζει τὶς καρδιές. Καὶ ἡ ἀγάπη του, ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ πλούσια ἀγάπη του, διδάσκει καὶ συγκινεῖ μικροὺς καὶ μεγάλους. Οἱ χριστιανοὶ καμαρώνουν. Καὶ οἱ εἰδωλολάτρες θαυμάζουν καὶ ζητοῦν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ τὸν ἀκούσουν.
Ὁ λύχνος ὅμως πρέπει νὰ τεθεῖ καὶ στὸν ἀνάλογο λυχνοστάτη. Εἶναι ἀνάγκη ν’ ἁπλώσει καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς του πλατύτερα. Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Ἀλεξανδρείας εἶχε χηρέψει. Πρόκριτοι καὶ λαὸς μὲ μία φωνὴ καλοῦν στὴν ἱστορικὴ θέση τὸν Ἰωάννη. Ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔπαρχος τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξάδελφος τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, μεταφέρει σ’ αὐτὸν τὴν λαϊκὴ παράκληση. Ὁ αὐτοκράτορας συγκατατίθεται, ἀλλὰ καὶ κατατοπίζεται, πὼς γιὰ νὰ πεισθεῖ ὁ Ἰωάννης νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν προσφερόμενη θέση, πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ, πὼς ὁ βασιλιὰς στὴν περίπτωση αὐτὴ ἑρμηνεύει τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα.
Οἱ μικροὶ μόνο, βλέπετε, ἐπιδιώκουν καὶ κυνηγοῦν τὰ ἀξιώματα. Οἱ μεγάλοι, καὶ ὅταν τοὺς προσφέρονται, τὰ ἀφήνουν καὶ φεύγουν. Αὐτὸ ἴσχυσε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωάννου. Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως εἶναι κατατοπισμένος καὶ ἀποφασισμένος «καὶ ἄκοντα πρὸς τὸν θρόνον ἀναγαγεὶν τὸν Ἰωάννην». Καὶ τὸ ἔκαμε.
Κάλεσε τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν ἐπιθυμία του. Καὶ ἀκόμη τὸν πιέζει ν’ ἀποδεχθεῖ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα καὶ ὑπούργημα. Ὁ Ἰωάννης ἀντιστέκεται. Τὸ ἱερὸ ἔργο μὲ τὶς τόσες εὐθύνες τὸν συνέχει. Προβάλλει διάφορες ἀντιρρήσεις γιὰ νὰ ξεφύγει. Τελικὰ ὅμως ὑποχωρεῖ. Καὶ ὑποχωρεῖ γιατί αἰσθάνεται, πὼς ἡ ἀπαίτηση τοῦ βασιλιὰ καὶ ἡ θέληση τοῦ λαοῦ δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀνθρώπινο. Τὰ βλέπει σὰν ἕνα μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ πρὸς αὐτόν.
Κλίνει τὸν αὐχένα μὲ ταπείνωση καὶ παραδίδεται ἄνευ ὅρων στὴν τιμητικὴ κλήση ποὺ τοῦ γίνεται. Στὴν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ὑποτάσσεται στὸ μήνυμα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἀναδεικνύεται γιὰ τὴν πόλη τοῦ Ἀλεξάνδρου, μὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο ἕνας ἄλλος Νεῖλος. Ἕνας Νεῖλος πνευματικός. Ἕνας Νεῖλος ποὺ ξεχύνει τὸ ρεῦμα τῆς ἀγάπης του πλούσια παντοῦ, γιὰ νὰ ποτίσει καὶ νὰ δροσίσει τὶς φλογισμένες ἀπὸ τὴ φτώχεια καρδιές. Κάτι περισσότερο.
Ὁ ποταμὸς ὁ Νεῖλος ἀρδεύει μόνο τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου. Ὁ πατριάρχης Ἰωάννης ξεχύνει ἄφθονα τὰ ἐλέη τῆς φιλανθρωπίας του καὶ πέραν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου. Γίνεται ποταμὸς ποὺ μεταδίδει τὴν ἀγάπη σὲ κάθε ὕπαρξη, ὅπου καὶ ἂν βρίσκεται.
Τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου μπορεῖ νὰ γεμίσει πολλές – πολλὲς σελίδες. Δὲν ὑπάρχει πτυχὴ ἀνέχειας καὶ δυστυχίας ποὺ νὰ μὴν ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἀνιδιοτελὴ καὶ φλογερὴ ἀγάπη. Μόλις ἀνέβηκε στὸν θρόνο, ἡ πρώτη του πράξη ἦταν νὰ συγκαλέσει σὲ σύσκεψη τοὺς οἰκονόμους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς καὶ ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἕνας στοργικὸς πατέρας μιλάει στὰ παιδιά του, τοὺς ζήτησε, τί νομίζετε; Νὰ γυρίσουν ὅλη τὴν πόλη καὶ νὰ καταγράψουν μὲ τὸ ὄνομά τους «ὅλους τους κυρίους καὶ δεσπότας του». Κύριοι καὶ δεσπόται τοῦ Πατριάρχου ποιοὶ νομίζετε πῶς ἦταν; Τὴν ἐξήγηση δίνει ὁ ἴδιος.
— Ἐκείνους ποὺ σεῖς ἔχετε τὴ συνήθεια νὰ τοὺς ὀνομάζετε φτωχοὺς καὶ ζητιάνους, αὐτοὶ γιὰ μένα εἶναι «οἱ κύριοι καὶ δεσπόται» μου. Γιατί αὐτοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κληρονομήσουμε τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἔτσι ὁ πονόψυχος ἱεράρχης ξεκινᾶ γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο του. Μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀφοσιωμένων συνεργατῶν του, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μελετῶνται προσεκτικὰ τὰ διάφορα προβλήματα. Ὕστερα προγραμματίζεται ἡ ἐργασία. Ἀνοίγουν οἱ καρδιές. Ἀνοίγουν τὰ χέρια. Ἀνοίγουν τὰ ταμεῖα. Τὰ σχέδια ὑλοποιοῦνται.
Καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἡ Ἀλεξάνδρεια γίνεται ἀγνώριστη. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ξενῶνες γιὰ τοὺς περαστικούς, μαιευτήρια γιὰ τὶς ἄπορες μητέρες, ὀρφανοτροφεῖα γιὰ τὰ ὀρφανὰ καὶ ἀπροστάτευτα παιδιά, συσσίτια γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ἕνα σωρὸ ἀλλὰ ἔργα ἀγάπης προβάλλονται παντοῦ. Ἡ φιλανθρωπία ὀργανώνεται ὑποδειγματικά.
Οἱ βοηθοὶ τοῦ Πατριάρχου δὲν εἶναι ὑπάλληλοι ποὺ πᾶνε νὰ μοιράσουν «βοηθήματα» γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν κάποιους ὀχληροὺς ἐπισκέπτες. Μὲ τὴν φωτισμένη καὶ ἐμπνευσμένη καθοδήγησή του, εἶναι ἕνας στρατός, ἕνας εἰρηνικὸς στρατὸς – στρατὸς ἀγάπης – ποὺ αὐθόρμητα καὶ ἐθελοντικὰ δίνει κάθε μέρα τὴν μάχη ἐνάντια στὸν πόνο καὶ τὴν δυστυχία.
Καὶ τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ κινητήριος μοχλός, πρωτοστάτης καὶ καθοδηγητὴς ὁ ποιμὴν ὁ καλός. Ὁ ποιμὴν ποὺ ξέρει νὰ θυσιάζει καθημερινὰ καὶ χρῆμα καὶ κόπο καὶ ἀνάπαυση γιὰ τὸ ποίμνιό του, τοὺς χριστιανούς του. Ὁ ποιμὴν ποὺ τίποτα ἄλλο δὲν βλέπει μπροστά του παρὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν «ὑπὲρ ὢν Χριστὸς ἀπέθανε».
Γι’ αὐτὸ καὶ περίπατός του, ξεκούρασμά του, ψυχαγωγία του εἶναι οἱ ἐπισκέψεις του στὰ πονεμένα παιδιά του καὶ ἡ παρουσία του ἐκεῖ ποὺ «ἐφιλοσοφεῖτο ὁ πόνος» καὶ ἡ ἀγάπη του εἶχε στήσει τρανὸ τὸ βασίλειό της.Καινούργιοι ναοί.
Ὀργάνωση τοῦ κηρύγματος. Οἱ φροντίδες τοῦ καλοῦ καὶ φλογεροῦ ποιμένος δὲν περιορίστηκαν μόνο στὴν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας. Πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς ἀπὸ τὴν ἀνέχεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι «ὁ λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου» μὲ ὅλα τὰ ἐπακόλουθά του. Γιὰ τὴν θεραπεία καὶ αὐτῆς τῆς ἀνάγκης μεριμνᾶ ὁ στοργικὸς πατέρας.
Κτίζει ναούς. Ὅταν ἀνέλαβε στὰ χέρια τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀλεξανδρέων ὑπῆρχαν μόνον ἑπτὰ ναοί. Σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὁ φλογερὸς ἱεράρχης τοὺς δεκαπλασίασε. Ἑβδομήντα ὀρθόδοξοι ναοὶ ἔχουν ὑψωθεῖ σὲ διάφορα μέρη τῆς ξακουστῆς πόλεως, ἀληθινὰ στολίδια καὶ λιμάνια παρηγοριᾶς καὶ σωτηρίας ψυχῶν.
Οἱ ναοὶ ἐπανδρώνονται ἀνάλογα. Εὐλαβεῖς καὶ ἀφοσιωμένοι ἱερεῖς ἀναλαμβάνουν τὴν διδασκαλία καὶ καθοδήγηση τῶν πιστῶν. Ἡ διαφώτιση προσφέρεται μὲ ζῆλο. Τὰ ζιζάνια τοῦ κακοῦ, τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς ἁμαρτίας ξεριζώνονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀδικία τῶν δυνατῶν τῆς ἡμέρας καταπολεμεῖται. Τὰ πάντα διατίθενται μὲ σύστημα καὶ προσοχὴ γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς καινούργιας κοινωνίας. Μιᾶς κοινωνίας στὴν ὁποία νὰ βασιλεύει τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὴ δημιουργία αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ φλογερὸς Πατριάρχης προσφέρει τὰ πάντα. «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους». Νὰ τὸ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ξέρει νὰ κρατήσει, παρὰ ὅτι τοῦ ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ μία ζωὴ πολὺ ἁπλὴ καὶ φτωχική. Ἀσκητικὸ τὸ κελί του. Φτωχικὸ τὸ φαγητό του. Πρόχειρο τὸ στρῶμα του. Κοινὰ τὰ σκεπάσματά του. Τριμμένο τὸ ράσο του. Ὅτι καλὸ καὶ φανταχτερὸ τὸ μοιράζει στοὺς ἄλλους.
Κάποτε ἕνας πλούσιος ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ εἶδε τὴν φτώχεια ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ κελὶ τοῦ φιλάνθρωπου Ἐπισκόπου, ἔσπευσε νὰ ἀγοράσει πολύτιμο πάπλωμα καὶ τοῦ τὸ πῆγε μὲ τὴν παράκληση νὰ τὸ κρατήσει καὶ νὰ προσεύχεται γι’ αὐτὸν κάθε φορά, ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε. Ἡ λεπτὴ ψυχὴ τοῦ Πατριάρχου συγκινήθηκε ἀπὸ τὴν εὐγενικὴ καὶ πλούσια προσφορά.
Νὰ τὸ στείλει πίσω, δὲν τὸ θέλει. Ἡ καλοκάγαθη ψυχή του δὲν δέχεται νὰ λυπήσει τὸν πονετικὸ ἐκεῖνον ἄνθρωπο.
Τὸ κρατᾶ. Τὸ βράδυ δοκιμάζει νὰ τὸ χρησιμοποιήσει. Ξάπλωσε καὶ τὸ ἔριξε ἐπάνω του. Ἡ ζεστασιὰ ποὺ τοῦ προσφέρει δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κλείσει μάτι. Ἡ σκέψη του στρέφεται συνέχεια στοὺς φτωχούς του. Μπροστά του παρελαύνουν ὅλες οἱ πονεμένες μορφές. Ἄγρυπνος σχεδὸν ὅλη τὴ νύχτα στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι του.
Τὸ πρωὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρό, παίρνει τὸ πάπλωμα καὶ τὸ στέλλει στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ πουληθεῖ. Κατὰ μία ἀγαθὴ σύμπτωση, ἀπὸ τὸ κατάστημα ποὺ ἦταν ἐκτεθειμένο τὸ πάπλωμα γιὰ πώληση, πέρασε ὁ καλὸς δωρητής. Τὸ εἶδε καὶ τὸ ἀναγνώρισε.
Ἀντελήφθηκε τὸν σκοπὸ τοῦ πονόψυχου πνευματικοῦ πατέρα. Ἀγοράζει καὶ πάλι τὸ σκέπασμα καὶ τὸ ξαναστέλνει στὸν Ἅγιο. Καὶ αὐτὸς πρόθυμα τὸ δέχεται τούτη τὴν φορά. Ὄχι γιὰ νὰ τὸ κρατήσει καὶ τὸ χρησιμοποιήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πουλήσει καὶ τὰ χρήματα νὰ τὰ διαθέσει γιὰ τοὺς φτωχούς του.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πολύτιμο πάπλωμα στάλθηκε καὶ πάλι στὴν ἀγορά.
Ὁ πλούσιος δωρητὴς τὸ βλέπει, τὸ ἀγοράζει καὶ τὸ ξαναστέλνει γιὰ τρίτη φορὰ στὸν Πατριάρχη μὲ τὴν βαθιὰ παράκληση νὰ τὸ κρατήσει γιὰ νὰ μὴν κρυώνει τὴ νύχτα. Καὶ καλοκάγαθος ἱεράρχης τότε τοῦ ἁπαντὰ μὲ τὴν γνωστὴ χαριτωμένη διάθεσή του:
— «Γιὰ νὰ δοῦμε, ἀδελφέ μου, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυό μας θὰ κουρασθεῖ καὶ θὰ παραιτηθεῖ πρῶτος. Σὺ νὰ τ’ ἀγοράζεις καὶ νὰ μοῦ τὸ στέλνεις ἢ ἐγὼ νὰ τὸ παίρνω καὶ νὰ τὸ πουλῶ».
Τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου μας τὸ βλέπουμε σ’ ὅλα τὰ κατορθώματα τῆς ἡρωικῆς ἀγάπης του. Μὰ ἡ περίπτωση τῆς ἁλώσεως τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες προβάλλει κατὰ ἕνα μοναδικὸ τρόπο τὸν πλοῦτο τῆς καλοσύνης τῆς ὑπέροχης ψυχῆς του καὶ τὴν ἀπίστευτη ἱκανότητά του νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ νὰ λύει κατὰ τὸν πιὸ φυσικὸ τρόπο καὶ τὰ δυσκολότερα φιλανθρωπικὰ προβλήματα καὶ ἔργα.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα (614 μ.Χ.) ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης μὲ πολὺ στρατὸ πέρασε τὸν Εὐφράτη, κατέλαβε πόλεις καὶ χωριὰ καὶ ἔφτασε μπροστὰ στὴν Ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ὅπου περνοῦν τὰ στρατεύματά του σκορποῦν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὴν καταστροφή. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ μανία τους ξέσπασε ἀσυγκράτητη ἦταν στὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ παραδόθηκε χωρὶς ἔλεος στὴν φωτιὰ καὶ τὸ μαχαίρι. Ἡ ἑβραϊκὴ κακία καὶ ἀναλγησία συμπλήρωσε τὸ ἔργο τοῦ ἐξολοθρεμοῦ. Χιλιάδες πιστοὶ φονεύθηκαν. Σαράντα τέσσερις μοναχοὶ τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, «οἱ Ἁγιοσαββίτες» σφάχτηκαν σὰν ἀρνιά. Ὁ τάφος τοῦ Κυρίου καὶ ὁ περίπυστος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως λεηλατήθηκαν καὶ παραδόθηκαν στὴ φωτιά. Τὰ ἱερὰ σκεύη μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τὰ βέβηλα χέρια. Καὶ ὁ Πατριάρχης Ζαχαρίας αἰχμάλωτος σέρνεται στὴν ἐξορία.
Τὰ ἀπομεινάρια τῆς θλιβερῆς καταστροφῆς μὲ τὸν τρόμο ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπό τους παίρνουν τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς μὲ σύντροφο τὸ δάκρυ καὶ τὸ κλάμα. Ποιὸς θὰ φροντίσει γι’ αὐτούς; Ποιὸς θὰ ἀναλάβει τὴν περίθαλψη καὶ τὴν φιλοξενία τους;
Ὁ ἐλεήμων Πατριάρχης. Ὁ στοργικὸς πατέρας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ πνίγει τὸν ἀσήκωτο πόνο καὶ ρίχνεται μ’ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του στὸ ἔργο. Ὀργανώνει συνεργεῖα καὶ κατὰ ἕνα τρόπο ἐκπληκτικὸ δέχεται τοὺς πρόσφυγες, τοὺς παρηγορεῖ, τοὺς ἐνισχύει, τοὺς τακτοποιεῖ. Κοντά του οἱ ναυαγοὶ αὐτοὶ τῆς ζωῆς βρῆκαν περίθαλψη, ἀγάπη, λιμάνι στοργῆς.
Ὁ μεγάλος μας ἱστορικὸς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Κ. Ἄμαντος γιὰ τὴν δραστηριότητα αὐτὴ τοῦ Ἁγίου μας τονίζει: «Περιέθαλψε τοὺς πρόσφυγας κατὰ τρόπον μοναδικόν, ἄγνωστον μέχρι τότε εἰς τὴν ἱστορίαν».
Θαυμαστὴ ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀγωνιστοῦ Πατριάρχη. Ὑπάκουος στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἀπαρνήθηκε τὰ πάντα στὸν κόσμο αὐτό, γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήσει.
Ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴ γῆ, ἡ ματιά του ἦταν προσηλωμένη στὸν οὐρανὸ καὶ γι’ αὐτὸν κτυποῦσε συνέχεια ἡ καρδιά του. Κίνητρό του σὲ ὅλα εἶχε τὴν βαθιὰ ἀγάπη του στὸν Θεὸ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἄρχισε τὴν ἀρχιερατεῖα του. Μὲ τὴν ἀγάπη τὴν φλογερὴ καὶ ἁγία, συμπληρώνει τὴν ζωή του καὶ παραδίδει τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ εἶδε τὸ φῶς γιὰ πρώτη φορά, στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τοῦ πατρικίου Νικήτα, ἐξάδελφου τοῦ αὐτοκράτορας, ὁ Ἅγιος μας δέχτηκε νὰ τὸν συνοδεύσει ὡς τὴν Πόλη, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς εὐλογίες του στὸν αὐτοκράτορα ποὺ πολὺ τὶς ζητοῦσε.
Μὲ δάκρυα ἀποχαιρέτησε τ’ ἀγαπημένα παιδιά του, μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ξεκίνησε. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Ρόδο, ἕνα ὅραμα τὸν καλεῖ στὴν Κύπρο. «Ἔλα, μὴν ἀργεῖς, τοῦ εἶπε ἕνας μεγαλόπρεπος καὶ φωτεινὸς ἄνδρας. Ἔλα! Ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλέων σὲ προσκαλεῖ».
Ὁ Ἅγιος ἀντιλήφθηκε. Δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ πολυβασανίσει τὸ μυαλό του. Τὸν καλοῦσε ὁ Κύριος. Φώναξε τὸν ἄρχοντα καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ ὅραμα:
«Ἄρχοντά μου, τοῦ εἶπε. Σὺ θέλησες τὴν ἀναξιότητά μου νὰ παρουσιάσεις στὸν βασιλιὰ τῆς γῆς. Ὁ Βασιλιὰς τοῦ Οὐρανοῦ ὅμως δὲν τὸ θέλει. Μὲ προσκαλεῖ κοντά του».
Μὲ βαθιὰ συγκίνηση ὁ ἄρχοντας ἀποχαιρέτησε τὸν πνευματικό του πατέρα. Μὲ τιμὲς τὸν προπέμπει στὴν Κύπρο. Ἔξω ἀπὸ τὴν σημερινὴ Λεμεσὸ ἔγραψε τὴν διαθήκη του. Τὸ κείμενό της εἶναι σύντομο, μὰ πολὺ περιεκτικό. Σ’ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:
«Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου, γιατί μὲ ἀξίωσες, τὰ δῶρα ποὺ Σύ μοῦ ἔδωσες, νὰ σοῦ τὰ προσφέρω πίσω. Σ’ εὐχαριστῶ, ἀκόμη ποὺ ἄκουσες τὴν προσευχή μου καὶ στὴν κατοχή μου τώρα ποὺ πεθαίνω δὲν ἔμεινε παρὰ «ἕνα τρίτον νομίσματος», τὸ ὁποῖον προστάζω νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μου.
Ὅταν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξανδρείας, βρῆκα στὰ ταμεῖα τῆς ἐπισκοπῆς μου ὀκτῶ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσοῦ. Μὲ τὶς γενναιόδωρες προσφορὲς φιλοχρίστων ἀνθρώπων, κατόρθωσα νὰ συγκεντρώσω ἀμύθητα ποσά. Τὰ ποσὰ αὐτά, ἐπειδὴ ἤξερα, πὼς εἶναι δῶρα τοῦ βασιλιὰ τῶν ὅλων, Χριστοῦ, τὰ ἐπέστρεψα μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο καὶ ἀνήκουν. Σ’ Αὐτὸν παραδίδω τώρα καὶ τὴν ψυχή μου».
Ὑπέροχα λόγια ἀληθινοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγο ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀμαθοῦντος κήδεψαν τὸ ἅγιο λείψανο μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος.
Νὰ τί πέτυχε μία ἁγνὴ χριστιανικὴ καρδιά. Τὰ χρόνια θὰ ἐναλλάσσονται, μὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος θὰ μείνει πάντα ὁλοζώντανο καὶ φωτεινό, γιὰ νὰ διαλαλεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τί μπορεῖ νὰ πετύχει στὴ ζωὴ ἕνας καὶ μόνον ἄνθρωπος, ὅταν αὐτὸς εἶναι γνήσιος χριστιανὸς «θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένος».
Στὴν ἐποχὴ αὐτὴ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ ἀτομισμοῦ θερμὴ ἂς ἀναβαίνει καθημερινὰ ἀπὸ κάθε χριστιανικὴ καρδιὰ ἡ προσευχή. Τὸ παράδειγμα τοῦ φλογεροῦ ἐπισκόπου νὰ βρεῖ καὶ σήμερα μιμητές. Πολλούς τῆς ἐλεημοσύνης ἐργάτες καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος γνήσιους μιμητές.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν τῇ ὑπομονῇ σου ἐκτήσω τὸν μισθόν σου Πάτερ Ὅσιε, ταῖς προσευχαῖς ἀδιαλείπτως ἐγκαρτερήσας, τοὺς πτωχοὺς ἀγαπήσας, καὶ τούτοις ἐπαρκέσας. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη Ἐλεῆμον μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν πλοῦτον τὸν σόν, ἐσκόρπισας τοῖς πένησι, καὶ τῶν οὐρανῶν, τὸν πλοῦτον νῦν ἀπείληφας, Ἰωάννη πάνσοφε· διὰ τοῦτο πάντες σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες τὴν μνήμην σου, τῆς ἐλεημοσύνης ὦ ἐπώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Ἐλεημοσύνης ὁ ποταμός, ὁ τῆς εὐσπλαγχνίας, διανέμων ἐπιρροάς, καὶ καταπιαίνων, ἀπόρων τὰς καρδίας, ὁ μέγας Ἰωάννης, ὑμνολογείσθω μοι.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητὴς
Γι’ αὐτὸν ἀναφέραμε στὸ βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ γιοῦ του Θεοδούλου, ποὺ ἡ μνήμη του γιορτάζεται τὴν 14η Ἰανουαρίου.
Ἀλλὰ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του γράφει καὶ τὰ ἑξῆς: «Οὗτος ἣν διάσημος ἐν λόγοις καὶ ἐν ἀξιώματι, ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως καὶ εὐσεβέστατος, ζῶν ἐπὶ τῆς ἐποχῆς Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395) εἰκάζω μᾶλλον ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Β’ (408 – 450), κατὰ δὲ τὸν Συναξαριστὴν Νικόδημου (οὐχὶ ὀρθῶς) ἐπὶ Μαυρικίου (582 – 602), συζευχθεῖς μετὰ γυναικὸς ἀπέκτησε τέκνα δύο, ἓν ἄρρεν καὶ ἓν θῆλυ, ἀλλὰ ἄσβεστον ζῆλον ἔχων πρὸς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, κατέπεισε τὴν σύζυγον αὐτοῦ νὰ ἐγκαταλείψωσι τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἦλθον εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἐκεῖ διεχωρίσθησαν ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ ἡ μὲν γυνὴ ἔλαβε μεθ’ ἑαυτῆς τὸ θυγάτριον, ὁ δὲ Νεῖλος τὸν υἱὸν αὐτοῦ Θεόδουλον, μεθ’ οὗ ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ πρὸς ἄσκησιν ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπιπεσόντες βάρβαροι ἀπήγαγαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, διὰ τὸν ὁποῖον ἔκλαιε καὶ ἐθρήνει πικρῶς (Ἀθβάδες τριάκοντα ὀκτὼ οἱ ἐν Σινᾷ, Ἰανουάρ. 14).
Εἰς τὴν ἐρημικὴν ἐκείνην ἀνάπαυσιν ἠσχολήθη εἰς συγγραφᾶς ἀσκητικῶν ἔργων, μαρτυρούντων τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ τὸν πρὸς ἄσκησιν ἔρωτα. Ἐν νηστείαις καὶ προσευχαὶς διαβιώσας, ἐκοιμήθῃ ἐν εἰρήνῃ. Τὰ Ἱερὰ αὐτοῦ ὀστᾶ μετακομίσθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἰουστίνου (518 – 527) καὶ κατετέθησαν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ κάτωθεν τοῦ θυσιαστηρίου. Ἂν τοῦτο ἀληθεύη, ἡ τοῦ Συναξαριστοῦ πληροφορία, ὅτι ἐπὶ Μαυρικίου ἤκμασε, δὲν στηρίζεται».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τῷ ἄνθρακι, ἀποκαθάρας τὸν νοῦν, τὸ νᾶμα ἐξέπιες, τῆς αἰωνίου ζωῆς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν ἀεὶ βλυσταίνεις, τὸ ἁλλόμενον ὕδωρ, πράξει καὶ θεωρίᾳ, καταρδεύων τὸν κόσμον. Διό σε ἀνευφημοῦμεν, Νεῖλε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὰς φρυγανώδεις τῶν παθῶν τῶν ἐκ τοῦ σώματος
Ἐπαναστάσεις τμητικῶς Νεῖλε μακάριε
Ἐν ἀγρύπνῳ σου συνέκοψας ἱκεσίᾳ.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ παγκόσμιε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς φιλοσοφίας τὸν θησαυρόν, ἐκ τῆς πανολβίου, θησαυρίσας διαγωγῆς, λόγοις ψυχοτρόφοις, πλουτίζεις Πάτερ Νεῖλε, ψυχὰς Θεὸν πεινώσας, καθάπερ γέγραπται.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο Κυνουρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία παρελήφθη ἀπὸ τὸν θεῖο του, ἱερομόναχο Μακάριο, στὴν ἐκεῖ ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν καλουμένη τοῦ Μαλεβῆ, ὅπου καὶ ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε μὲ θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας ὅμως καὶ οἱ δυὸ ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὸ βίο, μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ γιὰ λίγο χρόνο ἀσκήτεψαν στὸ σπήλαιο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης († 12 Ἰουνίου), στὴ συνέχεια μετέβησαν σὲ ἔρημη ἔκταση κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἔκτισαν ναὸ τιμώμενο στὸ ὄνομα τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ παρέμειναν ἐκεῖ ἀσκητεύοντας μὲ αὐστηρότητα.
Ἀργότερα ὁ Ὅσιος Νεῖλος, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, κατέφυγε σὲ σπήλαιο ποὺ βρισκόταν σὲ πολὺ ἀπόκρημνο βράχο, ὅπου, ἀφοῦ ἀνήγειρε μικρὸ ναό, παρέμεινε ἀσκούμενος καὶ νυχθημερὸν προσευχόμενος καθ’ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο βίο αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651 καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ σπηλαίου του. Μετὰ τὴν ὁσία ταφή του, μύρο εὐῶδες ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν τάφο του, ποὺ παρεῖχε τὴν ἴαση σὲ ὅσους ἀσθενεῖς προσέφευγαν ἐκεῖ μὲ πίστη.
Ἀργότερα, λόγω ἐδαφικῶν μεταβολῶν, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου ἐξαφανίσθηκε καὶ παρέμεινε ἄγνωστος γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ 1815, ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Αἰχμάλωτος καὶ ἀφοῦ τοῦ προεῖπε πολλὰ μέλλοντα, στὴν συνέχεια τὸν πρόσταξε νὰ καταστήσει βατὴ τὸν ὁδὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ μεταβαίνουν οἱ μοναχοὶ νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λειτουργοῦν τὸ ναὸ ποὺ εἶχε ἱδρύσει. Ἀμέσως ὁ μοναχὸς Αἰχμάλωτος ἀνακοίνωσε στοὺς ὑπόλοιπους πατέρες ὅσα προστάχθηκαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο, αὐτοὶ δὲ ἔσπευσαν μὲ προθυμία ὄχι μόνο νὰ διανοίξουν τὴν ὁδό, ἀλλὰ καὶ νὰ οἰκοδομήσουν νέο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου. Κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων τοῦ ναοῦ, ἀνευρέθη ὁ τάφος του καὶ τὰ σεπτὰ λείψανά του, τὰ ὁποία ἀνέδιδαν ἄρρητη εὐωδία.
Ἡ κυρίως μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 7η Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, Πάτερ ἐν Ἄθῳ, πόθῳ κρείττονι, ἠγωνισμένος, Μυροβλύτης θαυμαστὸς ἀναδέδειξαι· καὶ διασώζεις κινδύνων καὶ θλίψεων, τοὺς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχοντας. Νεῖλε Ὅσιε, Χριστὸς τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτὸν πόνοις ἀσκήσεως
Τοῦ Παρακλήτου μυροθήκη ὤφθης ἔμψυχος
Καὶ θεράπων τοῦ Κυρίου ἡγιασμένος.
Ἀλλ’ ἀπαύστως καθικέτευε μακάριε,
Λυτρωθῆναι πειρασμῶν καὶ περιστάσεων
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Νεῖλε Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροβλύτα Νεῖλε σοφέ, ἀσκήσεως ἄνθος, καὶ τοῦ Ἄθω κλέος σεπτόν· χαίροις τοῦ ναοῦ σου, εὐπρέπεια καὶ δόξα, καὶ θεῖος ἀντιλήπτωρ, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σαβωρία τῆς Παννονίας. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἀρχίσει τὴν κατήχηση στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Στὰ 15 χρόνια του κατατάχθηκε στὸν στρατό, ὅπου ὑπηρέτησε τοὺς βασιλιάδες Κωνσταντῖνο καὶ Ἰουλιανό. Ὅταν βρέθηκε μὲ τὸ στράτευμα στὴν Ἀμιένη, συνάντησε ἕναν ζητιάνο ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ὁ Ἅγιος ἔχοντας μόνο τὴν στολή του καὶ τὰ ὄπλα του, ἔβγαλε τὸν μανδύα του καὶ τοῦ τὸν ἔδωσε γιὰ νὰ ζεσταθεῖ. Τὴν ἑπόμενη νύχτα ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ εἶπε δείχνοντάς του τὸν μανδύα του: «Μαρτῖνε, ἂν καὶ κατηχούμενος ἀκόμη, μὲ ζέστανες δίνοντας στὸν ἐπαίτη τὸν μανδύα σου». Ὅταν βαπτίστηκε ὁ Μαρτῖνος πῆγε στὸν Ἅγιο Ἰλάριο, ἐπίσκοπο τῆς Ποατιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε κληρικὸς καὶ στὴν συνέχεια ἐπίσκοπος στὴν Τούρ.
Διακρίθηκε γιὰ τὸν Ἅγιο βίο του καὶ τὶς σπουδαῖες ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε στὸ ποίμνιό του. Φρόντισε γιὰ τὴν κατήχηση τῶν γύρω ἀνθρώπων. Ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε ὀγδόντα μαθητές, τοὺς ὁποίους χρησιμοποιοῦσε στὰ ἔργα του καὶ στὴν διδασκαλία του.
Ἀρρώστησε στὸ χωριὸ Κάνδην, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο σὲ ἡλικία 81 ἐτῶν.
Ὁ Προφήτης Ἀχιᾶ
Ἔζησε ἐπὶ τῶν βασιλέων Σολομῶντος καὶ Ἱεροβοάμ, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σηλώμ. Σ’ αὐτὸν ἀποδίδονται οἱ λόγοι, ποὺ «ἐλαλήθησαν ἐν ὀνόματι Κυρίου» πρὸς τὸν Σολομώντα, ὅταν ἔκτιζε τὸν ναὸ στὴν Ἱερουσαλήμ.
Τότε δηλαδὴ θὰ πραγματοποιοῦσε ὁ Θεὸς καὶ στὸ δικό του πρόσωπο, ὅσα εἶχε ἐξαγγείλει στὸν πατέρα του Δαβίδ, ὅταν βέβαια καὶ αὐτὸς θὰ βάδιζε στὰ διδάγματά Του καὶ ἐκτελοῦσε τὶς κρίσεις Του καὶ τηροῦσε ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ὅταν ὅμως κάποτε ὁ Σολομῶν παρεξέκλινε τοῦ θεϊκοῦ δρόμου, διὰ τοῦ Ἀχιᾶ πάλι ὁ Κύριος γνωστοποίησε σ’ αὐτὸν ὅτι θὰ τὸν τιμωροῦσε κάνοντας κομμάτια τὴν βασιλεία του.
Κατόπιν ὁ προφήτης ἐστάλη στὸν Ἱεροβοάμ, τὸν γιὸ τῆς χήρας Σερουᾶ. Μόλις τὸν συνάντησε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τοῦ πῆρε τὸ καινούριο του ἱμάτιο καὶ τὸ ἔσχισε σὲ δώδεκα τεμάχια. Ὁ Ἱεροβοάμ, παρακολουθοῦσε ἔκπληκτος τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ προφήτη. Αὐτὸς δέ, ἔδωσε σ’ αὐτὸν τὰ δέκα τεμάχια καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σολομώντα ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ κομμάτιαζε τὴν βασιλεία του, γιὰ νὰ δώσει τὶς δέκα φυλὲς στὴν ἐξουσία τοῦ Ἱεροβοάμ.
Αὐτὰ ἀφοῦ προφήτευσε ὁ Ἀχιᾶ, πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸν ἔθαψαν κοντὰ στὴ Βελανιδιὰ τοῦ Σιλώμ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσάκιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ζεβίνας, Γερμανός, Νικηφόρος καὶ Μαραθῶ οἱ Μάρτυρες
Ἔλαβαν ὅλοι τὰ μαρτυρικὰ στεφάνια στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ.
Οἱ μὲν τέσσερις πρῶτοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν Καισαρεία, ἡ δὲ Μαραθῶ ἡ παρθένος στὴ Σκυθούπολη τῆς Κοίλης Συρίας, ὅπου τὴν ἔριξαν μέσα στὴ φωτιὰ καὶ κάηκε ζωντανή.
Ὁ Ἅγιος Λέων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπονομάστηκε Στυππής. Πατριάρχευσε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ἰωάννη Κομνηνοῦ τὰ ἔτη 1134 – 1143 κατὰ τὸν Μελέτιο (σελ. 17 τοῦ Γ’ τόμου).Προηγουμένως ἦταν πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διαδέχτηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἰωάννη τὸν Ἀγαπητό.
Ἀφοῦ κυβέρνησε μὲ θεοπρέπεια τὸ ποίμνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Σαμολαδᾶς ἐκ Νίγδης
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίγδη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 12 Νομεβρίου 1726 στὴν τοποθεσία Κουτσοὺκ Καραμάνι.
Ὁ λόγος τῆς συλλήψεώς του ὑπῆρξε ἄφθονος τῶν Τούρκων, διότι ὁ Ἅγιος εἶχε μὲ τὴν τίμια ἐργασία του, γίνει πολὺ πλούσιος καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ ἁρπάξουν τὴν περιουσία.
Ὁ Ἅγιος Νικόλας ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ την Ἐνορία τῶν Ἕξι Μαρμάρων
Πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴ ζωή του δὲν ἔχουμε.
Ὁ ἔνδοξος αὐτὸς Νεομάρτυρας τῆς χριστιανικῆς πίστης, μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν εὐσέβειά του τὸ ἔτος 1732.
Ἡ μνήμη του καθιερώθηκε νὰ γιορτάζεται στὶς 12 Νοεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Ἐπίσκοπος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
anavaseis.blogspot.gr10 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Των Αγίων Αποστόλων Ολυμπά, Ροδίωνος, Εράστου, Σωσιπάτρου, Τερτίου και Κουάρτου, Ορέστη, Θεοστηρίκτου, Νόννου, Μαρτίνου Οσίου, Μίλου Θαυματουργού, Γελίου Ιερομάρτυρα, Καλλιοπίου, Νίρου, Ωρίωνος, Αρσενίου Οσίου, Δημητριανού Επισκόπου, Justus.Οἱ Ἅγιοι Ὀλυμπᾶς, Ῥοδίων (ἢ Ἠρωδίων), Ἔραστος, Σωσίπατρος, Τέρτιος καὶ Κουάρτος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70 Καὶ οἱ ἕξι ἦταν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου. Ἀναφέρονται ὅλοι στὸ ιστ’ κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὑπῆρξαν ἐπίσκοποι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἔγιναν ἄριστοι ἐφαρμοστὲς τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοπνεύστου λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλὰ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδὲ ὡς κατὰ κυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Ποιμάνετε, δηλαδή, τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι στὴ δικαιοδοσία σας, καὶ ἐπιβλέπετε αὐτὸ μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ προσοχή, ὄχι ἀναγκαστικά, ἐπειδὴ βρεθήκατε στὴν θέση αὐτή, ἀλλὰ μὲ ὅλη σας τὴν θέληση, χωρὶς νὰ ἀποβλέπετε σὲ αἰσχρὰ κέρδη, ἀλλὰ μὲ προθυμία καὶ ζῆλο, χωρὶς νὰ καταπιέζετε τοὺς πιστούς, ποὺ σὰν ἄλλοι γεωργικοὶ κλῆροι δόθηκαν στὸν καθένα σας γιὰ πνευματικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ νὰ γίνεσθε στὸ ποίμνιο ὑποδείγματα ἀρετῆς ἀξιομίμητα.
Πράγματι, καὶ οἱ πέντε Ἀπόστολοι ἔγιναν ὑποδείγματα ἀρετῆς . Ὁ Ὀλυμπᾶς καὶ ὁ Ἠρωδίων πέθαναν μαρτυρικὰ ἐπὶ Νέρωνος. Ὁ Σωσίπατρος ἔγινε ἐπίσκοπος στὸ Ἰκόνιο καὶ πέθανε ἐπιτελώντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Ὁ Τέρτιος ἔγινε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἰκονίου μετὰ τὸν Σωσίπατρο. Ἔγραψε δὲ καὶ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Ρωμ. ιστ’ 22).
Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Τερτίου ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 30η Ὀκτωβρίου. Ὁ Ἔραστος κυβέρνησε μὲ παρόμοιο τρόπο τὴν ἐπισκοπὴ Νεάδος. Καὶ ὁ Κούαρτος, σὰν ἐπίσκοπος Βηρυτού, πάλεψε μὲ θάρρος καὶ ἐνέταξε σὰν χριστιανοὺς στὴν ἐπισκοπή του πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας τὸν λόγον καταπλουτήσαντες, τῆς εὐσέβειας φωστῆρες καὶ ὑποφῆται σοφοί, ἀνεδείχθητε ἡμῖν Χριστὸν κηρύττοντες, Κούαρτε Ἔραστε κλεινέ, Τέρτιε καὶ Ὀλυμπᾶ, Σωσίπατρε καὶ Ῥοδίων, Ἀπόστολοι θεηγόροι, φωταγωγοὶ τῶν καρδιῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τριάδος τῆς σεπτῆς, ἐκηρύξατε πίστιν, πολύθεον σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἐκ μέσου ποιήσαντες, ταῖς σεπταῖς διδαχαῖς ὑμῶν· ὅθεν εὕρατε, τὴν ἀμοιβὴν τῶν καμάτων, αἰωνίζουσαν, ἐν οὐρανοῖς τοὺς στεφάνους, λαβόντες Ἀπόστολοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας τῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔμπνους λυχνία, ἡ ἑξάφωτος καὶ λαμπρά· χαίροις Ἀποστόλων, ἑξάστιχος χορεία, δι’ ὧν τὰ ὑπὲρ λόγον, μυσταγωγούμεθα.
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὀρέστης καταγόταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Τὴν περίοδο τοῦ Διοκλητιανοῦ διωγμοῦ, ἀναγκάστηκε πολυτρόπως, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Μάξιμο, νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Ἰησοῦ.
Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες. Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα.
Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος «ὁ ἐν Συμβόλοις»
Ὑπῆρξε στὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 17η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ κατηχητὴς τῆς Ἁγίας Πελαγίας
Ἦταν ἐπίσκοπος καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο Λόγο στὴν Ἀντιόχεια.
Ἔτσι προσείλκυσε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ τὴν τότε πόρνη Πελαγία, ποὺ ἀπὸ τότε, ἀφοῦ κατάλληλα κατηχήθηκε, μίσησε τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαίων, μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση τελείωσε τὴν ζωή της.
Ὁ Ὅσιος Μαρτῖνος ὁ Ἐπίσκοπος Ταρακίνης
Διάσημος Ἰλλυριὸς ἀπὸ τὴ Σαβαρία τῆς Παννονίας, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἀρειανοὶ τὸν κακοποίησαν δημόσια καὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὁπότε κατέφυγε στὸ Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλὰ ἔπαθε καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ ἐπίσκοπο τῆς πόλης, Αὐξέντιο. Τότε ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ νησὶ Γαλαρία (στὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος), ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ χόρτα.
Ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος Ταρακίνης καὶ διέπρεψε μὲ τὶς εὐαγγελικές του πράξεις. Ἔτρεφε τοὺς φτωχούς, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικημένους καὶ ποίμανε θεοπρεπὼς τὸ ποίμνιο ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκαν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο καὶ στὶς 12 Νοεμβρίου, βέβαια στὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ ἄλλος Μαρτῖνος ὁ Θαυματουργὸς ἐπίσκοπος Φρυγίας καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικός τοῦ Μαρτίνου αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας.
Ὁ Ἅγιος Μίλος ἢ Μίλης ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ τρεῖς μαθητές του
Αὐτοὶ ἦταν Πέρσες. Καὶ ὁ μὲν Μίλος, στρατηγὸς προηγουμένως, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε ἐπίσκοπος Τελεπόλεως (ὅπου ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶδε τὶς ὁπτασίες).
Χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Βηθλαπὰτ ἐπίσκοπο Γεδδηγουπόλεως. Καταδιώχτηκε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ κατέφυγε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου συνάντησε τὸν Μέγα Ἀντώνιο.
Μετὰ δυὸ χρόνια ἐπέστρεψε στὴν Περσία καὶ συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, ἀπὸ τὸν Βασιλίσκο Μισθοφάρη στὴν πόλη Μιλιγέρδα. Ἐκεῖ θανατώθηκε μὲ μαχαίρια καὶ τοὺς μαθητές του τοὺς θανάτωσαν, ἀφοῦ τοὺς χτύπησαν μὲ ξύλα καὶ πέτρες.
Ἔτσι ὅλοι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νίρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ὠρίων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔθαψαν ζωντανὸ στὴν γῆ.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης
Ὁ Ὁσιότατος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης γεννήθηκε γύρω στὰ 1840 στὰ Φάρασα ἢ Βαρασιό, στὸ Κεφαλοχώρι τῶν ἕξι Χριστιανικῶν χωριῶν τῆς περιφερείας Φαράσων τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι σὲ ἀρετὲς καὶ μέτριοι σὲ ἀγαθά. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο ἀγόρια, τὸν Βλάσιο καὶ τὸν Θεόδωρο (τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο).
Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμειναν ὀρφανὰ καὶ τὰ προστάτεψε ἡ θεία τους, ἀδελφή της μητέρας τους. Ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβηκε στὰ παιδιὰ καὶ τὴν θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ μικροῦ τότε, Θεόδωρου, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ τὸν ἔσωσε ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, γιὰ τὸν μὲν Βλάσιο νὰ δοθεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸν Θεό, νὰ τὸν δοξολογεῖ ὡς δάσκαλος τῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς καὶ κατέληξε ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ τὸν Θεόδωρο δὲ νὰ θέλει νὰ γίνει καλόγερος. Στὴ συνέχεια μεγαλώνοντας, στάλθηκε στὴ Νίγδη καὶ μετὰ στὴ Σμύρνη ὅπου τέλειωσε τὶς σπουδές του.
Στὰ εἴκοσι ἕξι του περίπου χρόνια πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Φλαβιανῶν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅπου ἀργότερα ἐκάρη Μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀρσένιος. Δυστυχῶς ὅμως δὲ χάρηκε πολὺ τὴν ἡσυχία του, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἀνάγκη μεγάλη ἀπὸ δασκάλους καὶ ὁ Μητροπολίτης Παΐσιος ὁ Β’, τὸν χειροτόνησε Διάκο καὶ τὸν ἔστειλε στὰ Φάρασα γιὰ νὰ μάθει γράμματα στὰ ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Αὐτὸ φυσικὰ γινόταν στὰ κρυφά, μὲ χίλιες δυὸ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴ μάθουν τίποτε οἱ Τοῦρκοι. Στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του χειροτονήθηκε στὴν Καισαρεία πρεσβύτερος μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τὴν εὐλογία ὡς Πνευματικός.
Ἄρχισε πιὰ ἡ πνευματική του δράση νὰ γίνεται μεγαλύτερη καὶ νὰ ἁπλώνεται. Μὲ τὴν ἄφθονη Θεία Χάρη ποὺ τὸν προίκισε ὁ Θεὸς θεράπευε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Εἶχε πολλὴ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του, διότι , ὅταν ἔβλεπε πολὺ πόνο καὶ καταπίεση Τουρκική, ἡ ἀγάπη τὸν ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό του καὶ ἀγκάλιαζε καὶ τὰ γύρω χωριά. Θεράπευε ἀδιάκριτα τὸν ἀνθρώπινο πόνο ὅπου τὸν συναντοῦσε σὲ Χριστιανοὺς ἢ Τούρκους. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶχε καμιὰ σημασία, διότι ἔβλεπε στὸ πρόσωπό τους, τὴν μὲ πολλὴ ἀγάπη πλασθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στεῖρες γυναῖκες τεκνοποιοῦσαν, ἀφοῦ τοὺς διάβαζε εὐχὴ ἢ ἔδιδε «φυλακτό» ποὺ ἦταν ἕνα κομμάτι χαρτὶ γραμμένο μὲ κάποιες εὐχὲς ποὺ τὶς ἔγραψε ὁ ἴδιος. Διάβαζε τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις, ὅπως στοὺς τυφλούς, βουβούς, χωλοὺς παραλυτικούς, δαιμονιζομένους καὶ γινόντουσαν καλά, μόλις τελείωνε τὴν ἀνάγνωση.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶχαν θεραπευθεῖ, ἀφοῦ πῆραν χῶμα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ κελιοῦ του καὶ ἀναμιγνύοντας το μὲ λίγο νερὸ τὸ ἔπιναν, πιστεύοντας ὅτι θὰ ἐθεραπεύοντο καὶ ἡ πίστη τους ποὺ εἶχαν στὸν Ἅγιο, ἔκανε τὸ θαῦμα. Χρήματα φυσικὰ δὲ δεχόταν ποτὲ οὔτε καὶ ἔπιανε στὰ χέρια του. Συνήθιζε νὰ λέγει, «ἡ πίστη μας δὲν πουλιέται».
Βίωνε ὁλοκληρωτικὰ καὶ «ἔπασχε τὰ Θεία». Ζοῦσε μὲ αὐταπάρνηση, διότι ἀγαποῦσε πολὺ, πρῶτα τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν πλησίον. Αἱματηροὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες κατέβαλε γιὰ νὰ διατηρήσει τοὺς συγχωριανοὺς καὶ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πίστη, γιὰ νὰ μὴν κλονιστοῦν καὶ ἀλλαξοπιστήσουν στὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ἐποχές, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες πιέσεις ποὺ δεχόντουσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορους προβατόσχημους λύκους, τοὺς προτεστάντες, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ποιμάνουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ κελί του, μικρό, ἀπέριττο, εὑρισκόταν μέσα στὸν κόσμο. Ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συγχρόνως κατόρθωνε νὰ ζεῖ καὶ ἐκτὸς τοῦ κόσμου.Σὲ αὐτό, καθὼς καὶ γιὰ τὰ θεία του κατορθώματα, πολὺ τὸν βοηθοῦσαν οἱ δυὸ ἡμέρες (ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευή) ποὺ ἔμενε ἔγκλειστος στὸ κελί του, προσευχόμενος. Οἱ ὁποῖες καρποφοροῦσαν περισσότερο πνευματικὰ τότε, διότι ἁγίαζαν καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων ἡμερῶν. Ὧρες ἔμενε γονατιστὸς προσευχόμενος στὸν Θεὸ γιὰ τὸν λαό Του, ποὺ τὸν εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὰ ἀσκητικὰ χέρια τοῦ δούλου Του Ἀρσενίου. Ἡ μεγάλη εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου Πατρὸς δὲν ἄντεχε νὰ κάνει κανένα κακὸ στὴν πλάση.
Ἰδιαίτερα στὰ ζῶα. Ποτὲ τοῦ δὲν κάθισε σὲ ζῶο νὰ τὸ κουράσει, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἑαυτό του. Προτιμοῦσε πάντοτε νὰ βαδίζει πεζὸς καὶ ὅπως συνήθιζε ξυπόλυτος. Εἶχε πάντοτε μπροστά του τὸν Χριστὸ ποὺ ποτὲ Του δὲν κάθισε σὲ ζῶο – μόνο μία φορά – καὶ ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε: «Ἐγὼ ποὺ εἶμαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, πῶς νὰ καθίσω σ’ αὐτό;».
Γιὰ νὰ κρύψει τὶς ἀρετές του ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀποφύγει ἔτσι τοὺς ἐπαίνους, κατάφευγε σ’ ὁρισμένες «ἰδιοτροπίες». Παρουσιαζόταν σὰν σκληρὸς θυμώδης, ὀξύθυμος, ἀπόπαιρνε τὶς διάφορες γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γι’ αὐτὸν καὶ εὐγνωμοσύνη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, μὲ διάφορους τρόπους, νὰ τοῦ μαγειρεύουν καὶ νὰ τοῦ στέλνουν φαγητό.
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔλεγε στὸν πιστό του φίλο καὶ ψάλτη Πρόδρομο τὰ ἑξῆς: «Ἐὰν ἤθελα νὰ μὲ ὑπηρετοῦν γυναῖκες, θὰ γινόμουν ἔγγαμος ἱερεὺς καὶ θὰ μὲ ὑπηρετοῦσε παπαδιά. Τὸν καλόγηρο ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν γυναῖκες, δὲν εἶναι καλόγηρος».
Ὅταν ὕψωνε τὰ χέρια του γιὰ νὰ παρακαλέσει γιὰ κάτι τὸν Θεό, ἄρχιζε νὰ τὸν παρακαλεῖ προσευχόμενος καὶ φωνάζοντας, «Θεέ μου!», λὲς καὶ ξεκοβόταν ἡ καρδιά του ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ θαρρεῖς πὼς ἔπιανε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ δὲν τοῦ ἔκανε τὸ αἴτημά του. «Ἐμεῖς», ὅπως ἔλεγαν οἱ Φαρασιῶτες, «στὴν πατρίδα μας τί θὰ πεῖ γιατρός, δὲν ξέραμε· στὸν Χατζεφεντὴ τρέχαμε. Στὴν Ἑλλάδα μάθαμε ἀπὸ γιατρούς, ἀλλὰ ἂν τὰ ποῦμε στοὺς ἐντόπιους, τοὺς φαίνονται παράξενα».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Εἶχε πληροφορηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, πὼς θὰ ἔφευγαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔγινε στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ 1924 μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Γνώριζε ἀπὸ προηγουμένως καὶ τὸν θάνατό του καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ συνέβαινε σ’ ἕνα νησί.
Ἡ ἁγία του μορφὴ συνέχεια σκοποῦσε Χάρη καὶ παρηγοριά.
Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ γυαλάδα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν τὸ χρῶμα τοῦ φτιασμένου κυδωνιοῦ.
Εἶχε πιὰ ἐξαϋλωθεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπερφυσικοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ποὺ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη στὸν Χριστό, καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς πολλούς του κόπους γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ ποίμνιό του, ποὺ τὸ ποίμανε πενήντα χρόνια σὰν καλὸς Ποιμένας.
Τρεῖς μέρες πρὶν τὴν ἐκδημία του ἦλθε ἡ Παναγία, τὸν γύρισε σ’ ὅλο τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὰ Μοναστήρια, τοὺς Ναοὺς ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ καὶ δὲν εἶχε ἀξιωθεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ παρουσιαστεῖ στὸν Κύριο, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε ὅλον του τὸν ἑαυτὸ σ’ Αὐτόν.
Ἔφυγε στὶς 10 Νοεμβρίου τὸ 1924.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἐκμιμησάμενος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Πάτερ Ἀρσένιε, ἐπληρώθης δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, θεοφόρε γεγονώς, παρέχεις ἑνὶ ἑκάστῳ, τὰς ἐκ Θεοῦ χορηγίας, ταῖς ἱκεσίαις σου πρὸς Κύριον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καππαδοκίας τὸ νεόφυτον ἄνθος, καὶ ἀρετῶν τὸ πολυτίμητον σκεῦος, ὁ ἱερὸς Ἀρσένιος ὑμνείσθω μοι· οὗτος γὰρ ὡς ἄγγελος, ἐν σαρκὶ βιοτεύσας, σύσκηνος ἐγένετο, τῶν Ἁγίων ἁπάντων, μεθ’ ὧν πρεσβεύει πάντοτε Χριστῷ, ἡμῖν διδόναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ Καππαδοκίας, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις ὁ παρέχων, ἑκάστῳ θείαν χάριν, ὡς δοξασθεὶς θεόθεν, Πάτερ Ἀρσένιε.
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τὸ 253 μὲ 256 μ.Χ. Ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία τὸ 256, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ἀντιοχείας Δόμνος (270 – 273) ἦταν γιὸς του.
Ὁ Ἅγιος Justus (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
8 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Σύναξις των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Αυλακιώτη, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Θαρρινού, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Καϊλλιώτη, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη, Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κοκκιμίδη. Άγιος Φιλάρετος Μητροπολίτης Νέας Υόρκης και Ανατολικής Αμερικής, Αγία Όλγα της Αλάσκας, η Μαία.Σύναξις Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ πασῶν τῶν Ἀσωμάτων καὶ Οὐράνιων οὐρανίων ΔυνάμεωνἩ Ἐκκλησία μας σήμερα γιορτάζει τὴν Σύναξη τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, καθὼς καὶ τῶν ὑπολοίπων Ἀσωμάτων καὶ Οὐρανίων Ἀγγελικῶν Ταγμάτων. Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀναφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα τὴν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τοὺς ἐπικεφαλεῖς τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.
Συγκεκριμένα, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἐμφανίσθηκε στὸν Ἀβραὰμ γιὰ νὰ σώσει τὸν Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖο ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλησε νὰ δοκιμάσει ἔτσι τὴν πίστη τοῦ δούλου του Ἀβραάμ, στὸν Λῶτ, γιὰ νὰ τὸν σώσει ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ καταστρέψει τὰ Γόμορα, στὸν Πατριάρχη Ἰακώβ, στὸν μάντη Βαρλαάμ, στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἐπίσης ὁ Μιχαήλ, ἦταν αὐτὸς ποὺ ὁδήγησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ στὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Οἱ ἅγιες Γραφὲς ἀναφέρουν ἀκόμη πολλὰ θαύματα, τὰ ὁποία ἐπιτέλεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ.
Ὁ δὲ Γαβριὴλ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀνήγγειλε στὴν Παρθένο Μαρία τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συναντᾶμε τοὺς Ἀγγέλους νὰ μεταφέρουν στοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει πάντα στὴν προστασία καὶ στὴν λύτρωσή μας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι, δυσωποῦμεν ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵνα ταῖς ὑμῶν δεήσεσι τειχίσητε ἡμᾶς, σκέπῃ τῶν πτερύγων, τῆς ἀΰλου ὑμῶν δόξης, φρουροῦντες ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοώντας· Ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχαι, τῶν ἄνω Δυνάμεων.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐννέα Ταγμάτων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἀνάρχου Τριάδος λειτουργοὶ οἱ ἀσώματοι, τῶν ἀκαταλύπτων οἱ πρῶτοι, μυστηρίων ἐκφάντορες, σὺν Θρόνοις Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, Δυνάμεις Ἐξουσίαι καὶ Ἀρχαί, Κυριότητες Ἀρχάγγελοι οἱ λαμπροί, καὶ Ἄγγελοι ὑμνείσθωσαν. Δόξα τῷ ὑποστήσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ καταλάμποντι, δόξα τῷ ὑμνουμένῳ δι’ ὑμῶν, τρισαγίοις ᾄσμασι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, Λειτουργοὶ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοί, καὶ ἄρχηγοι Ἀσωμάτωv, τὸ συμφέροv ἡμῖv αἰτήσασθε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶv Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.
Μεγαλυνάριον.
Πρόκριτοι Δυνάμεων νοερῶν, Μιχαὴλ πρωτάρχα, καὶ λαμπρόμορφε Γαβριήλ, σὺν ταῖς οὐρανίαις, αἰτεῖτε στρατηγίαις, ἠμῖν καταπεμφθῆναι, τὸ μέγα ἔλεος.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη
Ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Δωδεκανήσου με πανελλήνια και πανορθόδοξη ακτινοβολία είναι η Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Πανορμίτη στη Σύμη. Η ονομασία του όρμου Πάνορμος, στην οποία οφείλει το όνομά του το μοναστήρι, έχει αρχαία προέλευση. Για την ετυμολογία είναι πιθανές δύο εκδοχές η μία σχετική με τον όρμο (πάν -όρμος) και η άλλη με την ερημική τοποθεσία (παν -ερμος) όπου κτίσθηκε η Μονή.
Στη Σύμη εκτός από τον Πανορμίτη, υπάρχουν άλλα οκτώ μοναστήρια, αφιερωμένα στον Ταξιάρχη Μιχαήλ που αντιστοιχούν στα εννέα αγγελικά τάγματα. Αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Κυριότητες, οι Εξουσίες, τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ.
Η λαική παράδοση συνδέει την ίδρυση της Μονής του Πανορμίτη με την ευλάβεια του συμιακού λαού. Αναφέρεται το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Την μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε ανάμεσα στα άλλα εικονίσματά της. Την επόμενη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε.
Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο το βρήκε πάλι στο ίδιο σημείο. Το ξαναπήγε στο σπίτι της και αυτή τη φορά εξαφανίστηκε. Λύπη την κατέλαβε. Στον ύπνο της εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απαστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Η ευσεβής γυναίκα την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο όπου βρήκε το εικόνισμα.
Το 1806 μ.Χ., ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξωθεν επέμβαση», αυθαιρεσίες οργάνων, ή παραγόντων του ίδιου του Οθωμανικού κράτους.
Σπουδαία ήταν η ενίσχυση του μοναστηριού στην Ελληνική Επανάσταση όπως αναφέρει η συμιακή παράδοση. Υπάρχει έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830 μ.Χ.) στο οποίο γίνεται λόγος για παροχή οικονομικής ενίσχυσης 7.000 γρόσια. Αναφέρονται οι στενοί δεσμοί του μοναστηριού με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν με τον ηγούμενο Νεόφυτο Β΄.
Ο σημερινός ναός του Πανορμίτη (καθολικό) αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, που έχει σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, είναι διπλός σταυρεπίστεγος και σχηματίζει εσωτερικά δύο σταυροθόλια. Ο περίφημος συμαίος αγιογράφος Νεόφυτος φαίνεται ότι έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο μέρος του Πανορμίτη.
Αριστουργηματικό είναι το τέμπλο του καθολικού. Οι εικόνες του ανήκουν στη μεταβυζαντινή περίοδο, υπέροχης τέχνης με ασημώματα. Εικονίζουν δεξιά της ωραίας Πύλης τον Παντοκράτορα και τον Τίμιο Πρόδρομο, και αριστερά την Παναγία και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ενδιάμεσα υπάρχει νεώτερη εικόνα με την Πεντηκοστή, κατά την οποία καθιερώθηκε η δεύτερη πανήγυρη της μονής. Στη δεξιά πλευρά του ναού μεταξύ του αναλογίου και του τέμπλου, είναι τοποθετημένο στον τοίχο το εικονοστάσι με την μεγάλη εικόνα του Πανορμίτη τον πιο πολύτιμο θησαυρό του μοναστηριού και ολόκληρης της Σύμης.
Από επιγραφή που υπάρχει στη θαυματουργή ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη μαρτυρείται ότι ασημώθηκε το 1724 μ.Χ. από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο με έξοδα των καπεταναίων, του κλήρου και της κοινότητας Σύμης. Μπροστά στο θαυματουργό εικόνισμα που συγκεντρώνει το σεβασμό, τις προσδοκίες και τις ελπίδες του πιστού λαού είναι κρεμασμένα πλήθος αφιερώματα αργυρά τάματα, ομοιώματα, τιμαλφή.
Στα συμιακά νανουρίσματα η μητέρα του βρέφους μαζί με την Παναγία και τον Χριστό, επικαλείται και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ με τις προσωνυμίες που έχει στις Μονές και τα Εξωκκλήσια της Σύμης:
Νάννι νάννι ναννουριάζω
Και της Παναγιάς φωνάζω,
Για να θρέψει το παιδίμ μου
Και να γιάνει την ψυχήμ μου.
Έλα Παναγιά Μεγάλη
Στου παιδιού μου το κεφάλι.
Φώναξε του Παερμιώτη,
Να του δώννει ωραιότη.
Φώναξε του Κουρκουνιώτη,
Με την όμορφή του νιότη
Φώναξε και του Σωτήρη,
Να το κάμει νοικοκύρη.
Φώναξε του Μιχαήλη,
Να ΄ρτει να το με(γ)αλύνει.
Φώναξε του Κοκκιμίδη,
Που ΄χει χάδια να του γίδει (= δίνει).
Παναγιά μου, Παναγιά μου,
Θάρρος και παρηγοριά μου!
Η ίδια θερμή πίστη της μάνας προς τη Μητέρα όλου του κόσμου, την Παναγία, προς τον Χριστό και προς τον Πανορμίτη εκφράζεται και στο παρακάτω ταχτάρισμα:
Το παιδάκι μου ΄γαπώ
Τίνα θα ΄βρω να το πω
΄Α το πω της Παναγιάς
΄Α του δώννει την υγειά.
΄Α το πω και του Σωτήρη,
΄Α το κάμει νοικοκύρη.
΄Α το πω του Παερμιώτη,
΄Α ΄ρτει κάτω να το γλέπει.
Τα θαύματα του Πανορμίτη μας αναρίθμητα. Παραθέτουμε ενδεικτικά:
1. Το θαύμα με τη χήνα
Στο Μουσείο της Μονής Πανορμίτη υπάρχει ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα, μια ασημένια χήνα που αναφέρεται σε ένα ανάλογο περιστατικό, που συνέβη τον περασμένο αιώνα. Είχε σύμφωνα με την παράδοση προσεγγίσει ένα καράβι με Έλληνα καπετάνιο και τουρκικό πλήρωμα. Σαν ξεκίνησε το καράβι να φύγει στάθηκε αδύνατο να βγεί έξω απ το λιμάνι.
Τότε ο πλοίαρχος ρώτησε τους άνδρες του πληρώματος εάν κανείς είχε πάρει τίποτα απ το μοναστήρι και ο Πανορμίτης τους εμπόδισε να φύγουν και εκείνοι του ομολόγησαν ότι έσφαξαν μια χήνα και την έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν ασημένια τη χήνα κατάφεραν να βγούν έξω απ το λιμάνι. Αυτή είναι η μικρή αλλά εύγλωττη μαρτυρία της ασημένιας χήνας, που βρίσκεται στο Μουσείο του Πανορμίτη.
2. Ίαση παράλυτου παιδιού
Μία Κυριακή ήρθε στο μοναστήρι ένας παππούς για να βαπτίσει το εγγονάκι του. Μας ανέφερε το θαύμα που έγινε στον εξάχρονο γιό του, ο οποίος ξαφνικά έμεινε παράλυτος. Έτρεχε στους γιατρούς αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να το βοηθήσουν.
Απελπισμένος βρέθηκε στον Αρχάγγελο στον Πανορμίτη. Ήταν το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Κάθε μέρα έκαναν και μία λειτουργία στον Ταξιάρχη και τον παρακαλούσαν με πολύ θερμή πίστη να δώσει την υγεία στο βασανισμένο αυτό παιδάκι. Στην έβδομη λειτουργία το παιδάκι σηκώθηκε μέσα στη Εκκλησία και περπάτησε.
Με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης ευχαρίστησαν τον Κύριο διότι δια των πρεσβειών του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, χάρισε την υγεία στο παράλυτο παιδί. Ο πατέρας του μετά το θαύμα έκτισε ναύδριο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, το όνομα του οποίου έφερε το παιδί, και έδωσε στην κόρη του το όνομα Μιχαλίτσα. Τώρα ήρθε στο μοναστήρι για να βαπτίσει το εγγονάκι του.
3. Ίαση τυφλού βουτηχτή
Ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πριν 60 περίπου χρόνια, σύμφωνα με τη διήγηση του γιού του ιεροψάλτη στον Άγιο Βασίλειο Πειραιά, έχασε την όρασή του. Οι Καλύμνιοι όπως είναι γνωστό, τιμούν πάρα πολύ και ευλαβούνται τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον Πανορμίτη. Έτσι ο Καλύμνιος αυτός βουτηχτής προσευχόταν και παρακαλούσε τον Άγιο να του χαρίσει το φως του και να βλέπει όπως πρώτα. Επειδή όμως το θαύμα δεν γινόταν, επιβιβάστηκε σε ένα καίκι και ήλθε στο μοναστήρι του Πανορμίτη πιστεύοντας ότι εάν πήγαινε στο σπίτι του, ο άγιος θα εισάκουε την παράκλησή του. Mόλις το καικι μπήκε στον όρμο του Πανορμίτη άνοιξαν τα μάτια του. Τότε ο άνθρωπος αυτός έπεσε στην θάλασσα κι έφτασε στη μονή κολυμπώντας, για να προσκυνήσει τη χάρη του και να τον ευχαριστήσει.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη
Η Σταυροπηγιακή Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη [:πατριδωνυμικό επίθετο από το μικροτοπωνύμιο τα Ρουκουνά ή Ρούκουνα (ενν. κτήματα, όπου κτίστηκε η Μονή) + πατριδων. επίθημα – ιώτης] ή απλά Μιχαήλης, βρίσκεται στην περιοχή Μέσα Νημοράκι στην Έρεικα της Σύμης και πανηγυρίζει στις 8 Νοεμβρίου.
Η μεγάλη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη που βρίσκετε στην Μονή είναι έργο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Ζωγράφος του είναι ο Στελιανός Γενίτης του Ιωάννου από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης. Η ασημένια επένδυση της εικόνας είναι αριστοτεχνική και έχει φιλοτεχνηθεί από τον Ιωάννη Πελοποννήσιο που ήτο ο σπουδαιότερος αργυροχρυσοχόος στο Ν.Α. Αιγαίο τον 18ο αιώνα μ.Χ. Η εικόνα αυτή έχει μια ιδιαιτερότητα: αστέρι με πολύχρωμες πέτρες στο μέτωπο του Αρχαγγέλου. Αυτή η διακοσμητική λεπτομέρεια ίσως αποτελεί μια μοναδικότητα στον ορθόδοξο αγιογραφικό χώρο. Πιθανόν ο Ιωάννης Πελοπονήσιος με το αστέρι να ήθελε να συγκεκριμενοποιήσει την ουράνια υπόσταση του Αρχαγγέλου.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Αυλακιώτη
Το Εξωκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Αυλακιώτη βρίσκεται στο προάστιο Πέδι της Σύμης.
Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Θαρρινού
Το Εξωκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Θαρρινού (= δίνω θάρρος) βρίσκεται στο προάστιο Πέδι της Σύμης.
Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Καϊλλιώτη
Το Εξωκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Καϊλλιώτη βρίσκεται στα Τσαγριά της Σύμης.
Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη
Το Εξωκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη (από το ρήμα κουρκουνώ= κτυπώ) βρίσκεται κοντά στο Σωτήρη τον Μεγάλο στην Σύμη.
Σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε Κουρκουνιώτης διότι όταν έσβηναν τα καντήλια που υπήρχαν στον Ναό του, ο Αρχάγγελος πήγαινε και χτύπαγε τις πόρτες των τσοπάνηδων που κατοικούσαν εκεί κοντά κι εκείνοι καταλάβαιναν και πήγαιναν και άναβαν ξανά τα καντήλια.
Σύναξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κοκκιμίδη
Το Εξωκκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ του Κοκκιμίδη βρίσκεται στην κορυφή του όρους Κοκκιμίδης στην Σύμη.
Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός.
Άγιος Φιλάρετος Μητροπολίτης Νέας Υόρκης και Ανατολικής Αμερικής
Ο Άγιος ιεράρχης Φιλάρετος, κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγεβιτς Βοζνεσένσκυ (George Nicolaevich Voznesensky), γεννήθηκε στην πόλη Κουρσκ στις 22 Μαρτίου του 1903 μ.Χ., σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια.
Ο πατέρας του, ο Αρχιερέας Nicolas Voznesensky, προερχόταν από οικογένεια ιερέων και ήταν ένας ενθουσιώδης ποιμένας και σπουδαίος άνθρωπος της προσευχής.
Στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Δημήτριος και αργότερα έγινε επίσκοπος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Hailar). Υπήρχαν πέντε παιδιά στην οικογένεια της Λυδίας και του Νικολάου Βοζνεσένσκυ, δύο γιοι και τρεις κόρες. Από πολύ πρώιμο στάδιο του ο νεαρός Γεώργιος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα χριστιανικής αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής.
Το 1909 μ.Χ. η οικογένεια μετακόμισε προς την Άπω Ανατολή. Εκεί ο Γιώργος ολοκλήρωσε την οκταετή βασική εκπαίδευση του. Όταν έλαβαν την εξουσία οι αθεϊστές, η οικογένεια του μέλλοντα ιεράρχη μετακόμισε εκ νέου στο Χαρμπίν, μια πόλη με έντονη εκκλησιαστική ζωή, όπου μετά από λίγα χρόνια ο Γεώργιος σπούδασε στο Polytechnic Institute.
Εκείνη την περίοδο γνώρισε τα έργα του Αγίου ιεράρχη Ιγνάτιου Μπριαντσιανίνωφ και η ψυχή του ικανοποιήθηκε πάρα πολύ από τη διδασκαλία του σχετικά με τη χριστιανική ζωή και τη συνεχή μνήμη του θανάτου.
Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή στον κόσμο έπαψε να τον ενδιαφέρει. Το 1930 μ.Χ., ο Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1931 μ.Χ. πρεσβύτερος. Κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μοναστική κουρά με το όνομα Φιλάρετος, προς τιμήν του Αγίου Φιλάρετου του Γουβερνέτου.
Σταδιακά μια μοναστική κοινότητα σχηματίστηκε, με συνεπή πνευματική ζωή, ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, συμβολή στο έργο του ορφανοτροφείου και των σχολείων του Χαρμπίν κ.τ.λ. Ο πνευματικός οδηγός του Ιερομονάχου Φιλάρετου εκείνα τα χρόνια ήταν ο ευλογημένος Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ (Khrapovitsky), ο οποίος είχε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του το 1936 μ.Χ.
Ο πατέρας Φιλάρετος είχε πραγματικά μια φιλεύσπλαχνη καρδιά. Έδινε όλα όσα είχε, μερικές φορές ακόμη και τα ρούχα του, και ανακούφιζε με όποιο τρόπο μπορούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη για το λόγο του Θεού και ήξερε όλο το Ευαγγέλιο απ’ έξω. Το όνομά του ήταν γνωστό πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της επαρχίας Χαρμπίν. Το 1933 μ.Χ. διορίστηκε ηγούμενος και το 1937 μ.Χ. αρχιμανδρίτης.
Το 1945 μ.Χ. ο σοβιετικός στρατός κατανίκησε τον ιαπωνικό στρατό, ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Κίνα. Για όσους Ρώσους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν προς τη Δύση ή προς την Αυστραλία, άρχισε μια περίοδο με πόνο και δοκιμασίες. Η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να απαιτεί οι Ρώσοι μετανάστες να λάβουν σοβιετικό διαβατήριο, για να δείξει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καταπίεση των πιστών.
Εκείνη την εποχή η «Εφημερίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας», δήλωσε ότι στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε δίωξη της Εκκλησίας και ότι η μόνη σύγκρουση ήταν με αντεπαναστάτες. Ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αρνήθηκε να μνημονεύει το αθεϊστικό καθεστώς και διακήρυσσε με παρρησία την πραγματική –αρνητική για την Ορθοδοξία– κατάσταση στη ρωσική γη. Έτσι πολλές φορές κλήθηκε για ανάκριση, διώχθηκε, το σπίτι του πυρπολήθηκε, αφού προηγουμένως είχαν σφραγισθεί τα παράθυρα και η πόρτα, όμως ο Κύριος έσωσε τη ζωή του ποιμένα του και κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια με ένα άλμα από τον πρώτο όροφο και με τις φλόγες να περιβάλλουν το σπίτι, έχοντας ωστόσο υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο κάτω μέρος του προσώπου του και τους σπονδύλους του λαιμού του.
Ο καλός ποιμένας δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του μέχρις ότου όλοι όσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν τις θεωρήσεις βγήκαν από την Κίνα. Έτσι, μόλις το 1962 μ.Χ. έφυγε για το Χονγκ Κονγκ.
Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, στο Μπρίσμπαν. Το 1963 μ.Χ. έγινε επίσκοπος στην Αυστραλία. Το 1964 μ.Χ. , ο επίσκοπος Φιλάρετος παρακολούθησε τη Σύνοδο των Ρώσων Ιεραρχών της Διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας και επρόκειτο να αποσυρθεί. Στη Σύνοδο διεξήχθησαν εκλογές για το διάδοχό του, όμως οι δύο υποψήφιοι ισοψήφησαν. Για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Εκκλησία, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο (βλέπε 2 Ιουλίου), πρότεινε ένα τρίτο υποψήφιο, το σχετικά άγνωστο Επίσκοπο Φιλάρετο, ο οποίος ήταν ο πιο πρόσφατα χειροτονηθείς. Έτσι, το 1964 μ.Χ., η Ρωσική Εκκλησία στο Εξωτερικό όρισε τρίτο κατά σειρά πρωθιεράρχη της το Μητροπολίτη Φιλάρετο.
Ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, ο άγιος έμεινε σταθερός στην ανεξαρτησία της Ορθοδοξίας από το πατριαρχείο Μόσχας, που είχε υποταχθεί στο αθεϊστικό καθεστώς, όμως παράλληλα εργάστηκε σκληρά για την ειρήνη των Ορθοδόξων και για να δαμάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Εργάστηκε με πραότητα αλλά και ζήλο για τη διαφύλαξη της πατερικής παράδοσης και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία από τον κίνδυνο της αιρέσεως του Οικουμενισμού, αντικρούοντας τη «θεωρία των κλάδων».
Επίσης κατά τη διακονία του ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησία στο Εξωτερικό πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη της αγιότητας των αγίων Ιωάννη της Κρονστάνδης (ανακηρύχθηκε το 1964 μ.Χ.), Γερμανού της Αλάσκας (1970 μ.Χ.), Ξένιας της Πετρούπολης (1978 μ.Χ.), των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας (1981 μ.Χ.), καθώς και του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφκσυ (1982 μ.Χ.).
Ο άγιος Φιλάρετος ήταν εραστής του μοναχισμού, επειδή δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό. Με δικά του λόγια: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η μοναστική τρόπος είναι, αυτή καθαυτή, η ευθεία διαδρομή προς το Ουράνιο Βασίλειο, όταν ολοκληρωθεί όπως πρέπει».
Τα κηρύγματά του ήταν ουσιώδη, απλά και καθαρά. Σύμφωνα με την μαρτυρία πολλών ανθρώπων, η ρητορεία του ήταν εφάμιλλη με του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Με ιδιαίτερο δέος και σεβασμό πλησίαζε τα Άγια Μυστήρια του Χριστού, υπενθυμίζοντας το ποίμνιό του ότι: «η θεία Κοινωνία είναι μια φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύει, αν δεν υπάρχουν σοβαρά κανονικά εμπόδια. Ο χριστιανός πρέπει να λαμβάνει τη θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται. Για αυτόν τον λόγο η θεία Κοινωνία λαμβάνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, γιατί αυτό συμβολίζει την εγγύτητα μας στην Βασιλεία των Ουρανών και μας ωθεί προς τα πάνω!».
Ενώ ήταν ένας ποιμένας γεμάτος φροντίδα και αγάπη για τους άλλους, ήταν εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε μια πραγματικά ασκητική ζωή: κοιμόταν για δύο ή τρεις ώρες την ημέρα, έτρωγε ελάχιστα, παρακολουθούσε με πατρικό ενδιαφέρον τις λύπες και τις χαρές του ποιμνίου του και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος γι’ αυτό. Τα πνευματικά παιδιά του ήταν οι μάρτυρες πολλών θαυμάτων του, που πραγματοποιήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή του. Οι μαρτυρίες τους μιλούν εύγλωττα για την τεράστια δύναμη των προσευχών του.
Η ζωή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, που ήταν ίση με αυτή των Αγγέλων, στέφθηκε από την ευλογημένη κοίμησή του στις 8 Νοεμβρίου 1985 μ.Χ., κατά την ημέρα εορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των ασωμάτων Δυνάμεων.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Jordanville. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί στην κρύπτη κάτω από το Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Μητρόπολη Jordanville. Το άνοιγμα του τάφου του έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1998 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και Αγίας Τριάδος, ο επίσκοπος Ιλαρίων του Μανχάταν, Αρχιμανδρίτης Λουκάς και οι αδελφοί ήταν παρόντες σε αυτή την περίπτωση και έγιναν μάρτυρες της πλήρους αφθαρσίας του λειψάνου του. Το σώμα του ήταν λευκό και ακόμη και μαλακό. Τα άμφια, ο σταυρός και η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη φωτεινά.
Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό δέχθηκαν την αφθαρσία του λειψάνου του αγίου Ιεράρχη Φιλάρετου ως ένα θαύμα, που μας παραχώρησε ο Θεός για την ενίσχυση της πίστης μας.
Αγία Όλγα της Αλάσκας, η Μαία
Η Matushka (Μητερούλα) Όλγα, γηγενής στην Αλάσκα από τη φυλή Yupik, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1916 μ.Χ. Ο σύζυγός της, ο Νικολάι Μιχαήλ, ήταν ο ταχυδρόμος στο χωριό και διευθυντής του γενικού καταστήματος, ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και στη συνέχεια αρχιερέας. Έχει υπηρετήσει την κοινότητα της ως σύζυγος ιερέα, αλλά και ως μαία.
Η Matushka Όλγα γέννησε δικά της δεκατρία παιδιά, πολλές φορές χωρίς τη βοήθεια μαίας ή δικών της ανθρώπων, από τα οποία επέζησαν τα 8.
Ήταν γνωστή για τη συμπάθεια και τη φροντίδα της προς όσους είχαν υποστεί κακοποίηση παντός είδους, ιδίως σεξουαλική κακοποίηση. Ενώ η οικογένειά της ήταν φτωχή, έδωσε απλόχερα σε αυτούς που ζούσαν χειρότερα από αυτήν, συχνά έδινε και από τα ρούχα των παιδιών της στους απόρους. Ήταν επίσης γνωστή η ικανότητά της να πει πότε μια γυναίκα ήταν έγκυος, ακόμη και πριν από την ίδια τη γυναίκα που είχε χάσει την περίοδό της.
Η Matushka Όλγα αναπαύτηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1979 μ.Χ. Πολλοί άνθρωποι από τις γύρω περιοχές ήθελαν να έρθουν στην κηδεία της, αλλά επειδή ήταν Νοέμβριος, λόγω κακοκαιρίας, φαινόταν αδύνατον. Αλλά από την ημέρα της κηδείας της, ένας άνεμος από το νότο έφερε ζεστό καιρό, απόψυξε τον πάγο και το χιόνι και έκανε το ταξίδι για το Kwethluk εφικτό. Όταν οι πενθούντες αποχώρησαν από την εκκλησία για να πάρουν το σώμα στο νεκροταφείο, ένα σμήνος πουλιών ακολούθησε. Εκείνοι που έσκαψαν τον τάφο της διαπίστωσαν ότι το έδαφος, επίσης, είχαν αποψυχθεί. Το βράδυ, μετά την κηδεία της, ο κανονικός σκληρός χειμώνας επέστρεψε.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
7 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Των Αγίων 33 Μαρτύρων εν Μελιτινή, Ματρωνιανού και Αντωνίου, των Αγίων Μελασίππου, Κασσίνας, Αντωνίου και 40 Παιδομαρτύρων, των Αγίων Αύκτου, Ταυρίωνος και Θεσσαλονίκης, Αθηνοδώρου, Γρηγορίου, Αλεξάνδρου εκ Θεσσαλονίκης, Λαζάρου Θαυματουργού, Αμβροσίου Οσίου, Willibrord.Οἱ Ἅγιοι Αὖκτος, Ταυρίων καὶ Θεσσαλονίκη οἱ ΜάρτυρεςΟἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀμφίπολη τῆς Μακεδονίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν Καβάλα.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν κόρη ἐνὸς ἱερέα τῶν εἰδώλων, ποὺ ὀνομαζόταν Κλέων καὶ ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος. Ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του ἔγινε χριστιανή, θερμὰ τὴν παρακάλεσε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ δὲν κατόρθωσε.
Τότε τὴν γύμνωσαν καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπὸ ὠμὰ δέρματα, τέσσερις ἄνδρες.
Ἔπειτα ἔσπασαν τὰ πλευρά της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴν περιουσία της τὴν ἐξόρισαν, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ ἀπεβίωσε.
Οἱ δὲ Αὖκτος καὶ Ταυρίων, ἀφοῦ κατηγόρησαν τὸν ὠμὸ βασανιστὴ καὶ φονιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, καταγγέλθηκαν στὸν ὑπατικὸ Θορύβιο. Αὐτὸς διέταξε τὸν λιθοβολισμό τους καὶ κατόπιν μιὰ σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βγῆκαν ἀπ’ ὅλα αὐτὰ σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός τους καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες οἱ ἐν Μελιτινῇ
Ὁ πρῶτος ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἰέρων, ἦταν ἀπὸ τὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του πέθανε γρήγορα καὶ τὴν ἀνατροφή του, καθὼς καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν του, Ματρωνιανοῦ καὶ Ἀντωνίου, ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰέρων πῆρε ἀρκετὴ μόρφωση, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ γεωργικὸ ἐπάγγελμα.
Οἱ εἰδωλολάτρες τέτοιες ἐνασχολήσεις τὶς θεωροῦσαν ὑποτιμητικές. Ἀλλὰ οἱ χριστιανοὶ ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαξίωσε τὸν ἱδρώτα τοῦ ταπεινοῦ ἐργάτη. Καὶ ὅτι κάθε τίμια ἐργασία εἶναι ἀρετὴ καὶ μόνο ἡ ἀργία, ποὺ φέρνει τὴν ἁμαρτία, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στίγμα.
Ἄλλωστε, ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς περιγράφοντας τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, ὅλων τῶν χριστιανῶν, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταὶς ἰδίοις χερσί». Κοπιάζουμε, δηλαδή, ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια.
Όταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας συνέλαβε τὸν Ἰέρωνα. Τὸν συνέλαβε μὲ τὴν κατηγορία ὅτι τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἄλλες γιορτὲς περιφερόταν καὶ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς ἐργάτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσπάσει πολλοὺς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οἱ δυὸ ἀδελφοί του καὶ τριάντα ἀκόμα συνεργάτες του στὴν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀφοῦ φυλακίστηκαν καὶ φρικτὰ βασανίστηκαν, τελικὰ ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τοὺς ἀποκεφάλισε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Μελιτινῆ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, συντεταγμένοι, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι τοῦ Σωτῆρος πανθαύμαστοι· ὁμοφροσύνῃ γὰρ γνώμης ἑνούμενοι, μαρτυρικῶς τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσασθε. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν Ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Χορὸς Μαρτύρων τηλαυγὴς καὶ φωσφόρος, ἐξανατείλας νοητῶς καταυγάζει, τὴν Ἐκκλησίαν σήμερον θαυμάτων βολαῖς· ὅθεν ἑορτάζοντες, τὴν σεπτὴν αὐτῶν μνήμην, αἰτοῦμέν σε Σωτὴρ ἡμῶν, ταὶς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς ἐλεήμων Θεὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις οὐρανία παρεμβολή, Μάρτυρες Κυρίου, οἱ τριάκοντα πρὸς τρισίν, οἱ τὰς μυριάδας, ἐχθρῶν τῶν νοουμένων, ἀθλήσεως τοῖς ὅπλοις, καταπαλαίσαντες.
Οἱ Ἅγιοι Ματρωνιανὸς καὶ Ἀντώνιος
Ἦταν ἀδέλφια τοῦ Ἁγίου μάρτυρα Ἰέρωνα – τοῦ πρώτου ἀπὸ τοὺς 33 μάρτυρες ἐν Μελιτινῇ ποὺ ἑορτάζουν σήμερα – καὶ μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ στὴν πόλη Μελιτινῆ.
Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη καὶ Ἀντώνιος
Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη καὶ Ἀντώνιος ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Ὁ Ἀντώνιος ἦταν γιὸς τοῦ Μελασίππου καὶ τῆς Κασσίνης.
Ὄντως σωστοὶ χριστιανοί, ἀνάθρεψαν τὸν γιό τους μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ τὸν ἀνέδειξαν σὲ ἄξιο μέλος τῆς κοινωνίας καὶ δόκιμο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ὁ δούκας Ἀγριππῖνος πληροφορήθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη τους, πρόσταξε τὴν σύλληψή τους. Τοὺς μὲν γονεῖς προσπάθησε νὰ τοὺς νικήσει λέγοντάς τους ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ τους καὶ ὅτι ἂν ἀπαρνιόντουσαν τὸν Κύριο θὰ χάριζε τὴν ζωὴ στὸν γιό τους. Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν πίεζε ψυχολογικά, λέγοντάς του ὅτι μπορεῖ νὰ σώσει τοὺς γονεῖς του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν φοβήθηκαν τὸν μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἡ καρδιά τους ἦταν ἕτοιμη νὰ πάει στὸν Κύριο.
Ὁ δούκας Ἀγριππῖνος θύμωσε ἀκούγοντάς τους νὰ ἐξυμνοῦν τὸν Ἰησοῦ, παρόλο τὶς ἀπειλές του καὶ διέταξε τὸν βασανισμό τους. Τὸν Μελάσσιπο καὶ τὴν Κασσίνη τοὺς θανάτωσε κρεμασμένους πάνω σὲ ξύλο.
Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν βασάνισαν φρικτὰ καὶ μετὰ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ ἀναμμένο κλίβανο.
Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος, ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀβλαβής. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ ἦλθαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἔριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πυρακτωμένη κάμινο, πάλι ὅμως χάρη στὴ Θεία ἐπέμβαση ἔμεινε ἄφλεκτος. Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ προσχώρησαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τελικὰ οἱ δήμιοι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐτελειώθη καὶ κοσμήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως οἱ γονεῖς του, τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηνόδωρος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε γι’ αὐτὸν εἶναι ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Μαξιμιανοῦ (298) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη.
Ὁδηγήθηκε στὸ βῆμα τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ κλώτσησε τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων καὶ σκόρπισε τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ ἦταν πάνω σ’ αὐτόν. Ἀμέσως τότε διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Θαυματουργός ὁ Γαλλησιώτης
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἦταν ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία. Γεννήθηκε τὸν 11ο αἰώνα σ’ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Μαγνησία (πρὸς τὸν Νέανδρο Ποταμό), ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Νικήτα καὶ τὴν Εἰρήνη.
Ὅταν ἀκόμα ἦταν ἕξι χρονῶν, ἐπιδόθηκε στὸν πνευματικὸ στίβο μέσα στὸ μοναστήρι τῶν Ὀρόβων. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπὶ πέντε χρόνια διδασκόμενος. Ὅμως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἐκεῖ Ἱερῶν, ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου κοινοβίασε ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ κατόπιν ἱερέας.
Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἀράβων, ποὺ βεβήλωναν τὰ ἱερά, ἀναγκάστηκε καὶ ἔφυγε στὴν Ἔφεσο, σ’ ἕνα ἔρημο ὄρος ἀντίκρυ τῆς πόλης, ποὺ ὀνομαζόταν Γαλλήσιο. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ μόνος ζοῦσε σ’ ἕνα κελί, ἀλλὰ ἀργότερα μαζεύτηκαν γύρω του καὶ ἄλλοι μοναχοί. Ὁ δὲ Μονομάχος Κωνσταντῖνος (1042 – 1054), ἐξόριστος τότε στὴ Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε μὲ πολλὰ ἱερὰ κειμήλια.
Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸ ναὸ στυλό, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειμώνα – καλοκαίρι, ἐκτεθειμένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν Ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ.
Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴν ζωή του, πέθανε μὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράματα (1054).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ταῖς τῶν δακρύων σου.
Ταῖς ἐπαγρύπνοις προσευχαῖς, ἐν ὀχετοῖς δακρύων τὸν στῦλον κατέβρεχες, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας ποιμήν, τοῖς προσιοῦσι νέμων συγχώρησιν, Λάζαρε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τοὺς ὑπὲρ φύσιν σου σοφὲ πόνους καὶ σκάμματα
Αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι ἰδόντες κατεπλάγησαν,
Δι’ ὧν εἴληφας θεόθεν καὶ τοὺς στεφάνους.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,
Ἐκ παντοίων ἡμᾶς σῶζε περιστάσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ ποιμὴν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὕλην ἀπορρίψας τὴν γεηράν, ἔσοπτρον ἐδείχθης, τῆς ἀΰλου μαρμαρυγῆς, Λάζαρε παμμάκαρ, ἐν Γαλησίῳ Ὄρει, ὡς ἄϋλος βιώσας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.
Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Willibrord (Ὀλλανδία)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων’, τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
6 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Παύλου Ομολογητού, Λουκά Οσίου, Νίκανδρου Οσίου, Παύλου Οσίου, Αγαπίου Πρεσβυτέρου, Δημητριανού Επισκόπου, Βαρλαάμ και Λουκά οι εν Σπηλαίω, Iltud.Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής καὶ ἹερομάρτυραςὉ Ἅγιος Παῦλος, ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ὑπῆρξε γραμματέας τοῦ ἁγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀλεξάνδρου. Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Παῦλος ἐξελέγχθηκε Πατριάρχης.
Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, γιατὶ ἦταν ὀπαδὸς τῆς αἵρεσης τῶν Ἀρειανῶν. Ὅταν ὁ Κωνστάντιος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Παῦλο καὶ ἀνακήρυξε αὐθαίρετα Πατριάρχη, τὸν ἀρειανόφρονα Νικομηδείας Εὐσέβιο.
Τότε ὁ Ἅγιος Παῦλος πῆγε στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο εἶχε ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ Κωνστάντιος. Πληροφορηθεῖς τὰ γεγονότα, ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας, ἔστειλε γράμμα στὸν ἀδελφό του τὸν Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν στάση του.
Ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἐπανῆλθαν στὸ ἀξίωμά τους. Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Κώνστας πέθανε. Ἔτσι ὁ Κωνστάντιος διέταξε, ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ποὺ ἦταν, νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Παῦλο ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Μάλιστα τὸν ἐξόρισε στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας.
Μία μέρα ποὺ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία ὅρμησαν καταπάνω του Ἀρειανοὶ καὶ τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὠμοφόριο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἐτελείωσε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Θείας πίστεως, ὁμολογία, ἄλλον Παῦλόν σε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζηλωτὴν ἐν ἱερεῦσιν ἀνέδειξε. Συνεκβοᾷ σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀστράψας ἐν γῇ, ὡς ἄστρον οὐρανόφωτον, τὴν καθολικήν, φωτίζεις Ἐκκλησίαν νῦν, ὑπὲρ ἧς καὶ ἤθλησας, τὴν ψυχήν σου Παῦλε προθέμενος, καὶ ὡς Ζαχαρίου καὶ Ἄβελ τρανῶς, βοᾷ σου τὸ αἷμα πρὸς Κύριον.
Μεγαλυνάριον.
Ἄκτιστον ὁμότιμον τῷ Πατρί, τὸν Λόγον δοξάζων, καὶ τῷ Πνεύματι συμφυῇ, Παῦλε θεηγόρε, ὀμολογίας στόμα, κατῄσχυνας Ἀρείου, τὴν ἀθεότητα.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς
Ξένος πρὸς τὶς μάταιες κλήσεις καὶ ἐπιθυμίες, καταγινόταν ἥσυχα μὲ τὴν ἐργασία του καὶ τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ χρησιμοποιοῦσε γιὰ λογικὴ ἀνάπαυση, μελέτη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον του.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἦταν ἀπὸ τὸ Ταυρομένιο τῆς Σικελίας καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ζωντανὴ εὐσέβειά του.
Ἀπὸ τὸν ἱδρώτα του ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἀγρύπνησε κοντὰ στὰ κρεβάτια δυστυχισμένων, ποὺ χωρὶς οἰκογένεια περνοῦσαν τὴν ἀσθένεια μέσα στὴν θλίψη καὶ τὴν μόνωση. Οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ἀλλὰ ὁ Λουκᾶς δὲν δέχτηκε. Δὲν περιφρονῶ, ἔλεγε τὸν γάμο, ἀφοῦ τόσο τὸν τίμησε ὁ Κύριος μας καὶ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ εἶναι τάχα ἀνάγκη νὰ παντρευτοῦμε ὅλοι; Ὑπάρχουν τόσες διακονίες πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκτελεῖ ὁ ἄγαμος μὲ περισσότερη εὐκολία. Ἐπίσης εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς παιδιά; Καὶ μήπως τάχα δὲν εἶναι ἱερὸ καὶ ὡραῖο νὰ δώσει κανεὶς ψωμὶ καὶ νὰ φέρει κάποια ἀκτίνα παρηγοριὰς στὶς καρδιὲς ἀπόρων ὀρφανῶν;
Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποια τοποθεσία τῆς Αἴτνας. Στὴ συνέχεια ταξίδεψε στὸ Βυζάντιο, ὅπου ὑπῆρχαν τόσοι θησαυροὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικὰ τὸν τράβηξε ἡ Κόρινθος, ὅπου δίδασκε καὶ οἰκοδομοῦσε μὲ τὶς εὐσεβεῖς ὁμιλίες του καὶ τὶς πατρικὲς συμβουλές του. Ἐκεῖ ἐπίσης τὸν βρῆκε καὶ ὁ εἰρηνικὸς θάνατος τοῦ δικαίου.
Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε μὲ μαχαίρι.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Δὲν γνωρίζουμε πῶς ἀπεβίωσε. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὅτι ἔγινε σημειοφόρος.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ Πρεσβύτερος
Κατὰ κόσμον Ἀσημάκης Λεονάρδος, γνωστὸς ὡς Ἀγάπιος ὁ πρεσβύτερος. Διαπρεπὴς λόγιος καὶ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας (Δημητσάνα 1740, Ἄργος 1812).
Ὁ νεαρὸς Ἀσημάκης ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του – πιθανῶς στὴ σχολὴ Φιλοσόφου, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Δημητσάνα – καὶ ἀργότερα στὴν Τρίπολη, ὅπου ἄκουσε τὰ μαθήματα τοῦ ἱεροδιδάσκαλου Παρθενίου.
Τὸ 1759, σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ του τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου δίδασκε τότε ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης. Τελικὰ ὅμως κατέληξε στὴ Σμύρνη, ὅπου σπούδασε στὴν τότε Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς ἰωνικῆς μεγαλουπόλεως. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ἱερατικὸ ὄνομα Ἀγάπιος.
Ἵδρυσε τὸ 1764 μαζὶ μὲ τὸν συμπατριώτη του λόγιο Ἱερομόναχο Γεράσιμο Γούνα, τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνας, ποὺ κατὰ τὴν πρώτη περίοδό της λειτούργησε ὡς τὸ 1770. Τὸ ἔτος αὐτὸ ξέσπασαν στὴν Πελοπόννησο μεγάλοι διωγμοὶ καὶ ἄγρια τρομοκρατία ὡς ἀντίποινα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στὸ κίνημα τοῦ Ὀρλόφ. Στίφη Ἀλβανῶν διέτρεχαν τὸν Μοριά, λεηλατώντας καὶ ἐρημώνοντας τὴν χώρα. Ἀνάμεσα στὶς πόλεις ποὺ καταστράφηκαν τότε ἦταν καὶ ἡ Δημητσάνα. Ἡ σχολή της ἔκλεισε καὶ ὁ Ἀγάπιος κατέφυγε στὴν Ζάκυνθο, ἐνῶ ὁ Γεράσιμος στὴν Σμύρνη. Ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο ὁ Ἀγάπιος πέρασε στὴν Πάργα, ὅπου καὶ δίδαξε.
Τὸ 1780, ὅταν στὴν Πελοπόννησο ἀποκαταστάθηκε σχετικὴ ἠρεμία, ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἀνέλαβε πάλι τὰ διδακτικά του καθήκοντα στὴν ἀνασυσταθεῖσα σχολή της. Τὸν ἑπόμενο χρόνο τὸν κάλεσαν νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς. Ἀλλὰ καὶ στὴν θέση αὐτὴ δὲν παρέμεινε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Μεταξὺ 1783 – 1786 ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους τόπους καὶ ἀπὸ τότε πῆρε καὶ τὴν προσωνυμία Χατζὴ – Ἀγάπιος.
Ἔκτοτε τὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο ἔγινε ὁ κύριος σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἐπισκέφθηκε κατὰ καιροὺς τὴν Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν Μ. Ἀσία, Παλαιστίνη, Ἀραβία, Αἴγυπτο, Ἤπειρο, Πελοπόννησο καὶ νησιά.
Τὸ 1812 ἐπέστρεψε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὸ Ἄργος, ὅπου καὶ πέθανε.
Ὁ Ἅγιος Δημητριανὸς Ἐπίσκοπος Κηθηρίας Κύπρου
Ἀγωνιστὴς τίμιος καὶ ἡρωικός. Ἐμπνευστὴς καὶ ὁδηγὸς τοῦ καλοῦ. Ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μορφὴ ποὺ συνδύαζε τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ζωὴ τῆς ἀπροσμέτρητης αὐτοθυσίας, γιὰ τοὺς ἄλλους. Κόσμημα ἀληθινὸ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Νὰ ποιὸς ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Δημητριανός, ὁ ἐπίσκοπος Χύτρων.
Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Συκαὶ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας, μιὰ κωμόπολη ἐρειπωμένη σήμερα, τὴν ἐποχὴ ποὺ στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842) μ.Χ.
Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα του μιὰ πιστὴ καὶ θεοφοβούμενη γυναίκα. Ἀνῆκαν καὶ οἱ δυὸ στὴν ἁγία ἐκείνη παράταξη τῶν χριστιανῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητο ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὗ κατὰ σάρκα ζώσιν. Ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται».
Στὸ εὐλογημένο περιβάλλον τοῦ χριστιανικοῦ σπιτιοῦ τους μεγάλωσε ὁ μικρὸς Δημητριανὸς μὲ τὸ ἄρωμα τῆς εὐωδίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ νωρὶς ὁ εὐλαβὴς πατέρας ἔπαιρνε τὸ παιδί του στὴν ἐκκλησία καὶ τὸ συνήθιζε νὰ τὸν ὑπηρετεῖ στὰ καθήκοντά του, τὰ ἱερατικά. Κτυποῦσε τὸ σήμαντρο, ἄναβε τὰ καντήλια, ἑτοίμαζε τὸ θυμιατό.
Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε νὰ μαθαίνει γράμματα, ὁ πατέρας τὸν ἔβαζε νὰ τοῦ διαβάζει κάποιους ὕμνους καὶ ψαλμούς. Τὸ πρωὶ διάβαζε μὲ τὴν παιδικὴ κρυστάλλινη φωνή του τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ὄρθρου καὶ τὸ βράδυ τοῦ ἑσπερινοῦ μὲ κατάνυξη συγκινητική. Ὅλοι στὴν κωμόπολη καμάρωναν τὸ καλὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀγαποῦσαν.
Καὶ ἡ μανούλα ποὺ τὸ καμάρωνε καὶ αὐτὴ φρόντιζε τὸ παιδί της νὰ μένει πάντα ξένο στὴν ὁποιανδήποτε ὕποπτη ἀνατροφή. Τὰ λόγια τοῦ θείου Ἀποστόλου «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί» (Α’ Κορ. ιε’ 33) κυκλοφοροῦσαν κάθε στιγμὴ στὸ μυαλό της. Γιὰ τοῦτο πρόσεχε.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦσε τὶς ἐλεύθερες ὧρες τοῦ παιδιοῦ νὰ τὶς γεμίζει μὲ κάποια καλὴ ἀπασχόληση. Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Σειρὰχ «τέκνα σοί ἐστι, παίδευσον αὐτά» (Σοφ. Σειρ. ζ’ 23) πολὺ συγκινοῦσαν τὴν εὐσεβὴ μητέρα.
Ἔτσι ἀκούραστη ἀγωνιζόταν μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ νουθεσίες της νὰ κατευθύνει μὲ ἐπιμέλεια καὶ προσοχὴ τὶς σκέψεις τοῦ παιδιοῦ της στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Μαζί της τὸ ἔπαιρνε στὶς φιλανθρωπικές της ἐπισκέψεις. Μαζί της καὶ ὅταν πήγαινε νὰ προσφέρει στοὺς πονεμένους τὴν παρηγοριά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἀτίμητη μάνα ἀσκοῦσε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία στὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Καὶ τὸ ἀσκοῦσε μὲ τὰ λόγια της, μὰ πρὸ παντὸς μὲ τὴν ἁγία ζωή της.
Στὸ πρόσωπο τῶν ἀγαπημένων του γονιῶν ὁ Δημητριανὸς ἔβλεπε καὶ διάβαζε μίαν «ἐπιστολὴν Χριστοῦ». Γιατί καὶ τῶν δύο ἡ ζωὴ ἦταν στ’ ἀλήθεια «ἐπιστολὴ Χριστοῦ, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β’ Κορ. γ’ 2).
Ὅταν ὁ Δημητριανὸς ἐνηλικιώθηκε, οἱ γονεῖς του τὸν ἔπεισαν νὰ κάμει οἰκογένεια. Ὁ νέος δέχτηκε καὶ νυμφεύθηκε μία πολὺ φρόνιμη καὶ ἐνάρετη κόρη. Τρεῖς μῆνες ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν γάμο του ὁ Δημητριανὸς ἔμεινε καὶ πάλι μόνος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κάλεσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πιστὴ καὶ ἁγνή του σύντροφο.
Ἔφυγε ἡ ὑπέροχη γυναίκα ἁγνὴ καὶ παρθένος ὅπως ἁγνὸς καὶ παρθένος ἔμεινε καὶ ὁ σύντροφός της μέχρι τέλους. Τὸ πλῆγμα ἦταν βαρύ. Μὰ ἡ σκέψη πὼς στὸν κόσμο αὐτὸν τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς νὰ τὸ παραχωρήσει ὁ Κύριος, βοήθησε τὸν νέο νὰ παρηγορηθεῖ. «Κύριος ἔδωκε, Κύριος ἀφείλετο» ἔλεγε καὶ ἐπανελάμβανε δοξολογώντας τὸν Θεό.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο στὸν ὁποῖο ἔτρεφε καὶ πρωτύτερα μιὰν ἀγάπη. Ἡ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς τὸν συγκινοῦσε ἀπὸ παιδί. Ντύθηκε λοιπὸν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι.
Στὴν Κυθρέα κοντά, στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ ἦταν ἕνα μοναστήρι, ποὺ λεγόταν Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Δυστυχῶς ἀπὸ τὸ μοναστήρι αὐτὸ δὲν ὑπάρχει σήμερα οὔτε σημάδι. Μόνο μία τοποθεσία ὑπάρχει, ποὺ λέγεται ἅγιος Ἀντώνιος καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ ἦταν παλιὰ κτισμένο τὸ μοναστήρι. Σ’ αὐτὰ φαίνεται ἔσπευσε νὰ καταφύγει ὁ φιλόθεος νέος. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, ποὺ τὸν ἤξεραν ἀπὸ προηγούμενες ἐπισκέψεις, μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν δέχθηκαν. Στὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τοῦ περιβάλλοντος τοῦ μοναστηριοῦ βρῆκε ὁ νέος ὅ,τι ζητοῦσε.
Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τὸν ἀπορροφοῦσε τόσο πολύ, ὥστε πολλὲς φορὲς ξεχνοῦσε καὶ τὸ φαγητό. Μὲ ἀπερίσπαστη τὴν καρδιὰ καὶ ἀσάλευτο τὸν νοῦ του, ἀγωνιζόταν κάθε μέρα προσεκτικὰ καὶ σταθερὰ νὰ ἀνεβεῖ τῆς ἀρετῆς τὰ σκαλοπάτια. Μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἱερὴ κατάνυξη παρακολουθοῦσε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Ἡ ἁγία ψυχή του τὶς ὧρες αὐτὲς φλογιζόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σκέψη του σκλάβα τῆς ἀγάπης του πετοῦσε σ’ ἄλλους κόσμους. Ἡ μελέτη τῆς Ἅγιας Γραφῆς τὸν συγκινοῦσε βαθύτατα. Σ’ αὐτὴν ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύχτας. Καὶ τοῦτο, γιατί γνώριζε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μελετάει τὰ λόγια του Θεοῦ «ἡμέρας καὶ νυκτός», μοιάζει μὲ τὸ δένδρο ποὺ εἶναι φυτεμένο κοντὰ στὰ τρεχούμενα νερὰ καὶ ποτίζεται συνέχεια. Γι’ αὐτὸ καὶ δίνει πλούσιούς τους καρπούς του στὸν κατάλληλο καιρό.
Πλούσιους καρποὺς τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἄρχισε νὰ δίνει καὶ ὁ μακάριος ἀσκητής. Μὲ τὴν αὐτοκυριαρχία του, τὴν βαθιά του ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος χαριτώθηκε ἀπὸ νωρὶς μὲ τὸ χάρισμα τὸ θαυματουργικό. Μὲ τὴν προσευχή του ἐπιτυγχάνει νὰ θεραπεύει κάθε ἀρρώστια καὶ νὰ ἀποδιώκει μὲ τὴν προσταγή του δαιμόνια.
Ἡ φήμη του προσελκύει καθημερινὰ πλῆθος ἀπὸ ἐπισκέπτες στὴ Μονή, ποὺ ἔρχονται νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ λάβουν τὴν θεραπεία τους. Κανένας ἀπ’ τοὺς ἀρρώστους αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ ἄγνωστος βιογράφος του, δὲν «ἀπεπέμπετο κενὸς ἐλπίδων, ἀλλὰ πάντες τῶν ποθούμενων δαψιλῶς ἀπολαύοντες τὰ οἰκεία κατελάμβαναν».
Ἡ πανθομολογούμενη εὐσέβεια καὶ ἀρετή του μὰ καὶ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τράβηξαν καὶ τὴν προσοχὴ τοῦ τότε ἐπισκόπου τῆς Κυθρέας, τοῦ ἁγιωτάτου Εὐσταθίου, ποὺ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Στὴν θέση αὐτὴ ὁ Δημητριανὸς φρόντισε νὰ γίνει ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς κοινότητός του.
Καὶ τὸ πέτυχε. Τὸ πέτυχε χάρη στὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε, τὴν βαθιὰ εὐσέβεια, τὴν καλοσύνη, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη του. Σὲ πολὺ λίγο καιρὸ ἡ σεβάσμια μορφή του ἔγινε τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος ὁλόκληρης τῆς Κυθρέας. Μὰ ἡ ὄμορφη ζωὴ τοῦ μοναστηριοῦ τὸν τραβοῦσε. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ χρόνια πέτυχε μὲ τὶς ἱκεσίες του νὰ συγκινήσει τὸν εὐλαβὴ ἐπίσκοπό του καὶ νὰ πάρει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδεια, νὰ ξαναγυρίσει στ’ ἀγαπημένο του μοναστήρι. Ὅταν ἔφτασε, βρῆκε τοὺς μοναχοὺς νὰ κλαῖνε τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου τους.
Σὰν τὸν εἶδαν, τὸ πρόσωπό τους φωτίστηκε ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ ἡ καρδιά τους σκίρτησε ἀπὸ ἐλπίδα. Μὲ παρακλήσεις ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ ζήτησαν νὰ ἀποδεχθεῖ νὰ γίνει ὁ διάδοχός του, ὁ πατέρας καὶ προστάτης τους. Παρὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἡ ψυχὴ τοῦ Δημητριανοῦ ἔνοιωθε στὴν ἁπλὴ καὶ μὴ διακρινόμενη ζωή, οἱ παρακλήσεις τῶν πατέρων καὶ συμμοναστῶν του τὸν ἔπεισαν ν’ ἀποδεχθεῖ καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.
Στὴν ὑπηρεσία αὐτὴ ὁ ἀκούραστος ἀθλητὴς ἔδωκε πάλι ὅλο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μοναστήρι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ γνώρισε μέρες μεγάλης προόδου ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς. Ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια γι’ αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανοὶ στοὺς πνευματικούς του λόγους ἔβρισκαν τὴν γαλήνη καὶ τὴν χαρὰ τῆς καρδιᾶς τους. Ὄαση πνευματικὴ ἔγινε γιὰ τὰ γύρω χωριὰ μὲ τὰ λόγια τῶν πατέρων, τὴν διδασκαλία τους, τὸ παράδειγμά τους.
Τὸ ζηλευτὸ ἔργο τῆς Μονῆς ἦλθε νὰ διακόψει ὁ θάνατος τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνστάντιας καὶ ἡ μετάθεση σ’ αὐτὸν τοῦ ἐπισκόπου της Κυθρέας, τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου. Ὁ θρόνος τῆς Κυθρέας ποὺ κενώθηκε, ἔπρεπε νὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο ἀντικαταστάτη.
Κλῆρος καὶ λαὸς στράφηκαν τώρα στὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν κάλεσαν νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἱερὸ Εὐστάθιο στὸν θρόνο τῶν Χυτρῶν (τῆς Κυθρέας).
Ἡ φυσικὴ ἀποστροφὴ ποὺ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς ἔτρεφε πρὸς τὰ μεγάλα ἀξιώματα τὸν ἔκαμαν νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ ὅπως μᾶς λέγει ὁ βιογράφος του, «καταλαβῶν τὰ βορειότερα μέρη τοῦ ὄρους, τόπον ἀποκρυβὴς ἐαυτῶ περιεσκόπει, τὸ τῆς ἀρχιεροσύνης φεύγων ἐγχείρημα». Μὲ τὴν βοήθεια κάποιου ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Παύλου, στὸν ὁποῖο εἶχε φανερώσει τὸν σκοπό του, προχώρησε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὴν θάλασσα καὶ ἐκεῖ ἀποκρύβηκε.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κάλεσαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει στὴν Κωνστάντια. Ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς ὑπάκουος, καὶ παρὰ τὴν θέλησή του παρουσιάστηκε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Εὐστάθιο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Χυτρῶν. Ἐπίσκοπο ἐνὸς θρόνου ἱστορικοῦ, ἑνὸς θρόνου ποὺ λάμπρυναν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν τέσσερις ἐπίσκοποι, ποὺ ἀνακηρύχτηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἅγιοι.
Μὲ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία του «ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Στὸ πρόσωπο τοῦ Δημητριανοῦ οἱ χριστιανοὶ βρῆκαν τὸν ἄξιο ποιμένα, τὸν σοφὸ δάσκαλο, τὸν σπλαγχνικὸ πατέρα. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων», ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν γνήσιο ποιμένα καὶ ἄξιο κληρικό, βρῆκαν σ’ αὐτὸν τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο τηρητή. Κάτι περισσότερο. Τὰ λόγια αὐτὰ ὁ θεοφώτιστος ἐπίσκοπος τὰ ἔκαμε σκοπὸ καὶ σύνθημα τῆς ζωῆς του. Καὶ τὰ γεγονότα μᾶς τὸ μαρτυροῦν.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ Ἄραβες (Σαρακηνοί), ἕνας λαὸς βάρβαρος ποὺ κατοικοῦσε στὴν Μεσοποταμία, κινήθηκαν πρὸς δυσμᾶς μέχρι τὸ νησί μας σὰν κατάρα θεϊκὴ μὲ ἀρχηγὸ ἕναν ἄγριο δυστυχῶς Ἕλληνα ἐξωμότη ποὺ λεγόταν Δαμιανός.
Σ’ αὐτὴ τὴ ληστρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ ἔγινε γύρω στὸ 911 – 912 μ.Χ. καὶ ποὺ κράτησε τέσσερις μῆνες κούρσεψαν πόλεις καὶ χωριά, καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν ἐπαρχία τοῦ Ἁγίου, πῆραν μαζί τους ἑκτὸς ἀπὸ τὰ λάφυρα καὶ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ αἰχμαλώτων. Τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο δὲν τὸν πείραξαν. Τὸν σεβάστηκαν. Τοὺς αἰχμαλώτους ὅμως τοὺς πῆραν μαζί τους.
Καταλυπημένος ὁ στοργικὸς πατέρας ποὺ ἔχανε τὰ πνευματικὰ παιδιά του, «ἀφῆκε, ὡς τὸν καλὸ ποιμένα τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ 99 πρόβατα καὶ ἀκολούθησε τὸ ἕνα». Ἀφῆκε τὴν ἐπαρχία του καὶ παρὰ τὰ γηρατειά του – θὰ ἦταν τότε κάπου 77 – 78 χρόνων – πῆγε «ὀπισθότους» στὴν μακρινὴ καὶ ἄγνωστη ἐκείνη χώρα γιὰ νὰ ἐνισχύει καὶ νὰ παρηγορεῖ τὰ σκλαβωμένα παιδιά του.
Ἡ ζωή του στὸν ἀφιλόξενο τόπο ἦταν μία συνεχὴς προσευχὴ καὶ ἕνας ἀτέλειωτος θρῆνος γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Προσεύχεται μὲ ὑπομονὴ, ἐπιμονὴ καὶ πίστη. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε» στριφογυρίζουν συνέχεια στὸ νοῦ του. Προσεύχεται καὶ περιμένει.
Μιὰ μέρα ἐπιζήτησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα τῶν Ἀράβων. Μὲ θάρρος καὶ παρρησία τοῦ ἐξέθεσε τὰ μαρτύρια τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ληστρικὴ ἐπιδρομὴ τοῦ ἐξωμότη καὶ ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωσή τους.
Ἡ Κύπρος τότε εἶχε ἕνα ἰδιότυπο καθεστὼς αὐτονομίας. Πλήρωνε φόρους καὶ στὸ Βυζάντιο καὶ στὸ Ἰσλάμ, ὅταν οἱ δυὸ αὐτὲς μεγάλες δυνάμεις τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἦταν ἐμπόλεμες, ἡ Κύπρος ἔπρεπε νὰ παραμένει οὐδέτερη. Οὐδέτερη ἦταν ἡ Κύπρος καὶ ὅταν τῆς ἐπιτέθηκαν οἱ βάρβαροι. Ἀδικαιολόγητη λοιπὸν ἡ ἐπιδρομὴ καὶ ἄδικη ἡ κατάληψη, ἡ καταστροφὴ καὶ ἡ αἰχμαλωσία.Τὰ λόγια τοῦ Δεσπότη καὶ τὰ δάκρυά του μαλάκωσαν τὴν καρδιὰ τοῦ ἄρχοντα τῶν Ἀράβων.
— Σταμάτα, Δημητριανέ, τοῦ εἶπε. Τὰ λόγια σου, τὰ δάκρυα καὶ οἱ προσευχές σου καὶ ἡ ἀγάπη σου γιὰ τοὺς συμπατριῶτες σου, τοὺς αἰχμαλώτους τῆς Κύπρου, μᾶς ἔχουν συγκινήσει. Ἂν δὲν ἤσουνα ἐδῶ, θὰ τοὺς κρατούσαμε γιὰ πάντα κοντά μας δούλους μας.
Ἡ παρουσία σου μᾶς ἀναγκάζει νὰ δώσουμε ἕνα τέλος στὴν αἰχμαλωσία σας. Τὰ δάκρυά σου ὡς θεϊκὴ βροχὴ μαλάκωσαν τὴν καρδιά μας καὶ μᾶς κάμνουν νὰ πονᾶμε, ὅταν σᾶς βλέπουμε. Γι’ αὐτὸ σᾶς ἀφήνουμε ἐλεύθερους. Πάρε τοὺς ἀνθρώπους σου καὶ πήγαινε στὸ καλό. Ἐμεῖς γιὰ ἀσφάλειά σας θὰ σᾶς συνοδέψουμε μέχρι τὸ νησί σας.
Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ προσευχές του θαυματούργησαν. Οἱ αἰχμάλωτοι μὲ συνοδεία ξαναγύρισαν στὴν ἀγαπημένη τους πατρίδα.
Ἡ μεγαλειώδης τούτη πράξη τοῦ Ἁγίου φέρει στὴνμνήμη μας κάποιο ἄλλο γεγονός… Τὸ ἀναφέρουμε ἀπὸ σεβασμὸ καὶ σὰν μία πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ καὶ σὰν ἕνα μνημόσυνο. Εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ ἔχει ὡς ἥρωά του ἕναν σύγχρονο κληρικὸ καὶ γνήσιο φίλο τῆς πολύπαθης Κύπρου μας, τὸν ἀείμνηστο μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο Χαραλάμπους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐπικοῦ ἀγῶνος τοῦ 40 εἶχε καὶ αὐτὸς συλληφθεῖ στὴν Μυτιλήνη ὅπου ἔμενε καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες εἶχε μεταφερθεῖ καὶ ἐγκλεισθεῖ στὸ στρατόπεδο τοῦ Παύλου Μελᾶ στὴν Μακεδονία.
Ἀργότερα χάρη στὴν ἐπέμβαση μερικῶν ἰσχυρῶν φίλων, ποὺ ἐνήργησαν χωρὶς νὰ τὸ ξέρει ἀφέθηκε ἐλεύθερος, ἐνῶ οἱ συγκρατούμενοί του θὰ μεταφέρονταν στὰ χιτλερικὰ στρατόπεδα τῆς Γερμανίας. Ὁ ἀληθινὸς κληρικός, σὰν τὸ ἔμαθε ἀπέρριψε χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ τὸ ἄγγελμα τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὲ προθυμία καὶ αὐτοθυσία συγκινητικὴ ἔσπευσε ν’ ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιό του στὴ νέα του περιπέτεια.
Τὸ ποίμνιό του, δηλαδὴ τοὺς συγκρατούμενούς του, ποὺ γνώρισε στὸ στρατόπεδο. Τοὺς συνώδευε ἑκούσια στὴν αἰχμαλωσία, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορεῖ καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύει. Μερικὰ πολὺ συγκινητικὰ στιγμιότυπα τῆς θεληματικῆς αὐτῆς δοκιμασίας του μᾶς δίνει ὁ ἀείμνηστος πατὴρ στὸ βιβλίο του «Μάρτυρες».
Μιμητὴς καὶ αὐτὸς τοῦ μεγαλόψυχου Ἁγίου μας, τοῦ Δημητριανοῦ, ποὺ ἔζησε μέχρι τὸ τέλος μία ζωὴ θυσίας καὶ ἀρετῆς, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματική. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὅσο ζοῦσε ἔβρισκαν οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ, τὸν προστάτη. Οἱ θλιμμένοι καὶ καταδιωγμένοι, τὸν παρηγορητή. Οἱ φυλακισμένοι καὶ ἀδικούμενοι, τὸν ἐλευθερωτή.
Οἱ πονεμένοι καὶ ἄρρωστοι, τὸν ἰατρὸ καὶ θεραπευτή. Ναί. Τὸν ἀνάργυρο θεραπευτή. Γιατί ὁ Ἅγιος «τῷ χαρίσματι τῶν ἰαμάτων πάσαν ἀπήλαυνε νόσον καὶ μαλακίαν… οὗ τέχνη χρώμενος ἰατρικὴ τῶν ἐξ Ἱπποκράτους καὶ Γαληνοὺ βοηθημάτων, Χριστοῦ δὲ μόνον κλήσει καὶ τῇ τοῦ Σταυροῦ σφραγίδι ἡ δοθεῖσα τούτῳ χάρις τῶν ἰαμάτων ἐπηκολούθει».
Ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος ἀφῆκε τὸν κόσμο γύρω στὰ 915 – 916 μ.Χ. σὲ ἡλικία 81 περίπου χρόνων. Οἱ πιστοὶ μὲ δάκρυα πόνου κήδεψαν τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Στὸ πρόσωπό του θρήνησαν τὸν ἀκλόνητο μαχητή, τὸν ἀλύγιστο ἀγωνιστή, τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ ἀκάματο τῆς ἀρετῆς ἀθλητή.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ὁ ἐν Χουτινῇ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Σπηλαίῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Iltud (Οὐαλός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
5 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Γαλακτίωνος και Επιστήμης, των Αγίων Ερμά, Πατρόβα, Λινού, Γαΐου, Θεοτίμου, Δωριθέου Πρεσβυτέρου, Ευψυχίου, Καρτερίου, Σιλβάνου, Παμφίλου, Φιλοθέου, Νεάρχου και οι συν αυτών Μάρτυρες, Γρηγορίου Ομολογητή, Κάστορα και Αγαθαγγέλου, Δομεντίου και Παύλου, Ιωνά Θαυματουργού.Οἱ Ἅγιοι Γαλακτίων καὶ Ἐπιστήμη Ἔζησαν τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Οἱ γονεῖς τοῦ Γαλακτίωνα, Κλειτοφῶν καὶ Λευκίππη, ἦταν πρῶτα εἰδωλολάτρες. Κάποιος, ὅμως, ἱερομόναχος, ποὺ ὀνομαζόταν Οὐνούφριος, τοὺς προσείλκυσε στὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τότε διέθεταν τὰ πλούτη τους σὲ κάθε ἀγαθοεργία.
Τὸν δὲ γιό τους Γαλακτίωνα ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, μὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ παιδαγωγία αὐτὴ δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς θαυμαστοὺς καρπούς της.
Ὁ Γαλακτίων ὅταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία ὡραῖα κόρη, τὴν Ἐπιστήμη, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἵλκυσε στὸν Χριστό. Ἡ ζωή τους κυλοῦσε ἀφιερωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν διακονία τοῦ πλησίον, ὥσπου ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου. Τότε, ὁ μὲν Γαλακτίων πῆγε σὲ μοναστῆρι τοῦ ὄρους Σινᾶ, ἡ δὲ Ἐπιστήμη σὲ γυναικεῖο κοινόβιο.
Ἀλλὰ ἡ λαίλαπα τοῦ διωγμοῦ ἔφθασε καὶ στὰ μέρη ἐκεῖνα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ ὁ Γαλακτίων. Ὅταν πληροφορήθηκε αὐτὸ ἡ Ἐπιστήμη, ἔτρεξε καὶ παρακάλεσε τοὺς διῶκτες νὰ συλλάβουν καὶ αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυση τοῦ συζύγου της.
Ὁ ἄρχοντας Οὖρσος, μὴ μπορώντας νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, τοὺς ἀποκεφάλισε (250 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν λαμπρὰν ξυνωρίδα τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καὶ κλυτὴν καὶ θεόφρονα, τὸν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σὺν Ἐπιστήμη τῇ σεμνῇ· δι’ ἀσκήσεως γὰρ πόνων ἀθλητικήν, ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ἡμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἀγνείας τῷ φωτί, τὰς ψυχὰς φωτισθέντες, καὶ κόσμου τὴν ἀχλύν, ὁμοφρόνως λιπόντες, λυχνία ὠς δίφωτος, τοῖς πιστοῖς ἀνελάμψατε, δι’ ἀσκήσεως, καὶ μαρτυρίου τοῖς ἄθλοις, ζεῦγος ἔνδοξον, ἠ Ἐπιστήμη ἡ θεία, σὺν τῷ Γαλακτίωνι.
Μεγαλυνάριον.
Ζεῦγος θεοφόρητον καὶ σεπτόν, συζυγία θεία, Γαλακτίων ὁ ἱερός, σὺν τῇ Ἐπιστήμη, τοῦ θεοδρόμου βίου, ἡμᾶς τὴν ἐπιστήμην, μυσταγωγήσατε.
Οἱ Ἅγιοι Δομνῖνος, Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος, Δωρόθεος ὁ Πρεσβύτερος, Εὐψύχιος, Καρτέριος, Σιλβάνος, Πάμφιλος, Φιλόθεος, Νέαρχος καὶ ἄλλοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἄνδρες καὶ γυναῖκες
Ὁ Δομνῖνος καὶ οἱ μαζὶ μ’ αὐτὸν μαρτυρήσαντες Ἅγιοι, ὄχι οἱ ἐπώνυμοι ποὺ ἀναφέρονται πιὸ πάνω, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ Μαξιμιανοῦ καὶ ὅταν ἄρχοντας τῆς Παλαιστίνης ἦταν ὁ Οὐρβανὸς (298).
Πρῶτος μαρτύρησε ὁ Δομνῖνος, ποὺ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Τοὺς δὲ Τιμόθεο, Θεότιμο, Θεόφιλο, ποὺ ἦταν νέοι στὴν ἡλικία καὶ εὐπαρουσίαστοι, τοὺς γρονθοκόπησαν μέχρι θανάτου.
Τὸν Δωρόθεο, ποὺ ἦταν σεμνὸς ἱερέας, παρέδωσαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Τοὺς δὲ Καρτέριο καὶ Εὐψύχιο, ποὺ ἦταν τέλειοι ἄνδρες σωματικὰ καὶ πνευματικά, ἔκοψαν τὰ γεννητικά τους ὄργανα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνουν μαρτυρικὰ ἀπὸ ἀκατάσχετη αἱμορραγία.
Τὸν Σιλβανὸ καταδίκασαν νὰ βασανίζεται μέσα σὲ μέταλλα, μέχρι ποὺ πέθανε, στὴν τοποθεσία Φανό. Ὁ δὲ Πάμφιλος, στολισμένος μὲ πολλὲς ἀρετές, πέθανε μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια μέσα στὴ φυλακή, μαζὶ μὲ ἄλλους ὁμολογητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἐπίσης, μὲ τοὺς προαναφερθέντες Ἅγιους, μαρτύρησαν καὶ ἀρκετὲς χριστιανὲς παρθένες κόρες.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Λεόντου τοῦ Ε’. Ὁ Γρηγόριος ἀγάπησε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία καὶ τήρησε στὸν ἑαυτό του ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας χειροτονήθηκε, ἀπὸ τοὺς συγκεντρωθέντες ἐκεῖ ἐπισκόπους, Πατριάρχης. Ἡ ἐκλογή του καὶ χειροτονία του ἦταν ἀποδεκτὴ ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Χριστιανικὸ Λαό.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἀποδείχθηκε ἄξιος δάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπῆρξε ταπεινὸς καὶ ἤρεμος καὶ ἔφερε σὲ πέρας ἄξια ἕνα μεγάλο φιλανθρωπικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἔργο.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας, Λέοντας ὁ Ε’, ἀναζωπύρωσε τὴν εἰκονομαχία ὁ Γρηγόριος ἀντέδρασε. Ἔτσι ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ πᾶνε τὸν Ὅσιο δέσμιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Γρηγόριος μεταφέρθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐκεῖ χωρὶς νὰ δειλιάσει τὸν κατηγόρησε ὡς αἱρετικό, ἄθεο καὶ ἀσεβή. Ὁ Λέοντας ἐξοργισμένος ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ Ὁσίου διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κλείσουν στὴν φυλακή. Παρόλα αὐτὰ ὁ Γρηγόριος ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο. Μαθαίνοντάς το ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε νὰ τὸν ἐξορίσουν.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁδηγήθηκε στὴν ἐξορία του, ὅπου καὶ μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Οἱ Ἅγιοι Κάστορας καὶ Ἀγαθάγγελος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Κάστορας (ποὺ σύμφωνα μὲ ἀδιασταύρωτες πληροφορίες ἦταν Ἐπίσκοπος) μαρτύρησε διὰ πυρός, ὁ δὲ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Δομέντιος καὶ Παῦλος ὁ Ἐπίσκοπος
Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρονται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο ἔκδ. Καλλίστου Ἀρχιμανδρίτου σελ. 117, χωρὶς βιογραφικὰ στοιχεῖα.
Ἐγκαίνια ναοῦ Θεοδώρου Τήρωνος ἐν τοῖς Σφωρακίου
Ἡ μνήμη αὐτὴ ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, ὅπου ἀντὶ Σφωρακίου γράφεται “Σπαρακίου”.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ὁ Θαυματουργός
Ἔζησε τον 5ο μ.Χ. αἰώνα, και ἐπετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Νοβογορδίας.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
4 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Ιωαννικίου του Μεγάλου, Νικάνδρου και Ερμαίου, Πορφυρίου του Μίμου, Ιωάννου Βατατζή, Βιταλίου του Δούλου, Αβιμέλεχ Δικαίου, Γεωργίου Καρσλίδη Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας ὁ ἐν Ὀλύμπῳ Γεννήθηκε στὴ Βιθυνία τὸ 740 μ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Μυριτρίκη καὶ τὴν μητέρα του Ἀναστασῶ. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ παιδαγώγησαν τὸν γιό τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ὁ Ἰωαννίκιος στρατεύτηκε, αὐτοκράτορας ἦταν ὁ τραχὺς εἰκονομάχος Κωνσταντῖνος ὁ Ε’.
Αὐτὸς διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν Βουλγάρων καὶ εἶχε μεγάλη ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του. Ἡ ψυχολογία ποὺ καλλιεργήθηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, παρέσυρε τὸν Ἰωαννίκιο καὶ στὸ θρησκευτικὸ ἔδαφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει εἰκονομάχος, σὰν τὸν αὐτοκράτορα.
Ὅταν, ὅμως, ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει τὴν πλάνη του καὶ σὲ τί μεγάλα σφάλματα τὸν εἶχε ὁδηγήσει αὐτή. Τί νὰ κάνει ὅμως; Μὰ τί ἄλλο. Νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπανέλθει στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ τοῦ πρόσφεραν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του.
Ἀμέσως, μάλιστα, ᾖλθε στὴ σκέψη τοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Μνημόνευε οὒν πόθεν πέπτωκας, καὶ μετανόησαν καὶ τὰ πρῶτα ἔργα ποίησον». Θυμήσου, δηλαδή, ἀπὸ ποιὸ ἠθικὸ ὕψος ἔχεις πέσει καὶ μετανόησε καὶ κᾶμε πάλι τὰ ἔργα τῆς πρώτης ἀγάπης σου.
Καὶ ὁ Ἰωαννίκιος μετανόησε εἰλικρινά. Ἐξομολογήθηκε τὸ ὀλίσθημά του, καταρτίσθηκε ἀνάλογα, ἔγινε μοναχὸς στὸν Ὄλυμπο καὶ πέθανε 94 χρονῶν στὴ Μονὴ Ἀντιδίου, διδάσκοντας στὸν κόσμο τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν ἐπίγειον δόξαν Πάτερ κατέλιπες, καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς, μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης, καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῇ ἱερᾷ σου, συνελθόντες ἅπαντες, ἐκδυσωποῦμεν οἱ πιστοί, Ἰωαννίκιε Ὅσιε, παρὰ Κυρίου, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα χρυσαυγές· χαίροις ἀθανάτου, ζωῆς λειμὼν εὐώδης, τὴν Ἐκκλησίαν τέρπων Ἰωννίκιε.
Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Ἑρμαῖος
Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Ἑρμαῖος ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, τοῦ τόσο ἀγαπητοῦ συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ περίσσιο ζῆλο καὶ ἀφοσίωση. Μὲ τὸ κήρυγμά τους πολλοὶ εἰδωλολάτρες πίστεψαν τὴν μία ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καταγγέλθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης, τὸν Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν ὑπὸ τῆς βίας μπροστά του καὶ διακήρυξαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Λιβάνιος ἐξοργισμένος διέταξε τὸν βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε νὰ τοὺς ξεσκίσουν τὶς σάρκες τους, ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης οἱ Ἅγιοι θεραπεύτηκαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀντὶ νὰ συνετίσει τὸν ἄρχοντα, τὸν θύμωσε περισσότερο. Ἔτσι διέταξε τὸ βασανισμό τους μὲ πυρὰ καὶ τὸν ἐνταφιασμό τους καθὼς ἦταν ζωντανοὶ ἀκόμα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν ἔνθεον, καρποφόρησας, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεῦσι πιστὸς ἐχρημάτισας· καὶ μαρτυρίου τοῖς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν Ἑρμαῖον ἐκέκτησο· μεθ’ οὗ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν ψυχῶν τὴν ἄρουραν, γεηπονοῦντες τῷ λόγῳ, μυστικῶς ἠνέγκατε, Χριστῷ ἀθλήσεως στάχυν· Τίτῳ γάρ, τῷ θεηγόρῳ μεθητευθέντες, ὤφθητε, διδασκαλίας θεῖα πυξία, Νίκανδρε Ἱερομάρτυς, σὺν τῷ Ἑρμαίῳ λαμπρῶς ἀθλήσαντες.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν εἰληφότες τὴν θεουργόν, ταῖς χερσὶ τοῦ Τίτου, τὸν τῆς χάριτος φωτισμόν, τοῖς ἐσκοτισμένοις, πυρσεύετε τῷ λόγῳ, Νίκανδρε καὶ Ἑρμαῖε, Ἱερομάρτυρες.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μῖμος
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔζησε τὸν 3ο μ.Χ. αἰῶνα στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε ἀνατραφεῖ μὲ τοὺς μίμους στὰ θέατρα. Ἐξασκώντας τὴν τέχνη τοῦ μίμου συχνὰ κορόιδευε τὶς χριστιανικὲς συνήθειες καὶ τελετουργίες.
Ἀλλὰ ἡ Θεία ἐπέμβαση ἔφερε μία ἀπροσδόκητη μεταβολή.
Ὁ Πορφύριος εἶχε μία κόρη τὴν ὁποία ἔχασε ἀπὸ αἰφνίδιο θάνατο. Ἡ ἀπώλειά της ἔφερε ἕνα τεράστιο πλῆγμα στὴν καρδιά του. Ἄφησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ μίμου καὶ ἄρχισε νὰ περιφέρεται θρηνώντας. Ἡ παρηγοριὰ στὴν καρδιά του ᾖρθε ἀπὸ τοὺς κόλπους τῶν χριστιανῶν, ποὺ τόσο εἶχε ἐμπαίξει.
Ἔτσι βρίσκοντας τὴν γαλήνη βαπτίσθηκε χριστιανὸς καὶ μετὰ μὲ θάρρος ἀποκήρυξε τὴν εἰδωλολατρικὴ πίστη. Ὁ ἔπαρχος ὅταν τὸ ἔμαθε τὸν κάλεσε καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀρνήθηκε, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκεφαλίστηκε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐδέξω τὸ φέγγος τῆς θείας χάριτος, ἐξ αἱμάτων πορφύραν λαμπρὰν ἐφοίνιξας, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Πορφύριε· ὅθεν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, κοινωνὸς ἀναδειχθείς, ἱκέτευε Ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων, τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Προτραπεὶς τὸ βάπτισμα Χριστοῦ ἐμπαῖξαι, τὸν ἐχθρὸν ἐνέπαιξας, ὁμολογίᾳ ἀληθεῖ, τῆς εὐσεβείας Πορφύριε, καὶ μαρτυρίου, τὸν δρόμον διήνυσας.
Μεγαλυνάριον.
Αἵμασι φοινίξας ἀθλητικοῖς, πορφύραν ἁγίαν, ἀφθαρσίας μαρτυρικῶς, Πορφύριε χαίρων, παρέστηκας Κυρίῳ, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βατατζὴς ὁ ἐλεήμονας βασιλιὰς
Γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης ἀπὸ γένος μεγάλο. Γαμπρὸς τοῦ βασιλιὰ Θεοδώρου Λασκάρεως, παντρεύτηκε τὴν θυγατέρα του Εἰρήνη καὶ τὸν διαδέχτηκε στὸν θρόνο τῆς Νικαίας (1222 – 1255).
Ὁ Ἰωάννης ἦταν εὐσεβὴς καὶ φιλελεήμων βασιλιάς, καὶ ὁ λαὸς τὸν ἀγαποῦσε πολὺ γιὰ τοὺς χριστιανικούς του τρόπους, τὴν πραότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν χρηστότητα τοῦ ἤθους καὶ τὴν προσήλωσή του στὰ θεία.
Ἀφοῦ βασίλευσε μὲ χριστοήθεια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1255. Τὸν ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει, τὴν ἐπιλεγόμενη τῶν Σωσάνδρων.
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ὁ Δοῦλος
Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ αὐτὸ τῆς 29ης Ἀπριλίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀβιμέλεχ ὁ Δίκαιος
Ὄνομα Βασιλέων τῶν Γεράρων. Φιλοξένησε τὸν Ἀβραάμ, ποὺ τοῦ παρουσίασε τὴν γυναῖκά του Σάρα ὡς ἀδελφή του.
Ὁ Ἀβιμέλεχ ὅμως δὲν τὴν ἰδιοποιήθηκε, ἐπειδὴ πληροφορήθηκε τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε. Τὸ περιστατικὸ στὸ βιβλίο τῆς Π.Δ. Γεν. κεφ. 20, στίχ. 21.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης ἐγεννήθηκε τὸ 1901. Γόνος εὐσεβῶν γονέων ἐκ τοῦ ἁγιοτόκου καὶ ἁγιοτρόφου Πόντου, καὶ μάλιστα τῆς Ἀργυρουπόλεως, τῆς ἕδρας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλδίας, ἔμεινε ἀπὸ βρέφους ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ πατέρα καὶ ἀπὸ μητέρα ποὺ ἀπέθαναν τὴν ἰδίαν ἡμέραν.
Ὅμως, ἀμέσως ἐφανερώθησαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως καὶ τῆς χάριτος. Γαλουχημένος ἀπὸ τὴν εὐσεβεστάτην μάμμην του μὲ τὴν παραδειγματικὴν ποντιακὴν εὐσέβειαν, μόλις ἐστάθη εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ ἔδειξεν ὅτι διέφερε τῶν πολλῶν, ὅτι ἦτο ὅλως ἐξηρτημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀφωσιωμένος εἰς Αὐτόν.
Παιδάριον ἀκόμη, ὁ κατὰ τὸ ἅγιον βάπτισμα Ἀθανάσιος, ἐδίδετο εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν νηστείαν καὶ ἐσφράγισε τὰ πρῶτα χριστιανικὰ βήματά του, ἑπταετὴς μόλις, μὲ ἕν προσκύνημα εἰς τὸ μέγα σέβασμα τῆς Παναγίας τοῦ Σουμελᾶ. Ἔκτοτε, ἡ ζωή του ἦτο μία ἀνυποχώρητος ὑπακοὴ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐφόρεσε τὸ ράσον εἰς ἡλικίαν μόλις ἐννέα ἐτῶν!
Δεκαοκταετὴς ὤν ἐπισημοποίησε τὴν ἀφιέρωσίν του διὰ τῆς κουρᾶς εἰς τὸν Μοναχισμὸν καὶ ἐβίωσε τὰ ἰδεώδη του εἰς τὸ ἔπακρον. Ἐκαλλιέργησε μὲ σπανίαν ἐπιμέλειαν ὅλας τὰς μοναχικὰς ἀρετάς καὶ ἐτρύγησε πλουσίως τοὺς γλυκεῖς καρπούς των. Ἔθεσε τὸν τράχηλον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἱερωσύνης καὶ ἐχειροτονήθη Διάκονος.
Εἰς τὰς τραγικὰς ἡμέρας τοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας κομμουνιστικοῦ διωγμοῦ ἐν Γεωργίᾳ, ὁ νεαρὸς Ἱεροδιάκονος συλληφθεὶς ὡς «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ» ὑπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, εὐτελισμούς, δημοσίας διαπομπεύσεις καὶ ἀνηκούστους βασάνους. Κατεδικάσθη εἰς θάνατον καὶ ἐτυφεκίσθη μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, ἀλλὰ χάριτι θείᾳ διεσώθη θαυματουργικῶς.
Τὸ 1925 ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος καὶ Πνευματικός, ἐνῶ τὸ 1929 ἦλθεν ἐπιτέλους μετὰ ἀπὸ πολλὰς περιπετείας εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἔζησε τὰ τελευταῖα τριάντα ἀπὸ τὰ πενηνταοκτὼ ἔτη τῆς ζωῆς του. Ἐδῶ, ἡ Σίψα, ὁ σημερινὸς Ταξιάρχης, ἐδέχθη τὸν Ὁμολογητὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡγιάσθη ἀπὸ τὰς προσευχάς του, τοὺς κόπους του διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸν ἄνθρωπον, τὰς νηστείας του, τὰς ἀγρυπνίας του, τὰς ἐλεημοσύνας του, τὰς διδαχάς του, τὴν θεόσοφον πνευματικὴν καθοδήγησίν του, τὰ θαύματά του.
Πατὴρ γνήσιος, αὐστηρὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του μέχρις ἄκρων, ἀλλ’ ἐπιεικὴς καὶ μειλίχιος, ἀμνησίκακος καὶ συγχωρητικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους, συνεκακουχεῖτο καὶ συνέπασχε θυσιαστικῶς μὲ τὸν λαὸν τῆς περιοχῆς.
Κατεδικάσθη καὶ πάλιν εἰς θάνατον τὸ 1941 ὑπὸ τῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ ὁμοδόξων εἰσβολέων καὶ διεσώθη καὶ πάλιν θαυματουργικῶς, διὰ νὰ συνεχίσῃ νὰ διέρχεται εὐεργετῶν καὶ φανερῶν τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, στὶς 4 Νοεμβρίου 1959.
Οἱ Ἅγιοι Ἐρμᾶς, Πατρόβας, Λίνος, Γάϊος καὶ Φιλόλογος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν 70
Πραγματικοὶ ποιμένες ὅλοι, τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸν Ἑρμᾶ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, καθὼς καὶ τοὺς Πατρόβα, Γάϊο καὶ Φιλόλογο. Ἐνῷ τὸν Λίνο ἀναφέρει στὴ δεύτερη πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του.
Ὁ Ἐρμᾶς ὁρίστηκε ἐπίσκοπος στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, καὶ σ’ αὐτὸν ἀποδίδουν ὁ Ὠριγένης, ὁ Εὐσέβειος, ὁ Ἱερώνυμος καὶ ἄλλοι, τὸ γνωστὸ συγγραφικὸ ἔργο μὲ τὸν τίτλο «ὁ ποιμήν». Τὸ ἔργο αὐτὸ δείχνει τὸ βάραθρο, στὸ ὁποῖο φέρει ἡ ἁμαρτία καὶ διεγείρει ἔντονα τὸ αἴσθημα τῆς μετανοίας καὶ τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ εἰρήνης. Μέχρι κάποιο χρονικὸ διάστημα μποροῦσε νὰ τὸ ἀναγνώσει κανεὶς μόνο στὴ Λατινικὴ μετάφρασή του. Κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα ὅμως, βρέθηκε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο.
Ὁ Πατρόβας πρόσφερε σπουδαῖες ὑπηρεσίες στὴν πίστη, σὰν ἐπίσκοπος Ποτιόλων στὴν Ἰταλία.
Ὁ Λίνος ἀναδείχτηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ ποίμανε τὴν ἐκεῖ ἐκκλησία μὲ πρόνοια καὶ τόλμη, καὶ μαρτύρησε μὲ ἀποκεφαλισμό. Ἦταν ἐπίσκοπος ἕντεκα χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες.
Ὁ Γάϊος ποίμανε στὴν Ἔφεσο μετὰ τὸν Τιμόθεο, καὶ ὁ Φιλόλογος ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα ἐπίσκοπος Σινώπης.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή
1 Νοεμβρίου Συναξαριστής. Κοσμά και Δαμιανού των Αναργύρων, Κυριαίνας και Ιουλιανής, των Αγίων Καισαρίου, Δασίου και 5 μαρτύρων, Ιωάννου και Ιακώβου, Ερμινίγγελδου, Κυπριανού και Ιουλιανής, Θεολήπτης, Ιακώβου Οσιομάρτυρα και των συν αυτώ, Δαβίδ Οσίου, Ελένης Παρθενομάρτυρος.Οἱ Ἅγιοι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός οἱ Ἀνάργυροι καὶ ΘαυματουργοὶΟἱ Ἅγιοι αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Οἱ γονεῖς τους ἦταν ἄριστο πρότυπο χριστιανῶν συζύγων. Ὅταν ἡ μητέρα τους Θεοδότη ἔμεινε χήρα, ἀφιέρωσε κάθε προσπάθειά της στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν δύο παιδιῶν της, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ.
Τοὺς δύο ἀδελφοὺς διέκρινε μεγάλη εὐφυΐα καὶ ἐπιμέλεια, γι’ αὐτὸ καὶ σπούδασαν πολλὲς ἐπιστῆμες. Ἰδιαίτερα ὅμως, ἐπιδόθηκαν στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν σὰν διακονία φιλανθρωπίας πρὸς τὸν πλησίον. Θεράπευαν τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν φτωχῶν, χωρὶς νὰ παίρνουν χρήματα, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκαν Ἀνάργυροι. Πολλοὶ ἀσθενεῖς ποὺ θεραπεύθηκαν ἤθελαν νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν. Ἀλλὰ αὐτοί, δὲν δέχονταν τὶς εὐχαριστίες καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς:
«Ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμης καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Δηλαδή, ὅλος ὁ ὕμνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἰσχύς, ἀνήκει στὸ Θεό μας, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἔτσι ταπεινὰ ἀφοῦ διακόνησαν σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὸν πλησίον, πέθαναν εἰρηνικὰ καὶ ἐτάφησαν στὴν τοποθεσία Φερεμά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί, ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ χειρουργίᾳ, θεραπεύετε, παντοίας νόσους, σὺν Κοσμᾷ Δαμιανὲ οἱ Ἀνάργυροι· ὁ γὰρ Σωτὴρ ἰατροὺς ὑμᾶς ἔδειξεν, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ ἴασιν· ὅθεν ῥύσασθε, παθῶν δυσαλθῶν καὶ θλίψεων, τοὺς ποθῷ τῷ ναῷ ὑμῶν προστρέχοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐκ τῆς Ἀσίας ὥσπερ δύο ἀστέρες, ἐξανατείλαντες Ἀνάργυροι θεῖοι, τῇ οἰκουμένῃ λάμπετε θαυμάτων ταῖς αὐγαῖς, νόσους μὲν ἰώμενοι, καὶ δεινὰς καχεξίας, χάριν δὲ παρέχοντες, τοῖς πιστοῖς εὐρωστίας, Δαμιανὲ θεόφρον καὶ Κοσμᾶ, χειμαζομένων, λιμένες πανεύδιοι.
Μεγαλυνάριον.
Οἷά περ θεράποντες ἰατροί, ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀσθενείας ὀδυνηράς, ἰάσασθε τάχος, ἀρρήτῳ ἐπισκέψει, ἡμῶν θαυματοβρύται, σοφοὶ Ἀνάργυροι.
Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ.
Ἡ Κυριαίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἡ δὲ Ἰουλιανὴ ἀπὸ τὴν πόλη Ρῶσο. Καὶ οἱ δυὸ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα χριστιανικῆς φιλαδελφίας. Φρόντιζαν ὀρφανά, παρεῖχαν τὴν βοήθειά τους ἀφιλοκερδῶς σὲ ὅποιον εἶχε τὴν ἀνάγκη τους. Παρότι δὲν ἦταν πολὺ μορφωμένες πάντα ἔβρισκαν τρόπο νὰ στηρίξουν τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ χρειαζόντουσαν. Εἶχαν δὲ καταφέρει νὰ φέρουν στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Τὶς δύο Ἁγίες τὶς συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Μαρκιανὸς καὶ τὶς πίεζε νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνες ὅμως δὲν ὑποχώρησαν στὶς πιέσεις καὶ ἔμειναν ἀμετακίνητες στὴν πίστη τους.
Γι’ αὐτήν τους τὴν ὁμολογία οἱ Ἁγίες ρίχτηκαν στὴν πυρά, καὶ παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους στὸν Κύριο.
Οἱ Ἅγιοι Καισάρειος, Δάσιος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν
Συνελήφθησαν στὴ Δαμασκὸ καὶ τιμωρήθηκαν μὲ διάφορα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν χριστιανική τους πίστη, ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος οἱ Ἱερομάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Πρεσβύτερος.
Οἱ Ἱερομάρτυρες αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Σαβωρίου (332) καὶ δίδασκαν στοὺς εὐσεβεῖς τὸν λόγο τῆς ἀληθινῆς πίστης καὶ πολλοὺς κατόρθωναν νὰ προσελκύουν σ’ αὐτήν.
Ὁπότε συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Σαβώριο καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὑποβλήθηκαν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἐρμινίγγελδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἐρμινίγγελδος ἦταν γιὸς τοῦ βασιλιὰ τῶν Βησιγότθων Λιουβιγγέλδου. Ὁ Βασιλιὰς αὐτὸς καὶ ὅλο τὸ ἔθνος του, εἶχαν προσχωρήσει στὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἐρμινίγγελδος ὅμως, διδάχτηκε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Λέανδρο, σὲ ἕνα ταξίδι του.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε ἀπαρνηθεῖ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ εἶχε γίνει χριστιανός. Αὐτὸ στεναχώρησε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ παρακάλια καὶ ἀπειλές. Ὅταν δὲν κατόρθωσε τίποτα, τὸν κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὡς Χριστιανό. Καὶ ἔτσι τὸν φυλάκισαν.
Ὁ Ἐρμινίγγελδος παρότι βασανίστηκε πολύ, παρέμεινε πιστὸς στὸν Κύριο. Ἔτσι διατάχθηκε ὁ θάνατός του. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ κελί του καὶ τὸν θανάτωσαν γονατιστὸ ὅπως προσευχόταν.
Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
(Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὶς Ἁγίες τῆς αὐτῆς ἡμέρας Κυριαίνης καὶ Ἰουλιανῆς καὶ ἡ Κυριαίνα, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφή, ἔγινε Κυπριανός).
Ἡ Ἁγία Θεολήπτη
Ἐντελῶς ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ γίνεται λόγος στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 2α, ὅπου ὑπάρχει καὶ Στιχηρὸ τροπάριό της. Ἀπ’ αὐτὸ συμπεραίνουμε ὅτι, βασανίστηκε ἀπὸ τὸν τύραννο, ρίχτηκε στὴν φυλακὴ καὶ κατὰ πάσα πιθανότητα πέθανε μαρτυρικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ δύο μαθητές του Ἰάκωβος ὁ Διάκονος καὶ Διονύσιος ὁ Μοναχὸς
Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Καστοριᾶς (Κορησός), ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, τὸν Μαρτῖνο καὶ τὴν Παρασκευή. Ἔγινε βοσκὸς προβάτων καὶ ἀπόκτησε ἀρκετὸ πλοῦτο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν φθονήσει ὁ ἀδελφός του, ποὺ τὸν διέβαλε στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν βρῆκε θησαυρό. Γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν φθόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ὁ Ἰάκωβος, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόμενος σὰν ἔμπορος προβάτων ἔγινε καὶ πάλι πλούσιος.
Κάποια ἡμέρα ὅμως, πῆγε στὸν Πατριάρχη, ἐξομολογήθηκε καὶ διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Κατόπιν πῆγε στὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου (ποὺ ἦταν σκήτη τῆς Ι. Μονῆς Ἰβήρων), ὅπου ἡσύχαζε ὑποτασσόμενος σὲ κάποιον γέροντα Ἰγνάτιο. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὶς ἀρετές, ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἕξι μαθητές του, καὶ διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς στὴ μοναχικὴ πολιτεία.
Ἀργότερα ἀναχώρησε μὲ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὸ Κάστρο Πέτρα καὶ ἀπὸ κεῖ στὰ Μετέωρα, ὅπου δίδαξε στοὺς ἐκεῖ Μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὸ Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου τῆς Δεβέρκιστας, κοντὰ στὴ Ναύπακτο, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ λοιπόν, συκοφαντήθηκε ἀπ’ τοὺς Τούρκους, ὅτι ἐξεγείρει τοὺς χριστιανοὺς κατὰ τῆς ἐξουσίας. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ δύο μαθητές του στὸν Μπέη Τρικάλων, ποὺ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ 40 ἡμέρες. Ἀπὸ τὴν φυλακὴ αὐτή, ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Ἰάκωβο διάκονο καὶ Διονύσιο μοναχό, στὸ Διδυμότειχο τῆς Θράκης, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος Σελήμ.
Ἐκεῖ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν φρικτά, τοὺς ἔστειλαν στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ἦλθε καὶ ὁ Σουλτάνος, ὁ ὁποῖος τοὺς πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, μὲ μιὰ φωνὴ ἀπάντησαν: «μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κὰν μύρια βάσανα μᾶς παιδεύσετε».
Τότε μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου, οἱ βασανιστὲς ἔξυναν μὲ σιδερένια νύχια τὶς σάρκες τους, γρονθοκοποῦσαν τὰ σαγόνια τοῦ γέροντα Ἰακώβου καὶ ἔβγαζαν λουρίδες τὸ δέρμα του ἀπὸ τὸ στῆθος, καὶ στὶς πληγές του ἔριχναν ἁλάτι καὶ ξίδι.
Τοὺς δυὸ μαθητές του, τοὺς μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ οἱ τρεῖς ἦταν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν τὴν 1η Νοεμβρίου 1520.
Τὰ λείψανα τοῦ Ὁσιομάρτυρα Ἰακώβου καὶ τῶν συμμαρτύρων του, βρίσκονται στὴ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Βίο καὶ Ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ρήτωρ Θεοφάνης ὁ Θεσσαλονικεύς, ποὺ ὑπῆρξε σύγχρονός του.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται τὴν 28η Ἰανουαρίου καὶ τὴν 2α Νοεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαρδινίτζα, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια.
Ἔζησε ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἱερεμίας, περὶ τὸ 1519. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Χριστόδουλο καὶ ἦταν ἱερέας, τὴν δὲ μητέρα του Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ εἶχε ἄλλον ἕναν ἀδελφὸ καὶ δυὸ ἀδελφές.
Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ὅσιος ἔδειξε ἐξαίσια μορφὴ καὶ ἔμαθε ἄριστα τὰ ἱερὰ γράμματα. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν ἅγιο γέροντα, τὸν Ἀκάκιο, ποὺ τὸν ἐκπαίδευσε στὶς ἀρετὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ὅσιος Δαβὶδ κάνει μία φοβερή, σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, πνευματικὴ πορεία, διδάσκοντας τὴν ἔμπρακτη ἀρετὴ καὶ κάνοντας διάφορα θαύματα. Προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ μὲ μεγάλη ἁγιότητα τὴν 1η Νοεμβρίου.
Βιογραφία του συνέγραψε ὁ μαθητής του Χριστόφορος μοναχὸς καὶ Ἀκολουθία του ὁ Ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.
Μονὴ τοῦ Ὅσιου Δαβὶδ ὑπάρχει στὴν Εὔβοια.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τὸν πανένδοξον, Δαβὶδ τὸν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀπαδὸν ἀληθέστατον, καὶ τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον. Διὸ Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ λαμπρότατος ὤφθης ἐν κόσμῳ, καταυγάζων ἅπαντας τοὺς προσιόντας σοι πιστῶς, Δαβὶδ Πατέρων τὸ καύχημα, τῶν ἰαμάτων τοῖς θείοις χαρίσμασι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Λοκρίδος θεῖος βλαστός· χαίροις τῆς Εὐβοίας, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὰ ῥεῖθρα, Δαβὶδ θαυματοφόρε, τοῖς σοὶ προστρέχουσι.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Παρθενομάρτυς ἐκ Σινώπης
Μαρτύρησε τὸν 18ο αἰώνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν ὡραία πόλη τοῦ Πόντου Σινώπη καὶ ἦταν κόρη τῆς εὐσεβοῦς οἰκογενείας Μπεκιάρη. Ἦταν 15 ἐτῶν ὡραιότατη στὸ σῶμα, ἡ δὲ ἁγνότητά της ἔδινε ἰδιαίτερη χάρη στὸ πρόσωπό της. Διακρινόταν γιὰ τὴν ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς της καὶ τὸν θερμὸ ἔρωτα τῆς ψυχῆς της πρὸς τὸ νυμφίο Χριστό.
Μιὰ μέρα λοιπόν, ἡ μητέρα της τὴν ἔστειλε ν’ ἀγοράσει νήματα γιὰ τὸ κέντημα, ἀπὸ τὸ κατάστημα τοῦ Κρύωνα. Στὸν δρόμο ὑπῆρχε τὸ σπίτι τοῦ Οὐκούζογλου πασᾶ, διοικητοῦ τῆς Σινώπης. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἡ Ἑλένη, ὁ πασᾶς τὴν εἶδε ἀπ’ τὸ παράθυρο. Ἡ ὡραιότητά της τράβηξε τὴν ἀκόλαστη ψυχή του καὶ σκέφθηκε νὰ τὴ μολύνει. Διέταξε τότε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του. Ἀφοῦ ἔμαθε ποιὰ ἦταν, προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ τὴν βιάσει, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Διότι ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστάτευε τὴν Ἑλένη, ποὺ συνεχῶς προσευχόταν. Ὁ πασᾶς, ἀντὶ νὰ δεῖ τὸ θαῦμα, σκλήρυνε περισσότερο ἡ ψυχῆ του καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸν σκοπό του, τὴν βασάνισε σκληρὰ καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε.
Τὸ ἱερό της λείψανο τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ μὲ θαυματουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀπὸ Ἕλληνες ναυτικούς, ποὺ τὸ μετέφεραν στὴν Σινώπη. Τὸ 1924, ἡ κάρα τῆς Ἁγίας, μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, Ἄνω Τούμπας Θεσσαλονίκης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς ἁγνείας τὸ ἄνθος τὸ εὐωδέστατον, καὶ Σινώπης τὸ κλέος καὶ θεῖον βλάστημα, Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἑλένη πάνσεμνε, ἡ ἀθλήσασα στερρῶς, καὶ καθελοῦσα τὸν ἐχθρόν, τῆς πίστεως τῇ δυνάμει, διὰ παντὸς ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος ἐν τῇ δυνάμει, τοῦ Χριστοῦ κατέβαλες, τὸν πολυμήχανον ἐχθρόν, καὶ μαρτυρίῳ κεκόσμησαι, Παρθενομάρτυς Ἑλένη πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Σινώπης ἄνθος τερπνόν, καὶ τῆς παρθενίας, τὸ ἀλάβαστρον τὸ σεπτόν· χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος Ἑλένη, οἷα Παρθενομάρτυς, Χριστοῦ ἀήττητος.
Πληροφορίες ἀπό Saint καί Μέγα Συναξαριστή