Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;
Το ερώτημα αυτό του Ιησού προς τους μαθητές του, διατυπωμένο πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, παραμένει καίριο σε όλες τις εποχές. Οι Χριστιανοί απαντούν με σιγουριά ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, ο οποίος έγινε άνθρωπος, ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να γίνει υιός του Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος βεβαιώνει «πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ έστι».
Η παρούσα απολογία δεν απευθύνεται σε αυτούς που πιστεύουν και ομολογούν τον Ιησού ως Χριστό και Υιό του Θεού. Αυτοί είναι μακάριοι κατά την απόκριση του Ιησού προς τον Πέτρο, «ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψεν αὐτοῖς, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Η παρούσα απολογία απευθύνεται σ’ αυτούς που με ερευνητική ή πολεμική διάθεση, ψάχνουν να βρουν ποιος είναι ο Ιησούς, αυτός ο ταπεινός άνθρωπος που γεννήθηκε σε ένα ασήμαντο χωριουδάκι, σε μια γωνιά του αρχαίου κόσμου και εκτελέστηκε ως εγκληματίας από τους ομοεθνείς του.
Τόσο ταπεινός, ώστε η φύση ν’ αναγγείλει με μοναδικό τρόπο, τόσο την γέννηση όσο και τον θάνατό του. Τόσο ασήμαντος, ώστε τα μέρη που περπάτησε και έδρασε να είναι προσκυνηματικός προορισμός, όλων των φυλών της γης. Τόσο εγκληματίας, ώστε ν’ αποτελεί παγκόσμιο παράδειγμα-υπενθύμιση δικαστικής πλάνης.
Η αξία του ανθρώπου δεν αποδεικνύεται από τους ακόλουθους ή τους πιστούς αυτού. Αποδεικνύεται από τους πολέμιούς του και την αποτυχία των πολύμοχθων προσπαθειών τους να τον καταβάλλουν. Αιώνιες, υπεράνθρωπες προσπάθειες καταβλήθηκαν με σκοπό να πείσουν ότι ο Ιησούς δεν είναι αυτό που ο κόσμος πιστεύει. Ατέλειωτα συγγράμματα με απόψεις και ιδέες που στοχεύουν στην αδύναμη λογική, ψάχνουν να βρουν χαραμάδες, να τρυπώσουν και εκ των έσω να αλώσουν την πίστη. Αλλά η ανθρώπινη λογική είναι η θύρα διά της οποίας εισέρχεται η πίστη. Όχι ο νους, αλλά η καρδιά είναι ο χώρος που η πίστη εμφωλεύει. Αυτό συμβαίνει διότι η καρδιά είναι το όργανο, δια του οποίου ο άνθρωπος διερευνά τον υπερφυσικό κόσμο και κατά τον απόστολο Παύλο η πίστη είναι «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων».
Έτσι η αμφισβήτηση καταφέρνει να πετύχει τον σκοπό της, όχι όταν αποδειχθεί λογικά, πράγμα αδύνατο, αλλά οσάκις βρει στην καρδιά του ανθρώπου την διά των έργων της αποστασίας και εκ μακροθυμίας του Θεού αμφιβολία. «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐάν τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν».
Ἴδε ὁ ἄνθρωπος – Ο ιστορικός Ιησούς.
Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν
Μέσα από την κριτική εξέταση αυτών των πηγών είναι δυνατόν να καταλήξει ο μελετητής σε ασφαλή συμπεράσματα, για το αν ο Ιησούς υπήρξε όντως ιστορικό πρόσωπο, εντεταγμένο στο ιστορικό περιβάλλον της εποχής του και ν’ αποφανθεί αρνητικά στην θεωρία περί του μύθου του Ιησού.
Η μαρτυρία της παγκόσμιας ιστορίας
Παρατηρώντας ο ιστορικός την πνευματική και ηθική κατάσταση του κόσμου, την εποχή της γέννησης του Χριστού, διαπιστώνει μία κατάπτωση του παλαιού κόσμου σε σημείο μη αναστρέψιμο, λόγω της κόπωσης και της φθοράς που προήλθε από την συνεχή τριβή των παλαιών ηθών. Αμέσως μετά, στο σύντομο χρονικό διάστημα μίας γενιάς, εμφανίζεται μια πνευματική και ηθική ανανέωση, πραγματικά μια αναγέννηση, χωρίς ωστόσο να έχουν παρατηρηθεί στο άμεσο παρελθόν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα μπορούσαν να την δημιουργήσουν ή να την αιτιολογήσουν.
Τόσο ριζικές και συνάμα κοσμογονικές ήταν οι αλλαγές στην πνευματική ιστορία του αρχαίου κόσμου, ώστε η ιστορία έκρινε ότι ο χρόνος έπρεπε να ξεκινήσει να μετριέται και πάλι με αφετηρία την γέννηση του Ιησού. Γιατί; Για να δηλώσει ότι ξεκίνησε μια νέα εποχή, εντελώς διαφορετική από την παλαιά και τόσο υπέρτερη, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για αναδημιουργία και επανεκκίνηση της ανθρώπινης ιστορίας σε νέα βάση.
Το κοσμογονικό γεγονός που άλλαξε την ροή της ιστορίας ήταν η εμφάνιση του Χριστιανισμού, ο δε Χριστιανισμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Ιησού. Ο Ιησούς δεν είναι απλώς ο ιδρυτής του. Είναι το αρραγές θεμέλιο επί του οποίο αυτός οικοδομήθηκε. Δεν μπορεί να υπάρξει Χριστιανισμός χωρίς τον Ιησού. Η διδασκαλία της νέας τότε θρησκείας αναπτύχθηκε με κεντρικό πρόσωπο τον Ιησού, κεντρικό θέμα την ζωή, τον θάνατο και την Ανάστασή του. Η ποιότητα της νέας τότε θρησκείας εξαρτήθηκε και εξαρτάται από το λυτρωτικό έργο του Ιησού.
Η σχέση Ιησού-Χριστιανισμού είναι μοναδική ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες. Στις άλλες θρησκείες η ζωή του ιδρυτού της είτε είναι άγνωστη μεταξύ των πιστών ή αν είναι γνωστή, ελάχιστη σχέση έχει με την ύπαρξη της θρησκείας. Αντίθετα στον Χριστιανισμό, το πρώτο λυτρωτικό μήνυμα προς τον κόσμο ήταν ο σταυρικός θάνατος και η ανάσταση του Ιησού. Δεν νοείται Χριστιανός που αγνοεί την ζωή, το έργο και την διδασκαλία του.
Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δε μωρία.
Ο Χριστιανισμός δεν είναι καρπός της εποχής, κατά την οποία εμφανίστηκε. Οι θεωρίες που τον θέλουν αποτέλεσμα της σύζευξης Ιουδαϊσμού και εθνισμού είναι ασύστατες και παρατρέχουν τα ιστορικά γεγονότα. Η χριστιανική διδασκαλία με την εμφάνισή της σκανδάλισε του Ιουδαίους και ξένισε τους εθνικούς. Τόσο έντονη ήταν η αντίθεση αυτή, ώστε οδήγησε σε απηνείς διωγμούς και θανάτωση των Χριστιανών και από τις δύο μερίδες, Ιουδαίους και εθνικούς.
Η πρωτοτυπία του Χριστιανισμού έγκειται στις νέες ιδέες, με τις οποίες εμβολίασε και αναζωογόνησε τον αρχαίο κόσμο, καθιστώντας τον Ιησού σε τελική ανάλυση ιατρό και σωτήρα αυτού. Η έννοια της αγάπης στην χριστιανική διδασκαλία βρίσκει μοναδική έκφραση. Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καί προσεύχεσθαι ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς.
Ο χρυσός κανόνας της ηθικής, Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὔτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς, η επί του όρους ομιλία και ολόκληρη η χριστιανική διδασκαλία είναι άνευ προηγουμένου. Δεν μπορεί να βρει κάποιος, κάτι αντίστοιχο στις μυθολογίες, τις θρησκείες, τις φιλοσοφίες του αρχαίου κόσμου.
Ας μας πουν οι κύριοι του Zeitgeist, αυτοί που νομίζουν ότι βρήκαν το αντίστοιχο του μωσαϊκού νόμου στην αιγυπτιακή βίβλο των νεκρών (κάτι το οποίο αναιρέσαμε) αν μπορούν να βρουν κάτι αντίστοιχο των καινοφανών ιδεών της χριστιανικής διδασκαλίας στις αρχαίες θρησκείες. Είναι σίγουρο ότι δεν μπορούν γι’ αυτό ψάχνουν στ’ άστρα να φτιάξουν αστροθεολογίες για εξωγήινους.
Αναζητώντας κανείς την αρχή της πρωτότυπης χριστιανικής διδασκαλίας, καταλήγει στην ύπαρξη του Ιησού και αναγκάζεται ν’ αποδεχθεί το περιστατικό της επί του όρους ομιλίας. Πηγή της χριστιανικής διδασκαλίας είναι ο ίδιος ο ιδρυτής αυτής. Ο νέος άνθρωπος, ο ανακαινισμένος άνθρωπος, αυτός που προάγεται με την εφαρμογή στην πράξη της διδασκαλίας του Χριστιανισμού, είναι αποτέλεσμα της δράσης του ιστορικού Ιησού, χωρίς προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο. Ο νέος κόσμος, αυτός που προέκυψε από την εμφάνιση του νέου ανθρώπου στον παλαιό νεκρωμένο κόσμο, είναι δημιούργημα του ιστορικού Ιησού. Το δημιούργημα μαρτυρεί περί του δημιουργού του, δεικνύει και αποδεικνύει αυτόν.
Στο εκπολιτισμένο ελληνιστικό περιβάλλον ο Χριστιανισμός λειτούργησε ανανεωτικά, ανακαινιστικά. Στον απολίτιστο βαρβαρικό περίγυρο λειτούργησε δημιουργικά. Ολόκληρα βαρβαρικά έθνη με το που γνώρισαν και αποδέχθηκαν την χριστιανική διδασκαλία, μετασχηματίστηκαν σε πολιτισμένα. Αντάλλαξαν την αγριότητα με την αγιότητα και με βάσει τις νέες πνευματικές αξίες δημιούργησαν τον εθνικό πολιτισμό τους. Αυτό είναι ένα ακόμη πιο θαυμαστό γεγονός, διότι φανερώνει την εκ του μηδενός δημιουργία του πολιτισμού με την επίδραση του Χριστιανισμού, εκεί που πριν υπήρχε μόνο βαρβαρότητα.
Αυτό το κατόρθωμα ούτε ο ελληνιστικός πολιτισμός δεν το έτυχε, που τόσο θαυμάζεται κατά κοινή παραδοχή, για την ανωτερότητά του στην εποχή που εμφανίστηκε. Και αν θαυμάζεται αυτός ο ελληνιστικός πολιτισμός, που παρά τις πνευματικές κατακτήσεις του δεν μπόρεσε να σπάσει τα σύνορα ελληνισμού και βαρβαρότητας, πόσο πρέπει να θαυμάζεται ο Χριστιανισμός, ο οποίος όχι μόνο ξεπέρασε τα ανυπέρβλητα αυτά πολιτιστικά σύνορα, αλλά ξεχύθηκε σε όλη την γνωστή τότε οικουμένη;
Και θαυμάζει ακόμη περισσότερο κανείς αν σκεφτεί ότι ο Χριστιανισμός δεν υπερέβη μόνο πολιτισμικά όρια, δεν δημιούργησε μόνο πολιτισμό εκεί που πριν υπήρχε βαρβαρότητα, αλλά ένωσε πάντα τα έθνη. Υπεράνω της φυλετικής καταγωγής, κατήργησε γλωσσικές διαφορές και συγγένειες αίματος, για να δημιουργήσει ένα νέο έθνος άγιο, στο οποίο οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαίος, περιτομή καί άκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των άγριων της Παταγονίας, τους οποίους βρήκε ο Δαρβίνος αποκτηνωθέντες. Όταν τους επισκέφτηκαν Χριστιανοί ιεραπόστολοι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου βρήκε πρόσφορο έδαφος, τόσο ημέρεψαν οι πριν άγριοι, ώστε ο Δαρβίνος αναγκάστηκε να παραδεχθεί την πλάνη του. (Το περιστατικό υπάρχει στο βιβλίο του C. A. Row, A Manual of Christian Evidences, London 1910, p. 43)
Ίσως αντιπροτείνει κάποιος, ότι μεγάλες προσωπικότητες υπήρξαν πολλές στην ανθρώπινη ιστορία κι επηρέασαν την τύχη πολλών εθνών. Κι αυτό είναι σωστό. Αλλά αυτές οι μεγάλες προσωπικότητες έδρασαν κατακτητικά, κατακυρίευσαν έθνη, κι ενώ από ένα έθνος μπορεί να θεωρούνται ήρωες, από άλλα να μισήθηκαν και να πολεμήθηκαν μέχρις εσχάτων. Μεγάλη προσωπικότητα ο Μέγας Ναπολέων για του Γάλλους; Ας ρωτήσουμε τους Ρώσους. Κι άλλες προσωπικότητες μισήθηκαν από όλους. Στο τέλος ποιος τους θυμάται; Που αλλού μπορεί να βρει κάποιος τα κατορθώματά τους, παρά σε σκονισμένα και καταχωνιασμένα βιβλία ιστορίας; Ποια συλλογική μνήμη διατήρησε την μορφή τους, εκτός ίσως από την πατρίδα τους;
Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον Ιησού. Τον γνωρίζει ακόμη και ο ποιο αγράμματος. Τον γνωρίζει ακόμη και ο κάτοικος της πιο απομακρυσμένης γωνιάς της γης. Τα μνημεία αυτού, αν θεωρηθούν μνημεία οι ναοί που είναι αφιερωμένοι σ’ αυτόν, είναι διάσπαρτοι σε όλη την γη. Τα μέρη που έζησε και έδρασε, ακόμη και ο τάφος του αν και άδειος, προσκυνείται από όλες της φυλές της γης, είτε με θρησκευτική είτε με οποιουδήποτε άλλου είδους ευλάβεια.
Περί τινος Ἰησοῦ τεθνηκότος, ὅν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν – εξωχριστιανικές μαρτυρίες.
Για τους εθνικούς συγγραφείς των πρώτων χρόνων του αποστολικού κηρύγματος, ο Ιησούς δεν ήταν τίποτα παραπάνω, από έναν νεαρό Ιουδαίο, ο οποίος εκτελέστηκε από τους ομοεθνείς του, όπως και τόσες χιλιάδες άλλοι την εποχή του σκληρότατου Ηρώδη και των Ρωμαίων έπαρχων. Τίποτε άξιο λόγου, τίποτε ικανό να τραβήξει την προσοχή των τότε ιστορικών από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αλλά και τις μικροπρέπειες της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Από τους εθνικούς συγγραφείς μπορεί και πρέπει να αναφερθεί η μαρτυρία του Τακίτου, περιορισμένης έκτασης, αλλά σημαντικότατη, λόγω της συγκυρίας. Μετά την προβοκατόρικη πυρκαγιά στην Ρώμη, ο Νέρων κήρυξε άδικο και αδικαιολόγητο διωγμό κατά των Χριστιανών. Γράφει ο Τάκιτος:
«Η κοινή γνώμη κατηγορεί τον Νέρωνα ως αυτουργό της πυρκαγιάς. Για να κατασιγάσει τους θρύλους αυτούς ο Νέρων υπέδειξε άλλους ως ένοχους και επέβαλε πρωτοφανείς και μετά πολλής σκέψεως επινενοημένες ποινές σ’ εκείνους, τους οποίους μισούσαν για τα κρυφά και βδελυρά τους έργα και ονόμαζαν κοινώς Χριστιανούς. Δημιουργός του ονόματος τούτου υπήρξε ο Χριστός, ο οποίος επί αυτοκρατορίας Τιβερίου παραδόθηκε να τιμωρηθεί υπό του πραίτωρος Ποντίου Πιλάτου. Αφού καταπνίγηκε αρχικά η βδελυρά αυτή δεισιδαιμονία, πλημμύρισε πάλι όχι μόνο την Ιουδαία, η οποία υπήρξε κοιτίδα του κακού τούτου, αλλά και αυτή την πόλη [της Ρώμης]. Άρχισαν λοιπόν να συλλαμβάνουν εκείνους, οι οποίοι ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί. Έπειτα με την υπόδειξή τους συνελήφθη πλήθος μεγάλο προσώπων» (Annales XV.38-44).
Ο Τάκιτος έγραψε το έργο του μεταξύ του 115-117 μ.Χ. Τα γεγονότα που περιγράφει συνέβησαν τριάντα χρόνια μετά την σταύρωση. Οι πληροφορίες του επιβεβαιώνουν την ευαγγελική ιστορία, για τον τόπο και τον χρόνο της σταύρωσης του Ιησού. Ταυτόχρονα, δίνει αξιόπιστες πληροφορίες για την ταχεία διάδοση του Χριστιανισμού και τις διώξεις των πρώτων Χριστιανών από τους εθνικούς. Η απολογητική αξία του είναι πολλαπλή.
Την ίδια εποχή με τον Τάκιτο έγραψε και ο Σουητώνιος το δικό του έργο, Βίοι Καισάρων. Στον Βίο του Κλάυδιου (Vita Claudii), αναφέρεται στον Χριστό.
«Εξόρισε [ο Κλαύδιος] από την Ρώμη τους Ιουδαίους, επειδή βρίσκονταν σε συνεχή αναταραχή, υποκινούμενοι από τον Χρηστό». (Vita Claudii C. XXV: Judaeos impulsore Chresto assidue tumultuantes Romae expulsit).
Το ότι ο «Χρηστός» ήταν πρόσωπο γνωστό φαίνεται από την έλλειψη της αόριστης αντωνυμίας quodam (= τινός), την οποία θα χρησιμοποιούσε σε αντίθετη περίπτωση. Η γραφή «Χρηστός» δικαιολογείται εκ του ότι ο Σουητώνιος ως εθνικός δεν μπορούσε να γνωρίζει την σημασία της λέξης «Χριστός», οπότε θεωρούσε σωστή την πιο οικεία και κατανοητή σε αυτόν μορφή «Chrestus».
Ο Σουητώνιος αποκαλεί τον Χριστιανισμό «βλαβερή» δεισιδαιμονία. Η λέξη «βλαβερή-maleficae», αν εκληφθεί με την νομική της έννοια σημαίνει «εγκληματική» και ως τέτοια, αξιόποινη. Δεισιδαιμονία καλείται αντί του «θρησκεία», κατά την ορολογία της εποχής. Εδώ πρέπει να δοθούν κάποιες εξηγήσεις. Οι Ρωμαίοι ήταν ελάχιστα ανεκτικοί απέναντι στις ξένες λατρείες. Μόλις και μπορούσαν να τις ανεχτούν, χάριν της ειρήνης των κατακτημένων λαών. Για παράδειγμα ο Σουητώνιος χαρακτηρίζει το ίδιο εγκληματική την λατρεία της Ίσιδας (Δομιτιανός Ι.2), όπως και άλλων θεοτήτων (Νέρων LVI). Ο μόνος λόγος για τον οποίο ανέχονταν τον Ιουδαϊσμό ήταν επειδή επρόκειτο για την θρησκεία των προγόνων των Ιουδαίων και είχε αρχαία παράδοση. Σέβονταν την αρχαιότητά της.
Συνεπώς όταν οι Ρωμαίοι χαρακτήριζαν «εγκληματική δεισιδαιμονία» ή κατά τον Τάκιτο, «ολέθρια δεισιδαιμονία» (exitiabilis superstitio) ή κατά τον Πλίνιο τον Νεώτερο, «φαύλη και χωρίς μέτρο δεισιδαιμονία» (Epist. X.96.8: superstitio prava et immodica) τον Χριστιανισμό, το έκαναν λόγω της απέχθειας που αισθάνονταν γι’ αυτόν και δεν κυριολεκτούσαν. Αυτό είναι και το στοιχείο που καθιστά αξιόπιστες αυτές τις μαρτυρίες. Οι Ρωμαίοι δεν είχαν κανένα λόγω να θεωρούν ως πραγματικό πρόσωπο τον Ιησού και να προβάλλουν έναν μύθο. Το ότι λοιπόν αναγνωρίζουν την ιστορικότητά του είναι σημαντική μαρτυρία, από την γραφίδα των πολεμίων του.
Ως τέτοια εκλαμβάνεται και η μαρτυρία του Πλίνιου του Νεώτερου, διοικητή της Βιθυνίας, μέσα από μια επιστολή του προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό. Ο διοικητής ανησυχώντας για την εξάπλωση του Χριστιανισμού στην επαρχία του, απευθύνθηκε στην κεντρική διοίκηση για να λάβει οδηγίες για την αντιμετώπισή του. Η εντολή του Τραϊανού ήταν απλή, διωγμός.
Ο Πλίνιος φρόντισε να ενημερωθεί για την κατάσταση των Χριστιανών, για να μπορεί να μεταδώσει ακριβείς πληροφορίες στον προϊστάμενό του. Ουδέν αξιόποινο ή αξιόμεμπτο δεν βρήκε σ’ αυτούς. Το μόνο ανησυχητικό ήταν η αθρόα προσέλευση στη νέα θρησκεία και η μεγαλύτερη αμαρτία τους,
Λόγω της μαζικής προσέλευσης στον Χριστιανισμό, οι ειδωλολατρικοί ναοί της Βιθυνίας είχαν σχεδόν ερημώσει και με τον διωγμό ξαναγέμισαν με την βία. Certe satis constat prope iam desolata templa coepisse celebrari. Οι θυσίες που είχαν διακοπεί, ξανάρχισαν και τα ειδωλόθυτα για τα οποία δεν υπήρχε πριν αγοραστής, άρχισαν πάλι να πωλούνται. Sacra sollemnia diu intermissa repeti passimque venire victimarum [carnem], cuius adhuc rarissimus emptor inveniebatur.
Το σημαντικό που προκύπτει από την επίσημη έκθεση του έπαρχου Πλίνιου του Νεώτερου είναι, ότι εξήντα χρόνια μετά το πρώτο κήρυγμα των Αποστόλων, η ανατολική αυτή επαρχία είχε εγκαταλείψει την ειδωλολατρία και είχε πεισθεί από το μήνυμα της αναστάσεως του Χριστού. Το μήνυμα της αγάπης, της ειρήνης, της ζωής είχε πραγματοποιήσει εντυπωσιακή κατάκτηση, αναίμακτα. Αντίθετα, η ειδωλολατρεία προσπαθούσε να κρατηθεί με την τρομοκρατία και την βία των αρχών, με την αυθαιρεσία των νόμων.
Ενάντια σε αυτή την αυθαιρεσία όρθωσαν λόγο γραπτό οι εκ της ειδωλολατρίας προσχωρήσαντες στον Χριστιανισμό συγγραφείς. Τέτοια απολογητικά έργα έγραψαν Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας κ.α. Απολογητικά έργα έγραψαν και μη Έλληνες, όπως ο Σύρος Τατιανός. Η αξιοπιστία των έργων αυτών κατοχυρώνεται από την επίσημη μορφή τους. Αποδέκτες αυτών ήταν οι πολέμιοι αυτοκράτορες, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος. Το απαιτούμενο θάρρος για την ανάληψη μιας επίσημης απολογίας ενώπιον τόσο σημαντικών προσώπων εξασφαλίζει την αξιοπιστία αυτών των πηγών. Το ειδωλολατρικό παρελθόν των συγγραφέων κατατάσσει τις πηγές στην κατηγορία των εθνικών.
Έμμεσες εθνικές πηγές είναι και τα κρατικά αρχεία, τα οποία δεν διασώζονται, όπως και πολλά έργα της αρχαιότητος, ωστόσο θεωρούνται πραγματικά. Ο Ιουστίνος (Α’ Απολογία 35 & 48) και ο Τερτυλλιανός (Apologeticus V.21) αναφέρουν δύο επίσημες εκθέσεις του Πόντιου Πιλάτου σχετικά με την δίκη, την καταδίκη και την σταύρωση του Ιησού.
Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τα δαιμόνια – ιουδαϊκές πηγές
Πρώτος εκ των Ιουδαίων συγγραφέων που ομιλεί για τον Ιησού, είναι ο Φλάβιος Ιώσηπος. Αυτός παρέχει και την αρχαιότερη εξωχριστιανική μαρτυρία. Στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, γράφει:
«Γίνεται δέ κατά τοῦτον τόν χρόνον Ιησοῦς, σοφός ἀνήρ [εἴ γε ἄνδρα αὐτόν λέγειν χρή˙ ἦν γάρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος άνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων]˙ καί πολλούς μέν Ἰουδαίους, πολλούς δέ καί ἀπό τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο. [Ὁ Χριστός οὗτος ἦν]. Καί αὐτόν, ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ’ ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότως Πιλάτος, οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τό πρῶτον αὐτόν ἀγαπήσαντες˙ [ἐφάνη γάρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν, τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καί ἄλλα μυρία θαυμάσια περί αὐτού εἰρηκότων]. εἰσέτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπό τοῦδε ὠνομασμένων οὐκ ἐπέλιπε τό φῦλον» (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία XVIII 3.3)
Οι φράσεις μέσα στις αγκύλες θεωρούνται ως παρέμβλητες από μερικούς μελετητές του έργου, αν και το θέμα της νοθείας προέκυψε τα τελευταία χρόνια και είναι αστήρικτο. Το αστήρικτο της υπόθεσης της νοθείας προκύπτει από το γεγονός ότι το παραπάνω χωρία περιλαμβάνεται σε όλα τα χειρόγραφα του έργου του Ιώσηπου, ίδια και απαράλλακτα. Δεν υπάρχει κάποια διαφορά στην χειρόγραφη παράδοση που να επιτρέπει την αμφισβήτηση της γνησιότητάς του. Ούτε εξηγείται από τους υποστηρικτές της υπόθεσης, πως κατέστη δυνατή η νοθεία όλων των χειρογράφων.
Επί τη βάσει του ότι ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ων, μνημονεύει τον Ιησού ως Χριστό, διετυπώθη η πρώτη αντίρρηση. Παραβλέπεται όμως ότι ο συγγραφέας αναφέρει τον Ιησού ως Χριστό, όχι μόνο σε αυτό το χωρίο, αλλά και αλλού στο ίδιο έργο (χωρία XVIII 5.2 και XX 9.1), όπου μιλά για τον θάνατο του Ιωάννου του βαπτιστού και την καταδίκη του Ιακώβου, του αδελφού «Ιησού του λεγομένου Χριστού». Συμπεραίνεται ότι το ίδιο πνεύμα ακολουθεί ο Ιώσηπος σε όλο το έργο του, έναντι του Ιησού. Αν λοιπόν ομιλώντας για τους Ιωάννη βαπτιστή και Ιάκωβο αδελφόθεο, ο Ιώσηπος επικαλείται τον Ιησού ως Χριστό, γιατί θα έπρεπε εκεί που ομιλεί για τον ίδιο τον Ιησού να το επικαλείται διαφορετικά; Δεν υπάρχει λογική σε αυτή την θέση.
Το ότι δεν επικαλούνται την μαρτυρία του Ιωσήπου οι απολογητές είναι ευεξήγητο. Οι απολογητές δεν έγραψαν ιστορικά κείμενα, αλλά απολογητικά υπέρ της αθωότητας των Χριστιανών, αντικρούοντας τις κατηγορίες των εθνικών. Στις κατηγορίες αυτές δεν περιλαμβάνονταν αμφισβήτηση της ιστορικότητας, της υπάρξεως του Ιησού. Η πρώτη χρήση του χωρίου του Ιωσήπου γίνεται από έναν εκκλησιαστικό ιστορικό συγγραφέα, τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία Ι.11) και αυτό αποδεικνύει την αδιαμφισβήτητη ιστορική αξία του. Επαναλαμβάνουμε, για την απολογητική έναντι των κατηγοριών των εθνικών προς τους Χριστιανούς, το εδάφιο, η μαρτυρία ενός Ιουδαίου, δεν είχε αξία. Σήμερα, που αμφισβητείται η ιστορικότητα του Ιησού, πράγματι έχει και απολογητική και ιστορική αξία.
Ιστορικές μαρτυρίες περί του Ιησού μπορεί να βρει κανείς στην ραββινική γραπτή παράδοση, ακόμη και στο Ταλμούδ. Εκεί γίνεται λόγος για τα θαύματα που έπραξε κάποιος Χριστιανός Ιάκωβος στο όνομα του Ιησού στην περιοχή της Γαλιλαίας. Ο Ιάκωβος γνωρίστηκε με τον ραββίνο Ελιέζερ. Μια ακόμη μαρτυρία αφορά την προτροπή κάποιου Χριστιανού σε ανηψιό ονομαστού ραββίνου να τον θεραπεύσει με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού. Υπάρχει επίσης η αναφορά περί ενός Χριστιανού δικαστή, ο οποίος επέδειξε στον ραββίνο Γαμαλιήλ Β’ το χωρίο του κατά Ματθαίον, όπου ο Χριστός λέει ότι δεν ήρθε να καταργήσει τον νόμο αλλά να τον συμπληρώσει.
Οι μαρτυρίες αυτές έχουν αναντικατάστατη αξία, καθώς ανάγονται στα τέλη του α’ και αρχές του β’ αιώνα. Ο ραββίνος Ελιέζερ ήταν γυναικαδελφός του Γαμαλιήλ Β’, ο οποίος ήταν εγγονός του Γαμαλιήλ Α’ του αρχιραββίνου που τιμωρήθηκε το 70 μ.Χ. ως συμμέτοχος στην τότε επανάσταση. Πρόκειται δηλαδή για πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, όχι για μυθώδεις αφηγήσεις. Άρα οι ραββίνοι της πρώτης μεταποστολικής εποχής γνώριζαν την ύπαρξη του Ιησού και μερικοί εξ’ αυτών διέκειντο ευμενώς απέναντι του.
Στην συνέχεια το Ταλμούδ και η ραββινική παράδοση (Gémara Sanhédrin και τα βαβυλωνιακά Sohabbath) αλλάζει στάση και υιοθετεί εχθρότητα. Αναφέρει πατέρα του Ιησού κάποιον Ρωμαίο στρατιώτη Πάνθηρα επιλεγόμενο. Το ότι το όνομα προκύπτει από την παραφθορά της ελληνικής λέξης Παρθένος, αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για ιστορική πληροφορία, αλλά για συκοφαντία.
Αλλού αναφέρει την μητέρα του Ιησού με το όνομα Stâda, αλλού με το όνομα Μιριάμ. Της αποδίδεται το επάγγελμα της κομμώτριας. Αυτό προέκυψε από σύγχυση της μητέρας του Ιησού με την Μαρία την Μαγδαληνή. Το «Μαγδαληνή», ενώ δηλώνει καταγωγή από τα Μάγδαλα και στα εβραϊκά «Μαγδαλαάχ», εκλήφθει ως δηλωτικό επαγγέλματος «μεγαδδελάχ» (=κομμώτρια). Απορρίπτεται, λοιπόν και αυτή η πληροφορία.
Η ίδια παράδοση μεταφράζει και ολόκληρη την ζωή του Ιησού, παρουσιάζοντάς τον ως μάγο. Δέχεται ότι Ιησούς έμαθε την μαγεία στην Αίγυπτο από τον ραββίνο Josua και μέσω αυτής επιτελούσε τα θαύματά του. Αποτέλεσμα ήταν να τιμωρηθεί το Πάσχα από τον Πόντιο Πιλάτο όταν διήγε το 33ο έτος της ηλικίας του. Εμμέσως πλην σαφώς επιβεβαιώνεται η ευαγγελική ιστορία, ακόμη και η στάση των Φαρισαίων απέναντί του όταν έλεγαν ότι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τα δαιμόνια.
Την ραββινική παράδοση για τον Ιησού είχε υπόψη του και επανέλαβε ο Κέλσος. Στο έργο του Λόγος Αληθής έγραψε:
Επαναλαμβάνει επίσης και την κατηγορία των Ιουδαίων ότι ο Ιησούς μέσω μαγείας θαυματοποιούσε: «κατηγορεῖ καί τοῦ σωτῆρος, ὡς γοητείᾳ δυνηθέντος ἅ ἔδοξε παράδοξα πεποιηκέναι καί προϊδόντος ὅτι μέλλουσι καί ἄλλοι τά αὐτά μαθήματα ἐγνωκότες ποιεῖν τό αὐτό» (Ωριγένης, Κατά Κέλσου Ι.6).
Ούτε ο Κέλσος αμφισβήτησε την ιστορικότητα του Ιησού. Δέχεται ότι εποίησε πολλά θαυμαστά αποδίδοντας αυτά στη μαγεία, όπως και οι Ιουδαίοι.
Την συκοφαντική μυθοπλασία κατά του Ιησού ξεκίνησαν οι Εβραίοι, ήδη όσο ήταν εν ζωή. Την ταλμουδική παράδοση επανέλαβαν τα κείμενα ανεκδότων Toledot Yeshu (γενεαλογίες Ιησού). Πρόκειται για μεσαιωνικά έργα αγνώστου προελεύσεως. Πρώτη φορά αναφέρονται το 826 μ.Χ. από τον αρχιεπίσκοπο Λυών Αγοβάρδο (De Iudaicis Superstitionibus). Στις αρχές του κ’ αι. ο Γερμανοεβραίος Σαμουήλ Krauss συνέλεξε τις ιστορίες από τις διάφορες εκδοχές των υπέρ των εκατό χειρογράφων και τις εξέδωσε (Das Leben Jesu nach jüdischen Quellen, 1902). Αναίρεση των μυθευμάτων του Ταλμούδ δημοσίευσε ο H. Laible (Jesus Christus im Talmud, 1891).
Πολλοί ἐπεχείρησαν άνατάξασθαι διήγησιν – Η ιστορική αξία των Ευαγγελίων.
Εγγυητής της γνησιότητας των τεσσάρων Ευαγγελίων υπήρξε η εκκλησιαστική παράδοση και θεματοφύλακας αυτής η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες της Οικουμένης, διακεκριμένες απ’ αλλήλων και ταυτόχρονα συνδεδεμένες, υπό την επιτήρηση και καθοδήγηση των ποιμένων τους μερίμνησαν για την μετάδοση και διατήρηση ανόθευτου του αποστολικού κηρύγματος, μέρος του οποίου καταγράφτηκε νωρίς.
Οι εκκλησίες έλεγχαν τις προσπάθειες νοθείας, όσες φορές γίνονταν, της ευαγγελικής ιστορίας και απομάκρυναν όσα ξένα στοιχεία δεν συμφωνούσαν με την αποστολική παράδοση. Εν ολίγοις, η Ιερά Παράδοση εξασφάλισε την αυθεντικότητα των Ευαγγελίων. Αυτό αποδεικνύεται από τον Κανόνα της Αγίας Γραφής, ο οποίος σχηματίστηκε ήδη από το δεύτερο μισό του β’ αι. Η πρώτη μαρτυρία Κανόνος χρονολογείται το 175 μ.Χ. Ο διαχωρισμός των νόθων, απόκρυφων και ψευδεπίγραφων κειμένων υπήρξε επιτυχής.
Η αυθεντία των Ευαγγελίων μαρτυρείται τόσο από τους αιρετικούς όσο και από τους εθνικούς συγγραφείς. Οι πρώτοι γνωστικοί, όπως ο Βασιλείδης(έδρασε την εποχή του αγίου Πολυκάρπου, 120-140 μ.Χ.), συνέταξαν υπομνήματα στα Ευαγγέλια, όπως μαρτυρούν οι Ευσέβιος Καισαρείας (Εκκλησιαστική Ιστορία IV.70) και Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωματείς IV.12). Ο Ουαλεντίνος (μέσα β’ αι.) αναγνώριζε την αξία τους και τα χρησιμοποιούσε, διαστρέφοντας την ερμηνεία τους, κατά τον Τερτυλλιανό (De praescriptorum haereticorum XXX.38). Το ίδιο έπρατταν οι Ηρακλέωνας και Πτολεμαίος, κατά τον Ωριγένη (Υπόμν. εις τον Ιωάννην ΙΙ.14). Το λεγόμενο ευαγγέλιο του Μαρκίωνα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από το Κατά Λουκάν, ακρωτηριασμένο (Ειρηναίος, Κατά αιρέσεων Ι.27.2).
Από τους εθνικούς συγγραφείς κανένας δεν εκφράζεται κατά της αυθεντικότητας των Ευαγγελίων. Μπορεί η διάθεσή τους έναντι του Χριστιανισμού να ήταν πολεμική, αλλά δεν έθεσαν καμιά αμφισβήτηση στο θέμα αυτό. Αντίθετα παρέθεσαν ολόκληρα αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια, θέτοντας αυτά ως αφετηρία της αντιρρητικής τους. Ο Κέλσος, ο οποίος επιβεβαίωσε πολλά γεγονότα της ζωής του Ιησού, χρησιμοποίησε ευαγγελικά αποσπάσματα (Ωριγένης, Κατά Κέλσου ΙΙ.13, 16, 24, 27, 51). Το ίδιο έπραξαν οι Λουκιανός, Πορφύριος, Ιεροκλής ακόμη και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Ο τελευταίος ως γνωστόν ήταν και χειροτονημένος αναγνώστης πριν απαρνηθεί τον Χριστιανισμό. Αυτό σημαίνει ότι είχε άμεση επαφή με τα ευαγγελικά κείμενα, ωστόσο ούτε μετά την αποστασία του δεν έθιξε την γνησιότητά τους.
Οι Ευαγγελιστές ομολογουμένως δεν ήταν ιστορικοί. Σκοπός τους δεν ήταν η συγγραφή της βιογραφίας του Ιησού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα Ευαγγέλια δεν είναι ακριβή ιστορικά κείμενα. Εκ του σκοπού της συγγραφής τους, μπορεί να υποστηριχθεί ότι γράφτηκαν με αίσθηση πλήρους ευθύνης απέναντι στην ακρίβεια των γεγονότων που παρουσιάζουν και θρησκευτικής ευλάβειας για την διατήρηση του αποστολικού κηρύγματος και της ενίσχυσης των αναγνωστών τους. Οι Ευαγγελιστές εισάγουν ένα νέο είδος ιστορικού κειμένου με στοιχεία διδακτικά και απολογητικά, κατά την έκφραση του L. de Grandmaison (Jésus Christ, sa personne, son message, se preuves, Paris 1927, 5th ed. vol. 1 p. 52). O σκεπτικιστής Renan χαρακτηρίζει τα συνοπτικά Ευαγγέλια «μνημεία σοβαρά» (Vie de Jésus, Paris 1863, σελ. 15 κ.ε.)
Καὶ ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον ἕκαστοι ἢ μέλλοντες πολεμήσειν ἢ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν αὐτὸς ἤκουσα καὶ τοῖς ἄλλοθέν ποθεν ἐμοὶ ἀπαγγέλλουσιν, ὡς δ’ ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ ἕκαστοι περὶ τῶν αἰεὶ παρόντων τὰ δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται. τὰ δ’ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν, οὐδ’ ὡς ἐμοὶ ἐδόκει, ἀλλ’ οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών. ἐπιπόνως δὲ ηὑρίσκετο, διότι οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ’ ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι. καὶ ἐς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται• ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. (Ιστορίαι Α’ 22).
(Και ως προς μεν τους λόγους, τους απαγγελθέντας από διαφόρους, είτε κατά τας παραμονάς του πολέμου, είτε κατά την διάρκειαν αυτού, η ακριβής απομνημόνευσις των λεχθέντων ήτο δύσκολος, ή μάλλον αδύνατος, και εις εμέ, δι’ όσους ο ίδιος ήκουσα, και εις τους άλλους, όσοι μου ανεκοίνωσαν αυτούς από τα διάφορα μέρη όπου τους ήκουσαν. Διά τούτο τους έγραψα όπως ενόμισα, ότι έκαστος των ρητόρων ηδύνατο να ομιλήση προσφορώτερον προς την εκάστοτε περίστασιν, προσηλούμενος συγχρόνως όσον το δυνατόν περισσότερον εις την γενικήν έννοιαν των πραγματικώς λεχθέντων. Τα γεγονότα, εξ άλλου, του πολέμου έκρινα καθήκον μου να γράψω, όχι λαμβάνων τας πληροφορίας μου από τον πρώτον τυχόντα, ούτε όπως τα εφανταζόμην, αλλ’ αφού υπέβαλα εις ακριβέστατον έλεγχον και εκείνα των οποίων υπήρξα αυτόπτης μάρτυς και όσα έμαθα από άλλους. Αλλ’ η εξακρίβωσίς των ήτο έργον δύσκολον, διότι οι αυτόπται μάρτυρες των διαφόρων γεγονότων δεν εξέθεταν τα ίδια πράγματα κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ’ έκαστος αναλόγως της μνήμης του ή της ευνοίας, την οποίαν είχε προς τον ένα η τον άλλον αντίπαλον. Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν’ αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ’ ολίγον. – Μετ. Ελ. Βενιζέλου).
Από την μελέτη του κειμένου του ευαγγελιστή Λουκά προκύπτει ότι ο συγγραφέας εξακριβώνει ο ίδιος τα εξιστορούμενα, ύστερα από προσωπική εξέταση των αυτόπτων μαρτύρων. Έτσι αφήνει παράδειγμα ιστορική έρευνας, κριτικής και παρατηρητικότητας. Από την άλλη, όντας ακόλουθος του αποστόλου Παύλου, γνώριζε ιδία πείρα το κήρυγμα του αποστόλου των εθνών και ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες, διασταυρώνοντας αυτές κατόπιν αντιπαραβολής με το αποστολικό κήρυγμα. Έτσι προκύπτει το εξής σημαντικό: το Ευαγγέλιό του δεν είναι μόνο ιστορία, αλλά και γνώμονας επαλήθευσης του αποστολικού κηρύγματος για μας. Δεν μεταφέρει μόνο τις ιστορικές πληροφορίες για τον Ιησού, αλλά και για την αποστολική παράδοση.
Όλα τα γεγονότα που αναφέρει, όσα αφορούν τον ιστορικό περιβάλλον της ευαγγελικής διήγησης έχουν επιβεβαιωθεί από την παγκόσμια ιστορία. Οι κατά τόπους άρχοντες και ηγεμόνες, οι τίτλοι τους, τα γεγονότα που τους αφορούν και αναφέρονται από αυτόν, είναι όλα επιβεβαιωμένα από την ιστορική έρευνα (W. M. Ramsay, Was Christ born at Bethlehem? A Study in the Credibility of St. Luke, London 1898). Η συνέχεια του Ευαγγελίου στις Πράξεις των Αποστόλων, ομοίως. Η συμφωνία της διήγησης διασταυρώνεται με τα αναφερόμενα στις επιστολές του αποστόλου Παύλου (B. B. Warfield, λήμμα Jesus Christ, The New Schaff-Herzog religious Encyclopedia, New York 1910, p.151).
Η ιστορική ακρίβεια και αυθεντία του Λουκά αποδίδει τα ίσα και στην διήγηση του Μάρκου. Αυτό συμβαίνει επειδή, κατά κοινή ομολογία των κριτικών, ο Λουκάς χρησιμοποίησε τον Μάρκο ως πηγή. (A. Bruce, Apologetics, Edinbourgh 1911, p. 457). Κάποιες φορές ο Λουκάς επαναλαμβάνει ολόκληρες περικοπές από τον Μάρκο στην ίδια χρονική σειρά. Έχοντας, λοιπόν, επιβεβαιώσει τις πληροφορίες της πηγής του, τις επαναλαμβάνει ως αξιόπιστες, επειδή γνωρίζει ότι αντικατοπτρίζουν ταυτόχρονα την αποστολική παράδοση.
Ταυτόχρονα αποδεικνύει την ιστορική ακρίβεια του Ματθαίου, εφόσον και αυτός ο ευαγγελιστής αφηγείται τα ίδια γεγονότα. Έχουμε, λοιπόν, την συμφωνία των τριών συνοπτικών, η οποία ενισχύεται μέσω της αμοιβαιότητας, οπότε η εκ των τριών μαρτυρία των ίδιων γεγονότων καθίσταται αξιόπιστη υπέρ του δέοντος, όχι εξαιτίας της ανεξαρτησίας τους αλλά της υπερκαλυμμένης διασταύρωσης και προσωπικής εξέτασης των στοιχείων. Η εξάρτηση του ενός από τον άλλο δεν είναι άκριτη επανάληψη. Το πόσο σημαντική είναι αυτή η υπερτονισμένη επιβεβαίωση των γεγονότων, μπορεί να το κατανοήσει κανείς όταν αναλογιστεί ότι στα Ευαγγέλια δεν αναφέρονται περιστατικά της καθημερινότητας μόνο, αλλά και έκτακτα και εξαιρετικά συμβάντα, όπως τα θαύματα.
Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ – το αδύνατο της επινοήσεως της ευαγγελικής ιστορίας.
Μια τέτοια παραδοχή από τα χείλη ενός των πρωτεργατών του Διαφωτισμού είναι ιδιαίτερης και βαρύνουσας σημασίας, διότι είναι εξωεκκλησιαστική. Αυτό που παραδέχεται ο Ρουσσώ είναι ότι η μοναδικότητα του χαρακτήρα του Ιησού καθιστά αδύνατη την επινόησή του. Ο τέλειος ηθικά και άγιος χαρακτήρας, ο οποίος περιγράφεται στα Ευαγγέλια δεν έχει κάποιο ανάλογο στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, όχι μόνο της εποχής του ή της αρχαιότητας, αλλά ακόμη και σήμερα. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα˙ πως θα μπορούσαν άνθρωποι αγράμματοι, χωρίς καμία παίδευση, να διαπλάσουν ένα επινενοημένο πρόσωπο, τόσο διαφορετικό από τον εθνικό τύπο του Ιουδαίου σοφού, τόσο αποστασιοποιημένο από τα καθημερινά τους πρότυπα και ιδεώδη; Η απάντηση είναι απλή, δεν θα μπορούσαν.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να παραδεχθούμε ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων δεν είναι μυθικό πρόσωπο, αποκύημα της εβραϊκής φαντασίας, αντίθετα είναι ιστορικό με μοναδικά χαρακτηριστικά σοφίας και ηθικής τελειότητας.
Οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες – η θεωρία του μυθισμού
Εισηγητής της θεωρίας αυτής υπήρξε ο D. F. Strauss (1808- 1873) στο έργο του Das Leben Jesu kritisch bearbeit (Tübingen 1835). Σύμφωνα με αυτή την θεωρία το μεγαλύτερο μέρος της ευαγγελικής ιστορίας έχει ως αρχή τον μύθο, επειδή όλες οι αρχαίες θρησκείες είχαν ως αρχή τους την μυθολογία που τις συνόδευε.
Εφαρμόζοντας αυτή την θεωρία οι παραμυθολόγοι του Zeitgeist, αναζητούν τους μύθους εκ των οποίων θα μπορούσε να έχει προέλθει ο Χριστιανισμός. Κάνουν, όμως μια λογική υπέρβαση. Παραδέχονται ότι ο Ιησούς είναι μυθικό πρόσωπο, χωρίς να έχουν κατοχυρώσει την άποψή τους. Δέχονται δηλαδή αξιωματικά, την θέση που θα έπρεπε να έχουν αποδείξει. Από όσα, όμως, ειπώθηκαν μέχρι στιγμής αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι ιστορικό και όχι μυθικό πρόσωπο. Καταρρίπτεται με αυτόν τον τρόπο ο στυλοβάτης της θεωρίας τους.
Εφόσον ο Ιησούς είναι ιστορικό πρόσωπο, δεν νοείται σύγκρισή του με αντίστοιχα μυθολογικά, αν θέλουμε να σκεφτόμαστε με βάσει τους κανόνες της λογικής. Οι αρχαίοι θεοί ήταν πράγματι όντα μυθολογικά, αποκυήματα της φαντασίας των ποιητών, όπως του Ησιόδου, του Ομήρου και των τραγικών. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την ελληνική μυθολογία. Όλες οι αρχαίες θρησκείες δανείζονταν το πάνθεό τους από τους ποιητές. Οι Βέδες των Ινδών είναι έργα ποιητικά. Η Αβέστα των Ζωροαστρών Περσών, επίσης και ούτω καθεξής.
Η ιστορικότητα του Ιησού αποκλείει την χρήση του μύθου στον Χριστιανισμό. Η θεωρία του Strauss ότι ο μύθος αποτελεί ποιητική μεταμόρφωση της ιστορίας, αποδεικνύεται ψευδής στην περίπτωση του Χριστιανισμού, διότι το ιστορικό γίγνεσθαι ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που θα μπορούσε να διαπλάσει έναν ανάλογο μύθο. Ο Ιησούς τοποθετημένος στον τόπο και τον χρόνο κατά τον οποίο εμφανίσθηκε, παρουσιάζεται ως ένας ηθικός και πνευματικός επαναστάτης, ανατροπέας του ιστορικού γίγνεσθαι που υποτίθεται ότι θα τον έπλαττε.
Η ανάλογη θεωρία του Fulcran Grégoire Vigouroux (Le Bible et les découvertes moderns en Égypte et en Assyrie, Paris 1877), σύμφωνα με την οποία ο μύθος εκφράζει την ενσάρκωση των κυρίαρχων ιδεών της εποχής και κατά συνέπεια ο μύθος του Ιησού εκφράζει την ενσάρκωση των μεσσιανικών προσδοκιών των Εβραίων της εποχής, απορρίπτεται από το απλό απλούστατο γεγονός της μη αποδοχής του από τους ομοεθνείς του. Αν η προσωπικότητα του Ιησού ήταν η ενσάρκωση των μεσσιανικών προσδοκιών, αν ήταν γέννημα της ραββινικής φαντασίας, οι πρώτοι που θα έπρεπε να τον παραδεχθούν και να τον αποδεχθούν θα ήταν οι ραββίνοι. Αυτό δεν συνέβη και για την ακρίβεια συνέβη το αντίθετο. Η διδασκαλία του Ιησού ήταν απογοήτευση για τους ραβίνους ακριβώς επειδή δεν συντονίζονταν με τις προσδοκίες τους.
Στην ιστορική εποχή ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει την ιστορία από τον μύθο. Και αυτό είναι το σημαντικότατο στοιχείο στην περίπτωση της ευαγγελικής ιστορίας. Οι Ευαγγελιστές δεν ήταν ούτε ποιητές, ούτε φαντασιόπληκτοι. Κατέγραψαν ιστορικά γεγονότα με ιστορικό τρόπο, όχι μυθικό. Το μυθολογικό στοιχείο απουσιάζει από τα Ευαγγέλια. Ταυτόχρονα, η κατατοπιστική και ομόφωνη μαρτυρία γεγονότων προσδιορισμένων χρονικά και τοπικά, δείχνει την ιστορικότητα στην μορφή της ευαγγελικής διήγησης. Αυτή η ιστορικότητα και η προσωπική μαρτυρία από τους ίδιους τους αποστόλους κατά το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έπειθε το αρχαίο ακροατήριο ότι επρόκειτο για πραγματικά γεγονότα, ότι ο Ιησούς ήταν ιστορικό πρόσωπο και συνέχισε να πείθει ακόμη και όταν οι αυτόπτες μάρτυρες εξέλειπαν, σε όλη τη διάρκεια της μετά Χριστόν ιστορίας.
Τήν παρακαταθήκην φύλαξον – η διατήρηση της ιστορικής ακρίβειας των Ευαγγελίων
Το ακροατήριο και η εξ αυτού παραγμένη Εκκλησία έγινε ο θεματοφύλαξ και εγγυητής της ιστορικής ακρίβειας των Ευαγγελίων. Από αυτά λείπει η γελοιότητα των μύθων, ενώ είναι εμφανής η καθημερινότητα της εποχής, η οποία αποπνέει την σοβαρότητα της αλήθειας και διασταυρώνεται εύκολα και συμφωνεί με τις αφηγήσεις των άλλων ιστορικών πηγών, επιβεβαιώνοντας τον ρεαλισμό του τόπου και του χρόνου της εμφανίσεως του προσώπου του Ιησού.
Ο Ιησούς των Ευαγγελίων είναι καθόλα άνθρωπος πλην της αμαρτίας. Δεν μοιάζει με τους μυθολογούμενους θεούς, με τους οποίους τον συγκρίνουν οι παραμυθολόγοι. Δεν μεταμορφώνεται σε ζώο ή φυτό, για να εξαπατήσει τους ανθρώπους και να ικανοποιήσει άνομα πάθη, όπως οι μυθολογούμενοι θεοί. Από το παρουσιαστικό του λείπουν τα ζωόμορφα χαρακτηριστικά των αιγυπτιακών θεών, τα τρομακτικά και αιματηρά των ινδικών, τα ζοφώδη και πεσιμιστικά των σκανδιναβικών. Στις μυθολογούμενες θεότητες κυριαρχούν τα πάθη, η μανία, η ηδονή. Στον Ιησού η αρετή και η αγιότητα. Ακόμη και η περιγραφή της εμφανίσεως της θεότητας κατά την Μεταμόρφωση δεν βρίσκει κάτι αντίστοιχο σε καμιά μυθολογία.
Τα έργα του δεν είναι μυθικοί άθλοι. Η θεοπρέπεια κυριαρχεί όταν ενεργεί. Όταν διδάσκει, όταν θαυματουργεί, ακόμη και όταν σιωπά ενώπιον του δικαστηρίου, το πράττει ως έχων εξουσία αυτός ο ίδιος, όχι ο ευαγγελιστής που αφηγείται το γεγονός. Η αξιοπρέπεια της διήγησης δείχνει ότι πηγάζει από πραγματικά γεγονότα και πείθει τον ακροατή ή τον αναγνώστη ότι κάθε λέξη είναι αληθινή. Οι μύθοι στερούνται τέτοιου είδους αξιοπρέπειας.
Απόδειξη των παραπάνω είναι η ύπαρξη των Απόκρυφων. Τα Απόκρυφα είναι οι μυθολογικές μεταμφιέσεις της ευαγγελικής ιστορικότητας. Φανερώνουν ότι έγινε προσπάθεια εισβολής μυθικών στοιχείων στην ιστορική ακρίβεια, προσπάθεια, η οποία υπήρξε ανεπιτυχής. Τα απόκρυφα είναι αφηγήσεις θρύλων, στερουμένων ιστορικότητας και γι’ αυτό απορρίφθηκαν ως τέτοιοι από τούς ακροατές των Ευαγγελίων.
Η απόρριψη των αποκρύφων αποδεικνύει το ιστορικοκριτικό πνεύμα της Εκκλησίας των πιστών και εμμέσως πλην σαφώς, την αυθεντικότητα της μαρτυρίας των Ευαγγελίων. Η Εκκλησία των πιστών δεν δέχονταν άκριτα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι παραμυθολόγοι, κάθε διήγηση περί του Ιησού. Αν ήταν έτσι, τότε και τα Απόκρυφα θα θεωρούνταν γνήσια. Ένας μυθικός Ιησούς, όχι ο ιστορικός σκιαγραφείται στα Απόκρυφα. Ο μυθικός Ιησούς ζωοποιεί τα πήλινα πουλιά, απειθεί στους γονείς του, προκαλεί τον φόβο των κατοίκων της Ναζαρέτ. Ο μυθικός Ιησούς αυθαδιάζει προς τους διδασκάλους του σε αντίθεση με τον ιστορικό, ο οποίος συζητά νηφάλια και σοφά με τους ραβίνους στο ναό. Ο μυθικός Ιησούς θαυματοποεί άσκοπα και προς επίδειξη, την στιγμή που η ευαγγελική αφήγηση βεβαιώνει ότι το πρώτο θαύμα έγινε στην Κανά της Γαλιλαίας προς ωφέλεια των παρακολουθούντων, προς θεραπεία αναγκαιότητας, κατόπιν παρακλήσεως και επίμονης μεσιτείας της μητέρας του.
Δύο συμπεράσματα εξάγονται από την σύγκριση των Αποκρύφων με τα Ευαγγέλια. Οι συγγραφείς των πρώτων, αν και είχαν ενώπιον τους τον Ιησού των Ευαγγελίων, απέτυχαν να τον αποδώσουν πιστά, αλλά γέμισαν την αφήγηση με μυθεύματα. Άρα, οι συγγραφείς των Ευαγγελίων, εκ των οποίων απουσιάζουν τέτοιου είδους φανταστικά γεννήματα, είχαν ενώπιον τους αληθινό, ιστορικό πρωτότυπο. Δεύτερον, εγγυητής της διατήρησης της ιστορικής ακρίβειας της διηγήσεως περί του Ιησού υπήρξε η εφαρμογή της ιστορικοκριτικής μεθόδου στις ευαγγελικές διηγήσεις. Η μέθοδος αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί εάν επρόκειτο για διήγηση φανταστικών και όχι πραγματικών γεγονότων, διότι δεν θα μπορούσε να διακρίνει μεταξύ των δύο κατηγοριών.
Το λογικό άτοπο της θεωρίας του μυθισμού, ακόμη και στην εκδοχή των Zeitgeist-ών είναι η ανεπάρκεια στην αναίρεση της ιστορικότητας του Ιησού. Η ατεκμηρίωτη αποδοχή αφήνει ένα κενό. Αν δεχθεί κάποιος, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι ο Ιησούς ήταν μυθικό πρόσωπο τότε μένει ακάλυπτη η ιστορική αρχή του Χριστιανισμού. Ο Χριστιανισμός είναι ένα απόλυτα μετρήσιμο ιστορικό γεγονός, εξακριβωμένο, με προσδιορισμένη τοπική και χρονική αρχή. Χωρίς τον Ιησού η αρχή του μένει ανεξήγητη. Αυτή την ιστορική ανακρίβεια δεν μπορούν να την καλύψουν οι παραμυθολόγοι. Ο υποτιθέμενος και προβαλλόμενος αυταρχικός καισαροπαπισμός του Μεγάλου Κωνσταντίνου αδυνατεί να εξηγήσει το φαινόμενο, διότι είναι μεταχρονολογημένος και μάλιστα κατά τέσσερις αιώνες.
Εκτός αυτού υπάρχει και κάτι ακόμη πιο ανεξήγητο, ο ενθουσιασμός της μεταστροφής των ειδωλολατρών στην νέα θρησκεία, δηλαδή τον Χριστιανισμό, ενθουσιασμός που έφτανε μέχρι το μαρτύριο. Αν κάποιος αφαιρέσει από τον Χριστιανισμό τον Ιησού, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να μπορέσει να ερμηνεύσει αυτόν τον μεταφυσικό χαρακτήρα της πίστης όλων αυτών που όχι μόνο πίστευσαν ενάντια στις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις τους, αλλά και θυσίασαν την ίδια τους την ζωή για την νέα πίστη. Κανείς αρνητής του Ιησού δεν μπόρεσε να δώσει κάποια εξήγηση, έστω και μη πειστική, του χαρακτηριστικού αυτού, πολύ δε περισσότερο οι όψιμοι αρνητές του Zeitgeist.
Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ – η θεωρία του συγκρητισμού
Για να δώσουν οι αρνητές εξήγηση της εμφάνισης του προσώπου του Ιησού στην ιστορία, εφάρμοσαν την δαρβινική μέθοδο της εξέλιξης στην θρησκεία. Αυτός είναι ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο γίνεται συγκριτική εξέταση των προγενέστερων του Χριστού θρησκειών με σκοπό την εξήγηση των κύριων γεγονότων της ζωής του. Προϋποθέτουν ότι η ευαγγελική ιστορία προήλθε από την σύγκραση και την συγχώνευση των θρησκευτικών συστημάτων της Ευρώπης και της Ασίας.
Πρωτεργάτες της μεθόδου, την οποία αποκάλεσαν θρησκειοϊστορική, υπήρξαν οι P. Wernle (Die Anfänge unserer Religion, Tübingen 1904), Hermann Grungel (Zum religionsgeschichtlichen Vertändnis des Neuen Testaments, Göttingen 1903) και W. Bousset. O J. Weiss συμπλήρωσε την μέθοδο με την προσφορά των ελληνιστικών στοιχείων (Die Aufgaben der neutestamentlichen Wissenschaft in die Gegenwart, Göttingen 1908). Οι Ασσυριολόγοι H. Winckler-H. Zimmern (Die Keilinschrieften und die Bibel, Berlin 1902-3), A. Jeremias (Babylonisches im Neuen Testament, Leipzig 1905). και P. Jensen (Der Gilgamesch-Epos in der Weltliteratur, Strasbourg 1906) συνεισέφεραν στοιχεία από την βαβυλωνιακή θρησκεία. Οι N. Notowitch (La Vie inconnue de Jésus-Christ, Paris 1894) και R. Seydel (Das Evangelium Jesu in seinem Verhältnissen zu Buddha-Sage und Buddha-Lehre mit forläufender Rücksicht auf andere Religionkreise untersucht, Leipzig 1882) παρείχαν στοιχεία από τον Βουδδισμό. Οι Franz Cumont (Les mystères de Mithra, Paris 102) και J. Grill (Die perschische Mysterienreligion im römischen Reich und das Christentum, Tübingen 1903) έψαξαν την αρχή του Χριστιανισμού στον παρσισμό και τον μιθραϊσμό.
Εκείνο που εντυπωσιάζει αρχικά είναι η ταυτόχρονη ομοβροντία των θεωριών αυτών, γεγονός που φανερώνει ενορχήστρωση. Περί των μασονικών και θεοσοφικών αρχών τους έχουμε μιλήσει σε προηγούμενο κεφάλαιο. Οι θεωρίες αυτές αρχικά εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητες, δηλαδή οι μεν μιλούσαν περί της εύρεσης της αρχής του Χριστιανισμού στις ελληνιστικές θρησκείες, οι δε στην βαβυλωνιακή, οι δε στον παρσισμό και ούτω καθεξής. Σύντομα φάνηκε η ανεπάρκεια των επιμέρους θεωριών να ερμηνεύσουν την ευαγγελική ιστορία ξεχωριστά, οπότε στράφηκαν στην από κοινού προσφορά ερμηνευτικών στοιχείων.
Η στροφή αυτή της πλεύσης δείχνει και την αρχική παταγώδη αποτυχία, η οποία όμως, δεν αποθάρρυνε τους εμπνευστές της. Ακολούθησε η αναίρεση της μεθόδου από έγκριτους επιστήμονες, όπως ο C. Clemen (Religionsgeschichtliche Erklärung des Neuen Testaments: die Abhändigkeit des ältesten Christentums von nichtjüdischen Religionen und philosophischen Systemen zussamendfassend untersucht, Giessen 1909) – o C. Clemen αρχικά ήταν φίλα προσκείμενος προς την συγκεκριμένη μέθοδο, αλλά αναγκάστηκε να την απορρίψει κατόπιν εξετάσεως -, ο Abbé P. de Broglie (Problèmes et conclusions de l’ histoire des religions, Paris 1897), o Max Meinertz (Das Neue Testament und die neuesten religionsgeschichtliche Erklärungsversuche, Strassburg 1904), o Bernard Allo, (L’ Evangile en face du syncrétisme paien, Paris 1910), o H. Martensen Larsen (Jesus und die Religiosgeschichte, γερμανική μετάφραση εκ της Δανικής, Friburg 1898).
Η κριτική της μεθόδου έδειξε ότι τα μόνα προσφερόμενα στοιχεία προς στήριξή της ήταν εξωτερικές ομοιότητες σε φράσεις, μεταφορές και συγκρίσεις, οι οποίες, όμως δεν αλλοίωναν την έννοια των Ευαγγελίων. Δεν εισχωρούσαν διεισδυτικά στην ουσία του Χριστιανισμού, αφήνοντάς την ανεπηρέαστη. Ταυτόχρονα, δεν παρουσιάζονταν από τους υποστηρικτές της ο τρόπος της υποτιθέμενης διαμόρφωσης του Χριστιανισμού από τα αρχαία θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, ούτε προσκομίζονταν ή καταγράφονταν τα ίχνη μιας τέτοιου είδους διαμόρφωσης στην ιστορία.
Η διαδικασία του συγκερασμού δεν μπορούσε να εντοπιστεί ούτε χρονικά. Ο A. Harnack (Das Wesen des Christentums, αγγλική μετάφραση Τ. B. Saunders, What is Christianity, London 1901, 197-209) παραδέχεται και δηλώνει ότι η όποια επίδραση της αρχαίας θρησκείας επί των χριστιανικών τελετών δεν συντελέσθηκε νωρίτερα του Δ’ μ.Χ. αιώνος. Ακόμη δε περισσότερο, λείπουν τα αίτια που θα έδιναν ένα κάποιο ενδιαφέρον στην μέθοδο και, βέβαια, δεν εξηγήθηκαν ποτέ οι χαοτικές διαφορές του Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες. Κατόπιν της εμφανούς ανεπάρκειας προς τεκμηρίωσή της, η θρησκευτικοϊστορική μέθοδος παρέμεινε μια αδιάφορη υπόθεση.
Ἐλεύσονται ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐμπαῖκται, κατά τάς ἰδίας αὐτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι καί λέγοντες˙ ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ;
Επίλογος.
Αναρωτιέται κανείς, εφόσον οι υποθέσεις των λεγομένων Zeitgeist-ών είναι παλαιές και ανηρημένες, γιατί επαναλαμβάνονται ακόμη σήμερα. Την απάντηση δίνει ο απόστολος Πέτρος στην δεύτερη καθολική επιστολή του γ.3 (επικεφαλίδα κεφαλαίου). Ερμηνεύοντας το εδάφιο ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει:
«Εγώ δε νομίζω ότι προφητεύει εδώ ο κορυφαίος τους εν εσχάτοις χρόνοις φανέντας Αθέους (σσ. οπαδούς του Διαφωτισμού) και Φερμασόνους (σσ. Ελευθεροτέκτονες-Φραμασόνους) και θνητοψύχους και νατουραλιστάς, ήτοι φυσικούς και Ματερίστας,, ήτοι υλίτας (σσ. υλιστές) και τους ομοίους αυτοίς (σσ. τους σύγχρονους μηδενιστές). Πρώτον διατί οι παλαιοί μεν εκείνοι αιρετικοί, καθώς τους ηρμήνευσαν ο Μητροφάνης και ο Θεοφύλακτος, δεν εφάνησαν επ’ εσχάτων των ημερών, αλλά κατ’ εκείνους τους χρόνους των αποστόλων ή ολίγον ύστερον. Ούτοι δε εφάνησαν αληθώς επ’ εσχάτων των ημερών, καθώς λέγει ο κορυφαίος. Και δεύτερον διατί και οι νεώτεροι ούτοι παρομοίως με εκείνους τους παλαιούς και ακόμη χειρότερα αναιρούν την ανάστασιν και την αθανασίαν της ψυχής και την δευτέραν παρουσίαν του Κυρίου και την του κόσμου αλλοίωσιν. Και απλώς αναιρούν τας αγίας Γραφάς και την ύπαρξιν του Θεού και τον αυτοματισμόν (σσ. δαρβινισμόν) εισάγουν και ταύτα πάντα βλασφημούντες, περιπαίζουν ακόμη και καταγελούν τους Χριστιανούς ότι πιστεύουν ταύτα πάντα. Και ταύτα διατί; Δια να μην έχουν φόβον και συστολήν από τινα, αλλά αφόβως και ανυποστόλως να κατεργάζωνται τας σαρκικάς των επιθυμίας». (ο.π. σ. 405)
Η εκτίμηση του αγίου Νικοδήμου περί της ταυτότητας των σύγχρονων ψευτοδιδασκάλων αποδείχθηκε σωστή. Σύμφωνα πάντα με αυτό το πνεύμα δείξαμε σε άλλο κεφάλαιο ότι η πηγή των απόψεων των Zeitgeist-ών είναι η θυγατρική Θεοσοφία (Μπλαβάτσκυ) και η μητρική Μασονία. Ακολουθώντας το «παρομοίως μ’ εκείνους» διεξάγουμε την έρευνα περί του Γνωστικισμού, δείχνοντας μέσα από την ιστορία της αίρεσης, την συγγενική σχέση της διδασκαλίας των νέο-γνωστικών ομάδων (μασονία, θεοσοφία, νέα-εποχή και όλων των παρεμφερών) με τους παλαιούς Γνωστικούς.
Μετά την συντριπτική αναίρεση του Zeitgeist, το κίνημα στην χώρα μας άλλαξε γραμμή πλεύσης και επιχειρεί να παρουσιάσει ένα προσωπείο αδιάφορο προς τα θεολογικά ζητήματα. Μάλιστα, επιμένει ότι επικεντρώνεται σε πολιτικά και οικονομικά θέματα. Είναι ψέμα, είναι περσόνα, είναι φενάκη. Αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς από το όνομα του κινήματος Zeitgeist (το Πνεύμα της Εποχής). Αν το ενδιαφέρον του κινήματος ήταν σε θέματα πολιτικής θα έπρεπε να λέγεται η Πολιτική της Εποχής, αν σε θέματα οικονομίας, η Οικονομία της Εποχής. Λέγεται το Πνεύμα της εποχής, φανερώνοντας το ενδιαφέρον του για τα πνευματικά και συγκεκριμένα τα θεολογικά θέματα, με έντονη ή μάλλον με μοναδική την αντιχριστιανική στάση.
https://www.impantokratoros.gr/zeitgeist-apologia.el.aspx