[Λουκ. 17,20: 25]
«Ὥσπερ ἡ ἀστραπή ἡ ἐν τόν οὐρανόν λάμπουσα, οὕτως ἔσται καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου»[1], ἔτσι μεγαλοπρεπῶς θά ἔρθει καί ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί ἀδελφοί, κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία, ὅπως ἡ ἀστραπή ἡ ὁποία λάμπει καί φωτίζει ὅλον τόν ὑπ’ οὐρανόν χῶρο. Καί ἀκόμα πιό λαμπρά θά εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου καί θά εἶναι μέσα στήν λαμπρότητα καί ἡ παρουσία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων καί ὅλων των Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι βίωσαν αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου.
 
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος διηγεῖται ὅτι: «εἶχα συνηθίσει στήν μοναξιά κι ἤθελα νά εἶμαι μόνος. Ἤθελα νά ζῶ ἔξω καί πιό πολύ τή νύκτα. Γι’ αὐτό τόν λόγο», λέγει, ὅταν ζοῦσε στόν Ἅγιο Χαράλαμπο στήν Εὔβοια, «ἀνέβαινα πάνω σ’ ἕναν πρίνο, ψηλά, πάνω ἀπό δυόμισι μέτρα. Ἔφτιαξα ἐκεῖ ἕνα κρεβάτι μέ σχίνους. Ἔκοψα σχίνα καί τά ἔπλεξα μέ τά κλαδιά τοῦ πρίνου. Ἔβαλα ἀπό πάνω μία κουβέρτα καί τυλιγόμουν. Ἦταν πολύ ὡραῖο. Ἀνέβαινα μέ μιά σκάλα, πού τήν εἶχα φτιάξει μόνος μου, κι ὅταν ἔφθανα ἐπάνω, τήν τραβοῦσα καί κανείς δέν μέ ἐνοχλοῦσε. Τό κρεβάτι τό εἶχε ζώσει μιά ἀγράμπελη, πού εὐωδίαζαν πολύ ὡραῖα τά ἄφθονα ἄνθη της. Κάτω ἀπό τόν πρίνο ἦταν ἕνας πλούσιος σχίνος. Ἀπεῖχε ἀπό τόν πρίνο, ἀπό τήν ρίζα τοῦ πρίνου, κανά-δύο μέτρα μέ τρία. Ἀνέβαινα στό κρεβάτι σκαρφαλώνοντας. Ἐκεῖ ἤμουν ὅλο προσευχή. Ἤμουν ἁγιορείτης. Ἤθελα μοναξιά καί Ψαλτήρι. Ἀλλά καί τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Προσευχόμουν ὧρες ἐκεῖ στόν πρίνο, μέσα στά λουλούδια τῆς ἀγράμπελης, πάνω στό σχινένιο κρεβάτι μου»[2]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος, παρόλο πού εἶχε βγεῖ ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, συνέχιζε νά ἀσκεῖται, συνέχιζε νά προσεύχεται καί νά ζεῖ μέσα στήν ἁγιασμένη ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς, ὅπως καί στό Ἅγιον Ὄρος.

 
«Ἕνα βράδυ πού σκαρφάλωσα στό κρεβάτι αὐτό -διηγεῖται- τό γεμάτο λουλούδια, ἔκανα τήν προσευχή μου. Ἦταν νύκτα μές στήν ἐρημιά. Τό φεγγάρι ἔλουζε τήν πλάση. Μέ συνόδευαν τ’ ἀηδόνια, πού μόλις εἶχαν ξυπνήσει καί κελαηδοῦσαν. Εἶπα πολλά ἀπ’ τό Ψαλτήρι καί κυρίως τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Σέ μιά στιγμή σηκώθηκα ὄρθιος κι εἶπα νοερῶς τό ἀπόδειπνο. Τήν ὥρα πού ἄρχισα νά λέω τήν εὐχή τῆς Παναγίας, ἔφτιαξα μιά εἰκόνα νοερή τῆς Παναγίας: Πάνω σέ ἕναν ὡραῖο, θεῖο καί ὑψηλό θρόνο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί γύρω-γύρω τά τάγματα τῶν ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων, χερουβείμ, σεραφείμ, τῶν μαρτύρων, τῶν ἁγίων, τῶν ὁσίων, τῶν προφητῶν. Μπροστά σ’ αὐτό τό μεγαλεῖο γονάτισα σάν ἀνάξιος καί ἄρχισα νά λέω δυνατά: «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε, ἁγνή Θεόνυμφε Δέσποινα…». Δέος, τρόμος μέ κατάλαβε, ὅταν μιά ἀκτίνα φωτεινή πού ἐρχόταν ἀπ’ τήν Παναγία μας, χτυποῦσε τό κεφάλι μου, πού εἶχα σκύψει ταπεινά ταπεινά γιά τή μεγάλη μου ἀναξιότητα»[3]. Μιλάει δηλαδή γιά μία φανέρωση τῆς Παναγίας καί μιά θεία ἐνέργεια πού ἔρχεται ἀπό Αὐτήν.
 
«Τή στιγμή πού τελείωσα τήν εὐχή τῆς Παναγίας καί σώπασα, ἀκούω κάτω ἀπ’ τό δέντρο καί βγαίνει ἕνας ἄνθρωπος. Ἦταν ἕνας ἄνδρας. Μοῦ λέει: – Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, κατέβα κάτω, σέ θέλω. Κατέβηκα κάτω. Μέ χαιρέτησε. Μοῦ λέει: – Πεινάω πολύ. – Τρέχω νά σοῦ φέρω, τοῦ λέω. – Ἄκου νά σοῦ πῶ, μοῦ λέει. Ἐγώ ἦλθα ἀπ’ τήν Ἀμερική καί σκότωσα τήν γυναίκα μου. Μέ κυνηγήσανε κι ἐγώ πῆρα τά βουνά μή μέ συλλάβουνε, ἀλλά πεθαίνω τῆς πείνας.
 
Πῆγα καί τοῦ ἔφερα τρία πρόσφορα. Μοῦ ἐξήγησε, βέβαια, ὅτι ἡ γυναίκα του εἶχε πιάσει φίλο κι αὐτός, ὅταν τ’ ἄκουσε, ἦλθε κι ἔκανε τό κακό. Τό ἔχει μετανιώσει, ἀλλά ὅμως τό ἔκανε. – Σέ παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, μήν πεῖς πουθενά τίποτα γιά μένα, μοῦ λέει καί χάθηκε στό σκοτάδι. Ὅταν ξημέρωσε, ἦλθε ἡ ἀστυνομία καί ἔψαχνε. Μέ ρώτησαν ἄν εἶδα κάποιον ἔτσι κι ἔτσι. Μοῦ τόν περιέγραψαν. – Ὄχι, λέω, δέν εἶδα τίποτα. Αὐτό πού ἐξομολογήθηκε σ’ ἐμένα αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε ἀπό τήν χάρη τῆς Παναγίας μας. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἦταν μπροστά μου ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κι ἔστελνε τή φωτεινή ἀκτίνα της σ’ ἐμένα τόν ταπεινό! Καλογεράκι ἤμουνα, παπάς βέβαια, κάπου ἐκεῖ εἴκοσι ἕνα χρονῶ»[4]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος θαυμάζει τό μεγαλεῖο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καί ὅπως ὅλοι, καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
 
«Νά ἔχετε», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «εὐλάβεια σέ ὅλους τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καί περισσότερο στήν Παναγία, γιατί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς καί παρακαλεῖ τόν φιλεύσπλαχνο Χριστό γιά τίς ἁμαρτίες μας». «Ἀλλά ἀδύνατο», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «νά χάσει τήν ψυχή του ἐκεῖνος πού τιμάει τήν Παναγία»[5].
 
«Ἄν ἡ Θεοτόκος εἶναι φυσική μητέρα τοῦ Χριστοῦ», δίδασκε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «καί θετή καί πνευματική μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἔχουμε δίκιο νά ποῦμε ὅτι ἄλλη κυρίως μητέρα δέν ἔχουμε παρά μόνο τήν Θεοτόκο. Βλέποντας τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀφιέρωσε τήν καρδιά σου σ’ αὐτήν. Σ’ αὐτήν πού βασιλεύει στόν Παράδεισο καί εὐχαρίστησέ τη, γιατί στάθηκε πάντα ἕτοιμη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί γιατί δέν λείπει στόν ἀόρατο πόλεμο πού κάνουμε ἡ προστασία καί ἡ βοήθειά της». Δέν ὑπάρχει κανένας πού νά ἐπικαλέστηκε τήν Παναγία μέ πίστη καί νά μήν τόν ἄκουσε μέ εὐσπλαχνία. Χωρίς τήν μεσιτεία τῆς Θεοτόκου δέν μπορεῖ κανένας νά πλησιάσει τόν Θεό, οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἄγγελος, γιατί αὐτή μόνη βρίσκεται στό σημεῖο μεταξύ τῆς ἀκτίστου Ἁγίας Τριάδος καί τῆς κτιστῆς φύσεως τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων. Μόνο αὐτή εἶναι «Θεός» ἄμεσος μετά τόν Θεό καί ἔχει τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπειδή εἶναι ἀληθινά μητέρα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή εἶναι ὄχι μόνο ὁ θησαυροφύλακας ὅλων τῶν πλούτων τῆς θεότητας, ἀλλά καί ὁ διαμοιραστής σέ ὅλους, ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλων τῶν ὑπερφυσικῶν λάμψεων καί πνευματικῶν χαρισμάτων πού δίνονται ἀπό τόν Θεό στήν κτίση»[6]. Ὅλα τά καλά μᾶς ἔρχονται ἀπό τόν Θεό διαμέσου ὅμως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
 
«Ὅλα ἐκεῖνα τά δοχεῖα στά ὁποῖα ἔχει τοποθετηθεῖ», λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «πολύτιμο ἄρωμα, μολονότι δέν ὑπάρχει μέσα τους ἄρωμα, τά ἀγγεῖα αὐτά διατηροῦν τήν εὐωδία τοῦ σώματος τοῦ ἀρώματος ἐκείνου. Καί γιά ὅσο περισσότερο χρονικό διάστημα παρέμεινε τό ἄρωμα μέσα στό δοχεῖο, τόσο περισσότερο τό δοχεῖο εὐωδιάζει. Καί ἐπειδή αὐτό εἶναι ἀληθινό, ἄραγε ἀπό ποιά ἄδυτη εὐωδία φιλανθρωπίας ἀπό ποιά φλόγα ἀγάπης, ἀπό ποιούς λογισμούς ἐλέους καί εὐσπλαχνίας μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι γεμάτα τά σπλάχνα τῆς Θεοτόκου πού γιά ἐννέα μῆνες κράτησε στήν παρθενική της γαστέρα τόν Χριστό, τό ἀκένωτο μύρο, ὁ ὁποῖος Χριστός, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, τό αὐτοέλεος, ἡ αὐτοευσπλανχνία; Τό ὄνομα Μαρία», παρατηρεῖ πάλι ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «παράγεται ἀπό τό ἑβραϊκό «Ἀϊός» καί ἑρμηνεύεται ὡς Κυρία, διότι ὡς μήτηρ Θεοῦ, ἐξουσιάζει τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια κτίσματα. Ἔχει τήν κυριότητα τῆς δυνάμεως, ἐπειδή τό θεμέλιο τῆς κυριότητας εἶναι ἡ δύναμη»[7].
 
«Ὁ ἄνθρωπος πέφτει ὁλοένα σέ σφάλματα», λέει καί ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου. Ἀλλοίμονο ἄν δέν πρόφτανε ἡ χάρις τῆς Κυρίας Θεοτόκου διότι δέν ἔχουμε ἄλλον μεσίτη πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό. Γι’ αὐτό πρέπει σίγουρα νά τήν παρακαλοῦμε νά μεσιτεύει στόν Υἱό της γιά λόγου μας. Ἔχεις τήν εὔνοια τῆς Παναγίας, ἔχεις τό πᾶν! Δέν ἔχεις τήν εὔνοιά της, ἔχασες τό πᾶν. Ἄν ἔχουμε τήν προστασία της, ἔχουμε τό πᾶν∙ ἄν δέν τήν ἔχουμε, χάνουμε τό πᾶν», παρατηροῦσε ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου.
 
«Ποιός μπορεῖ νά ὁμολογήσει περί τῆς Παναγίας; Ἐγώ μέ τά ρυπωμένα χείλη μέ τήν βδελυρή καί ἀκάθαρτη γλώττα δέν μπορῶ νά ἀναφέρω τό ὑπεράγιο ὄνομά της. Τήν εὐχαριστῶ γιά ὅλα ὅσα μέ ἔχει εὐεργετήσει ἡ χάρις της», λέει ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου. «Δέν μπορῶ νά πῶ λόγο πρός εὐχαριστία καί πληρωμή τῶν εὐεργεσιῶν καί χαρίτων της. Γιά τίς εὐεργεσίες πού ἔχει κάνει σέ μένα ἡ Παναγία, ἐγώ φαίνομαι ἀγνώμων καί ἀχάριστος»[8].
 
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 
 
[1] Ματθ. 24, 27.
 
 
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
 
 
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
 
 
[4] Ὅ.π.
 
 
 
 
[6] Ὅ.π.
 
 
[7] Ὅ.π.
 
 
[8] Ὅ.π.